Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

20/12/13

Ζαν Πολ Σαρτρ "Ο τοίχος"


"Πέντε μικρές πανωλεθρίες της Ύπαρξης, τραγικές και κωμικές"

Ζαν Πωλ Σαρτρ 



Η συλλογή των πέντε διηγημάτων με το γενικό τίτλο "Ο τοίχος " γράφτηκε από τον Σαρτρ αμέσως μετά την εκδοτική επιτυχία του έργου του "Ναυτία" και λίγο πριν ξεσπάσει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος. Έτυχαν θερμής υποδοχής από το κοινό και τους κριτικούς παρά τα τολμηρά, για την εποχή, θέματα που πραγματεύονται. Η αέναη προσπάθεια για κατάκτηση της ελευθερίας και για αποδοχή της ίδιας της ύπαρξης είναι τα βασικά χαρακτηριστικά της συλλογής. Ωστόσο ο Σαρτρ δεν ασχολείται μόνο με ατομικές αναζητήσεις (τρέλα. σεξουαλικότητα). Ο "Τοίχος" και η "Παιδική ηλικία ενός αρχηγού" επιχειρούν να σχολιάσουν σύγχρονα ζητήματα όπως ο ισπανικός εμφύλιος και η άνοδος του φασισμού.

Ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με κάποια επιφύλαξη. Πώς ένας φιλόσοφος όπως ο Σαρτρ εκφράζεται λογοτεχνικά; Ομολογώ ότι δεν είχα διαβάσει Σαρτρ στο παρελθόν ενώ είχα μια πολύ γενική ιδέα για το κίνημα του υπαρξισμού. Από τις πρώτες σελίδες, ωστόσο, του Τοίχου του πρώτου και ομώνυμου διηγήματος της συλλογής η γραφή του Σαρτρ με κέρδισε. Στο διήγημα αυτό  ο ήρωας Πάμπλο Ιμπιέτα βρίσκεται το 1937 σε ένα κελί στις φυλακές του Φράνκο περιμένοντας να τον στήσουν στον τοίχο. Οι φαλαγγίτες τού ζητούν, αν θέλει να σώσει τη ζωή του, να τους πει πού κρύβεται ένας από τους συντρόφους του ονόματι Ραμόν Γκρι. Ο Ιμπιέτα, ο οποίος ψυχικά έχει «πεθάνει» προτού εκτελεστεί, τους λέει ψέματα. Στο τέλος όμως αποδεικνύεται ότι ο σύντροφός του είχε εγκαταλείψει τον κρυψώνα του και κατέφυγε στο μέρος ακριβώς εκείνο που είχε υποδείξει ο Ιμπιέτα στους διώκτες του, οι οποίοι πήγαν εκεί και τον σκότωσαν.

"...Βλέπω το πτώμα μου: αυτό δεν είναι δύσκολο αλλά το βλέπω εγώ, με τα μάτια μου. Θ άπρεπε να καταφέρω να σκεφτώ ... να σκεφτώ ότι δεν θα ξαναδώ τίποτα πια, ότι δεν θα ξανακούσω τίποτα πια και ότι η ζωή θα συνεχιστεί για τους άλλους. Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να σκεφτόμαστε τέτοια πράγματα Πάμπλο. Πίστεψέ με: μου χει ξανασυμβεί να μείνω άυπνος όλη τη νύχτα περιμένοντας κάτι. Τούτο εδώ το πράγμα, όμως, δεν είναι το ίδιο: αυτό θα μας έρθει πισώπλατα, Πάμπλο και δεν θα 'μαστε προετοιμασμένοι."  (σελ. 27).

Στο δεύτερο διήγημα με τον τίτλο "Δωμάτιο" ο Σαρτρ περνάει από το φυσικό στο ψυχικό θάνατο. Η Εύα αρνείται να κλείσει σε ίδρυμα τον σύζυγό της ο οποίος έχει παραφρονήσει. Παραμένοντας, ωστόσο, προσκολλημένη στο παράφρονα σύζυγό που τρέμει τα αγάλματα όταν πετούν, η ζωή της θα χάσει κάθε νόημα.

