Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

7/8/12

Προδημοσίευση από το βιβλίο του Λεονάρδο Παδούρα "Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά"



Κούβα, 1977. Ο Ιβάν παλεύει να βγάλει τα προς το ζην και όποτε βρίσκει ευκαιρία περιπλανιέται στην αγαπημένη του παραλία, έξω από την Αβάνα. Εκεί γνωρίζει έναν παράξενο άνθρωπο που του διηγείται μια ιστορία: την ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του δολοφόνου του Τρότσκι, από τότε που, νεαρός κομμουνιστής, αγωνιζόταν στον Ισπανικό Εμφύλιο μέχρι την εποχή που βγαίνει από τις φυλακές του Μεξικού και καταφεύγει στη Μόσχα. Πώς όμως είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να γνωρίζει πράγματα που μόνο κάποιος που ήταν παρών στα γεγονότα μπορεί να γνωρίζει; Με αφορμή ένα πραγματικό γεγονός, ο Λεονάρδο Παδούρα χτίζει μια ιστορία στην οποία συναντιούνται οι ζωές τριών ανθρώπων: του Τρότσκι, από τότε που φεύγει στην εξορία μέχρι τη στιγμή που δολοφονείται στο Κογιοακάν του Μεξικού, του Ραμόν Μερκαντέρ, που εκπαιδεύτηκε από τις σοβιετικές μυστικές υπηρεσίες για να δολοφονήσει τον Τρότσκι, και του νεαρού Κουβανού Ιβάν, που θα γίνει ο θεματοφύλακας αυτής της μυστικής και επικίνδυνης ιστορίας. Πάνω απ' όλα όμως, το βιβλίο είναι ένα ερωτηματικό γεμάτο θλίψη για τη μεγάλη ουτοπία του 20ού αιώνα -την ουτοπία μιας πιο δίκαιης κοινωνίας- που όμως διαστρεβλώθηκε και χάθηκε.
Προδημοσίευση
Αβάνα, 2004
«Ας αναπαυθει εν ειρηνη», ήταν τα τελευταία λόγια του πάστορα.
Αν ποτέ είχε κάποιο νόημα τούτη η χιλιοειπωμένη φράση, τόσο ξεδιάντροπα θεατρική στο στόμα αυτού του προσώπου, ήταν εκείνη ακριβώς τη στιγμή, τη στιγμή που οι νεκροθάφτες, με αδιάφορη επιδεξιότητα, κατέβαζαν στον ανοιχτό τάφο το φέρετρο της Άννας. Η βεβαιότητα ότι η ζωή μπορεί να είναι η χειρότερη κόλαση και ότι με αυτή την κάθοδο έσβηνε για πάντα όλο το βάρος του φόβου και του πόνου, με κατακυρίευσε σαν μικρόψυχη ανακούφιση και σκέφτηκα μήπως κατά κάποιον τρόπο ζήλευα την τελική διάβαση της γυναίκας μου στη σιωπή, αφού ο θάνατος, ο απόλυτος και αληθινός θάνατος, μπορεί να είναι για κάποιους ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στην ευλογία εκείνου του Θεού με τον οποίο η Άννα είχε προσπαθήσει, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να με εμπλέξει τα τελευταία χρόνια της βασανισμένης ζωής της.
Μόλις οι νεκροθάφτες τοποθέτησαν την πλάκα στη θέση της και άρ­χισαν να αποθέτουν πάνω στην ταφόπετρα τα στεφάνια με τα λουλούδια που οι φίλοι κρατούσαν στα χέρια τους, έκανα μεταβολή και απομακρύνθηκα, αποφασισμένος να ξεφύγω από τα καινούργια χτυπήματα στον ώμο και τις συνηθισμένες συλλυπητήριες εκφράσεις τις οποίες αισθανόμαστε πάντα υποχρεωμένοι να ξεστομίζουμε. Γιατί εκείνη τη στιγ­μή όλα τα υπόλοιπα λόγια του κόσμου ήταν περιττά: μόνο οι τετριμμένες λέξεις του πάστορα είχαν κάποιο νόημα κι εγώ αυτό το νόημα δεν ήθελα να το χάσω. Ανάπαυση και ειρήνη: αυτό που η Άννα είχε επιτέλους κερδίσει κι αυτό που κι εγώ, επίσης, διεκδικούσα.
