Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

30/8/10

Ελφρίντε Γέλινεκ "Εκ βαθέων"


του Μ. Πιμπλή στα Νέα 12 Σεπτεμβρίου 2009

ΤΙΣ ΔΥΝΑΜΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΥΣΤΡΙΑΚΟ ΦΑΣΙΣΜΟ, ΤΗ ΣΕΞΟΥΑΛΙΚΗ ΒΙΑ,

ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΙΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΜΥΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΤΗΣ, ΔΥΣΚΟΛΗΣ

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΖΩΗΣ, ΞΕΤΥΛΙΓΕΙ Η ΝΟΜΠΕΛΙΣΤΡΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΕΛΦΡΙΝΤΕ

ΓΕΛΙΝΕΚ ΣΕ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ- ΠΟΤΑΜΟ 120 ΣΕΛΙΔΩΝ

«Jelinek», στα τσέχικα σημαίνει ελαφάκι. Βέβαια η Ελφρίντε Γέλινεκ είναι βέρα Βιεννέζα, αν και, όπως λέει, «στην ανατολική πλευρά της Αυστρίας όλοι προερχόμαστε από ένα μείγμα διαφορετικών εθνοτήτων και θρησκειών, από μια ανάμειξη που οφείλεται στις μεταναστεύσεις». Η οικογένειά της είναι μείγμα εβραϊκό, βαλκανικό και τσέχικο. «Όπως έχει πει ο συγγραφέας Ρeter Τurrini, στους Αυστριακούς θα άρεσε πολύ να είναι γερμανικοί ποιμενικοί σκύλοι, αλλά δεν είναι παρά μόνο μπάσταρδα σκυλάκια για κυρίες...».
Το Νόμπελ Λογοτεχνίας που πήρε το 2004 αιφνιδίασε πολλούς. Ιδίως όσους τη θεωρούσαν απλώς μια δυναμική φεμινίστρια ή πολιτική ακτιβίστρια. Η εκτενής συνέντευξή της στην Κριστίν Λεσέρ, μία σειρά ραδιοφωνικών εκπομπών το 2005 στον σταθμό France Culture που έγινε βιβλίο 120 σελίδων και μεταφράστηκε μόλις στα ελληνικά, είναι απολύτως διαφωτιστική για το έργο, τις επιρροές και την προσωπικότητα της Αυστριακής συγγραφέως. Παίζει λ.χ. στα δάχτυλα τη γερμανόφωνη λογοτεχνία, κάνει καίριες παρατηρήσεις για συγγραφείς και διανοούμενους όπως ο Φραντς Κάφκα ή ο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν. Και είναι σχεδόν συγκλονιστική όταν αναλύει το θέμα της γυναικείας γραφής, της θέσης της γυναίκας στη λογοτεχνία, της βίας στις σχέσεις ανδρών- γυναικών. Δεν διστάζει να μιλήσει ούτε για τα δικά της οικογενειακά μυστικά.

Μυστικά

Ο πατέρας χημικός, η μητέρα οικονομολόγος, και οι δύο όμως με καλλιτεχνικές τάσεις. Και οι δύο εκδήλωσαν ψυχασθένεια, ενώ η ίδια η Ελφρίντε εκδήλωσε από νωρίς αγοραφοβικές τάσεις. «Ενδέχεται μέσω της γραφής μου να αγγίζω ακριβώς αυτή την τρέλα: μόλις και μετά βίας κατορθώνω να κρατηθώ στις παρυφές, το ένα πόδι μου πάντοτε γλιστρά στην άβυσσο», λέει.