"Όμως η αγωνία δεν την εγκατέλειπε: ένας χρόνος, ένας χειμώνας, μια άνοιξη, ένα καλοκαίρι, η αρχή ενός άλλου φθινοπώρου. Μια μέρα, αυτά τα χαρακτηριστικά θα αλλοιώνονταν, θα άφηνε το σαγόνι του να κρέμεται, θα μισάνοιγε τα δακρυσμένα μάτια του. Η Εύα έσκυψε πάνω από το χέρι του Πιέρ και ακούμπησε τα χείλη της : "Εγώ θα σε σκοτώσω πριν απ' αυτό". (σελ. 89).

Ο Ηρόστρατος έμεινε γνωστός στην ιστορία ως ο πυρπολητής του Μαυσωλείου της Εφέσου σε αντίθεση με τον αρχιτέκτονά του μαυσωλείου το όνομα του οποίου δεν διασώθηκε. Ανάλογη δόξα διεκδικεί και ο ήρωας του ομώνυμου διηγήματος. Μετατρέποντας την υπαρξιστική ελευθερία σε ασυδοσία ο μικροαστός ήρωας αγοράζει ένα περίστροφο και σχεδιάζει να σκοτώσει με αυτό έξι ανθρώπους, όσες και οι σφαίρες που περιέχει.

"...ένα έγκλημα κόβει στα δύο τη ζωή εκείνου που το διαπράττει. Θα πρέπει να υπάρχουν στιγμές που θα ευχόταν κανείς να γυρίσει πίσω, όμως είναι εκεί, πίσω σας, φράζει το δρόμο σας αυτό το σπινθηροβόλο μετάλλευμα. Ζητούσα μονάχα μια ώρα για να απολαύσω το δικό μου, για να νιώσω το συντριπτικό του βάρος" (σελ. 110).

"Η παιδική ηλικία ενός αρχηγού" που είναι το τελευταίο και εκτενέστερο αφήγημα της συλλογής περιγράφει τα παιδικά και νεανικά χρόνια ενός παιδιού καλής οικογενείας την περίοδο ανόδου του φασισμού. Η επιλογή του Σαρτρ να παρουσιάσει τον κόσμο της εποχής μέσα από τις υπαρξιακές ανησυχίες ενός νέου, γράφοντας ένα μικρό μυθιστόρημα μαθητείας, είναι εξαιρετική. Η σεξουαλικότητα, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, η αμφισβήτηση της ύπαρξης και η αναζήτηση του εαυτού αποτελούν τα κυριότερα θέματα με τα οποία ασχολείται ο Σαρτρ σ' αυτό το αφήγημα δίνοντας του την ευκαιρία να παρουσιάσει με λογοτεχνικό τρόπο τις απόψεις του.

"Τι είμαι εγώ;" Υπήρχε αυτή η ομίχλη, τυλιγμένη γύρω από τον εαυτό της, απροσδιόριστη. "Εγώ". Κοίταξε μακριά, η λέξη αντηχούσε στο κεφάλι του και μετά λες και μπορούσε να μαντέψει κάτι σαν σκοτεινή κορυφή μιας πυραμίδας που οι πλευρές της χάνονταν, μακριά, στην ομίχλη. Ο Λυσιέν ανατρίχιασε και τα χέρια του έτρεμαν. "Αυτό είναι" σκέφτηκε "αυτό είναι!. Ήμουν σίγουρος, δεν υπάρχω". (σελ.209).

Ανέφερα και στην αρχή ότι ξεκίνησα να διαβάζω το βιβλίο με κάποια επιφύλαξη καθώς ο συγγραφέας του υπήρξε γνωστός θεωρητικός και φιλόσοφος. Άρα θα είχα να κάνω με κείμενα γραμμένα σε μια γλώσσα περισσότερο φιλοσοφική παρά λογοτεχνική, που θα απαιτούσαν προηγούμενη γνώση της φιλοσοφικής θεωρία του Σαρτρ. Ευτυχώς διαψεύσθηκα. Ο Σαρτρ, μέσα από τα διηγήματά του, παρουσιάζει μια εύληπτη αλλά διεισδυτική μικρογραφία της εποχής του μεσοπολέμου και των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου όπως η πίστη, η ύπαρξη, η τρέλλα, η σεξουαλικότητα. Οι χαρακτήρες του, πολύ καλά στερεωμένοι και άρτια ψυχογραφημένοι, αναδεικνύουν την προβληματική του. Η αξία του βιβλίου διαφαίνεται και από το γεγονός ότι τα θέματα που τόσο εύστοχα πραγματεύεται -η κατάκτηση της ελευθερίας και η αναζήτηση της αληθινής ύπαρξης- παραμένουν μέχρι σήμερα επίκαιρα καθώς εξακολουθούν να βρίσκονται στο επίκεντρο του ανθρώπινου ενδιαφέροντος. Τέλος, στα θετικά του βιβλίου και η πολύ καλή μετάφραση της Ειρήνης Τσολακέλλη.