Όταν κάθισα μέσα στην Πόντιακ περιμένοντας την άφιξη του Ντανιέλ, ήξερα πως βρισκόμουν στο χείλος της λιποθυμίας και ήμουν πεισμένος πως αν ο φίλος μου δεν με έβγαζε από το κοιμητήριο εγώ θα ήμουν ανίκανος να βρω κάποια έξοδο προς τη ζωή. Ο σεπτεμβριάτικος ήλιος έκαιγε την οροφή του αυτοκινήτου, αλλά αισθανόμουν πως δεν μπορούσα να μετακινηθώ. Με τις λίγες δυνάμεις που μου έμεναν έκλεισα τα μάτια για να περιορίσω τον ίλιγγο από την τάση λιποθυμίας και την κούραση, ενώ ταυτόχρονα ένιωθα έναν ιδρώτα με όξινες αναθυμιάσεις να κατεβαίνει στα βλέφαρα και τα μάγουλά μου, να αναβλύζει από τις μασχάλες, τον λαιμό, τα μπράτσα μου, να πλημμυρίζει την πλά­τη μου που την πυράκτωνε το κάθισμα από βινύλιο, και τελικά να μετατρέπεται σε ζεστό ποτάμι που κυλούσε στον γκρεμό των ποδιών μου αναζητώντας το πηγάδι των παπουτσιών μου. Σκέφτηκα μήπως αυτή η δύσοσμη εφίδρωση και η απέραντη κούραση ήταν το πρελούδιο της μοριακής μου αποσύνθεσης ή, τουλάχιστον, του εμφράγματος που θα με σκότωνε μέσα στα επόμενα λεπτά, και μου φάνηκε πως και οι δύο θα μπορούσαν να αποδειχτούν λύσεις εύκολες, ακόμα και επιθυμητές, αν και πραγματικά άδικες: δεν είχα δικαίωμα να υποχρεώσω τους φίλους μου να υποστούν δύο κηδείες μέσα σε τρεις μέρες.
«Δεν νιώθεις καλά, Ιβάν;» – η ερώτηση του Ντάνι, του οποίου το πρόσωπο πρόβαλε στο παράθυρο, με ξάφνιασε. «Γαμώτο, κοίτα δω, κοίτα πώς ιδρώνεις...»
«Θέλω να φύγω από δω... Αλλά δεν ξέρω πώς στο διάβολο...»
«Φεύγουμε, κολλητέ, μην ανησυχείς. Περίμενε ένα λεπτό, κάτσε να δώσω μερικά πέσος στους νεκροθάφτες...» είπε, και τα λόγια του φίλου μου μού μετέδωσαν μια σαφή αίσθηση της πραγματικότητας και της ζωής που μου φάνηκε παράξενη, τελεσίδικα μακρινή.
Έκλεισα πάλι τα μάτια και έμεινα ακίνητος, ιδρώνοντας, μέχρι τη στιγμή που το αυτοκίνητο ξεκίνησε. Μόνο όταν ο αέρας που έμπαινε από το παράθυρο άρχισε να με δροσίζει, τόλμησα ν’ ανοίξω τα βλέφαρά μου. Πριν βγω από το νεκροταφείο μπόρεσα να διακρίνω τις τελευταίες σειρές από τάφους και μαυσωλεία, καταφαγωμένα από τον ήλιο, την κακοκαιρία και τη λήθη, τόσο νεκρά όσο και οι ένοικοί τους, και (λογικά ή εντελώς παράλογα για τη στιγμή) αναρωτήθηκα ξανά γιατί, ανάμεσα σε τόσες πιθανότητες, κάποιοι επιστήμονες που βρίσκονταν πολύ μακριά είχαν διαλέξει ακριβώς το όνομά μου για να βαφτίσουν αυτή που θα ήταν η ένατη τροπική καταιγίδα της σεζόν.
Αν και στη ζωή έχω πια μάθει (ή μάλλον με έχουν διδάξει, και με τρόπους όχι πολύ ευγενικούς) να μην πιστεύω στο τυχαίο, ήταν υπερβολικά πολλές οι συμπτώσεις που ώθησαν τους μετεωρολόγους να αποφασίσουν, αρκετούς μήνες νωρίτερα, ότι θα αποκαλούσαν Ιβάν (όνομα που αρχίζει με το ένατο γράμμα του καστιλιάνικου αλφαβήτου, είναι αρσενικό και δεν είχε ποτέ πριν χρησιμοποιηθεί για τέτοιο σκοπό) εκείνη την καταιγίδα. Το έμβρυο που θα μετατρεπόταν στον Ιβάν είχε συλληφθεί ως μια συσσώρευση δυσοίωνων νεφών στην περιοχή γύρω από το Πράσινο Ακρωτήρι, αλλά μόλις λίγες μέρες μετά, έχοντας ήδη βαφτιστεί και μετατραπεί σε τυφώνα με τα όλα του, θα εμφανιζόταν στην Καραϊβική για να μας βάλει στο αδηφάγο του στόχαστρο... Και σύντομα θα δείτε γιατί έχω και με το παραπάνω λόγους να πιστεύω πως μόνο μια ύπουλη τύχη μπορούσε να ορίσει ότι εκείνος ο κυκλώνας, ένας από τους πιο άγριους της ιστορίας, θα είχε το όνομά μου, ακριβώς τη στιγμή που ένας άλλος τυφώνας πλησίαζε τη ζωή μου.
