Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

14/12/12

Σεμπάστιαν Μπάρυ " Η μυστική γραφή" - Η ιστορία μιας άγραφης ιστορίας


Μάθε ότι εμείς οι ανόητοι, με τους ανόητους νεκρούς / δεν πεθάναμε για τη σημαία, το βασιλιά και τον αυτοκράτορα / μα για τ’ όνειρο που γεννήθηκε στου βοσκού την παράγκα / και για τη μυστική γραφή του φτωχού

Thomas Kettle, «Στην Κόρη μου Μπέττυ, το Δώρο του Θεού»

 

Η Ιστορία, ως σύνολο ετερόκλητων εμπειριών, ιδωμένων και αφηγούμενων από διαφορετικές θέσεις, αποτελεί πλούσιο υλικό για τη λογοτεχνία, που αξιοποιεί συγκινησιακά την πολυσημία και την ανακρίβεια και ό,τι προκύπτει από τα κενά και τα ολισθήματα της ιστορικής θεώρησης. Στον αντίποδα της αληθινής Ιστορίας λοιπόν τοποθετεί συχνά την αλήθεια της προσωπικής μαρτυρίας, με τα ιστορικά γεγονότα να λειτουργούν περισσότερο ως δείκτες της μνήμης (του συνειδητού και ασύνειδου) των ηρώων της και συχνά ως σηματοδότες τραυμάτων με άμεσες συνέπειες στο παρόν του αναγνώστη.

Σε αρκετά σύγχρονα ξενόγλωσσα μυθιστορήματα αξιοποιείται το παιχνίδι των πολλαπλών ιστορικών μαρτυριών. Για παράδειγμα, στην Τρομπέτα της Τζάκι Κέι παρακολουθούμε τους άπειρους μάρτυρες-παντογνώστες του θανάτου του τρομπετίστα Μούντι ν’ αποτυπώνουν αμφίβολα στοιχεία για τον θανόντα. Στο Μπλανς και Μαρί του Per Olov Enquist ο συγγραφέας-αφηγητής και ο αφηγητής-ήρωας αλληλομπλέκονται και η ιστορία μετατρέπεται σε ποιητική εικοτολογία μιας ιστορίας προθέσεων.

Στη Μυστική γραφή του Σεμπάστιαν Μπάρυ παρακολουθούμε τις αφηγήσεις δύο ηρώων, της υπερήλικης Ροσίν, εδώ και χρόνια τροφίμου του ψυχιατρείου το Ροσκόμον, που αποφασίζει να καταγράψει στα κρυφά την ιστορία του εγκλεισμού της, και του θεράποντος γιατρού της, του δόκτορος Γκρεν, που την προσεγγίζει για να μάθει το παρελθόν της, θέλοντας, σε δεύτερο επίπεδο, να έρθει σε επαφή με τον ευάλωτό του εαυτό. Πέρα από τη φυσική παρουσία των ηρώων στον ίδιο χώρο, τίποτα δεν τους συνδέει πραγματικά και οι προσωπικές καταγραφές τους εξελίσσονται στο μυθιστόρημα ως ανεξάρτητες διηγήσεις, που διακόπτονται από τους σύντομους και χωρίς ιδιαίτερη ροή διαλόγους τους.

Η εξιστόρηση της Ροσίν είναι ψύχραιμη, στοχαστική και κρυπτική, με τη μοίρα της να σφραγίζεται από τον ιρλανδικό εμφύλιο, τις θρησκευτικές αντιπαλότητες καθολικών και προτεσταντών, τη δυσμενή της θέση στον κόσμο ως γυναίκας και την «κατάρα» της ομορφιάς της και στην πορεία αποκτά όψη μεσαιωνικού παραμυθιού, που κλείνει με τη νίκη του κακού πατήρ Γκοντ, την αφηγήτρια να αποχωρίζεται τον άντρα που αγάπησε, μα και το παιδί της, ως απλός παρατηρητής του κακού της ριζικού. Η αυτo-«αυτοψία» του ψυχιάτρου είναι ενοχική, εξομολογητική και διάφανη και αναλίσκεται στη σχέση του με τη νεκρή του πια γυναίκα, στα λάθη του ως επιστήμονα αλλά και ως συζύγου — μια αφήγηση σκόρπιων σκέψεων η οποία με τη σειρά της θέλγεται από τη στιβαρή παρουσία της σοφής ασθενούς του.

Η έντονη αντίφαση ανάμεσα στην όλο ποιητικότητα αφήγηση της Ροσίν και στην παραληρηματική του Γκρεν δεν μπορεί παρά να είναι εσκεμμένη. Λιγότερο φαίνεται να ενδιαφέρει εδώ η διαφορετικότητα των συγκεκριμένων προσώπων όσο το χάσμα ανάμεσα στις εποχές που εκπροσωπούν, η πατριωτική εποχή της Ροσίν με τα ιδεολογικά της πάθη, η απολιτική και γεμάτη σχετικισμό του νεότερου γιατρού της. Στην πραγματικότητα, ο Γκρεν σχετίζεται με τη Ροσίν —με ποιο τρόπο το μαθαίνουμε στο τέλος—, πραγματική όμως σχέση δεν έχουν: η Ιστορία ήταν ανίκανη να καταγράψει την ιστορία της σχέσης τους.

Η Μυστική γραφή είναι λοιπόν η ιστορία μιας άγραφης ιστορίας, που ως ο μεγάλος ασθενής αφανίστηκε από τα πιο ισχυρά, και για τούτο απεχθή, ανθρώπινα πάθη. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Joseph O’Connor, πρόκειται για «ένα μυθιστόρημα περί ανδρισμού: για το κακό που διέπραξαν οι άντρες στις γυναίκες μα και στους εαυτούς τους». Δεν είναι σίγουρο κατά πόσο ο Μπάρυ στόχευσε ιδιαίτερα σε ζητήματα φύλου, σίγουρα αμφισβητεί εκείνο το είδος του ανδρισμού, που και η Κέννεντυ αμφισβητεί στο μυθιστόρημά της Day με το σχιζοειδές παραλήρημα του Άλφρεντ: τον επισφαλή πατριωτισμό. Αντιπρόταση βεβαίως είναι η απλοϊκή μεν πλην όμως ουσιαστική ιδέα της αγάπης· η πένα του Μπάρυ κάνει τον αναγνώστη να αναριγήσει.    

«…διάγουμε το βίο μας και διατηρούμε την ψυχική μας ευστάθεια, με μόνο φάρο στο σκοτάδι αυτή τη διπρόσωπη μνήμη, αυτή την αναξιοπιστία, όπως ακριβώς οικοδομούμε την αγάπη μας για την πατρίδα σ’ αυτούς τους χάρτινους κόσμους τους γεμάτους παρανοήσεις και αναλήθεια. Ίσως έτσι να είναι η φύση μας, και ενδεχομένως, με τρόπο ακατανόητο, να είναι κι αυτό το στοιχείο του ανθρώπινου μεγαλείου — ότι είμαστε ικανοί να χτίσουμε τα πιο θαυμάσια και ακλόνητα οικοδομήματά μας σε θεμέλια σαθρά σαν μια χούφτα σκόνη».

Η γλώσσα, στην οποία οφείλει πολλά αυτό το ποιητικά δοσμένο δράμα, είναι ο ουσιαστικός αληθινός μάρτυρας, ένας μάρτυρας της ομορφιάς. Στην ιστορία καθαυτή, η ομορφιά, από άποψη πλοκής και κάθαρσης, έρχεται καθυστερημένα και μοιάζει εντέλει και ειρωνικά με κούφιο σχήμα λόγου. Ο συγγραφέας θα το ξέρει πως οι λέξεις δεν πρόκειται σαφώς ν’ αποκαταστήσουν ή ν’ αντικαταστήσουν την Ιστορία. Μπορούν όμως να θέλξουν. Το πόσους είναι πάντα το ερώτημα της σημαντικής λογοτεχνίας.

Πηγή: http://exwtico.wordpress.com





29/11/12

Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά (2)


Ο Όσκαρ Σελ είναι ένας εννιάχρονος «αλλόκοτος» νεαρός που ζει με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν. Στο απέναντι κτίριο ζει η γιαγιά του, από τη μεριά του πατέρα του, που έχει επιζήσει από το βομβαρδισμό της Δρέσδης. Οι άντρες της οικογένειας απόντες. Ο παππούς, επιζών κι αυτός της Δρέσδης, γλύπτης που «έχασε» κάποτε τις λέξεις του και έκτοτε επικοινωνεί με σημειώματα γραμμένα σε τετράδια, τοίχους, πατώματα, σώματα. Εγκατέλειψε τη γιαγιά όταν αυτή του ανακοίνωσε πως είναι έγκυος: η εγκυμοσύνη ήταν εκτός των κανόνων πάνω στους οποίους βάσιζαν την κοινή τους ζωή. 
Ο πατέρας, πάλι, σκοτώθηκε στην αεροπορική επίθεση στους δίδυμους πύργους. 
Ο Όσκαρ έχει εξαιρετική ευφυΐα, φοράει μόνο άσπρα, αποφεύγει τα παιδιά της ηλικίας του και προτιμά την παρέα των μεγάλων, κρατάει σε ένα ντοσιέ εικόνες από τα Πράγματα Που Του Έχουν Συμβεί, δυσκολεύεται να κοιμηθεί και να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, φτιάχνει κοσμήματα και σχεδιάζει ευφάνταστες εφευρέσεις, συλλέγει σπάνια νομίσματα και πεταλούδες που πέθαναν από φυσικά αίτια, χαρακτηρίζει τα συμβάντα «εξαιρετικά» και «απίστευτα», γράφει γράμματα στους επιστήμονες που θαυμάζει, ψάχνει στο Διαδίκτυο τις άγνωστες λέξεις, διαβάζει Στίβεν Χόκινγκ και θυμώνει με τη μητέρα του που πότε-πότε γελάει. 
Μετά το θάνατο του πατέρα του, βουλιαγμένος στην απελπισία της παράλογης απουσίας του, βρίσκει μέσα στα πράγματά του ένα γαλάζιο φάκελο που γράφει πάνω Μπλακ και περιέχει ένα κλειδί. Ο Όσκαρ φοράει το κλειδί στο λαιμό του κι αποφασίζει να ψάξει όλους τους 472 Μπλακ και τις 161.999.999 κλειδαριές που βρίσκονται στη Νέα Υόρκη. Αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει τη συμβουλή του μισητού θεραπευτή του που προτείνει «Νομίζεις πως μπορεί να βγει κάτι καλό από το θάνατο του πατέρα σου;». Εκείνος προτιμά να προσπαθήσει να τον ξανανιώσει κοντά του. 
Jonathan-Safran-FoerΟ συγγραφέας, προκειμένου να στήσει την ιστορία του, χρησιμοποιεί τρεις αφηγητές που όλοι αγωνίζονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους: τον Όσκαρ, που τριγυρίζει στην πόλη και περιγράφει σχεδόν αποστασιοποιημένα την καθημερινότητά του και την αποστολή του να ταιριάξει το κλειδί· τη γιαγιά, που του γράφει γράμματα προσπαθώντας πρωτίστως να καταλάβει η ίδια το διότι όλων αυτών που έκανε και των άλλων που απέφυγε· τον παππού, που γράφει κι αυτός γράμματα αλλά απευθύνεται στο παιδί του που πρόλαβε να εγκαταλείψει αγέννητο και δεν πρόλαβε ποτέ να γνωρίσει. 
Οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν από τις αναίτιες και ανεξήγητες προσχεδιασμένες μαζικές καταστροφές που χαρακτήρισαν την εποχή τους: τον βομβαρδισμό της Δρέσδης όταν ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί, την ατομική βόμβα στην ανύποπτη Χιροσίμα και την επίθεση στους δίδυμους πύργους της «αθώας» Νέας Υόρκης. Ο Φόερ συμπλέκει τις τρεις ιστορικές στιγμές, αναδεικνύοντας έτσι την ανημποριά των εμπλεκομένων να συνεχίσουν να ζουν χωρίς πρώτα να δικαιολογήσουν με κάποιο τρόπο στις συνειδήσεις τους το παράλογο των αδικαίωτων θανάτων. 
Πέρα όμως από τους ήρωες του βιβλίου, θεωρώ πως το σχόλιο του συγγραφέα πάνω στο «εξαιρετικό» και το «απίστευτο» της αναίτιας τραγωδίας αφορά όλους εμάς τους πολίτες του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου που στερημένοι από το παρωχημένο στις μέρες μας μαξιλαράκι της πίστης, σε θρησκείες, ιδεολογίες, ηθικές, δυσκολευόμαστε όλο και περισσότερο να διαχειριστούμε συναισθηματικά και να αποδεχτούμε στο τέλος το αμετάκλητο και μαζί αδιανόητο της μαζικής βίας. 
O λόγος του Φόερ είναι ευθύς και λιτός, δεν καταδέχεται να εκβιάσει το συναίσθημα με λέξεις παρά το εκμαιεύει μέσα από τα γεγονότα, δεν επιτρέπει στους ήρωές του να κλάψουν για να τους λυπηθούμε και δε μας παραπλανά με «λογοτεχνίστικες» ευκολίες. 
Μόνο στο τέλος, αφού τα τακτοποιεί όλα όσο καλύτερα του επιτρέπεται, αφήνει μια χαραμάδα για να μπορούμε να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε παρόλη τη Δρέσδη, τη Χιροσίμα, τη Νέα Υόρκη: πως αν τα πράγματα είχαν γίνει διαφορετικά τότε όλοι θα μπορούσαμε να ήμαστε «σώοι κι ασφαλείς». 