29/11/13

Κρίση, μια έννοια πολλαπλών αναγνώσεων



Η συμμετοχή στο διαγωνισμό διηγήματος «Κρίση, μια έννοια πολλαπλών αναγνώσεων» που προκήρυξε η εφημερίδα «Ο Φιλελεύθερος» στη μνήμη της Νίκης Μαραγκού ήταν μαζική και σ’ ένα βαθμό ανέλπιστη. Υποβλήθηκαν 113 κείμενα από ισάριθμους συγγραφείς.

Είναι παρήγορο που τόσοι πολλοί επίδοξοι διηγηματογράφοι έλαβαν μέρος στο διαγωνισμό. Είναι ενθαρρυντικό και μακάρι να συνεχίσουν. Η βαθιά οικονομική κρίση και οι συνέπειές της ίσως πράγματι να σπρώχνουν τους ανθρώπους προς τη δημιουργία, από πνευματική ανάγκη. Ίσως είναι και μια εναλλακτική μορφή αντίστασης και αντίδρασης απέναντι στη ζοφερή πραγματικότητα και την απαισιοδοξία που μας περιβάλλει.

Ορισμένα από τα κείμενα δεν πληρούσαν τους όρους του διαγωνισμού, ήταν π.χ. ποιήματα, άρθρα, δοκιμιακός λόγος. Mερικοί συμμετέχοντες κινήθηκαν στην επιφάνεια και περιορίστηκαν σε μιαν αναφορά στην οικονομική κρίση. Δεν αρκεί η καταξίωση ενός διηγήματος απλώς και μόνο με τη ρηχή αποτύπωση της κοινωνικής πραγματικότητας ή επιμέρους πτυχών όπως είναι το φαινόμενο της ανεργίας. Χρειάζεται μια λοξή ματιά, μια διαφορετική και ιδιαίτερη οπτική γωνία, πέραν των όποιων άλλων παραμέτρων που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν το διήγημα. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες κινήθηκαν παρορμητικά, από ανάγκη να πουν κι αυτοί την άποψή τους για όσα συμβαίνουν τελευταία γύρω μας. Κάτι που δεν είναι εξ ορισμού κακό. Αλλά αυτή η ανάγκη έπρεπε να μεταπλαστεί σε ιδιαίτερη δημιουργική πνοή και με όρους, βέβαια, λογοτεχνικούς. Πολλοί διηγηματογράφοι προσέγγιζαν το θέμα του διαγωνισμού μέσα από μια δακρύβρεχτη οπτική, μια πρωτόγνωρη συμφορά που έπληξε τον τόπο.

Και αναπόφευκτα παρέπεμπαν στο τραγικό 1974, την τούρκικη εισβολή και τις συνέπειές της, χωρίς βαθύτερη επεξεργασία του θέματος ή αναλώνονταν σε διδακτισμούς και ευχολόγια. Πάντως, κατέγραψαν την έντονη απαισιοδοξία και τη μοιρολατρία που σε μικρό ή μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζει τα ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.

Η Επιτροπή, σύμφωνα με την κρίση της, έχοντας γνώση ότι αυτή η επιλογή ενέχει πάντοτε έναν υποκειμενισμό, αποφάσισε με κριτήρια την ποιότητα της γλώσσας, την πρωτοτυπία του θέματος, την ιδιαίτερη οπτική ματιά του κάθε δημιουργού, το ύφος, την αφηγηματική δεινότητα να επιλέξει τα πιο κάτω 11 διηγήματα, χωρίς αξιολογική σειρά κατάταξης, για να συμπεριληφθούν στον συγκεντρωτικό τόμο που θα εκδοθεί από τον Φιλελεύθερο. Τα έντεκα διηγήματα που επιλέγησαν είναι: Ευρυδίκη Περικλέους Παπαδοπούλου «Ο μη γένοιτο», Δέσποινα Πυρκετή «Περίσσεια», Νόρα Νατζαριάν «Το λάθος», Κωνσταντίνος Κοκολογιάννης «Η φυσική της κρίσης», Κυριάκος Παπαδόπουλος «Η εξομολόγηση του συγγραφέα», Φώτης Φωτίου «Έμφραγμα», Έλενα Τορναρίτη ¨Η χώρα του Γέρασμου», Άντρια Σαββίδου «Το καθρεφτάκι», Χριστίνα Νικολάου «Ψωμί και γάλα», Γιώργος Χαριτωνίδης «Οδός Μπισκίνη 14», Μαρία Ιωάννου «Έρημος».