Ακόμα κι όταν η Άννα κι εγώ γνωρίζαμε ήδη από πολύ καιρό –ίσως υπερβολικά πολύ– ότι το τέλος της ήταν αναπόφευκτο, όλα αυτά τα χρόνια που σέρναμε τις αρρώστιες της είχαμε συνηθίσει να συμβιώνουμε μ’ αυτές. Όμως, η ανακοίνωση ότι η οστεοπόρωσή της (που πιθανώς οφειλόταν σε μια πολυνευρίτιδα λόγω αβιταμίνωσης που είχε την αιτία της στα πιο σκληρά χρόνια της κρίσης της δεκαετίας του ’90) είχε καταλήξει να εξελιχθεί σε καρκίνο των οστών μάς έφερε και τους δύο αντιμέτωπους με το προφανές γεγονός της επικείμενης έκβασης, κι εμένα με τη μακάβρια διαπίστωση ότι μόνο ένα σατανικό σχέδιο θα αναλάμβανε να καταφάει τη γυναίκα μου ακριβώς με αυτή την αρρώστια.
Η επιδείνωση της Άννας άρχισε να επιταχύνεται από τις αρχές του χρόνου, αν και η τελική της αγωνία ξεκίνησε στα μέσα Ιουλίου, τρεις μήνες μετά την οριστική διάγνωση. Παρόλο που η Χισέλα, η αδελφή της Άννας, ερχόταν συχνά να με βοηθήσει, εγώ πρακτικά αναγκάστηκα να εγκαταλείψω τη δουλειά μου για να φροντίζω τη γυναίκα μου και, αν καταφέραμε να επιβιώσουμε αυτούς τους τρεις μήνες, ήταν χάρη στη στήριξη φίλων όπως ο Ντάνι, ο Ανσέλμο ή ο γιατρός, ο Φρανκ, που περ­νούσαν συχνά από το μικρό μας διαμέρισμα, στη συνοικία Λάουτον, για να μας αφήσουν κάποιες ενισχύσεις τις οποίες αφαιρούσαν από την πε­ριορισμένη συγκομιδή που κατόρθωναν να αποκτούν μέσα από τα πιο δαιδαλώδη μονοπάτια για τη δική τους επιβίωση. Επιπλέον, ο Ντά­νι προσφέρθηκε περισσότερες από μία φορές να έρθει να με βοηθήσει με την Άννα, αλλά εγώ απέρριψα τη χειρονομία του, μιας και μεταξύ των λίγων πραγμάτων που όταν τα μοιράζεσαι πάντα αποκτούν μεγαλύτερες διαστάσεις είναι ο πόνος και η δυστυχία.
Οι σκηνές που ζούσαμε ανάμεσα στους γεμάτους ραγισματιές τοίχους του διαμερίσματός μας ήταν τόσο καταθλιπτικές όσο μπορεί κανείς να φανταστεί, αν και το χειρότερο, δεδομένων των συνθηκών, ήταν η παράξενη δύναμη με την οποία το τσακισμένο κορμί της Άννας γραπώθηκε από τη ζωή, ακόμα και ενάντια στη θέληση της ίδιας της ιδιοκτήτριάς του.