Φράσεις από το βιβλίο.
«Μερικές φορές σκέφτομαι πόσο αλλόκοτο θα ήταν να υπήρχε ένας ουρανοξύστης που θα κινιόταν πάνω κάτω ενώ το ασανσέρ του θα έμενε ακίνητο».
«Δεν είχα κάνει κάτι κακό. Και αν είχα κάνει, δεν το καταλάβαινα. Και σίγουρα δεν το είχα κάνει επίτηδες».
«Πού όμως βρίσκεται η αρχή; Και ποια είναι τα πάντα;»
«Ελπίζω μια μέρα να έχεις την εμπειρία να κάνεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις για κάποιον που αγαπάς».
«Δεν ήθελα να μάθω αν μπορούσε να με αγαπήσει. Ήθελα να μάθω αν μπορούσε να με χρειάζεται».
«Μπορεί και να μη μου άρεσε, απλώς εκείνη τη στιγμή να το είχα ανάγκη».
«Ήξερα όμως, στην πιο προστατευμένη γωνιά της καρδιάς μου, την αλήθεια».
«…μερικές φορές ακούω τα κόκαλά μου να ζορίζονται κάτω από το βάρος όλων των ζωών που δεν έζησα».
«Μα δεν μπορώ να πάρω πίσω τα πράγματα που δεν έκανα ποτέ».
«Υπάρχει κάτι που να του αξίζει λιγότερο να καταστραφεί;».
«Και πώς λες σ’ αγαπώ σε κάποιον που αγαπάς;».

Πηγή: http://www.bookpress.γρ

Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά (3)


του Δημήτρη Αθηνάκη 
Αρχίζοντας παράδοξα: Πόσες φορές χρειάζεται να δεις και να ξαναδείς μία σελίδα για να καταλάβεις αυτό που διαβάζεις; Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ μπορεί να μείνεις γι’ αρκετή ώρα μπροστά σε μια σελίδα, όχι γιατί υπάρχει η πιθανότητα να μην καταλαβαίνεις γρυ απ’ όσα διαμείβονται εκεί, αλλά γιατί πολύ απλά αποτελούν ένα ανελέητο έργο τέχνης. Αυτό το μυθιστόρημα είναι από κείνα τα βιβλία που είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να ξεχωρίσει την αφήγηση καθαυτήν απ’ τα μέσα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί.
Η ευκολία του Φόερ να γράψει μια αλληγορία πάνω σ’ ένα θέμα που ολοκληρωτικά έχει δημιουργήσει πληγές σε μια κοινωνία είναι εμφανής. Το ίδιο εμφανή είναι και τα συμβολικά στοιχεία που χρησιμοποίησε στην «ανάστατη» αφήγησή του. Επιστρατεύοντας τεχνικές για να ενεργοποιήσει τον νου και το μάτι του αναγνώστη, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει πολλές δυσκολίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει για την 11η Σεπτεμβρίου δίχως να φοβηθεί ούτε λεπτό να εκθέσει την πληγωμένη υπερδύναμη και να εκτεθεί ο ίδιος ως μέλος της.
Ο μικρός και ορφανός από πατέρα πια Όσκαρ αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα ενός έργου που παραβάλλει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Αυτή η μανία δεν εδράζεται τόσο στα περιγραφόμενα όσο στον τρόπο που ο Φόερ διαλέγει να χρησιμοποιήσει εικόνες, ενωμένα και ακατανόητα τυπογραφικά στοιχεία, κυκλωμένες ή τεράστιες στο μέγεθος λέξεις ή ακόμα ακόμα και αφηγηματικά τεχνάσματα που ενεργοποιούν το θυμικό του αναγνώστη.
Όταν η εννιάχρονη ιδιοφυΐα εξερευνά το ίντερνετ και διαβάζει Στίβεν Χόκινγκ, τον σημαντικότερο επιστήμονα του καιρού μας, ο Φόερ προτυπώνει αναντίρρητα τα σημεία των καιρών καταθέτοντας μια θέση απ’ την οποία δύσκολα ο ίδιος θα υποχωρούσε. Το ότι εντάσσει και το στοιχείο του μυστηρίου στο κείμενό του, με την αναζήτηση του νοήματος του κλειδιού που βρήκε στο σακάκι του πατέρα του μέσα σ’ έναν φάκελο που περιείχε και μια σελίδα με μια λέξη, ο οποίος σαν να του αναθέτει το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, είναι ένα τέχνασμα του συγγραφέα αποσκοπώντας να δικαιολογήσει, αφενός, το γεγονός πως το μυαλό του Όσκαρ δεν σταματά στιγμή να λειτουργεί εντατικά και, αφετέρου, να δείξει την απώλεια που το παιδί αδιάλειπτα αισθάνεται.
Και όχι μόνο την απώλεια αλλά και τις βαθιές τύψεις. Είναι εκείνος που δεν απάντησε στα αγωνιώδη τηλεφωνήματα του πατέρα του απ’ το φλεγόμενο κτίριο γιατί φοβόταν. Και είναι τώρα αυτός που αναζητά τη λύση σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη, ψάχνοντας αδιάκοπα έναν τρόπο να συναντήσει τις Ευμενίδες, να διώξει από πάνω του τον πόνο που κουβαλά, τη διαρκή ματαίωση απ’ τον κόσμο που προσπαθεί ο μικρός να καταλάβει και απ’ τον κόσμο που δεν βρίσκει την έξοδο.
Η εμπλοκή του πολιτικού με το ατομικό, δίχως πατριωτικές εξάρσεις και ξενοφοβικούς αφορισμούς, όπως φαίνεται απ’ τα λόγια του μικρού Όσκαρ αλλά και από τα γράμματα του παππού του προς τον πατέρα του που εγκατέλειψε προτού αυτός γεννηθεί αλλά και απ’ τις συνομιλίες μέσω γουόκι-τόκι με τη γιαγιά του που μένει στην απέναντι πολυκατοικία, τα οποία διακόπτουν την ταραγμένη αφήγηση του παιδιού, φωτίζουν εκείνα που αυτό αφηγείται. Ειδικά οι εξιστορήσεις της γιαγιάς είναι που δημιουργούν τις αναλογίες της Δρέσδης και της 11/9, και αναφορικά με τα γεγονότα και σχετικά με τα ανεπούλωτα τραύματα που άφησαν στους εμπλεκόμενους.
Ο αγώνας της μητέρας του Όσκαρ να αναδημιουργήσει τη ζωή της αναζητώντας νέο σύντροφο, τον οποίο γνωρίζει στις συναντήσεις για τα θύματα της επίθεσης, τον οποίο ο μικρός βλέπει ως υποκατάστατο του χαμένου του πατέρα, συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια της γιαγιάς να ανασυστήσει τη διαλυμένη οικογένεια, κι αυτό με τη σειρά του να γίνει σύμβολο της ανασυγκρότησης της αμερικανικής κοινωνίας μετά την 11/9.
Η παλινδρόμηση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι ένας τρόπος να δικαιολογηθεί, απ’ τη μια, η προσπάθεια να επουλωθούν, με μια δόση ελαφρότητας, οι πληγές της αμερικανικής κοινωνίας και, απ’ την άλλη, να σκιαγραφηθεί η αναμφίβολη ενότητα και συνέχεια της σκληρής Ιστορίας του περασμένου και των πρώτων χρόνων του τρέχοντος αιώνα. Όπως και να ’χει, το βιβλίο είναι ένας πνιγμένος λυγμός, ένα σιωπηλό πένθος για μια ανεπίστροφη απώλεια.
Κλείνοντας, η αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Όσκαρ Σελ σ’ όσους πληγώθηκαν απ’ τον βομβαρδισμό των Δίδυμων Πύργων είναι η ίδια αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Φόερ στον αναγνώστη. Χαρά στο κουράγιο της Ελένης Ηλιοπούλου, η οποία κατάφερε να αποδώσει το κείμενο στη γλώσσα μας σε όλο του το εύρος χωρίς ούτε μια στιγμή να αφήσει τον αναγνώστη στην ησυχία του!

14/11/12

Δελτίο Λέσχης Ανάγνωσης"Βιβλιοτρόπιο" Νοέμβριος 2012 (1)

Από σήμερα το ιστολόγιο της Λέσχης Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο" εγκαινιάζει την έκδοση ενός δελτίου που στόχο θα έχει να συγκεντρώνει ειδήσεις, συνεντεύξεις και άρθρα γύρω από το βιβλίο και τους συγγραφείς, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί στον τύπο ή στο διαδίκτυο και που κατά την άποψή μας αξίζουν της προσοχής μας. Θα γίνει προσπάθεια το δελτίο να ανανεώνεται κάθε δεκαπενθήμερο.


Στο Δελτίο Νομεβρίου
- Ο Μένης Κουμανταρέας αυτοβιογραφείται μέσα από μια ανέκδοτη ομιλία του
- Ο Ιταλός συγγραφέας βραβευμένος με το βραβείο Premio Strega Νικολό Αμανίτι βρέθηκε στον Ιανό και συνομίλησε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη
- Δεν είναι όλες οι βιβλιοθήλες όπως τις ξέρουμε αυστηρές, απ΄ροσιτες και υποφωτισμένες. Υπάρχουν και οι "ελεύθερες" βιβλιοθήκες
- Το βραβείο Γκονκούρ στο Ζερόμ Φεραρί
- Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στους συγγραφείς και στις γραφομηχανές τους και
Ο Κώστας Κατσουλάρης αναρωτιέται τι είναι ένα καλό βιβλίο;

Δελτίο Λέσχης Ανάγνωσης"Βιβλιοτρόπιο" Νοέμβριος 2012 (1)

25/10/12

Εξαιρετικά δυνατά απίστευτα κοντά (1)


Εγώ γύρισα στις μπροστινές σελίδες και έδειξα αυτή που έγραφε, "Χα, χα, χα" Εκείνη γύρισε στις πίσω κι έδειξε "Σε παρακαλώ, παντρέψου με" εγώ γύρισα στις μπροστινές κι έδειξα "Συγγνώμη, δεν έχω ψιλα". Εκείνη γύρισε στι πίσω κι έδειξε "Σε παρακαλώ, παντρέψου με". Εγώ γύρισα στις μπροστινές κι έδειξα "Δεν είμαι σίγουρος, αλλά εί8ναι αργά".Εκείνη στις πίσω κι έδειξε "Σε παρακαλώ, παντρέψου με", αλλά αυτή τη φορά ακούμπησε το δακτυλό της στο "παρακαλώ" σαν να ήθελε να κρατη΄σει τη σελίδα στη θέση της και να σταματήσει τη συζήτηση ή σαν να ήθελε να διαπεράσει τη λέξη και να φτάσει σ' αυτό που πραγματικά ήθελε να πει. Σκέφτηκα τη ζωή, τη ζωή μου, τα αδιέξοδα, τις μικρές συμπτώσεις, τους ίσκιους των ξυπνητηριών πάνω στα κομοδίνα. Σκέφτηκα τις ασήμαντες νίκες μου κι όλα όσα είχα δει να καταστρέφονται, είχα κολυμπήσει μέσα σε γούνες μινκ στο κρεβάτι των γονιών μου τα βράδια που εκείνοι είχαν κόσμο στο κάτω πάτωμα, είχα χάσει το μονάδικό άτομο με το οποίο θα μπορύσα να μοιραστώ τη μοναδική ζωή μου, είχα αφήσει πίσω μου χίλους τόνους μάρμαρο, θα μπορούσα να είχα απελευθερώσει γλυπτά, θα μπορούσα να είχα απελευθερώσει τον εαυτό μου από το μάρμαρο του εαυτού μου. Είχα βιώσει τη χαρά αλλά΄όχι αρκετά, είναι ποτέ αρκετή η χαρά; Το τέλος του πόνου δεν δικαιώνει τον πόνο, οπότε ο πόνος δεν τεέιώνιε ποτέ, πόσο αποτυχημένος είμαι σκέφτηκα, πόσο ανόητος, πόσο χαζός και περιορισμένος, πόσο ανάξιος, πόσο καθηλωμένος και αξιολύπητος, πόσο ανήμπορος. Κανένα από τα κατοικιδιά μου δεν ξέρει το όνομά του, τι σόι άνθρωπος είμαι εγώ; Σήκωσα το δάκτυλό της σαν βελόνα του πικάπ και γύρισα μία μία τις σελίδες προς τα πίσω: Βοήθεια. 