Η Επιτροπή αποφάσισε να αναδείξει ως καλύτερο το διήγημα της Ευρυδίκης Περικλέους Παπαδοπούλου «Ο μη γένοιτο». Εκφράζει τα συγχαρητήριά της σ’ όσους επιλέγηκαν να συμπεριληφθούν στην καλαίσθητη έκδοση με τα πιο αξιόλογα διηγήματα. Εκφράζει ακόμα τις ευχαριστίες της σε όλους τους συμμετέχοντες.
Η έκδοση με τα έντεκα διηγήματα διανθισμένη με μια σειρά από ακουαρέλες της Νίκης Μαραγκού που έκανε στην Αλεξάνδρεια το 2010 (φωτο) αναμένεται να εκδοθεί τον ερχόμενο Φεβρουάριο, που κλείνει ένας χρόνος από τον πρόωρο χαμό της σε τροχαίο δυστύχημα στην Αίγυπτο σε ηλικία 65 ετών.

Την κριτική επιτροπή αποτέλεσαν οι, Ζέλια Γρηγορίου (ακαδημαϊκός), Αιμίλιος Σολωμού (εκπαιδευτικός- συγγραφέας), Άννα Μαραγκού (αρχαιολόγος) και Μαρίνα Σχίζα (αρχισυντάκτρια πολιτιστικού Φιλελευθέρου).

Πηγή: http://www.philenews.com

1/11/13

Ίνγκο Σούλτσε: Οι δυτικογερμανοί δεν πήραν τίποτα από μας

των  Βαγγέλη Χατζηβασιλείου, Γιάννη Ν. Μπασκόζου.
Αυτός ο χαμογελαστός γερμανός αντιπροσωπεύει άραγε σήμερα όλους τους γερμανούς ή παραμένει ένας αμφισβητίας πρώην ανατολικογερμανός πολίτης; Ο λόγος του είναι γεμάτος σκιές και αντιρρήσεις και καθόλου δεν θυμίζει τη σιγουριά που νομίζουμε ότι έχουν οι γερμανοί. Ο Ίνγκο Σούλτσε από τα πρώτα γραπτά του εξέφρασε τον διχασμένο πολίτη που έχοντας την ατυχία να ζει στην ανατολική πλευρά της Γερμανίας βρέθηκε ξαφνικά και αναίμακτα, όπως τονίζει ο ίδιος, στην «όλη» Γερμανία. «‘Όλα τέλειωσαν χωρίς την αιματοχυσία που γνώρισαν η Ρωσία και η Κίνα υπό κομμουνιστικό καθεστώς. Μολοντούτο κανείς δεν ήταν σε θέση να φανταστεί την απότομη αλλαγή του 1989 ή το ότι τόσος κόσμος θα βρισκόταν στους δρόμους σε μια σχεδόν ανύποπτη στιγμή», λέει και σημειώνει ότι η αλλαγή του 1989 σηματοδοτεί υπό μια τέτοια έννοια την ημερομηνία γέννησης του σημερινού κόσμου: ενός κόσμου για τον οποίο δεν αποφασίζουν οι πολιτικοί, αλλά οι οικονομολόγοι.