Τις πρώτες μέρες του Σεπτεμβρίου, όταν ο τυφώνας Ιβάν, φορτωμένος ήδη με τη μέγιστη ισχύ του, είχε μόλις διασχίσει τον Ατλαντικό και πλησίαζε το νησί της Γρανάδας, η Άννα είχε μια ανέλπιστη περίοδο διαύγειας και μια απρόβλεπτη ανακούφιση από τους πόνους της. Καθώς, με δική της απόφαση, είχαμε απορρίψει την εισαγωγή στο νοσοκομείο, μια γειτόνισσα νοσοκόμα και ο φίλος μας ο Φρανκ είχαν αναλάβει να της χορηγούν τους ορούς και τις δόσεις της μορφίνης που τη διατηρούσαν σε μια ανήσυχη υπνηλία. Βλέποντας αυτή την αντίδραση, ο Φρανκ με προειδοποίησε πως αυτό ήταν ο επίλογος και μου σύστησε η νοσοκόμα να της δίνει μόνο όποιο φαγητό θα ζητούσε η ίδια, χωρίς να επιμένει στους ορούς, και, όσο δεν θα παραπονιόταν για πόνους, να της διακόπτει τα φάρμακα, για να της χαρίσουμε έτσι μερικές τελευταίες μέρες διαύγειας. Τότε, λες και η ζωή της είχε γίνει ξανά φυσιολογική, μια Άννα με αρκετά οστά σπασμένα και με τα μάτια ορθάνοιχτα άρχισε να ενδιαφέρεται ξανά για τον κόσμο που την περιέβαλλε. Με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο ανοιχτά, επικέντρωσε την προσοχή της, με τρόπο εμμονικό, στην πορεία του τυφώνα, που είχε αρχίσει τον θανατηφόρο χορό του ισοπεδώνοντας το νησί της Γρανάδας και αφήνοντας πίσω του πάνω από είκοσι νεκρούς. Σε διάφορες περιστάσεις, στη διάρκεια εκείνων των ημερών, η γυναίκα μου μού έκανε διαλέξεις σχετικά με τα χαρακτηριστικά του κυκλώνα, ενός από τους ισχυρότερους που θα θυμούνταν τα μετεωρολογικά χρονικά, και απέδιδε την υπερβολική ισχύ του στην κλιματική αλλαγή που έπληττε ολόκληρο τον πλανήτη, μια μεταλλαγή  της φύσης που θα μπορούσε να εξολοθρεύσει το ανθρώπινο είδος αν δεν λαμβάνονταν τα απαραίτητα μέτρα, μου είπε, απόλυτα πεισμένη γι’ αυτό. Η διαπίστωση ότι η ετοιμοθάνατη γυναίκα μου σκεφτόταν το μέλλον των υπόλοιπων ανθρώπων, ήταν ένας παραπανίσιος πόνος που ερχόταν να προστεθεί σε αυτούς που ήδη κυριολεκτικά με έπνιγαν.
Καθώς η καταιγίδα πλησίαζε στην Τζαμάικα, με τη σαφέστατη πρόθεση να εφορμήσει κατόπιν στην Κούβα από τα ανατολικά, η Άννα απέκτησε ένα είδος μετεωρολογικής υπερδιέγερσης, ικανής να την κρατάει σε διαρκή επαγρύπνηση, σε μια υπερένταση από την οποία ξέφευγε μόνο όταν την κατανικούσε ο ύπνος για δυο τρεις ώρες. Όλες οι προσδοκίες της είχαν σχέση με την πορεία του Ιβάν, με τους αριθμούς των νεκρών που άφηνε στο διάβα του (ένας στο Τρινιδάδ, πέντε στη Βενεζουέλα, άλλος ένας στην Κολομβία, πέντε ακόμα στη Δομινικανή Δημοκρατία, δεκαπέντε στην Τζαμάικα, άθροιζε, με τη βοήθεια των παραμορφωμένων της δακτύλων) και, κυρίως, με τους υπολογισμούς για τις καταστροφές που θα επέφερε αν έμπαινε στην Κούβα από οποιοδήποτε από τα σημεία που υπεδείκνυε ο κώνος των πιθανών τροχιών που είχαν υπολογίσει οι ειδικοί. Η Άννα βίωνε ένα είδος κοσμικής επικοινωνίας, στο σημείο της συμβιωτικής συνάντησης δύο οργανισμών που γνώριζαν ότι προορίζονταν να καταβροχθίσουν τον ίδιο τους τον εαυτό μέσα στις επόμενες λίγες μέρες, και έφτασα να εικάσω μήπως η αρρώστια και τα φάρμακα την είχαν τρελάνει. Και σκέφτηκα, επίσης, πως αν ο τυφώνας δεν περνούσε σύντομα και η Άννα δεν ηρεμούσε, εκείνος που θα κατέληγε να τρελαθεί θα ήμουν εγώ.
Η πιο κρίσιμη φάση για την Άννα αλλά και, όπως ήταν λογικό, για κάθε κάτοικο του νησιού, άρχισε όταν ο Ιβάν, με ανέμους που διατηρούνταν σταθερά γύρω στα διακόσια πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, άρχισε να κόβει βόλτες στις θάλασσες νότια της Κούβας. Ο κυκλώνας κινιόταν με μια ράθυμη προπέτεια, λες και διάλεγε, με όλη του τη διαστροφή, το σημείο όπου θα έκανε την αναπόφευκτη στροφή προς τα βόρεια και θα έκοβε στα δύο τη χώρα, αφήνοντας πίσω του έναν τεράστιο διάδρομο από ερείπια και θάνατο. Με ένα διαρκές αγκομαχητό, με τις αισθήσεις προσηλωμένες στο ραδιόφωνο και στην έγχρωμη τηλεόραση που μας είχε δανείσει ένας γείτονας, με τη Βίβλο στην εμβέλεια του χεριού της και με τον σκύλο μας, τον Τρικ, κάτω από το άλλο χέρι, η Άννα έκλαψε, γέλασε, έβρισε και προσευχήθηκε με μια δύναμη που κανείς δεν περίμενε να είχε. Για πάνω από σαράντα οκτώ ώρες έμεινε σε αυτή την κατάσταση, παρακολουθώντας τη λαθραία πορεία του Ιβάν, λες και οι σκέψεις και οι προσευχές της ήταν απαραίτητες για να κρατηθεί ο τυφώνας όσο πιο μακριά γινόταν από το νησί, κολλημένος σε εκείνη τη σχεδόν απίστευτη πορεία προς τα δυτικά από την οποία δεν αποφάσιζε να βγει για να στρίψει προς τα βόρεια και να σαρώσει τη χώρα, όπως προέλεγε κάθε λογική ­– ιστορική, ατμοσφαιρική, πλανητική.