22/10/12

Το σκοτεινό παρελθόν της δολοφονίας του Τρότσκι


Φαινομενικά καμία σχέση δεν συνδέει έναν σύγχρονο Κουβανό με μια πολιτική δολοφονία του 1940. Στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο ελάχιστοι γνώριζαν για το έργο του Λέον Τρότσκι, καθώς οι απόψεις του θεωρούνταν αιρετικές - άρα και δυνάμει ενοχοποιητικές - στην εποχή της πρόσδεσης του νησιού στην επιρροή της Σοβιετικής Eνωσης. Ακόμη όμως και οι στενοί κύκλοι των οπαδών του απαγορευμένου επαναστάτη πρέπει να φάνταζαν πολυπληθείς σε σχέση με εκείνους που ήξεραν ότι ένας Χάιμε Λόπεζ που κυκλοφορούσε στους δρόμους της Αβάνας ήταν στην πραγματικότητα ο Ραμόν Μερκαντέρ.
Ο Ιβάν Κάρδενας Ματουρέλ, πρωταγωνιστής και alter ego του επιτυχημένου συγγραφέα (και) αστυνομικών μυθιστορημάτων, σίγουρα δεν ανήκε σε καμία από τις δύο ομάδες. Αντιμέτωπος με τα πιεστικά ερωτήματα των καθημερινών στερήσεων και τα προβλήματα των κοινών θνητών, βρίσκεται σταδιακά στη δίνη αποσπασματικών πληροφοριών γύρω από μια ιστορία που έως τότε αγνοούσε. Σε ρυθμό που παραπέμπει σε θρίλερ, ανακαλύπτει ψηφίδες της διαδρομής του Ραμόν Μερκαντέρ, ταλαντεύεται ανάμεσα στην αδιαφορία και το πάθος της εξερεύνησης και εν τέλει συνθέτει τις διαδρομές του Λέον Τρότσκι από τα βάθη της σοβιετικής στέπας έως το Μεξικό και του Ραμόν Μερκαντέρ από τα χαρακώματα της Ισπανίας έως τις παραλίες της Αβάνας. Πρόκειται για μια σύνθεση γοητευτική. Η επιμονή στη λεπτομέρεια και η έρευνα του συγγραφέα αναδεικνύουν άγνωστες πτυχές, ενώ ταυτόχρονα εκτείνονται σε εκείνες τις σφαίρες που απουσιάζουν από τις συμβατικές εξιστορήσεις: τα πάθη - όπως η ερωτική παραφορά του Λέον Τρότσκι για τη Φρίντα Κάλο -, τα κίνητρα - η πίστη του Ραμόν Μερκαντέρ στην επανάσταση -, τις φοβίες και τα συναισθήματα.

Ο Τρότσκι δεν αντιμετώπισε μόνο την ήττα του επαναστατικού του οράματος. Τα χρόνια της εξορίας κύλησαν μέσα στην αγωνία για την τύχη όσων είχαν μείνει «πίσω» και κυρίως του μικρότερου γιου του Σεργκέι - ο οποίος, όπως και τόσοι άλλοι, εκτελέστηκε το 1937 στην κορύφωση των σταλινικών διώξεων. Η απόσταση ανάμεσα στον φλογερό ηγέτη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης όταν εξόριστος φεύγει από τη Σοβιετική Ενωση και στον κουρασμένο συγγραφέα στα χρόνια του Μεξικού υπογραμμίζει τη συσσώρευση των πολλαπλών απογοητεύσεων και των κακών ειδήσεων. Την ίδια ώρα ο μικρόκοσμος γύρω του στένευε διαρκώς διαλυμένος από ίντριγκες, καχυποψία και εσωστρέφεια.

Η ζωή του Ραμόν Μερκαντέρ σφραγίστηκε από τις ίντριγκες των μυστικών υπηρεσιών και τα εσωτερικά ξεκαθαρίσματα της NKVD. Ο άνθρωπος που - ως Ζακ Μορνάρ - έσφιγγε τα δόντια για να είναι ο εραστής της άχαρης τροτσκίστριας, που θα του επέτρεπε να εισχωρήσει στα άδυτα του στόχου του, δεν είχε καμία σχέση με τον φλογερό άνδρα που ζητούσε τον έρωτα μέσα στην έξαψη των επαναστατικών γεγονότων της Ισπανίας. Ζακ Μορνάρ, Φρανκ Τζάκσον, Χάιμε Λόπεζ: ο Ραμόν Μερκαντέρ έχασε το δικαίωμα να είναι ο εαυτός του την ημέρα που δέχτηκε να στρατολογηθεί στις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες. Η διάψευση του επαναστατικού οράματος, του τόσο ευδιάκριτου στα χαρακώματα της Ισπανίας, δεν ήταν στη δική του περίπτωση ηχηρή, αλλά υπόγεια, διαβρωτική και τελειωτική. Οπως ακριβώς και η ασθένεια που τον οδήγησε στο βιολογικό τέλος.

Για τον Λεονάρδο Παδούρα η αφήγηση αυτής της διπλής ιστορίας συνιστά μια πράξη χειραφέτησης έναντι του φόβου. Η άρθρωση μιας «ιστορίας που δεν μπορεί να ειπωθεί» μετατρέπεται έτσι σε μια πολιτική πράξη που μαρτυρεί τις ουσιαστικές μεταβολές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στην Κούβα. Η «μεγάλη διάψευση των ψευδαισθήσεων» επιτρέπει στον αφηγητή Ιβάν Κάρδενας Ματουρέλ, και στον αναγνώστη, να μην αναζητεί πια ήρωες, αλλά να συζητεί για την ουσία της επαναστατικής μεταβολής των ανθρώπινων κοινωνιών και της ιστορικής εξέλιξης που δεν εξαρτώνται από μεσσίες και πράκτορες.
Ο Παδούρα δεν ακολουθεί τον εύκολο δρόμο να επιλέξει "πλευρά", να αγιοποιήσει και να δαιμονοποιήσει τους ιστορικούς πρωταγωνιστές. Αντίθετα, επιχειρεί μία διαλεκτική υπέρβαση των απλουστευτικών στερεοτύπων, προτείνοντας - συχνά υπαινικτικά - την ανάγκη το νέο απελευθερωτικό όραμα να είναι οριστικά απαλλαγμένο από τα βαρίδια του παρελθόντος».
Ο δαιδαλώδης ιστός τόπων, ονομάτων και γεγονότων συναρπάζει τον αναγνώστη, χάρη και στην μετάφραση του Κώστα Αθανασίου, εξαιρετική στην ιστορική της ακρίβεια και την αφηγηματική της ζωντάνια.

Η δολοφονία του Τρότσκι... μέσω Κούβας


Πολλά χρόνια μετά την έκδοση του εμβληματικού μυθιστορήματος του Ισπανού Χόρχε Σεμπρούν Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ (στη Γαλλία εκδόθηκε το 1969 και στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1983 από το Θεμέλιο, μεταφρασμένο από τον Aρη Αλεξάνδρου), ένας άλλος ισπανόφωνος συγγραφέας, ο Κουβανός Λεονάρδο Παδούρα, γνωστός για τα αστυνομικά του βιβλία, επιχειρεί να μιλήσει για την αποτρόπαια δολοφονία του Τρότσκι από τις μυστικές υπηρεσίες του Στάλιν με τον δικό του τρόπο.
Στο Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά ο Παδούρα αφηγείται τη ζωή του επαναστάτη Λιεφ Νταβίντοβιτς Μπρονστάιν, γνωστού ως Τρότσκι, διηγούμενος τα γεγονότα από τότε που έπεσε στη δυσμένεια του Στάλιν και μαζί με τη σύζυγό του Ναταλία Σεντόβα βρέθηκε εξόριστος στις εσχατιές της ασιατικής Ρωσίας, στη Σιβηρία, στην Aλμα Aλτα, έχοντας συντροφιά τη σκυλίτσα του, τη Μάγια.
Παράλληλα, ο συγγραφέας ανατρέχει στο παρελθόν του Ραμόν Μερκαντέρ, του δολοφόνου του μπολσεβίκου ηγέτη, ο οποίος στον Ισπανικό εμφύλιο αγωνίστηκε εναντίον των εθνικιστών του στρατηγού Φράνκο, μαζί με τη μητέρα του, την Καριδάδ, μια φανατική κομμουνίστρια αριστοκρατικής καταγωγής η οποία είχε επιστρέψει στην Ισπανία από την Κούβα.
Κάποια στιγμή οι ζωές αυτών των δύο ανθρώπων διασταυρώθηκαν.
Hταν τότε που ο Στάλιν, αφού διέταξε την εκτέλεση όλων των παλιών του συντρόφων στο κόμμα των μπολσεβίκων, μένοντας μόνος και πανίσχυρος στην εξουσία, θεωρώντας πως ο Τρότσκι αποτελεί απειλή για την παντοδυναμία του και εν όψει του επερχόμενου πολέμου, παρά τη συμφωνία που υπέγραψε με τον Χίτλερ, αποφάσισε την εξόντωσή του.
Ο νεαρός Μερκαντέρ, πιστός στην πατρίδα του και λάτρης του Στάλιν, στρατολογήθηκε από έναν άνθρωπο της Γκεπεού και ανέλαβε να ξεκάνει τον Τρότσκι με οποιονδήποτε τρόπο. Διότι είχε πειστεί, όπως όλοι οι τότε πιστοί στη Σοβιετική Eνωση κομμουνιστές, ότι ο Τρότσκι ήταν προδότης του σοσιαλισμού και της πατρίδας, «ένα σκουλήκι που έχει πουληθεί στους φασίστες».
Η λατινοαμερικάνικη εμπλοκή
Πώς εμπλέκεται η Κούβα στο δίδυμο Τρότσκι - Μερκαντέρ; Είναι απλό: μετά τη δολοφονία του Τρότσκι, στις 20 Αυγούστου 1940 στο Κογιοακάν του Μεξικού, και τη φυλάκιση του Μερκαντέρ (Ζακ Μορνάρ ή Τζάκσον), την αποφυλάκισή του και τη φυγή του στη Μόσχα, όπου του απονεμήθηκε το μετάλλιο του Hρωα της Σοβιετικής Eνωσης, ο δολοφόνος πήγε να ζήσει στην Κούβα, όπου είχε γεννηθεί η μητέρα του. Το κλίμα ήταν φιλικό γι’ αυτόν και το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο του παρείχε όλα τα μέσα για να ζήσει εν ειρήνη.
Πέθανε στην Αβάνα το 1978, άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Για τον Παδούρα, ο οποίος ως το 1989, έτος της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου και κατάρρευσης των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», είχε απόλυτη άγνοια, όπως και κάθε Κουβανός, για τις περιπέτειες και τις ιδέες του Τρότσκι – άρα δεν μπορούσε να είναι τροτσκιστής – ήταν μια ευκαιρία να αναφερθεί εξαντλητικά στη ζωή του. Επινόησε λοιπόν έναν κουβανό συγγραφέα, τον Ιβάν Κάρδενας Ματουρέλ, και μέσω αυτού αφηγήθηκε την ιστορία.
Τον Μάρτιο του 1977, εποχή κρίσης για την κουβανική οικονομία καθώς ο στόχος για παραγωγή 10 εκατομμυρίων τόνων ζάχαρης – το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν της χώρας – δεν καλύφθηκε, ο Ιβάν, παλεύοντας να βγάλει τα προς το ζην, περιπλανιέται σε μια παραλία έξω από την Αβάνα και διαβάζει ένα βιβλίο του Ρέιμοντ Τσάντλερ που περιέχει το διήγημα «Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά».
Τότε γνωρίζει έναν παράξενο άνθρωπο με δυο σκυλιά που του συστήνεται ως Λόπες και του διηγείται μια ιστορία: την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ.
Το βιβλίο ευτύχησε να μεταφραστεί από τον Κώστα Αθανασίου, του οποίου οι υποσημειώσεις λύνουν αρκετές απορίες του αναγνώστη σχετικά με την πλοκή.
Μια ελεγεία για τη Σοβιετική Ενωση
Ο Παδούρα δεν γράφει ιστορική μελέτη, αλλά μυθιστόρημα με στοιχεία θρίλερ. Μολονότι οι ήρωές του είναι υπαρκτά πρόσωπα, παρ’ ότι αφηγείται πραγματικά επεισόδια αναφέροντας χρονολογίες, αρκετά από τα γεγονότα είναι επινοημένα.
Το τονίζει ο ίδιος στο Σημείωμα του τέλους, όταν επιμένει πως η ιστορία του «έχει οργανωθεί σύμφωνα με τις ελευθερίες και τις απαιτήσεις της μυθοπλασίας». Στην πραγματικότητα ο συγγραφέας, ο οποίος συνέλαβε την ιδέα στα τέλη του 20ού αιώνα, όταν η Κούβα υπέφερε τα πάνδεινα στη λεγόμενη «ειδική περίοδο», μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης, έγραψε το μυθιστόρημά του για έναν σοβαρότατο λόγο: χρησιμοποίησε τη δολοφονία του Τρότσκι ως πρόσχημα.
Ηθελε να μιλήσει για την άνοδο, την ακμή και την πτώση του κομμουνισμού και να πραγματευτεί «τη διαστροφή της ουτοπίας του 20ού αιώνα», όπως υπογραμμίζει, της«διαδικασίας στην οποία πολλοί επένδυσαν τις ελπίδες τους και τόσοι από μας έχουμε χάσει όνειρα, χρόνια, ακόμη και αίμα και ζωή». Ο Παδούρα δεν καταγγέλλει, ούτε μεμψιμοιρεί. Τον ήρωά του, τον φανατικό οπαδό του Στάλιν, τον αντιμετωπίζει με συμπόνια.
Τον χαρακτηρίζει κι αυτόν θύμα του παράφρονος Γεωργιανού ο οποίος δεν σκότωσε μόνο εκατομμύρια συμπατριώτες του, μα αμαύρωσε και την εικόνα της πατρίδας του.