Η μητέρα της, φανατική καθολική αλλά από εβραϊκή οικογένεια που είχε προσηλυτιστεί στον καθολικισμό για να επιβιώσει, της είχε γεμίσει το πρόγραμμα για να την επιτηρεί καλύτερα- για «οργουελιανό σύστημα επιτήρησης» μιλάει η Γέλινεκ που είχε υποχρεωθεί, μεταξύ των άλλων, να μάθει πέντε μουσικά όργανα! Από την ένταση, η κατοπινή συγγραφέας γύριζε γύρω γύρω το δωμάτιο και χτυπούσε κυριολεκτικά το κεφάλι της στους τοίχους, κάτι που ανάγκασε τη μητέρα της να την πάει σε γνωστό παιδοψυχίατρο. Μαζί της όμως απέκτησε σχέση εξάρτησης. «Δεν μπόρεσα ποτέ να συμφωνήσω στο παραμικρό με τη μητέρα μου και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τον θάνατό της. Αυτό βεβαίως δεν με εμπόδισε να μείνω καρφωμένη πάνω της, σαν τη μύγα που είναι κολλημένη στον τοίχο. (...) Ούτως ή άλλως, φρονώ ότι οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι των οποίων η παιδική ηλικία παρατείνεται παθολογικά, ότι μπορείς να διατηρείς το καθεστώς του καλλιτέχνη μόνο αν εξακολουθείς να είσαι η θυγατέρα της μητέρας σου εφ΄ όρου ζωής». Αυστροφασισμός
Ως προς την πολιτική στράτευσή της, λέει ότι στην Αυστρία οι καλλιτέχνες αναγκάστηκαν να κάνουν τη- βρώμικη- δουλειά που θα έπρεπε να κάνουν οι δημοσιογράφοι. Χρησιμοποιεί τον όρο «αυστροφασισμό» για ένα σύστημα «κληρικιστικού»- καθολικού- φασισμού «που κυριάρχησε την περίοδο του Μεσοπολέμου και κυριαρχεί εκ νέου. Σύστημα αυταρχικό, εχθρικό προς τον συνδικαλισμό, που είναι υπό μία έννοια πιο κοντά στον Μουσολίνι παρά στους ναζί. (...) Μάλιστα θα μπορούσε να πει κανείς, όχι ειρωνικά, ότι για τους Αυστριακούς οι ίδιοι οι ναζί ήταν ακόμη υπερβολικά μοντέρνοι». Η Γέλινεκ λέει ότι αντίθετα από τη Γερμανία, όπου μεταπολεμικά ο Τύπος είχε κατανοήσει πως αποστολή του ήταν ο εκδημοκρατισμός, στην Αυστρία κυριάρχησε «ένα είδος μονοκαλλιέργειας του Τύπου», γι΄ αυτό και χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εμφανιστεί ένας πολιτικός αναστοχασμός για το παρελθόν, «παρελθόν στο οποίο αυτή η χώρα συμμετείχε σημαντικά και υπέρμετρα».


Το παράδοξο είναι ότι η Γέλινεκ γράφτηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα, όταν πια η Άνοιξη της Πράγας είχε συντριβεί. «Θέλαμε να ενωθούμε με την εργατική τάξη μέσα από μια χειρονομία ταπείνωσης», εξηγεί. «Από την πλευρά μου, ποτέ δεν πίστεψα στην ικανότητα της εργατικής τάξης να αλλάξει την Ιστορία. Καθετί που παρατηρούσα μου έδειχνε το αντίθετο. Ήθελα όμως να υποταχτώ σε αυτή την άσκηση ταπείνωσης». Σήμερα πάντως, παρότι έχει αποχωρήσει- το 1991 - από το Κόμμα, λέει: «Τίποτα δεν έχει χαθεί από τον αντικαπιταλισμό μου, από το μίσος μου για την καταστροφή και την κοινωνική αδικία που γεννήθηκαν από αυτό το σύστημα». Και αυτό, μολονότι δεν έχει αυταπάτες ούτε για τον ρόλο που μπορεί να παίξει η τέχνη: «Άλλαξα άποψη νωρίς. Και η ιστορία των τελευταίων δύο δεκαετιών με δικαιώνει πλήρως. Προπάντων σήμερα που το καπιταλιστικό σύστημα είναι ο απόλυτος νικητής, όπου δείχνει με μιαν απίστευτη δύναμη αυτό που μπορεί να κάνει. Η δύναμη της γοητείας του καπιταλισμού είναι αδιάλειπτη και ισχυρότατη. Αυτές οι ευτελείς μάχες είχαν χαθεί εκ των προτέρων».

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν συνεχίζει να αγωνίζεται μέσα από την τέχνη της, επινοώντας μια δική της αισθητική γι΄ αυτό τον σκοπό. «Στο θεατρικό μου έργο O αποχαιρετισμός και στο άλλο που έχει τίτλο Βambiland και αναφέρεται στον πόλεμο του Ιράκ, έχω στηριχτεί στους Πέρσες και στην Ορέστεια. Η μέθοδός μου συνίσταται στο να ανεβάσω σε ένα ορισμένο ύψος ό,τι πιο ποταπό και βλακώδες υπάρχει: επί παραδείγματι, υψώνω τους λόγους του Χάιντερ (σ.σ. του πολιτικού που έβαλε για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο την ακροδεξιά σε ευρωπαϊκό κυβερνητικό σχήμα, και ο οποίος σκοτώθηκε το 2008) στο επίπεδο της Ορέστειας. Μόνο σε ένα τέτοιο πολιτισμικό επίπεδο αποκαλύπτεται το όνειδος».