Ο Ίνγκο Σούλτσε βρέθηκε στην Αθήνα για να παρουσιάσει το μυθιστόρημά του «Αδάμ και Έβελιν», που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη, σε μετάφραση Γιώτας Λαγουδάκου. Ο ίδιος συζητώντας ένα μεσημέρι με μια ομάδα δημοσιογράφων, σημείωσε ότι τα βιβλία του δεν έχουν πάντοτε ως τόπο της δράσης την Ανατολική Γερμανία: το πρώτο, επί παραδείγματι, εκτυλίσσεται στη Ρωσία ενώ το τελευταίο στην Ιταλία. Είναι, όμως, δύσκολο, συμπλήρωσε ο Σούλτσε, κάποιος που έχει γεννηθεί στο Μόναχο να γράψει όπως κάποιος που γεννήθηκε στην Ανατολική Γερμανία: «Δεν μπορώ να φτιάξω έναν χαρακτήρα που να προέρχεται από τη Δυτική Γερμανία – και το ίδιο ισχύει και κατ’ αντίστροφη φορά». Άλλωστε, όπως χαρακτηριστικά θα πει «στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ποτέ ένωση των δύο Γερμανιών, αλλά προσχώρηση της Ανατολικής στη Δυτική Γερμανία, που κατέστρεψε τη βιομηχανική υποδομή των Ανατολικογερμανών, διαιωνίζοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε μιαν ανώτερη (τη Δυτική) και μια κατώτερη (την Ανατολική) Γερμανία».

Ο Σούλτσε παραμένει αριστερός. Νοσταλγεί, κατά κάποιον τρόπο, μια κοινωνία όπου το χρήμα δεν είχε καμία αξία. «Κανείς δεν σκεπτόταν να διαλέξει επάγγελμα με βάση το κέρδος, ούτε μπορώ να σκεφτώ ότι η υγεία ή η παιδεία είναι επάγγελμα κερδοφόρο». Ψέγει την αριστερά γιατί δεν θέλει να συμπορευτεί. Τονίζει ότι σοσιαλδημοκράτες, πράσινοι και Die Linke είναι η πλειοψηφία στη γερμανική κοινωνία. «Αν ήθελαν θα είχαν βάλει την Μέρκελ στη γωνία», λέει.
Κρίνοντας τη σημερινή Ευρώπη θα μιλήσει για ένα τείχος που έχει υψωθεί ανάμεσα στο Βορρά και τον Νότο της Ευρώπης, αλλά θα υπογραμμίσει ότι αυτό δεν είναι το βασικό. Για παράδειγμα, θα πει, «το φτωχότερο μισό των Γερμανών κατέχει μόνο το 1% του πλούτου της χώρας. Υπάρχει σε κάθε χώρα μια μειοψηφία που κερδίζει πολλά και μια πλειοψηφία που καλείται να πληρώσει αγόγγυστα. Από αυτή την άποψη, οι δύο πλειοψηφίες στη Γερμανία και την Ελλάδα έχουν κοινά συμφέροντα».

Νοσταλγία για την Ανατολική Γερμανία;

Είναι θύμα άραγε της Ostalgie, της νοσταλγίας για την Ανατολική Γερμανία; Ο Ίνγκο Σούλτσε θα το αρνηθεί κατηγορηματικά. Όπως τόνισε κατά τη διάρκεια της συνομιλίας του με τους δημοσιογράφους, ο όρος «νοσταλγία για την Ανατολική Γερμανία» αποτελεί επινόηση της ιδιωτικής τηλεόρασης και όποτε βρίσκεται ο ίδιος εκτός Γερμανίας έχει την αίσθηση πως κάποιος καραδοκεί για να του πει: «Θέλεις να επιστρέψεις στην Ανατολική Γερμανία». Παρόλα αυτά, ο Σούλτσε θα επιμείνει στον προβληματισμό του για τον τρόπο με τον οποίο καταστράφηκε η Ανατολική Γερμανία, τονίζοντας ότι «η Δυτική Γερμανία δεν θέλησε να πάρει τίποτα από τα θετικά της Ανατολικής όπως στα ζητήματα του δημόσιου χαρακτήρα της ασφάλισης, της ενέργειας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, της παιδείας και των σιδηροδρόμων».