12/10/12

Στον κινέζο Μο Γιαν το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2012


Στον Κινέζο συγγραφέα Μο Γιάν απένειμε η Σουηδική Ακαδημία το Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 2012. Κριτικοί έχουν αποκαλέσει τον Μο Γιαν ως την κινεζική απάντηση στον Φραντς Κάφκα και τον Τζόζεφ Χέλερ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της Ακαδημίας ο Μο Γιάν βραβεύθηκε επειδή "αναμιγνύει λαικές αφηγήσεις, Ιστορία και σύγχρονες ιστορίες με μαγικό ρεαλισμό". 
Δώδεκα χρόνια μετά τον Γκάο Ζινγιάν, ο οποίος ωστόσο έχει γαλλική υπηκοότητα, ο Μο Γιάν γίνεται ο δεύτερος Κινέζος λογοτέχνης στον οποίο απονέμεται το βραβείο της Σουηδικής Ακαδημίας. Το όνομα Μο Γιάν, είναι λογοτεχνικό ψευδώνυμο του 57χρονου Κουάν Μογιέ. Στα κινεζικά σημαίνει: "Μην μιλάς". Ο ίδιος έχει πει ότι το επέλεξε πριν ακόμη γράψει το πρώτο του μυθιστόρημα για να του υπενθυμίζει πως η ειλικρίνειά του, για την οποία ήταν γνωστός δεν ήταν ευπρόσδεκτη στην Κίνα. Το 1976 κατατάχθηκε εθελοντικά στο Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό όπου σπούδασε βιβλιοθηκάριος. Το 1981 δηµοσίευσε το πρώτο του µυθιστόρηµα Βροχή που πέφτει µια ανοιξιάτικη νύχτα. Ακολούθησε το βιβλίο του Oι κόκκινοι αγροί (1987), που άρχισε να του δηµιουργεί προβλήµατα µε τη λογοκρισία και το οποίο µεταφέρθηκε στον κινηµατογράφο από τον Ζανγκ Γιµού. Τα βιβλία του Η δηµοκρατία του κρασιού (2001) καιΜεγάλα στήθη και φαρδιές περιφέρειες (2003) είχαν επίσης προβλήµατα µε τη λογοκρισία.
Στα ελληνικά κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του Οι μπαλάντες του σκόρδου
moyanvivlioΟι μπαλάντες του σκόρδου Μο Γιάν Μετφρ. Μιχάλης Μακρόπουλος Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006 Τιμή € 21,30, σελ. 338







9/10/12

Ένα βιβλίο για βιβλιόφιλους και φανατικούς αναγνώστες


n
Ήταν το βιβλίο του καλοκαιριού. Στις «Κεραίες της εποχής μου» (εκδ. Καστανιώτη), ο Ανταίος Χρυσοστομίδης μας ταξίδεψε με 33 διάσημους συγγραφείς σ’ ένα δωμάτιο ανθολογώντας τις καλύτερες συνεντεύξεις της πενταετούς τηλεοπτικής εκπομπής του.
Πολ Όστερ, Ίαν Μακ Γιούαν, Μάριο Βάρκας Λιόσα και Μάργκαρετ Άτγουντ. Χανίφ Κιουρέισι, Ντάριο Φο και Άμος Οζ. Σαντιάγο Ρανκαλιόλο και Ναντίν Γκόρντιμερ. Από το Περού ως τη Ρωσία και από το Πιτιλιάνο ως την Ορλεάνη, οι «Κεραίες της εποχής μας», η βιβλιοφιλική εκπομπή του Ανταίου Χρυσοστομίδη και της Μικέλας Χαρτουλάρη, συνομίλησε την τελευταία πενταετία με ένα παλμαρέ λογοτεχνών που, σύμφωνα με τον Τζον Λε Καρέ, «θα το ζήλευε ακόμα και το BBC». Σήμερα, το ανεκτίμητο αυτό υλικό ανθολογείται από τον Ανταίο Χρυσοστομίδη και κυκλοφορεί σε συγκεντρωτικό τόμο. Μιλήσαμε σχετικά με το συγγραφέα.