Τη νύχτα της 12ης Σεπτεμβρίου, όταν οι πληροφορίες από δορυφόρους και ραντάρ καθώς και η ομόφωνη εμπειρία όλων των μετεωρολό­γων του κόσμου θεωρούσαν σίγουρο ότι ο Ιβάν θα έστριβε την πλώρη του βόρεια και με τις ριπές του ανέμου του σαν πολιορκητικούς κριούς, με τα γιγαντιαία κύματα και με τις μπόρες του θα απολάμβανε χαιρέκακα την οριστική ισοπέδωση της Αβάνας, η Άννα μού ζήτησε να ξεκρεμάσω από τον τοίχο του δωματίου τον καταφαγωμένο σταυρό από σκούρο ξύλο, που πριν από είκοσι επτά χρόνια μού είχε χαρίσει η θάλασσα (τον σταυρό του ναυαγίου), και να τον βάλω στα πόδια του κρε­βατιού. Ύστερα με παρακάλεσε να της ετοιμάσω μια σοκολάτα πολύ ζε­στή και μερικές φρυγανιές με βούτυρο. Αν συνέβαινε αυτό που έπρεπε να συμβεί, εκείνο θα ήταν το τελευταίο της δείπνο, καθώς η πληγωμένη στέγη του διαμερίσματός μας δεν θα άντεχε μπροστά στη δύναμη του τυφώνα κι αυτή, περιττό να το πω, αρνιόταν να μετακινηθεί από κει. Αφού ήπιε τη σοκολάτα και μασούλησε μια φρυγανιά, η Άννα ζήτησε να αποθέσω τον σταυρό του ναυαγίου δίπλα της και άρχισε να προσεύχεται, με τα μάτια καρφωμένα στο ταβάνι και στα ξύλινα υποστυλώματα που εξασφάλιζαν την ισορροπία του και με τη φαντασία της ίσως απασχολημένη να πλάθει τις εικόνες της Αποκάλυψης που παραμόνευε την πόλη.
Το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου οι μετεωρολόγοι ανακοίνωσαν το θαύμα: ο Ιβάν τελικά είχε στρίψει προς τα βόρεια, αλλά αυτό είχε συμβεί τόσο δυτικά της προβλεπόμενης περιοχής που μόλις και μετά βίας θα περνούσε ξυστά από το πιο δυτικό άκρο του νησιού, χωρίς να προκαλέσει σοβαρές ζημιές. Κατά τα φαινόμενα, ο τυφώνας μάς είχε συμπονέσει για τις πολλές συμφορές που ήδη συσσωρεύονταν επάνω μας και μας είχε αφήσει ήσυχους, πεισμένος πως το πέρασμά του από τη χώρα μας θα αποτελούσε μια υπερβολή εκ μέρους της Θείας Πρόνοιας. Εξαντλημένη από την τόση προσευχή, με το στομάχι κατεστραμμένο από την αφαγία, ικανοποιημένη όμως από αυτό που θεωρούσε προσωπική της νίκη, η Άννα αποκοιμήθηκε μόλις άκουσε την επιβεβαίωση εκείνου του κοσμικού καπρίτσιου και ο συνήθης μορφασμός που σχημάτιζαν τα χείλη της μετατράπηκε σε κάτι που έμοιαζε πολύ με χαμόγελο. Η αναπνοή της Άννας, λαχανιαστή επί τόσες ημέρες, έγινε πάλι ήρεμη και, μαζί με τα χάδια που τα δάχτυλά της έκαναν στο τρίχωμα του Τρικ, ήταν, για δύο μέρες ακόμα, τα μοναδικά σημάδια ότι συνέχιζε να είναι ζωντανή.