28/8/10

Η Σοφία Νικολαϊδου στη Λεμεσό


 Η ΕΘΑΛ, ο Δήμος Λεμεσού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (Ελλάδας) με τη συνεργασία των Λεσχών Ανάγνωσης ("Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" ) παρουσιάζουν τους συγγραφείς Σοφία Νικολαΐδου, Σάκη Σερέφα, Νίκη Τρουλλινού και Κώστα Λογαρά στη λογοτεχνική εκδήλωση

Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Ηράκλειο

ΠΟΛΕΙΣ και ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Πεζογράφοι που ζουν και δημιουργούν σε Αδελφές ... Πολιτείες- οι Πρόσφατες εκδόσεις τους

Συντονίζει ο Τίτος Κολώτας. Ερευνητής της Ιστορίας της πόλης της Λεμεσού.

ΤΕΧΝΟΧΩΡΟΣ της ΕΘΑΛ

Παρασκευή 24 Σεπτεμβρίου 2010, ώρα 7.00 μ.μ.

Σοφία Νικολαϊδου "Απόψε δεν έχουμε φίλους"

Ένα μυθιστόρημα για τρεις γενιές Ελλήνων (1934-2008) που προσπαθούν να ζήσουν τη ζωή τους, την ώρα που η Ιστορία δείχνει τα δόντια της. Γονείς και παιδιά, φοιτητές, μαθητές, πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, μπακάληδες και αλάνια, γιαγιάδες και υπάλληλοι, συνδικαλιστές και ουδετερόφιλοι μαθαίνουν επώδυνα πως πρώτα κοιτάς πού χύθηκε το αίμα σου και ύστερα διαλέγεις πλευρά.
Ποια είναι η σωστή και ποια η λάθος απόφαση, όταν ο κόσμος γύρω καίγεται;
Ένα πολυπρόσωπο, πολυεπίπεδο μυθιστόρημα, που διαβάζεται μονορούφι. Μια καλοδουλεμένη αφήγηση με αριστοτεχνική δομή που θέτει τον σύγχρονο Έλληνα αναγνώστη μπροστά στο παρελθόν του.

Ο Δημοσθένης Κούρτοβικ αναφερει σχετικά με το βιβλίο:στην εφημερίδα Τα Νέα (17/4/2010) ".....Σ΄ ένα σχετικά μικρής έκτασης μυθιστόρημα, όπως είναι το Απόψε δεν έχουμε φίλους, η Νικολαΐδου, με ζηλευτή οικονομία έκφρασης (κάτι πολύ σπάνιο στα μυθιστορήματα που βγαίνουν σήμερα στη χώρα μας), κατορθώνει μια δύσκολη αφηγηματική σύνθεση, η οποία καλύπτει χρονικά μισόν αιώνα νεότερης ελληνικής Ιστορίας, μοιράζει την προσοχή της σε πολύ διαφορετικούς ανθρώπους διαφορετικών γενεών και συμπλέκει με πειστικό τρόπο τις τύχες τους σ΄ έναν μύθο-σχόλιο για τις σχέσεις Ιστορίας, πολιτικής ταυτότητας και προσωπικού ήθους στην ειδική περίπτωση της σύγχρονης ελληνικής εμπειρίας.

Αναλυτικότερα, η Νικολαΐδου πετυχαίνει σ΄ αυτό το μυθιστόρημα τρία πράγματα: α) να στήσει ζωντανούς, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, με φωτοσκιάσεις, αντιφάσεις και απρόβλεπτη δυναμική της συμπεριφοράς• β) να παρουσιάσει τρεις διαδοχικές γενιές ανθρώπων όχι με τον συνήθη σε τέτοιες περιπτώσεις ιδεοτυπικό τρόπο (όπου κάθε γενιά περιγράφεται ως δέσμια της προηγούμενης, είτε αναλαμβάνοντας να εξοφλήσει τους λογαριασμούς εκείνης είτε μετακινούμενη από οργή ή ενοχές στον αντίποδά της) αλλά αναδεικνύοντας πολύπλοκες και συχνά αναπάντεχες οργανικές σχέσεις ανάμεσα στα μέλη τους, τα οποία (άλλη μια διαφορά από την πεπατημένη) έχουν ολοκληρωμένη ατομικότητα• και γ) να συνοψίσει την ελληνική περιπέτεια (προπαντός την περιπέτεια των συνειδήσεων) από την Κατοχή ώς τα τέλη της δεκαετίας του 1980 διαλέγοντας ως παραδειγματική περίπτωση τις διεργασίες εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας της Θεσσαλονίκης το ίδιο διάστημα...."