Μας εισάγετε στο βιβλίο σας με ένα πολύ τρυφερό απόσπασμα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας. «Πάντα θαύμαζε τους συγγραφείς που κάθε μέρα ξεκινούν ένα ταξίδι προς το άγνωστο και, παρ’ όλα αυτά, κάθονται διαρκώς σε ένα δωμάτιο». Είναι πρωτίστως οι «Κεραίες της εποχής μου», εκπομπή και βιβλίο, ένας φόρος τιμής στη φιλαναγνωσία; Θα έλεγα στη φιλαγνωσία αλλά και στους συγγραφείς που μας έμαθαν να διαβάζουμε, μας έκαναν να αγαπάμε αυτά τα ανοιχτά παράθυρα στον κόσμο, στην κουλτούρα άλλων λαών και στις ζωές άλλων ανθρώπων. Στις επισκέψεις που κάναμε σε τόσα σπίτια διάσημων συγγραφέων, πάντα ζητούσα να δω τον τόπο στον οποίο οι συγγραφείς γράφουν τα βιβλία τους, τον τόπο στον οποίο οι ίδιοι πρώτοι-πρώτοι ταξιδεύουν. Τελικά οι συγγραφείς γράφουν παντού: σε απομονωμένες γωνίες, σε λιτά δωμάτια, σε γραφεία φορτωμένα με προσωπικές αναμνήσεις, σε δωμάτια με θέα, σε δωμάτια χωρίς θέα. Σημασία έχει τελικά μόνο το ταλέντο και η πολλή δουλειά.
Αναφέρετε πως στους πρώτους κύκλους της εκπομπής, η επιλογή των συγγραφέων βασιζόταν κυρίως στα προσωπικά σας γούστα. Ποιοι ήταν, αλήθεια, οι πρώτοι σας καλεσμένοι; Η σειρά με την οποία οι συγγραφείς παρουσιάζονται στο βιβλίο είναι περίπου η σειρά με την οποία τους συναντήσαμε. Βεβαίως έγινε μια επιλογή, και κάποιοι συγγραφείς που έπρεπε να είναι στον πρώτο τόμο περιμένουν να μπουν –ίσως– στο δεύτερο, όταν και αν αυτός κυκλοφορήσει. Ξέρετε, το βιβλίο δεν είναι μια απλή μεταγραφή κάποιων συνεντεύξεων, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς. Βασίζεται μεν στις εκπομπές που κάναμε με τη Μικέλα, αλλά είναι γραμμένο περίπου σαν μυθιστόρημα, όπου ορισμένα θέματα έρχονται κι επανέρχονται και όπου κάποιες αγωνίες αντιπαραβάλλονται με κάποιες άλλες αγωνίες. Προσπάθησα να δώσω τη δική μου ματιά, να εστιάσω κάθε φορά σε ένα διαφορετικό θέμα, να προσθέσω πράγματα που δεν φάνηκαν στο τηλεοπτικό γυαλί, να γράψω το κάθε κεφάλαιο διαφορετικά, όπως κατά τη γνώμη μου ταιριάζει στον κάθε συγγραφέα, να κάνω τον κόσμο που θα το διαβάσει να τρέξει στο βιβλιοπωλείο και να αγοράσει το συγγραφέα που του κίνησε το ενδιαφέρον.
Παραθέτω από τον πρόλογό σας: «Είναι πια σχετικά εύκολο να πείσεις ένα συγγραφέα (να φιλοξενηθεί στην εκπομπή). Όπως μας έλεγε και ο Τζον Λε Καρέ, «τέτοιο πλούσιο κατάλογο από μεγάλα ονόματα συγγραφέων δεν διαθέτει ούτε το BBC!». Από ποιο σημείο και έπειτα αρχίσατε να αντιλαμβάνεστε ότι η εκπομπή εξελίσσεται σε κάτι σπουδαίο; Νομίζω από τον ίδιο τον Τζον Λε Καρέ και μετά! Όταν ο Λε Καρέ μάς εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν η τρίτη μόνο τηλεοπτική συνέντευξη που έδινε στη ζωή του, νιώσαμε υπερήφανοι. Κι όταν οι πιέσεις μου στον Μάριο Βάργκας Λιόσα απέδωσαν και εκείνος δέχτηκε να μπει μπροστά στις κάμερες παρά τη σοβαρή δερματική πάθηση που είχε, τότε κατάλαβα ότι ναι, κάτι αξίζουν οι εκπομπές μας. Στη συνέχεια, είχαμε κι άλλους πολλούς συγγραφείς που συνήθως λένε «όχι» και σε εμάς είπαν «ναι»: η νομπελίστρια Χέρτα Μύλερ, ο Αργεντινός Σίζαρ Άιρα, ο Γκράχαμ Σουίφτ, ο Ντάριο Φο που έχει πλέον κουραστεί να δίνει συνεντεύξεις. Ακόμα και η διήμερη συνέντευξη με τον Ουμπέρτο Έκο ήταν μια ασυνήθιστα γενναιόδωρη πράξη του συγγραφέα.
Ας πούμε δυο λόγια και για όσους δεν αποδέχτηκαν την πρόσκλησή σας. Τον Φίλιπ Ροθ και τον Ντον ΝτεΛίλο, την Βισουάβα Σιμπόρσκα και την Ελφρίντε Γέλινεκ, τον Σαλμάν Ρούσντι και τον Καζούο Ισιγκούρο, μεταξύ άλλων. Σας θλίβει η έλλειψή τους;Εννοείται. Όσο και να σέβεσαι την προσωπική επιλογή των άλλων (π.χ. και οι δύο νομπελίστριες, η Σιμπόρσκα και η Γέλινεκ, πιστεύουν πως ό,τι έχουν να πουν το λένε με τη δουλειά τους, ενώ ο Ντε Λίλο αποφεύγει τις τηλεοπτικές κάμερες), θα ήθελες να είσαι η εξαίρεση. Στενοχωριέμαι ιδιαίτερα –τον «κυνηγάω» άλλωστε ήδη τέσσερα χρόνια– για τον Καζούο Ισιγκούρο, ένα συγγραφέα που θεωρώ σημαντικό. Λυπάμαι επίσης που δεν πρόλαβα να γνωρίσω τον Νόρμαν Μέιλερ. Είχε πει το ναι, αλλά…
Στη χρόνια συναναστροφή σας με συγγραφείς, ποιο συναίσθημα υπερισχύει; Τείνετε να τους μυθοποιείτε ή να τους απομυθοποιείτε γνωρίζοντάς τους; Και, κυρίως: είναι νορμάλ άνθρωποι, σαν εμάς; Ή διαθέτουν κάτι που οι υπόλοιποι δεν το έχουμε; Κάποιοι μας κάνουν κριτική ότι δεν είμαστε αρκούντως επιθετικοί απέναντι στους συγγραφείς που συναντάμε. Είναι κάτι που δεν καταλαβαίνω. Οι συγγραφείς δεν είναι πολιτικοί, δεν είναι διαφθορείς, δεν είναι μαφιόζοι. Αν μας διαφθείρουν, μας διαφθείρουν θετικά, με την τέχνη τους. Γιατί λοιπόν να είμαστε επιθετικοί απέναντί τους; Αντιθέτως, προσπαθούμε να τους καταλάβουμε, να ανακαλύψουμε τον άνθρωπο που κρύβεται πίσω από τα βιβλία. Μερικές φορές το έργο τους είναι πιο αξιόλογο από τους ίδιους, άλλες φορές είναι χίλιες φορές πιο ενδιαφέροντες από αυτά που γράφουν. Όπως όμως και να έχει, είναι άνθρωποι όπως όλοι, που έχουν το προνόμιο να μη σκέφτονται συμβατικά και να γράφουν με ωραίο τρόπο αυτά που σκέφτονται. Και να σας πω ένα μυστικό; Όσο περισσότερο γνωστοί και χορτασμένοι είναι, τόσο περισσότερο απλούς και δοτικούς τους βλέπεις. Ο Λιόσα, ο Φουέντες, ο Οζ, ο Εντσεσμπέργκερ είναι μερικά παραδείγματα που μου έρχονται στο νου.
Τίνος η παρέα σας εξέπληξε ευχάριστα; Ποιος αποδείχτηκε δύσκολος άνθρωπος; Και ποια συνέντευξη κρατά ξεχωριστή θέση στην καρδιά σας; Σίγουρα ο πιο δύσκολος ήταν ο Ορχάν Παμούκ. Αλλά κι ο Κιουρέισι δεν πήγαινε πίσω. Ο Σουίφτ ξεκίνησε κλειστός την κουβέντα του μαζί μου, στο τέλος όμως πίναμε μαζί στη παμπ σαν παλιοί φίλοι. Έκπληξη για μένα ήταν ο Λε Καρέ και, κατά κάποιο τρόπο, ο Πελεκάνος. Η συνέντευξη με τον Καρέ είναι μία από τις αγαπημένες μου. Το ίδιο κι αυτή με τον Οζ. Η εκπομπή με τον Οζ ήταν η πρώτη μου εκπομπή, και το γεγονός ότι ήμασταν ήδη φίλοι με βοήθησε πολύ.
Αν σας έλεγα πως το «Οι κεραίες της εποχής μου» θα έπρεπε να διδάσκεται σε σχολεία ή πανεπιστήμια, ότι θα μπορούσε να καλλιεργήσει την αγάπη για το διάβασμα με τρόπο πιο ουσιαστικό και ενδιαφέροντα από ένα ξερό απόσπασμα βιβλίου, θα με θεωρούσατε υπερβολικό; Όχι, δεν θα σας θεωρούσα υπερβολικό, αλλά δεν θα ήξερα και τι να σχολιάσω παραπέρα. Θεωρώ κι εγώ ότι αυτό το βιβλίο περιέχει σημαντικά πράγματα, τα αποστάγματα της σοφίας ανθρώπων που πραγματικά λειτουργούν ως «κεραίες της εποχής μας». Θεωρώ επίσης ότι δεν θα μάθουμε ποτέ να αγαπάμε την καλή λογοτεχνία, αν δεν μάθουμε να διαβάζουμε από μικρά παιδιά. Σε όλες τις χώρες διαβάζονται εκατομμύρια ροζ βιβλιαράκια, αλλά μονάχα εδώ οι αναγνώστες τους υπερηφανεύονται ότι διαβάζουν κάτι σοβαρό, ότι είναι αναγνώστες με... απαιτήσεις!
Μια που δεν έχω τηλεόραση από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου και αγνοώ τη λειτουργία του Μέσου, διαφωτίστε με σε κάτι: είναι ακριβή η παραγωγή της εκπομπής σας; Αν αποστρεφόμουν το διάβασμα, θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι σπαταλάτε τις φορολογικές εισφορές μου; Όχι, οι εκπομπές δεν είναι ακριβές. Σε ένα μάλιστα τηλεοπτικό τοπίο όπου δίνονται κατά καιρούς απίστευτα ποσά για εκπομπές που δεν αλλάζουν καν σκηνικό, θα έλεγα ότι είναι μάλλον φτηνές. Η δε προσωπική μας αμοιβή, της Μικέλας, εμού και των άλλων συνεργατών μας, είναι σχεδόν αστεία, αν σκεφτεί κανείς πόση προεργασία χρειάζεται να υπάρξει για κάθε εκπομπή, ή πόσες βροχές-χιόνια-καύσωνες τρώμε στο κεφάλι μας. Πιστέψτε με, μόνο το πάθος για τη λογοτεχνία και για τα ταξίδια, κι αυτός ο ανόητος ρομαντισμός, ότι ένα καλό βιβλίο βοηθάει τον κόσμο να γίνεται καλύτερος, μας σπρώχνει να συνεχίζουμε και να το διασκεδάζουμε.
Υπάρχουν σκέψεις να προωθηθεί ευρύτερα η εκπομπή σας; Να κυκλοφορήσει σε DVD, για παράδειγμα; Ή να διατίθεται στο ίντερνετ, σε webisodes; Το ζητάνε πολλοί. Έχω στο πρόγραμμα να κάνω μια συζήτηση με την ΕΡΤ.
Είσαστε εδώ και δεκατέσσερα χρόνια υπεύθυνος του τμήματος ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη. Μια θέση σημαντικής ευθύνης, εφόσον οι επιλογές σας διαμορφώνουν το συλλογικό λογοτεχνικό γούστο. Μπορείτε να ανατρέξετε με περηφάνια στη δουλειά σας; Καταφέρατε να εκδώσετε ό,τι θεωρούσατε πως όφειλε να εκδοθεί; Αν αφήσω κατά μέρος τις ψευτοσεμνότητες, νομίζω ότι στον Καστανιώτη καταφέραμε τα τελευταία χρόνια να δώσουμε μια μεγάλη φέτα από την καλή λογοτεχνία του καιρού μας, τις περισσότερες φορές αψηφώντας το οικονομικό κόστος. Με αυτή την έννοια, ναι, είμαι υπερήφανος. Τα πράγματα, όμως, δεν τελειώνουν εδώ: έχουμε πολλές ιδέες για το μέλλον, διαρκώς νέα βιβλία και νέες ιδέες μάς τραβούν από το μανίκι, αρκεί αυτή η απρόσκλητη αντιπαθητικιά κυρία που ονομάζεται Κρίση να μας αδειάσει γρήγορα τη γωνιά.
Ας επιμείνουμε για λίγο σε αυτό τον τομέα των ενασχολήσεών σας. Θεωρείτε πως βρίσκεται σε καλό επίπεδο η ελληνική μεταφραστική παραγωγή; Διαθέτουμε καλούς επιμελητές στο σύνολο των εκδοτικών οίκων, φτάνουν στα χέρια μας τα πιο καίρια λογοτεχνικά έργα, μπορεί να θεωρεί εαυτόν κοσμοπολίτη ο Έλληνας αναγνώστης;Ναι. Νομίζω ότι ο χώρος του βιβλίου ήταν (είναι ακόμα, αν και οι καταστάσεις πλέον σαν πύθωνες πιέζουν τους εκδότες) από τους πιο επαρκείς και ζωντανούς στην Ελλάδα. Λίγες χώρες στην Ευρώπη (σκέφτομαι την Ιταλία και τη Γαλλία) έχουν μια συνολική θεώρηση της παγκόσμιας αγοράς του βιβλίου, όπως έχει η Ελλάδα. Και πρέπει επίσης να πω ότι το επίπεδο των μεταφράσεων τα τελευταία χρόνια είναι αρκετά ικανοποιητικό. Σε αντίθεση με τους Γάλλους και Βρετανούς, που μεταφράζουν μερικές φορές ασκώντας ταυτόχρονα και την αρεστή σε κάποιους εκδότες κοπτοραπτική, εδώ διαβάζουμε τα βιβλία όπως τα θέλησε ο συγγραφέας τους. Είναι μια από τις καλές μας παραδόσεις, ελπίζω να σωθεί.
Ποιους συγγραφείς θα θέλατε να έχετε στον Καστανιώτη και δεν τους έχετε; Ε, πολλούς. Τον Ζέμπαλντ, για παράδειγμα, που έχει η Άγρα. Τη σειρά του Μονταλμπάνο του Καμιλέρι, που έχει ο Πατάκης. Την τριλογία του Μορίς Αττιά, που έχει η Πόλις.
Πώς βλέπετε το μέλλον του βιβλίου, την επιβίωση και τη διατήρηση ενός καλού επιπέδου στη χειμαζόμενη Ελλάδα της κρίσης; Κανείς δεν μπορεί να διαβάσει το μέλλον, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η κρίση δεν μας δίνει ακόμα μια διαφαινόμενη ημερομηνία λήξης. Το σίγουρο είναι ότι τα πράγματα –στο χώρο του βιβλίου αλλά, νομίζω, και πέρα από αυτόν– δεν θα επανέλθουν ποτέ εκεί που ήταν. Κι αν η κρίση έχει ένα θετικό πρόσημο, αυτό είναι ότι μας δίνει την ευκαιρία να ξαναδούμε από την αρχή ορισμένες εγγενείς αδυναμίες της αγοράς του βιβλίου, όπως π.χ. η αρρωστημένη σχέση εκδοτών-βιβλιοπωλών. Από εκεί και πέρα έχουμε μεγάλη ανάγκη από καλούς, πιστούς αναγνώστες.
Σας έχει πλουτίσει ως αναγνώστη η επαγγελματική σας ενασχόληση με το βιβλίο; Σας έχει κάνει να το αγαπήσετε περισσότερο ή σας έχει στερήσει τη χαρά του ανέμελου διαβάσματος; Ευτυχώς, λειτουργώ ακόμα ως απλός αναγνώστης. Όχι πως δεν ξεφυτρώνουν κάθε τόσο τα επαγγελματικά βίτσια: αν π.χ. η μετάφραση είναι κακή, δεν μπορώ να διαβάσω το βιβλίο. Το ίδιο αν με απωθεί η γραμματοσειρά ή το εξώφυλλο. Επίσης, μερικές φορές «διαβάζω» πιο εύκολα τις αδυναμίες ενός συγγραφέα, την έλλειψη προσωπικού ύφους ή μιας πρωτότυπης γραφής, κι αυτό δεν βοηθάει σε ένα ανέμελο διάβασμα. Μπορώ όμως ακόμα να μαγεύομαι από έναν καλό συγγραφέα. Η Χέρτα Μίλερ, για να αναφερθώ σε μια σχετικά πρόσφατη ανακάλυψή μου, με έκανε να ξαναδώ με άλλο μάτι τη λογοτεχνία.
Προσπαθώ να σκεφτώ ένα σύντομο ορισμό για τη δύναμη της λογοτεχνίας, αλλά αδυνατώ να επικαλεστώ κάτι πιο εύστοχο από το «είναι το καλύτερο μέσο μετάδοσης σκέψης και συγκίνησης», του Φιτζέραλντ. Εσείς;  Θυμάμαι πάντα τη φράση του Αντόνιο Ταμπούκι: Γράφουμε (και διαβάζουμε) γιατί η ζωή δεν είναι ποτέ αρκετή. Γράφουμε (και διαβάζουμε) διότι έτσι εξορκίζουμε το θάνατο.
Προαναγγέλλετε και δεύτερο τόμο. Πότε να τον περιμένουμε;
Σχετικά σύντομα, ελπίζω. Το υλικό υπάρχει στο κεφάλι μου, πιέζει για να βγει.

8/10/12

Νέο βιβλίο από τον Θόδωρο Γρηγοριάδη - "Το μυστικό της Έλλης"




Τι ωφελεί ο έρωτας στην Ελλάδα της κρίσης; Οπως ο Χέλντερλιν φιλοσοφούσε μετά τη Γαλλική Επανάσταση πάνω στο ερώτημα «τι ωφελεί η ποίηση σε χαλεπούς καιρούς;», έτσι και το καινούργιο μυθιστόρημα του Θεόδωρου Γρηγοριάδη, το «Μυστικό της Ελλης» (Πατάκης), θα έλεγε κανείς πως μεταφέρει έναν ανάλογο προβληματισμό από το πεδίο της τέχνης και της δημιουργίας στο πεδίο της καρδιάς και του χαρακτήρα που δοκιμάζονται και αλέθονται σήμερα ενώ η κοινωνία αποσυντίθεται. Το υλικό του είναι ένα κοινότοπο ερωτικό τρίγωνο που όμως εξελίσσεται με αναπάντεχο τρόπο και παίρνει ιδιαίτερες προεκτάσεις, εξαιτίας της βαθιάς επίδρασης που έχει στον συναισθηματικό κόσμο των ηρώων η ελληνική εκδοχή της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης. Από αυτήν την άποψη, το «Μυστικό της Ελλης» (θα κυκλοφορήσει την ερχόμενη εβδομάδα) συνομιλεί μέσα από την πραγματικότητα του 21ου αιώνα με τον «Ερωτα στα χρόνια της χολέρας» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και μέσα από ένα στενότερο πλαίσιο με τα μυθιστορήματα του Φίλιπ Ροθ. Ο 55χρονος Γρηγοριάδης παίρνει τη σκυτάλη από τη συλλογή διηγημάτων «Κάτι θα γίνει θα δεις» του Χρήστου Οικονόμου που πρώτος εμβάθυνε το 2010 στις παράπλευρες απώλειες της κρίσης, και εστιάζει το μυθιστόρημά του στη ζούγκλα των προσωπικών σχέσεων όπως αυτή διαμορφώνεται από τα «νέα μέτρα» στη ζούγκλα της Αθήνας.