Στις 16 Σεπτεμβρίου, σχεδόν την ώρα που έπεφτε η νύχτα, ενώ ο τυφώνας άρχισε να ξεθυμαίνει στο έδαφος της Βόρειας Αμερικής και να χάνει την ήδη εξασθενημένη ισχύ των ανέμων του, η Άννα έπαψε να χαϊδεύει τον σκύλο μας και, λίγα λεπτά μετά, σταμάτησε και να αναπνέει. Επιτέλους αναπαυόταν, στην αιώνια γαλήνη, θέλω να πιστεύω.
Όταν έρθει η στιγμή θα καταλάβετε γιατί ετούτη η ιστορία, που δεν είναι η ιστορία της ζωής μου, αν και είναι κι αυτό, αρχίζει έτσι όπως αρχίζει. Και παρόλο που ακόμα δεν ξέρετε ποιος είμαι, ούτε έχετε ιδέα τι πρόκειται να διηγηθώ, ίσως θα έχετε ήδη καταλάβει κάτι: η Άννα ήταν ένα πρόσωπο πολύ σημαντικό για μένα. Τόσο που, αν ετούτη η ιστορία υπάρχει, σε μαύρο και άσπρο εννοώ, σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σ’ αυτήν.
Με την Άννα διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας σε μία από εκείνες τις τόσο συχνές στιγμές που εγώ ταλαντευόμουν στο χείλος ενός γκρεμού. Η ένδοξη Σοβιετική Ένωση είχε ξεκινήσει ήδη τον επιθανάτιο ρόγχο της και πάνω μας άρχιζαν να πέφτουν οι κεραυνοί της κρίσης που θα ερήμωνε τη χώρα στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Όπως ήταν αναμενόμενο, μία από τις πρώτες επιπτώσεις της εθνικής καταστροφής ήταν το κλείσιμο –λόγω έλλειψης χαρτιού, μελανιού και ηλεκτρικού ρεύματος– του κτηνιατρικού περιοδικού στο οποίο, από αμνημονεύτων χρό­νων, δούλευα ως διορθωτής. Παρόμοια με δεκάδες άλλους εργαζόμενους στον Τύπο, από λινοτύπες μέχρι διευθυντές σύνταξης, εγώ είχα καταλήξει σε ένα εργαστήρι λαϊκής τέχνης όπου υποτίθεται ότι θα απασχολούμασταν για κάποιο χρονικό διάστημα πολύ απροσδιόριστο, φτιάχνοντας αντικείμενα από μακραμέ και κοσμήματα από βαμμένους σπόρους τα οποία, όλος ο κόσμος το ήξερε, κανείς δεν θα μπορούσε ούτε θα τολμούσε να αγοράσει. Μετά από τρεις μέρες που έμεινα στην καινούργια μου και άχρηστη θέση εργασίας και χωρίς καν να καταδεχτώ να υποβάλω παραίτηση, δραπέτευσα από εκείνη την κυψέλη τη γεμάτη από μέλισσες εξαγριωμένες και απογοητευμένες και, χάρη στους φίλους μου τους κτηνίατρους των οποίων τα κείμενα τόσες φορές έλεγξα, έως και έγραψα εξαρχής, μπόρεσα λίγο αργότερα να βρω δουλειά, κάτι σαν βοηθός γενικών καθηκόντων, στην –επίσης σε άθλια οικονομική κατάσταση, εκείνη την εποχή– κλινική της Κτηνιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αβάνας.