Το Βιβλίο

Το «Αδάμ και Έβελιν» κυκλοφόρησε το 2008 στα γερμανικά και είναι η ιστορία ενός ζευγαριού του οποίου η ζωή θα αλλάξει ολοκληρωτικά αμέσως μετά την πτώση του Τείχους. Ο Αδάμ και η Έβελιν αντιπροσωπεύουν δύο εκ διαμέτρου αντίθετους χαρακτήρες: εκείνος πλησιάζει τα τριανταπέντε και απολαμβάνει την τέχνη του, που δεν είναι άλλη από την τέχνη της ραπτικής. Ο Αδάμ ράβει ρούχα για γυναίκες και τις κάνει να νιώθουν όμορφες. Το αποτέλεσμα θα είναι η ομορφιά να φουντώσει την ερωτική τους επιθυμία για τον μάστορα ο οποίος τις έχει βγάλει στο φως. Η εικοσάχρονη Έβελιν, που θέλει να αλλάξει εκ βάθρων τη ζωή της στην Ανατολική Γερμανία και να γίνει δασκάλα, θα εγκαταλείψει τον ταλαντούχο ράπτη όταν θα ανακαλύψει τον κρυφό ερωτικό του κόσμο, αλλά ο Αδάμ θα σπεύσει να την ακολουθήσει με ένα απαρχαιωμένο Βάρτμπουργκ (μοντέλο του 1961) στο ταξίδι της καλοκαιρινής φυγής της στην Ουγγαρία, διατρανώνοντας με όποιο μέσον διαθέτει την αγάπη του. Είναι η εποχή κατά την οποία οι Ούγγροι θα ανοίξουν τα σύνορά τους, επιτρέποντας το πέρασμα χιλιάδων Ανατολικογερμανών στην Αυστρία και από εκεί στη Δυτική Γερμανία. Ο Αδάμ θα πορευτεί από κοινού με την Έβελιν προς το δυτικό όνειρο και τη Βαυαρία (οι αλλεπάλληλες μετακινήσεις των ηρώων θα δώσουν στο «Αδάμ και Έβελιν» και μια διάσταση μυθιστορήματος δρόμου), αλλά δεν θα κατορθώσει να προσαρμοστεί ποτέ στους κανόνες της Δύσης. Πνιγμένος από τον οικονομισμό και την άκρατη πίστη στα υλικά, στενά ιδιωτικά συμφέροντα, που τον ζώνουν από παντού, καθώς και στερημένος από τη δυνατότητα να συνεχίσει να δουλεύει ως καλλιτέχνης, ο Αδάμ θα καταλήξει επιδιορθωτής σ΄ένα ιρανικό ραφτάδικο, για να βάλει στο τέλος φωτιά σε όλες τις ελπίδες του.
Αν ο Αδάμ και η Έβελιν είναι κάτι σαν τους πρωτόπλαστους, που διαπράττοντας το προπατορικό αμάρτημα θα υποχρεωθούν να χάσουν την αθωότητά τους, ο Αδάμ θα πνιγεί από τις μνήμες του για έναν τόπο ο οποίος χωρίς να του έχει προσφέρει την οποιαδήποτε πολιτική στέγη, είχε καταφέρει να του εξασφαλίσει μιαν αξιοπρεπή και εσωτερικά ισορροπημένη διαβίωση. Ο Αδάμ που πίστευε στον παράδεισο θα τον χάσει ενώ η Έβελιν που ζούσε μια ανούσια ζωή θα βρεθεί πολύ κοντά σε αυτόν. Και όπως θα πει ο Σούλτσε «αυτό που με ενδιέφερε ήταν η αλλαγή συσχετισμών, πώς διαφοροποιούνται οι σχέσεις Αδάμ – Έβελιν, πώς η αλλαγή των τόπων επιφέρει αλλαγή συναισθημάτων».

Πηγή:http://www.oanagnostis.gr

28/8/13

Πρόσκληση ενδιαφέροντος για συγγραφή διηγήματος


Οι Εκδόσεις Μικρόκυκλος και το Δίκτυο Λεσχών Ανάγνωσις με τη στήριξη του Δήμου Λεμεσού ανακοινώνουν την πρόθεσή τους να προχωρήσουν στην έκδοση ενός συλλογικού τόμου διηγημάτων με ελεύθερο θέμα αλλά με σαφείς αναφορές στο χώρο της πόλης της Λεμεσού. Όσοι ενδιαφέρονται καλούνται όπως αποστείλουν τα διηγήματά τους στο Δίκτυο Λεσχών Ανάγνωσις μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2013. Τα διηγήματα που θα περιληφθούν στην έκδοση θα επιλεγούν από επιτροπή αξιολόγησης. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν άτομα ηλικίας 20 μέχρι 45 ετών μόνιμοι κάτοικοι Κύπρου ή εξωτερικού. 