Η πρωταγωνίστρια του Γρηγοριάδη είναι μια πενηντάρα που μικροδείχνει. Δασκάλα γαλλικών στο πολυπολιτισμικό δημόσιο της γειτονιάς της, κουλτουριάρα με πλούσια ενδιαφέροντα και εμπειρίες που την ταξίδεψαν μέχρι το Παρίσι και το Ζαΐρ, έχει χορτάσει τους άνδρες και έχει αποφασίσει να ζήσει χωρίς αυτούς. Κι όμως ξεκινά μια παράξενη σχέση με έναν ωραίο άγνωστο, νεότερό της κατά είκοσι χρόνια, παντρεμένο και πατέρα ενός μικρού κοριτσιού στο οποίο θα καταλήξει να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα. Ο Αντώνης, άνεργος εργοδηγός, μένει στον Βοτανικό, η Ελλη στο Ρουφ, συναντιούνται στη λαϊκή αγορά και δένονται μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης ανασφάλειας, με την ανοχή της όμορφης αλλά νευρωτικής γυναίκας του. Εκεί στο κέντρο του Λεκανοπεδίου, ανάμεσα στις δυτικές συνοικίες και τις γραμμές του τρένου, σε μια περιοχή που κυλάει προς τη μιζέρια όπως και όλη η Ελλάδα, εκείνοι βρίσκουν έναν νέο ερωτικό κώδικα που παρακάμπτει τα κοινωνικά αδιέξοδα. Εκείνος δεν έρχεται να την αρπάξει ως άλλος Ιάσονας αλλά ζητάει την κατανόησή της ως ικέτης. Εκείνη, πάλι, ξεπερνά τα φεμινιστικά αντανακλαστικά και τις μονομανίες της και χαίρεται που την αναστατώνει και που τον βοηθά. Δεν την απασχολεί αν όσα κάνει για εκείνον δεν είναι προς το συμφέρον της. Τι σημαίνουν όμως αυτά όταν μια τεράστια φέτα της ελληνικής κοινωνίας - η μεσαία τάξη στην οποία και ανήκουν - κινδυνεύει να αφανιστεί; Οταν γύρω τους τόσοι άνθρωποι που ζούσαν από τον μισθό τους και δεν «έφαγαν» τίποτα μαζί με κανέναν, βρίσκονται ξεκρέμαστοι; Οταν η παραδοσιακή οικογένεια της Ελλης κλυδωνίζεται καθώς η αδελφή της ξεπουλά το σπίτι στο χωριό και μαζί τη διέξοδο του πατέρα τους; Οταν η νεαρή οικογένεια του Αντώνη δεν καταφέρνει να σταθεί στα πόδια της και αποτολμά τη μετανάστευση; Οταν οι ερωτευμένοι αντιμετωπίζουν καθημερινά τον νεοδαρβινισμό του καιρού μας;
«Εξω από το πλαίσιο της κρίσης αυτή η σχέση θα ήταν μια συναισθηματική ιστοριούλα πολυτελείας και δεν θα με ενδιέφερε» μου έλεγε ο Θόδωρος Γρηγοριάδης. «Η κρίση δεν είναι απλώς ένα επίκαιρο ντεκόρ. Η κρίση ανατρέπει οικογενειακές και συναισθηματικές δομές, η οικονομική ανασφάλεια διαλύει κοινωνικούς ιστούς. Η Ελλη κοντράρεται με τη βάρβαρη πραγματικότητα, και αποδέχεται το τίμημα. Από εκεί που ζούσε χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις, βρίσκεται να υιοθετεί μια οικογένεια μαζί με έναν εραστή. Σχεδόν προκαλεί το τέλος της σχέσης της αλλά απ' την άλλη δένεται με τους γείτονές της. Περνά σε μια πιο ώριμη αυτάρκεια και διαλέγει μια γενναιόψυχη στάση αλληλεγγύης».


και ο επαναπροσδιορισμός του έρωτα σε συνθήκες κρίσης


Ο έρωτας στο μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη προκύπτει, λοιπόν, «ως αντίδοτο στη σκύλευση των αξιών που έχει επέλθει τα τελευταία χρόνια». Δεν είναι μελοδραματικός ούτε ολέθριος. «Η Ελλη δεν είναι η ερωμένη που εισβάλλει στην οικογένεια του Αντώνη για να την καταστρέψει, αλλά για να τη φωτίσει», μου σχολίασε ο Γρηγοριάδης. Πράγματι, διδάσκει γαλλικά στο κοριτσάκι του, φροντίζει για την επανασύνδεση του Ιντερνετ στο σπίτι του, πληρώνει την εγγύηση για να βγει από τη φυλακή ο κουνιάδος του που βρέθηκε άδικα μπλεγμένος, εμψυχώνει τη γυναίκα του που από την πίεση των περιστάσεων καταρρέει μέσα στα νεύρα και στον κυνισμό. Είναι ο καλός άγγελος του εραστή της και όσων εκείνος αγαπά.
Οι σχέσεις, με άλλα λόγια, ανάμεσα στους τρεις πόλους του ερωτικού τριγώνου επαναπροσδιορίζονται και ανοίγουν για να παρακάμψουν τις αντιξοότητες. Η αγωνία της παραπλάνησης και της προδοσίας των συναισθημάτων παραμερίζεται και εγκαθιδρύεται μια νέα ισορροπία που σέβεται τις επιλογές του καθενός όπως υπαγορεύονται από τη συνθήκη της κρίσης. Φυσικά αυτό δεν θα γίνει αυτόματα. Πρώτα θα τους κυκλώσουν τα αδιέξοδα της καθημερινότητας, επιβάλλοντας ένα άνοιγμα προς τις ουσιαστικές αξίες. Κι έτσι η Ελλη θα ξεπεράσει το σαράκι της ζήλειας και τη διανοουμενίστικη τάση της για αυτοανάλυση και εκλογίκευση που φρέναρε τα αισθήματά της. Κι ο Αντώνης, μπαίνοντας στον κόσμο της, θα ξαναβρεί τη γλώσσα του και την ευελιξία να διευθετήσει τη θέση του στην οικογένειά του χωρίς τύψεις.
Ο Γρηγοριάδης χρησιμοποιεί στην αφήγηση τον εσωτερικό μονόλογο στο τρίτο πρόσωπο οπότε ο αναγνώστης παρακολουθεί όλες αυτές τις εξελίξεις μέσα από τα μάτια της πρωταγωνίστριας. Και εμπλέκεται στο σασπένς της σχέσης της παρακολουθώντας παράλληλα τα καινούργια μέτωπα που ανοίγουν στον κοινωνικό της περίγυρο - ανέχεια, ατομισμός, βία, ξενοφοβία, περιβαλλοντική υποβάθμιση, κατάρρευση της κοινωνικής πρόνοιας, ηθική παρακμή κ.ο.κ. Παρ' όλα αυτά, η βαθιά ανθρώπινη ανάγκη για έρωτα θα επικρατήσει. Το τίμημα θα είναι ακριβό, όμως οι πρωταγωνιστές θα δοθούν ο ένας στον άλλο προκειμένου να συνεχίσουν τον δρόμο τους με καθαρή συνείδηση.

Στην καρδιά της Αθήνας

Η «... Ελλη» είναι το τέταρτο αμιγώς γυναικείο μυθιστόρημα του Γρηγοριάδη. Αυτός ο συγγραφέας που έχει καταφέρει να δημιουργήσει επιτυχημένους γκέι χαρακτήρες, λ.χ. στο «Παρτάλι» (2001), καθώς και αμφιφυλόφιλους, όπως στο «Ο παλαιστής και ο δερβίσης» (2010), είχε διαλέξει γυναικείο προσωπείο και στον «Χορευτή στον ελαιώνα» (1996), στο «Αλούζα - Χίλιοι και ένας εραστές» (2005) και στη «Δεύτερη γέννα» (2009). Την ώρα που η πλειονότητα των ομοτέχνων του βολεύεται στους κυνικούς αρσενικούς πρωταγωνιστές, εκείνος ρισκάρει να εξερευνήσει τον ψυχισμό του γυναικείου φύλου. Το πολύ ενδιαφέρον σε τούτο το μυθιστόρημα είναι ο υπόγειος συσχετισμός που επιχειρεί ο συγγραφέας ανάμεσα στη νοοτροπία των χαρακτήρων και στον χώρο όπου κινούνται: η έμφαση δηλαδή στην υποβαθμισμένη καρδιά του Λεκανοπεδίου.
Γεννημένος στο Παγγαίο Καβάλας, ο Γρηγοριάδης γνωρίζει καλά τους ξεχασμένους και περιθωριοποιημένους τόπους. Διότι δίδαξε αγγλικά σε γυμνάσια και λύκεια στο τριεθνές του Εβρου, στο Διδυμότειχο, στην Ξάνθη, στον Κορυδαλλό και στην Αγία Βαρβάρα Αιγάλεω, ώσπου αποσπάστηκε στις Σέρρες. Εκεί, στη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη, επί επτά χρόνια διοργάνωνε με επιτυχία λογοτεχνικά σεμινάρια. Και έχει δει ότι μπορείς να μάθεις να ζεις στην καρδιά του σκότους και όχι απλώς να επιβιώνεις.

Πηγή: Τα Νέα 29/09/2012


6/10/12

Βιβλία υπό απαγόρευση



Απαγορεύτηκαν. Ρίχτηκαν στην πυρά. Λογοκρίθηκαν. Εξοστρακίστηκαν από σχολεία και βιβλιοθήκες. Το κάλεσμα της άγριας φύσης (Τζακ Λόντον), Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά(Χάριετ Μπίτσερ Στόου), Οδυσσέας (Τζέιμς Τζόυς), Αποχαιρετισμός στα όπλα (Έρνεστ Χέμινγκγουεϊ), Λολίτα (Βλάντιμιρ Ναμπόκοφ), Ο εραστής της λαίδης Τσάτερλι (Ντ. Χ. Λόρενς). Κλασικά κείμενα της παγκόσμιας λογοτεχνίας τα οποία σε κάποια περίοδο της εκδοτικής ζωής τους κυνηγήθηκαν ως επιβλαβή και απαγορεύθηκε η ανάγνωσή τους. ΤοΚαθώς ψυχορραγώ (Γουίλιαμ Φόκνερ), ο Θαυμαστός καινούργιος κόσμος (Άλντους Χάξλεϊ), τα Σταφύλια της οργής (Τζον Στάινμπεκ), ο Φύλακας στη σίκαλη (Τζ. Ντ. Σάλιντζερ), το Catch-22 (Τζόζεφ Χέλερ), ο Αόρατος άνθρωπος (Ραλφ Έλισον), ο Άρχοντας των μυγών (Γουίλιαμ Γκόλντινγκ), το 1984 και η Φάρμα των ζώων (Τζορτζ Όργουελ) όπως και η Αγαπημένη (Τόνι Μόρισον) είχαν την ίδια τύχη.

Την εναντίωσή του σε κάθε λογοκρισία και απαγόρευση διατρανώνει ο Σύνδεσμος Αμερικανικών Βιβλιοθηκών (American Library Association-ALAμε τον εορτασμό, ως τις 6 Οκτωβρίου, της Εβδομάδας Απαγορευμένων Βιβλίων, η οποία πραγματοποιείται κάθε χρόνο, περίπου στα τέλη Σεπτεμβρίου, υποστηρίζοντας και προωθώντας την ελευθερία στην ανάγνωση.

Ο θεσμός της Εβδομάδας Απαγορευμένων Βιβλίων συμπληρώνει εφέτος 30 χρόνια. Η πρώτη διοργάνωσή της ήταν το 1982, λόγω της αύξησης των αιτημάτων για απόσυρση βιβλίων από δημόσιες βιβλιοθήκες και σχολικά προγράμματα στις ΗΠΑ. «Η Εβδομάδα Απαγορευμένων Βιβλίων ενώνει τους ανθρώπους του βιβλίου -βιβλιοθηκάριους και βιβλιοπώλες, εκδότες, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, εκπαιδευτικούς και όλους τους αναγνώστες- προκειμένου να υποστηρίξουν από κοινού την ελευθερία της αναζήτησης και της έκφρασης ιδεών, ακόμη και εκείνων που ορισμένοι τις θεωρούν ανορθόδοξες ή αντιδημοτικές», γράφει σε ανακοίνωσή του με αφορμή τον εφετινό εορτασμό ο Σύνδεσμος Αμερικανικών Βιβλιοθηκών. Στη διάρκεια αυτής της εβδομάδας, απαγορευμένα βιβλία παρουσιάζονται σε βιβλιοθήκες και βιβλιοπωλεία ενώ έχουν προγραμματιστεί δημόσιες αναγνώσεις τους σε 50 πολιτείες.

Σκηνές σεξ, άσεμνη γλώσσα, προσβολή της δημοσίας αιδούς, βία, αναλγησία, ναρκωτικά, βλασφημία, σατανιστικό περιεχόμενο, ρατσισμός, ιδεολογικές θέσεις που προσβάλλουν εθνικές ή μειονοτικές ομάδες, ακαταλληλότητα για συγκεκριμένες ηλικίες. Αυτοί είναι οι συνήθεις λόγοι για τους οποίους τα βιβλία μπαίνουν στο στόχαστρο. Θρησκευτικές και παραθρησκευτικές ομάδες και αυταρχικά καθεστώτα βρίσκονται πίσω από τους πιο σκληρούς και οργανωμένους διωγμούς βιβλίων στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η πρόσφατη αυτοβιογραφία του ινδοβρετανού Σάλμαν Ρούσντι μας αποκάλυψε με λεπτομέρειες το ιστορικό μιας ζωής επικηρυγμένης μετά το «βλάσφημο για το Ισλάμ» μυθιστόρημά του Σατανικοί στίχοι και τον φετφά του Αγιατολάχ Χομεϊνί.

Συνολικά 10.000 αιτήματα απόσυρσης βιβλίων από βιβλιοθήκες και σχολεία έχει καταγράψει ο ALA από το 1990. Οι Περιπέτειες του Χοκ Φιν του Μαρκ Τουέν, το αυτοβιογραφικό Ξέρω γιατί κελαηδάει το πουλί στο κλουβί της αφροαμενικανής Μάγια Αγγέλου, το Όταν σκοτώνουν τα κοτσύφια της Χάρπερ Λι, το Σφαγείο νούμερο πέντε τουΚερτ Βόνεγκατ, η σειρά περιπετειών του Χάρι Πότερ της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ, βρέθηκαν κατά καιρούς στην κορυφή των αιτημάτων αλλά παρέμειναν στα ράφια χάρη σε κάποιους που υπερασπίστηκαν την ελευθερία της ανάγνωσης. Στον κατάλογο με τα απαγορευμένακλασικά έργα του 20ού αιώνα, με περισσότερους από έναν τίτλο τους, εμφανίζονται ο Ντ. Χ. Λόρενς, ο Τζορτζ Όργουελ, ο Κερτ Βόνεγκατ και οι νομπελίστες Γουίλιαμ ΦόκνερΤζον ΣτάινμπεκΈρνεστ Χέμινγκουεϊ, Τόνι Μόρισον.