Μερικές φορές είμαι τόσο υπερβολικά καχύποπτος που μπορώ να φτάνω να σκέφτομαι ότι όλος εκείνος ο συνδυασμός από παγκόσμιες, εθνικές και προσωπικές αποφάσεις (μιλούσαν ακόμα και για το «τέλος της ιστορίας», ακριβώς τη στιγμή που εμείς αρχίζαμε να αποκτούμε μια ιδέα για το τι ήταν η ιστορία του 20ού αιώνα) είχε αποκλειστικό στόχο να είμαι εγώ εκείνος που θα υποδεχόταν, στο τελείωμα ενός βροχερού απογεύματος, την απελπισμένη και μουσκεμένη νεαρή γυναίκα που, κουβαλώντας στην αγκαλιά της ένα αναμαλλιασμένο πουντλ, εμφανίστηκε στην κλινική και με ικέτευσε να σώσω το σκυλί της που είχε πάθει απόφραξη εντέρου. Καθώς η ώρα ήταν περασμένες τέσσερις και οι γιατροί την είχαν ήδη κοπανήσει, εξήγησα στην κοπέλα (τόσο αυτή όσο και το σκυλί έτρεμαν από το κρύο και, κοιτάζοντάς τους, ένιωσα ότι η φωνή μου δεν ήθελε να βγει) ότι εκεί δεν μπορούσε κανείς να κάνει τίποτα. Τότε την είδα να ξεσπάει σε λυγμούς: το σκυλί της θα της πέθαινε, μου είπε, οι δύο κτηνίατροι που το είδαν δεν είχαν αναισθητικό για να το χειρουργήσουν και, καθώς στην πόλη δεν υπήρχαν λεωφορεία, είχε έρθει με τα πόδια μέσα στη βροχή και με το σκυλί στην αγκαλιά από την Παλιά Αβάνα, κι εγώ έπρεπε να κάνω κάτι, για τ’ όνομα του Θεού. Κάτι; Ακόμη αναρωτιέμαι πώς ήταν δυνατόν να το τολμήσω, ή μήπως στην πραγματικότητα ήθελα να τολμήσω κάτι τέτοιο, ωστόσο, αφού πρώτα εξήγησα στην κοπέλα ότι εγώ δεν ήμουν κτηνίατρος και αφού απαίτησα απ’ αυτήν να γράψει το αίτημά της σε ένα χαρ­τί και να το υπογράψει, απαλλάσσοντάς με από κάθε ευθύνη, ο ετοιμο­θάνατος Τάτο έγινε ο πρώτος μου χειρουργικός ασθενής. Αν ο Θεός, τον οποίο επικαλούνταν η κοπέλα, έχει αποφασίσει κάποια φορά να προστατεύσει ένα σκύλο, αυτή πρέπει να ήταν εκείνο το απόγευμα, αφού η εγχείριση, για την οποία είχα διαβάσει τόσα πράγματα και την είχα δει να γίνεται περισσότερες από μία φορές, κατέληξε πρακτικά σε επιτυχία...
Ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς, η Άννα ήταν η γυναίκα που εγώ περισσότερο χρειαζόμουν ή που λιγότερο με βόλευε εκείνη τη στιγ­μή: δεκαπέντε χρόνια πιο μικρή από μένα, ελάχιστα απαιτητική όσον αφορά τις υλικές ανάγκες, φρικτή και σπάταλη ως μαγείρισσα, με παθιασμένη αγάπη για τα σκυλιά και προικισμένη με μια παράξενη αίσθηση της πραγματικότητας που την έκανε να πηγαίνει από τις πιο τρε­λές ιδέες στις πιο σταθερές και ορθολογικές αποφάσεις. Από την αρχή της σχέσης μας είχε την ικανότητα να με κάνει να αισθάνομαι πως ήταν εκείνη που έψαχνα για πολλά πολλά χρόνια. Γι’ αυτό δεν παραξενεύτηκα όταν, μετά από λίγες βδομάδες μιας ήρεμης και πολύ ικανοποιητικής σεξουαλικής σχέσης που είχε ξεκινήσει την πρώτη μέρα που πήγα στο σπίτι όπου έμενε η Άννα μαζί με μια φίλη της για να βάλω έναν ορό στον Τάτο, αυτή φόρτωσε τα υπάρχοντά της σε δύο σακίδια, δήλωσε την αλλαγή στο δελτίο για τα τρόφιμα και με μια κούτα βιβλία και το πουντλ της που είχε σχεδόν αναρρώσει, εγκαταστάθηκε στο υγρό και ήδη γεμάτο ραγισματιές διαμερισματάκι μου στο Λάουτον.
Πολιορκημένοι από την πείνα, τις διακοπές ρεύματος, τη μείωση των μισθών και την παράλυση των συγκοινωνιών –ανάμεσα σε πολλά άλλα κακά–, η Άννα κι εγώ ζήσαμε μια εποχή έκστασης. Η ισχνότητά μας, ενισχυμένη από τις μεγάλες μετακινήσεις που κάναμε με τα κινέζικα ποδήλατα που μας είχαν πουλήσει στη δουλειά, μας μετέτρεψε σε όντα σχεδόν αιθέρια, σε ένα είδος μεταλλαγμένων, ικανών, παρ’ όλα αυτά, να αφιερώνουμε τα τελευταία ψήγματα της ενέργειάς μας στο να κάνουμε έρωτα, να συζητάμε για ώρες και να διαβάζουμε σαν κολασμένοι – ποίηση η Άννα, ξανά μυθιστορήματα εγώ, ύστερα από πολύ καιρό που είχα να το κάνω. Ήταν χρόνια σχεδόν εξωπραγματικά, που τα ζούσαμε σε μια χώρα σκοτεινή και βραδυκίνητη, πάντα ζεστή, που κατέρρεε μέρα με τη μέρα, αν και χωρίς να φτάνει να κατρακυλήσει στα σπήλαια της πρωτόγονης κοινότητας που καιροφυλακτούσε σε κάθε μας βήμα. Ήταν όμως και χρόνια που ούτε οι πιο σαρωτικές ελλείψεις δεν κατάφεραν να νικήσουν τη χαρά που μας προκαλούσε, στην Άννα και σε μένα, το να ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλο, σαν ναυαγοί που δένονται μεταξύ τους για να σωθούν μαζί ή να χαθούν παρέα.