Θετικά αποτιμά το βιβλίο και η Όλγα Σελλά στην Καθημερινή (27/3/2010) "...Στα θετικά του βιβλίου της Σοφίας Νικολαΐδου δεν είναι μόνο οι χαρακτήρες και η ζωντάνια τους. Και πρόκειται για πολλούς χαρακτήρες, διαφορετικής ψυχοσύνθεσης και νοοτροπίας. Είναι και η απόδοση των διαφορετικών ιστορικών περιόδων. Και είναι, τέλος, η λογοτεχνικότητα με την οποία όλα αυτά είναι δοσμένα. Αρετές μεγάλες και όχι συχνά συναπαντήματα. Κι αν το ένα ατού του βιβλίου είναι το υφολογικό, το άλλο είναι το ιδεολογικό. Παιδί της μεταπολίτευσης και η ίδια, ήρθε η ώρα να κοιτάξει λίγο προς τα πίσω και μέσα της για να κατανοήσει την εποχή της, τον εαυτό της, τις ιδεολογίες που μας περιβάλλουν, αυτές που κυριαρχούν, αυτές που διαφοροποιήθηκαν, αυτές που έπαψαν να υπάρχουν....".

Αντίθετα ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου στην Καθημερινή (23/5/2010) ενώ αναγνωρίζει την πρωτρτυπία της σύλληψης του βιβλίου, εκφράζει τις διαφωνίες του για την ανάπτυξη των χαρακτήρων και αποδίδει στη συγγραφέα προκατασκευασμένο μυθιστορηματικό λόγο "...Η σύλληψη της Νικολαΐδου είναι πρωτότυπη, αλλά παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα στο επίπεδο της αφηγηματικής σύνθεσης. Το κέντρο βάρους του βιβλίου της, που είναι η ανάδειξη του διάχυτου δωσιλογισμού, περιορίζεται ουσιαστικά σε μερικές αράδες (όταν ο Σουκιούρογλου περιγράφει το περιεχόμενο της διατριβής του), ενώ από τη μυθιστορηματική δράση, όπως συγκεντρώνεται γύρω από το πρόσωπο του Εξάγγελου, προκύπτει μόνο η ανθρωπολογία του παραδεδομένου δωσιλογισμού: ακροδεξιοί, περιθωριακά στοιχεία και υπερσυντηρητικοί γερμανοτραφείς λόγιοι.

Στον αέρα, όμως, μένει και η επιστημονική δίωξη του Σουκιούρογλου από τον Αστερίου. Γιατί ο μέγας καθηγητής κόβει τον φιλέρευνο υποψήφιο διδάκτορα; Αν το κάνει επειδή τον ενοχλεί η αλήθεια του δωσιλογισμού, η αφήγηση δεν το τεκμηριώνει επαρκώς και δεν επιτρέπει στον αναγνώστη να συμπληρώσει μόνος του τα κενά. Αν, πάλι, το κάνει επειδή είναι ψυχικά τελείως χαλασμένος, η δραματουργία δεν φωτίζει πειστικά και εις βάθος τα κίνητρα του κακοπαθημένου χαρακτήρα του.
Από έντονη σχηματικότητα πάσχουν (με την εξαίρεση του Εξάγγελου και της γιαγιάς Νίνας) και οι υπόλοιποι χαρακτήρες του βιβλίου, στριμωγμένοι σε ένα χονδροειδές φάσμα θυτών και θυμάτων: ο σούπερ αριβίστας Στράτος, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι Σουκιούρογλου, Φανή και Ντόκας. Προσπαθώντας να απομυθοποιήσει τους θεσμούς και να επαναδιατυπώσει την Ιστορία, η Νικολαΐδου δεν αποφεύγει τις δικές της ιδεολογικοποιήσεις, που έχουν ως αποτέλεσμα έναν μονόδρομο και σαφώς προκατασκευασμένο μυθιστορηματικό λόγο...".

Το βιβλίο συζητήθηκε στη Λέσχη στις 26 Αυγούστου 2010