Από τους ελληνικούς τίτλους, τα Μυστήρια της Κεφαλονιάς (1856) του Αντρέα Λασκαράτου, με σκέψεις επάνω στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην πολιτική στην Κεφαλονιά προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις που οδήγησαν στον αφορισμό του συγγραφέα. Η «βλάσφημη» Πάπισσα Ιωάννα (1866) του Εμμανουήλ Ροΐδη αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο. Στον διαβόητο Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων της ενέγραψε η Καθολική Εκκλησία τον Τελευταίο πειρασμό του Νίκου Καζαντζάκη. Τέσσερις φορές οδηγήθηκε στο δικαστήριο από τη χούντα ο Μένης Κουμανταρέας με την κατηγορία της έκδοσης «ασέμνου δημοσιεύματος» για τα αφηγήματα της συλλογής Το αρμένισμα(1966), προτού απαλλαχθεί των κατηγοριών το 1969. Από τους νεότερους συγγραφείς το «γυναικείο αντιμυθιστόρημα» Μν (1999) του Μίμη Ανδρουλάκη και το μυθιστόρημαΖιγκ-ζαγκ στις νεραντζιές (1999) της Έρσης Σωτηροπούλου διώχθηκαν ποινικά για «καθύβριση της θρησκείας και του αρχηγού θρησκεύματος» το πρώτο και για «πορνογραφικές περιγραφές και χυδαίες λέξεις» το δεύτερο.

Το διεθνές ρεπορτάζ μας έχει επιστήσει την προσοχή σε συχνές περιπτώσεις λογοκρισίας στην Κίνα, στο Ιράκ, στην Τουρκία, δίνοντας την εντύπωση ότι η λογοκρισία συνδέεται πάντοτε με ανελεύθερα καθεστώτα. Αφθονούν όμως τα αιτήματα απόσυρσης βιβλίων από βιβλιοθήκες και σχολεία και σε Πολιτείες των δημοκρατικών, πολυφυλετικών ΗΠΑ, ειδικά για λόγους που εναντιώνονται σε μια κακώς νοούμενη «πολιτική ορθότητα». Το αισιόδοξο πάντως είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία του ALA, ότι ο αριθμός των καταγγελιών μειώνεται σημαντικά τα τελευταία χρόνια: 546 (2006), 420 (2007), 513 (2008), 460 (2009), 348 (2010), 326 (2011).