Εκτός από την πείνα και τις κάθε λογής υλικές στερήσεις που μας πολιορκούσαν –αν και εμείς τις θεωρούσαμε εξωτερικές και αναπόφευκτες, και ως εκ τούτου ξένες προς εμάς–, τα μοναδικά θλιβερά προ­σωπικά επεισόδια που ζήσαμε εκείνη την εποχή ήταν η διάγνωση της πολυνευρίτιδας λόγω αβιταμίνωσης, από την οποία άρχισε να πάσχει η Άννα, και, αργότερα, ο θάνατος του Τάτο, ο οποίος είχε συμπληρώσει ήδη τα δεκάξι. Η απώλεια του πουντλ επηρέασε τόσο τη γυναίκα μου που, μια δυο βδομάδες αργότερα, προσπάθησα να απαλύνω την κατάσταση μαζεύοντας ένα αδέσποτο κουτάβι, άρρωστο από ψώρα, το οποίο η Άννα άρχισε αμέσως να φωνάζει Τρικ εξαιτίας της ικανότητάς του να κρύβεται και αφοσιώθηκε στο να το θεραπεύσει και να το ταΐζει με μερίδες που αφαιρούσε από τη δική μας ισχνή διατροφή επιβίωσης.
Η Άννα κι εγώ είχαμε φτάσει σε τόσο βαθύ δέσιμο μεταξύ μας που, κάποια νύχτα με διακοπή ρεύματος, με μια πείνα που την είχαμε μόλις και μετά βίας ξεγελάσει, με ανησυχία και με ζέστη (μα πώς είναι δυνατόν να κάνει πάντα τέτοια κερατένια ζέστη που ακόμα και το φεγγάρι να φέγγει λιγότερο από πριν;), εγώ, λες και απλώς ικανοποιούσα κάποια φυσική ανάγκη, άρχισα να της διηγούμαι την ιστορία των συναντήσεων που πριν από δεκατέσσερα χρόνια είχα με εκείνον τον άνθρωπο που από την πρώτη μέρα που τον γνώρισα τον αποκαλούσα «ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά». Μέχρις εκείνη τη νύχτα που σχεδόν χωρίς κανένα πρόλογο, σαν από μια έκρηξη, αποφάσισα να διηγηθώ αυτή την ιστορία στην Άννα, δεν είχα αποκαλύψει ποτέ σε κανέναν τι είχαμε συζητήσει με εκείνον τον άνθρωπο, και ακόμα λιγότερο τη δική μου –διαρκώς ανεκπλήρωτη, καταπνιγμένη και πολλές φορές ξεχασμένη στη διάρκεια όλων εκείνων των χρόνων– επιθυμία να γράψω την ιστορία που μου είχε εμπιστευτεί. Για να αποκτήσει μια καλύτερη ιδέα για το πόσο με είχε επηρεάσει η στενή επαφή με εκείνον τον άνθρωπο και με την αποκρουστική ιστορία μίσους, εξαπάτησης και θανάτου που είχε εναποθέσει στα χέρια μου, έφτασα να της δώσω να διαβάσει κάποιες σημειώσεις που πριν από μερικά χρόνια, μέσα στην άγνοια στην οποία ήμουν βυθισμένος εκείνη τη στιγμή και σχεδόν ενάντια στη θέλησή μου, δεν είχα μπορέσει ν’ αποφύγω να γράψω. Μόλις τελείωσε το διάβασμα, η Άννα έμεινε να με κοιτάζει μέχρι που το βάρος από τα μαύρα μάτια της –εκείνα τα μάτια που πάντα θα μου φαίνονταν το πιο ζωντανό κομμάτι του κορμιού της– άρχισε να με καίει στο δέρμα και τελικά μου είπε, με τρομακτική πεποίθηση, ότι δεν καταλάβαινε πώς ήταν δυνατόν εγώ, ακριβώς εγώ, να μην έχω γράψει ένα βιβλίο με εκείνη την ιστορία που ο Θεός είχε βάλει στον δρόμο μου. Και, κοιτάζοντάς την στα μάτια –σε αυτά τα ίδια μάτια που τώρα τα τρώνε τα σκουλήκια–, της έδωσα την απάντηση που τόσες φορές είχα αποφύγει, τη μοναδική όμως, μιας και επρόκειτο για την Άννα, που μπορούσα να δώσω:
«Δεν την έγραψα από φόβο».