Βιβλία στην πυρά



«Βρίσκω την τηλεόραση πολύ εποικοδομητική. Κάθε φορά που κάποιος την ανοίγει, πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο και διαβάζω ένα βιβλίο». Το γνωστό ευφυολόγημα του Γκράουτσο Μαρξ δεν θα μπορούσε να γίνεται πράξη στον κόσμο του Φαρενάιτ 451, καθώς εδώ δεν υπάρχουν βιβλία.
Η φροντισμένη επανέκδοση του περίφημου μυθιστορήματος που δημοσίευσε το 1953 ο Ρέι Μπράντμπερι, σε νέα μετάφραση (Βασίλη Δουβίτσα, εκδ. Άγρα) και με το αυθεντικό εξώφυλλο, έρχεται σε μια στιγμή κομβική για το βιβλίο.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τοποθετημένης στην Αμερική του μέλλοντος, είναι ο τριαντάχρονος πυρονόμος Γκάυ Μόνταγκ. Στόχος της ομάδας του Μόνταγκ δεν είναι να σβήνει τη φωτιά, αλλά να τη βάζει, και μάλιστα σε σπίτια όπου διαπράττεται το ειδεχθές έγκλημα της κατοχής… βιβλίων. Η ανάγνωση έχει ουσιαστικά απαγορευτεί και οι πολίτες περιορίζονται στις καθημερινές δουλειές τους, ενώ για διασκέδαση έχουν τις γιγάντιες «οθόνες τοίχου», καθώς και διάφορα ανούσια περιοδικά και κόμικς. Η σύζυγος του Μόνταγκ, η Μίλντρεντ, είναι μια από αυτές τις γνωστές κυράτσες που χαζεύουν όλη μέρα (τηλεόραση) και κατεβάζουν μεγάλες ποσότητες υπνωτικών χαπιών. Οι δύο τους δεν έχουν παιδιά και δεν είναι ερωτευμένοι. Ο Μόνταγκ είναι δυστυχής χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, γεγονός που διαισθάνεται ένα συμπαθέστατο κορίτσι της γειτονιάς, η Κλαρίς. Η Κλαρίς είναι ένα διαφορετικό παιδί, καθώς σκέφτεται, κι αυτός είναι ο λόγος που την αναγκάζουν να πηγαίνει σε ψυχίατρο. Η Κλαρίς θα μεταδώσει στον Μόνταγκ τον ιο της περιέργειας για την πνευματική καλλιέργεια.
fahrenheit-theFILMΕν τω μεταξύ οι αποστολές καύσης βιβλίων συνεχίζονται. Ο εντοπισμός μιας γυναίκας με βιβλιοθήκη θα κινητοποιήσει την ομάδα του Μόνταγκ, της οποίας ηγείται ο πυραγός Μπήτυ. Αφότου καταφθάνουν στο σπίτι της και διαπιστώνουν πως αντιστέκεται, αποφασίζουν να καεί μαζί με τα βιβλία της. Ο Μόνταγκ θα προλάβει να κλέψει ένα βιβλίο, προτού η γυναίκα παραδοθεί αυτοβούλως στους 451 βαθμούς Φαρενάιτ της πυράς, όπου καίγονται τα βιβλία. «Ο Μόνταγκ δεν είχε κάνει τίποτα. Το χέρι του τα είχε κάνει όλα, το χέρι του, κινούμενο από έναν δικό του, ανεξάρτητο εγκέφαλο, μια ξεχωριστή συνείδηση και περιέργεια σε κάθε τρεμάμενο δάχτυλο, είχε γίνει κλέφτης». (σ. 66) Η αυτοθυσία της γυναίκας θα συγκλονίσει τον Μόνταγκ και θα τον μεταμορφώσει, καθώς θα πιστέψει πως αυτά τα χάρτινα αντικείμενα εμπεριέχουν κάτι πολύτιμο. Έτσι θα μιλήσει στη σύζυγό του, ζητώντας την κατανόησή της: «Δεν ήσουν μπροστά και δεν είδες. Πρέπει να έχουν κάτι τα βιβλία, κάτι που εμείς δεν μπορούμε να το φανταστούμε, για να κάνουν μια γυναίκα να παραμείνει μέσα σε ένα σπίτι που καίγεται…» (σ. 83) Περιττό να πούμε πως η συζήτηση μαζί της είναι μάταιη, αφού ο Μόνταγκ μιλάει στο κενό (της).
Ποιος είναι όμως ο πραγματικός λόγος για την απαγόρευση των βιβλίων; Παραδόξως, δεν είναι αυτό που θα περιμέναμε, δηλαδή η άνωθεν παρέμβαση μιας στυγνής εξουσίας. Απεναντίας, στην καίρια συζήτηση μεταξύ Μπήτυ και Μόνταγκ, τα πράγματα αποσαφηνίζονται από τον νομιμόφρονα Μπήτυ. Τα βιβλία δεν απαγορεύτηκαν, αλλά πέρασαν στην αφάνεια επειδή εμφανίστηκε η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, αλλά και επειδή η κάθε μειονότητα αποφάσιζε να λογοκρίνει όποια σελίδα δεν συμφωνούσε με τις πεποιθήσεις της. «Τότε τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν χαρακτήρα μαζικό», θα πει ο Μπήτυ στον φιλοπερίεργο Μόνταγκ. Και συνεχίζει:
«Βάλε στο νου σου την εικόνα. Ο άνθρωπος του 19ου αιώνα με τα άλογα, τα σκυλιά, τα κάρα του, σε αργή κίνηση. Και μετά, στον 20ό αιώνα, επιταχύνεις την κάμερά σου. Τα βιβλία συμπτύσσονται. Ανάλεκτα. Επιτομές. Τσέπης. Όλα συμπυκνώνονται σε μια ατάκα, σε ένα αναπάντεχο φινάλε […] Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτή τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα από τα χέρια των εκδοτών, των χειραγωγών, των τηλεπαρουσιαστών, και θα δεις τότε πώς η φυγόκεντρος αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες και χρονοβόρες σκέψεις […] Περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ε; Οργανώνεις, οργανώνεις και υπερ-οργανώνεις υπερ-υπερ-αθλητικές εκδηλώσεις […] Κατάλαβες τώρα, Μόνταγκ; Δεν επιβλήθηκε άνωθεν, από την κυβέρνηση στους αποκάτω. Όλο αυτό δεν ξεκίνησε ούτε από προεδρικό διάταγμα, ούτε από κάποια διακήρυξη, ούτε από λογοκρισία. Όχι! Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν την πλάστιγγα…». (σσ. 88-92)
Επομένως, η απονομιμοποίηση των βιβλίων στον κόσμο του Φαρενάιτ 451 προήλθε από έναν συνδυασμό τεχνικής εξέλιξης των μέσων, ψυχοπνευματικής χειραγώγησης των μαζών και φανατισμού των μειονοτήτων. Κανείς δεν απαγόρευσε τα βιβλία, πέρα από τους ίδιους τους ανθρώπους, που έπαψαν να διαβάζουν για αισθητική απόλαυση, γνώση του κόσμου και καλλιέργεια της φαντασίας, και πέρασαν σε μορφές ψυχαγωγίας με χαμηλό δείκτη πνευματικότητας. Σύμφωνα με τον Μπράντμπερι, η προβαλλόμενη και επιβαλλόμενη «διασκέδαση μέχρι θανάτου» (για να θυμηθούμε τον Νιλ Πόστμαν) ήταν ο βασικός λόγος της αρχικής υποτίμησης και της σχεδόν πλήρους εξάλειψης των βιβλίων. Για να μη γίνει ποτέ πια κανείς «το θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου», όπως δηλώνει ο σαρδόνιος Μπήτυ.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε τη σταδιακή μεταμόρφωση του Μόνταγκ, που συντελείται και μέσα από τη σχέση του με έναν άλλο σημαίνοντα χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τον πρώην καθηγητή λογοτεχνίας Φάμπερ. Η εμπιστοσύνη και η φιλία που θα γεννηθούν μεταξύ των δύο ανδρών θα πυροδοτήσει μια πρώτη αίσθηση ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Στις συζητήσεις τους ο Μόνταγκ θα αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στην «πραγματικότητα», την οποία εκπροσωπεί κυρίως η τηλεόραση, και στην «αλήθεια», που ενυπάρχει στα βιβλία. Ο Φάμπερ θα του εξηγήσει πως παρότι τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά, ουσιαστικά πηγαίνουν κατά διαόλου: η φαινομενικότητα της ελαφρόμυαλης διασκέδασης έχει κατακλύσει και καταλύσει την πραγματικότητα της τέχνης και της σκέψης, έχοντας γίνει με τη σειρά της η «νέα πραγματικότητα». Η συνέχεια του μυθιστορήματος με το τρίτο και τελευταίο μέρος είναι συναρπαστική και οι εξελίξεις καταιγιστικές, με τον Μόνταγκ να παίρνει εκδίκηση κι έπειτα να καταφεύγει σε μια περιοχή με φιλόξενους εξόριστους, όπως ο Γκρέηντζερ, που έχουν μια θαυμαστή ικανότητα σε σχέση με τα βιβλία. Αλλά η παράθεση περισσότερων λεπτομερειών θα λειτουργούσε αντιστρόφως ανάλογα του επιθυμητού, που είναι η ανάγνωση αυτού του κλασικού (γιατί να φοβόμαστε τη λέξη;) βιβλίου.
huxley2Στη διεθνή βιβλιογραφία, όπως και στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης, το Φαρενάιτ 451 συγκρίνεται συχνά με τις δύο διασημότερες δυστοπίες του 20ού αιώνα, το 1984 του Τζορτζ Όργουελ και τον Θαυμαστό καινούριο κόσμο του Άλντους Χάξλεϊ. Αξίζει να διευκρινίσουμε πως αυτά τα τρία βιβλία ανήκουν λιγότερο στη γραμματολογική κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, και περισσότερο σε αυτήν της «εικοτολογικής μυθοπλασίας» (μια διάσημη σύγχρονη συγγραφέας σε αυτό το είδος είναι η Μάργκαρετ Άτγουντ). Κι αυτό διότι εικοτολογούν για ένα συνήθως δυστοπικό μέλλον, όπου ναι μεν μπορεί να εμφανίζονται όντα και μηχανήματα που να διαφέρουν κάπως από τα σημερινά, αλλά πάντα μες στο (ασφαλώς ρευστό) πλαίσιο του νοητού και επιστημονικά εφικτού. Για παράδειγμα, το «Λαγωνικό Ρομπότ» που γρυλίζει και επιτίθεται στον Μόνταγκ είναι ένα τεχνολογικό κατασκεύασμα που μπορούμε κάλλιστα να το διανοηθούμε ακόμα και στις μέρες μας. Επίσης, με τις παρούσες και επερχόμενες αλλαγές στους τρόπους αναπαραγωγής των ανθρώπων και με την κλωνοποίηση ζώων, μπορούμε να διανοηθούμε (όσο κι αν δεν θέλουμε) τις «Τράπεζες Εμβρύων» και τους «Γονιμοποιούς» του Χάξλεϊ.
1984Το 1984 του Όργουελ είναι ένα κλασικό βιβλίο επιτήρησης και καταστολής διά της ωμής βίας. Οι απαγορεύσεις, οι καταδίκες και οι τιμωρίες προέρχονται από έναν πανίσχυρο εξουσιαστικό μηχανισμό. Απεναντίας, ο Θαυμαστός καινούριος κόσμος του Χάξλεϊ είναι ένα κλασικό βιβλίο επιτήρησης και καταστολής διά του προκαθορισμού. Εδώ οι σχέσεις εξουσίας είναι λιγότερο βίαιες, αλλά πιο αδιόρατες και ύπουλες, αφού ναι μεν ο προκαθορισμός των τάξεων δεν προκαλεί δυστυχία, αλλά ούτε και επιτρέπει την ελευθερία. Αν πάει να ξεφύγει κανείς, υπάρχει το περίφημο ναρκωτικό «σόμα», και όχι π.χ. βασανιστήρια. Ο Μπράντμπερι, στο Φαρενάιτ 451, πασχίζει να συγκεράσει αυτές τις δύο διαφορετικές, μα και αλληλοσυμπληρούμενες, κοσμοεικόνες. Από τη μία, έχουμε την κατασταλτική πολιτική ενάντια στα βιβλία, την καύση τους αλλά και την απειλή καύσης των ανθρώπων που τα κατέχουν κρυφά. Εδώ, ισχύει ένα μότο οργουελικού τύπου: «Η χειραγώγηση των μαζών επιτυγχάνεται με την καταπίεσή τους».
Από την άλλη, έχουμε την απεριόριστη ελευθερία των νέων ενημερωτικών και ψυχαγωγικών μέσων που έχουν κατακλύσει την κουλτούρα του Φαρενάιτ 451, προσφέροντας στους ανθρώπους αστόχαστη διασκέδαση, δημιουργώντας ανθρώπινα όντα ασυναίσθητα απέναντι σε μια πιο υπαρξιακή, τραγική αίσθηση του κόσμου και του εαυτού (το τραγικό προϋποθέτει σύγκρουση). Εδώ ισχύει ένα μότο χαξλεϊκού τύπου: «Η χειραγώγηση των μαζών επιτυγχάνεται με την αποχαύνωσή τους». Και στις τρεις περιπτώσεις, πάντως, έχουμε έναν βασικό χαρακτήρα που καταλήγει να διαφέρει και πασχίζει να ξεφύγει από τη μέγκενη του συστήματος. Το ζοφερό κλίμα του Φαρενάιτ 451 ευτυχώς μετριάζεται από τη διάχυτη ειρωνεία, ωστόσο δεν φτάνει στα ύψιστα επίπεδα της σάτιρας που απολαμβάνουμε τόσο στο Εμείς του Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν (που μεταξύ άλλων επηρέασε τον Όργουελ), όσο και στο Έρεβον του Σάμιουελ Μπάτλερ (που μεταξύ άλλων επηρέασε τον Χάξλεϊ).
Πόσο προφητικό έχει αποδειχτεί το πολυμεταφρασμένο βιβλίο του Μπράντμπερι, εξήντα χρόνια μετά; Είναι αλήθεια πως, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο, η ελευθερία λόγου είναι σχεδόν απόλυτη και η λογοκρισία εν πολλοίς λογοκριμένη. Ιδίως με την έλευση του Διαδικτύου και την απελευθέρωση πολλών πνευματικών δικαιωμάτων (εδώ είναι το κομβικό σημείο ως προς την ανάγνωση), ο εικονικός και πραγματικός κόσμος μας έχει στη διάθεσή του, για πρώτη φορά στην ιστορία, σχεδόν όλη την επιστημονική, θεωρητική και καλλιτεχνική δημιουργία με το πάτημα ενός πλήκτρου. Όλα είναι πλέον (δυνάμει) γνωστά και κανείς (φαινομενικά) δεν μας περιορίζει στο να τα ξέρουμε. Όσο και να προσπαθεί ένα ισχυρό κράτος να κρύψει τι κάνει, είναι δύσκολο να τα καταφέρει: απόδειξη η Wikileaks και παρόμοιοι θεσμοί, ανεξάρτητα από την τελική επιτυχία ή αποτυχία των σκοπών τους. Ο καθένας μας μπορεί πια να διαβάσει, να μάθει και να δημοσιεύσει σχεδόν ό,τι θέλει.
fahrenheit-451-2Συνάμα, το χάσμα ανάμεσα στην υψηλή και στη μαζική κουλτούρα, έτσι όπως αναδεικνύεται γενικά στο μυθιστόρημα του Μπράντμπερι και ειδικά στη συζήτηση μεταξύ Μόνταγκ και Φάμπερ, εξακολουθεί να υπάρχει. Η μηδενιστική περιγραφική άποψη ότι όλες οι διακρίσεις έχουν ισοπεδωθεί και ότι βιώνουμε μια κατάσταση όπου τα πάντα συνδυάζονται με τα πάντα, συνυπάρχει με την ουμανιστική κανονιστική άποψη πως δεν είναι όλα ίδια, υπάρχει το ουσιώδες και το επουσιώδες, και πως οι άνθρωποι του πνεύματος οφείλουν στον εαυτό τους και στους άλλους να αναδείξουν αυτές τις διαφορές και να πείσουν τους ανθρώπους να μην ξεχνούν τις παραδόσεις, να μην εφησυχάζουν και να μην ευτελίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Όπως το θέτει με απαράμιλλη ευστοχία ο Μπήτυ, παίρνοντας όμως το μέρος της εξουσίας που χειραγωγεί:
«Άσε τον κόσμο να κερδίζει σε διαγωνισμούς που του ζητούν να θυμηθεί τους στίχους γνωστών τραγουδιών ή τις πρωτεύουσες των πολιτειών ή το πόσο καλαμπόκι παρήγαγε η Άιοβα πέρυσι. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα δεδομένα, τάισέ τους με ένα κάρο “γεγονότα”, που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και “φωστήρες” με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν τότε ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κινηθεί ούτε ρούπι». (σ. 97)
Από τη μία λοιπόν κραδαίνουμε (και δικαίως) το λάβαρο της απόλυτης ελευθερίας, από την άλλη αντικρίζουμε ένα από τα κυριότερα αποτελέσματά της, δηλαδή τη μαζική αποχαύνωση. Αν πιστέψουμε τις ετήσιες στατιστικές, μαθαίνουμε ότι οι μισοί Έλληνες δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο (ως «βιβλίο» θεωρείται το λογοτεχνικό και θεωρητικό βιβλίο, δηλαδή αυτό που δεν είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα για επαγγελματικούς λόγους, οδηγός για κάτι κ.λπ.), ενώ το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό διαβάζει κάτω από δέκα βιβλία τον χρόνο. Δηλαδή, εννιά στους δέκα Έλληνες έχουν μικρή έως μηδαμινή σχέση με βιβλία. Αυτά δεν συμβαίνουν σε μια αναλφάβητη χώρα, αλλά σε μια χώρα με εκατομμύρια πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή ανθρώπους με την αποδεδειγμένη πνευματική ικανότητα, αλλά και την αποδεδειγμένη απροθυμία να διαβάζουν μη επαγγελματικά βιβλία. Επομένως, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην «επαγγελματική μόρφωση» και στην «ατομική καλλιέργεια», έτσι όπως διαφαίνεται και στο Φαρενάιτ 451, παραμένει τεράστια. Το ίδιο ισχύει, αλλά σε μικρότερο βαθμό, στις λοιπές Δυτικές κοινωνίες.
Επομένως ο Μπράντμπερι έχει πέσει μέσα στις βασικές προβλέψεις του: μπορεί να μην υπάρχει καταστολή και λογοκρισία, όμως υπάρχει μια ακατάβλητη μαζική λατρεία για την εικόνα, την ανάγνωση περιοδικών ποικίλης ύλης, τα αθλητικά. Όπως επισημαίνει στα επιλογικά του κείμενα:
«Αν ο κόσμος με τις ευρείες οθόνες επιλέγει να βάζει γκολ και καλάθια κι ύστερα να πνίγεται μέσα στο MTV, δεν χρειάζονται πλέον οι Μπήτυ για να ανάβουν την κηροζίνη ή να καταδιώκουν τον αναγνώστη. Αν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση υφίσταται τήξη του πυρήνα και αφανισμό μέσα από τις ρωγμές και τις τρύπες εξαερισμού της σχολικής αίθουσας, ποιος ύστερα από λίγο θα το καταλάβει ή θα νοιαστεί;». (σ. 270)
Αυτά τα επιλογικά κείμενα αξίζει να διαβαστούν για το λυρικό και στοχαστικό τους βλέμμα: ο Μπράντμπερι περιγράφει γλαφυρά πώς έγραψε το εν λόγω «μυθιστόρημα της δεκάρας» (επειδή ήταν φτωχός, το έγραψε ρίχνοντας δεκάρες σε νοικιασμένες γραφομηχανές του πανεπιστημίου…), ενώ εκφράζει και την ορθότατη θέση για την απελευθέρωση της αισθητικής από παρεμβάσεις που δεν έχουν καλλιτεχνικές στοχεύσεις. Ας αναφέρουμε ότι η ελληνική έκδοση συμπεριλαμβάνει το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσε ο Μπράντμπερι, μία ημέρα πριν πεθάνει, με τον τίτλο «Πάρε με κοντά σου».
Υπάρχει άραγε κάποιο έσχατο πρόβλημα σε αυτή την κοσμοεικόνα που υποδηλώνει ο Μπράντμπερι; Πιστεύουμε πως υπάρχει: είναι ο αισιόδοξος ανθρωπισμός της, είναι η πίστη πως είμαστε δομικά φτιαγμένοι για υψηλά πράγματα, για θαυμαστές δημιουργίες, για ιδιαίτερες ζωές, και πως κάποιοι «κακοί» έρχονται και μας πετσοκόβουν, μας ευνουχίζουν, μας καθηλώνουν. Όση αλήθεια κι αν ενέχει (και όντως ενέχει) αυτή η κοσμοεικόνα που αναδύεται από το Φαρενάιτ 451, κρύβει και κάποιες αυταπάτες για τις ανθρώπινες δυνατότητες και προοπτικές. Ο άνθρωπος δεν ζητά μονάχα ελευθερία, ζητά σε ίσες ή και μεγαλύτερες δόσεις ασφάλεια και σταθερότητα. Η κοσμοεικόνα του Μπράντμπερι ταιριάζει αρκετά με τη ρουσοϊκή κοσμοεικόνα, σύμφωνα με την οποία, αρκεί να αποφενακίσουμε τον πολιτισμό μας και τότε οι κρυφές αρετές μας θα αναδυθούν στην επιφάνεια. Μια τέτοια κοσμοεικόνα φέρνει στον νου την αφελή (και ανθρωπολογικά εσφαλμένη, μα πολιτικά χρήσιμη) θέση του Τρότσκι πως σε μια μελλοντική (εννοείται, κομουνιστική) κοινωνία «ο μέσος ανθρώπινος τύπος θα φτάσει στα ύψη ενός Αριστοτέλη, ενός Γκαίτε ή ενός Μαρξ»… Τι θα έκανε ένας μέσος σύγχρονος άνθρωπος αν δεν έβλεπε τηλεόραση; Θα γινόταν αυτομάτως κάτι σπουδαίο;
Όλα αυτά δεν σημαίνουν φυσικά πως δεν ταυτιζόμαστε απόλυτα με τον κεντρικό ήρωα και τη θαυμαστή προσπάθειά του να διασώσει τα βιβλία και την ανάγνωση. Γενικότερα μιλώντας, όταν μας επιβάλλουν κάτι ωμά, ξέρουμε ποιος είναι ο αντίπαλος και ενδεχομένως μπορούμε να βρούμε τρόπους να τον αντιμετωπίζουμε. Όταν αντίπαλος γίνεται ο ίδιος μας ο εαυτός, τότε όλα περιπλέκονται αφάνταστα. Το Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο για τη λογοκρισία, όχι τόσο για τη λογοκρισία που επιβάλλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, όσο για τη λογοκρισία που εφαρμόζουμε εμείς, καθημερινά, στον βαθύτερο εαυτό μας. Η πρώτη είναι απαράδεκτη, όμως η δεύτερη μπορεί να αποδειχτεί πιο επικίνδυνη. Ο Μπράντμπερι υπογραμμίζει τις ευθύνες που φέρουμε με τις επιλογές μας, ακόμα κι αν αυτές είναι σε μικρό ή μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενες. Με άλλα λόγια, μας ζητά να αντιστεκόμαστε. Μέχρις εσχάτων.