Όροι συμμετοχής
1. Η πρόσκληση ενδιαφέροντος έχει διάρκεια τεσσάρων μηνών. Καταληκτική ημερομηνία αποστολής των συμμετοχών ορίζεται η 31η Δεκεμβρίου 2013.
2. Δικαίωμα συμμετοχής έχουν άτομα ηλικίας 20 μέχρι 45 ετών, κάτοικοι Κύπρου ή εξωτερικού.  
3. Το θέμα του διηγήματος είναι ελεύθερο, αλλά με σαφείς αναφορές στο χώρο της πόλης της Λεμεσού. 
4. Τα διηγήματα πρέπει να είναι γραμμένα στην ελληνική και να μην ξεπερνούν τις 35 δακτυλογραφημένες σελίδες Α4, με γραμματοσειρά Times New Roman σε μονό διάστημα και μέγεθος γραμμάτων 11. 
5. Ο κάθε συγγραφέας έχει το δικαίωμα αποστολής ενός διηγήματος το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί προηγουμένως. 
6. Τα διηγήματα θα πρέπει να αποσταλούν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2013.  Στο εξώφυλλο να αναγράφεται ο τίτλος του διηγήματος και το ψευδώνυμο του συγγραφέα. Το ονοματεπώνυμο, η διεύθυνση, το τηλέφωνο του συγγραφέα και ο τίτλος του έργου, δίνονται επίσης δακτυλογραφημένα, ξεχωριστά σε κλειστό φάκελο, πάνω στον οποίο (εξωτερικά) είναι απαραίτητο να αναγράφονται ο τίτλος του έργου και το ψευδώνυμο του συγγραφέα. Στο εξώφυλλο του μεγάλου φακέλου να αναγράφεται: ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΗΓΗΜΑΤΩΝ. Οποιεσδήποτε ενδείξεις που αποκαλύπτουν την ταυτότητα του συγγραφέα (π.χ. χειρόγραφες σημειώσεις, διορθώσεις, διεύθυνση στον φάκελο κτλ.) συνεπάγονται αποκλεισμό της συμμετοχής.
7. Οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να αποταθούν και να αποστείλουν τα διηγήματά τους στους Κατερίνα Βοσκαρίδου, Παντελή Μάκη και Αντώνη Κουντούρη (Δίκτυο «Ανάγνωσις» Τ.Θ. 53520, 3303 Λεμεσός). 
8. Τα διηγήματα που θα περιληφθούν στην έκδοση θα επιλεγούν από επιτροπή επιλογής. Η τελική αξιολόγηση της επιτροπής επιλογής δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.
9. Οι συγγραφείς που θα επιλεγούν  να συμμετέχουν στην έκδοση θα κληθούν να προαγοράσουν περιορισμένο αριθμό βιβλίων (όχι περισσότερα από 30) σε μειωμένη τιμή (40% χαμηλότερης της καθορισθείσας τιμής πώλησης).  Επίσης οι συγγραφείς που θα επιλεγούν θα πρέπει να αποστείλουν το κείμενό τους σε ηλεκτρονική μορφή.
10. Τα συγγραφικά δικαιώματα παραμένουν στους συγγραφείς αλλά  με αναστολή του δικαιώματος έκδοσης με άλλον εκδότη για δυο χρόνια από την ημερομηνία έκδοσης του παρόντος βιβλίου. Σε περίπτωση επανέκδοσης του βιβλίου θα γίνει νέα συμφωνία με τους συγγραφείς. 
11. Οι διοργανωτές διατηρούν το δικαίωμα να μεταβάλουν τις ημερομηνίες ή και να ματαιώσουν την πρόσκληση ενδιαφέροντος και την πρόθεση έκδοσης. 
12. Η συμμετοχή προϋποθέτει και συνεπάγεται την πλήρη και ανεπιφύλακτη αποδοχή όλων των παραπάνω όρων.

Επικοινωνία:
diktyoanagnosis@gmail.com

Τηλ: 99 667599, 99 526772, 99 346424

24/7/13

Αγάπη μου, συρρίκνωσα την Ελλάδα

της Αγγελικής Λάλου

“Αγάπη μου, συρρίκνωσα την Ελλάδα”… ήδη με τον τίτλο που παραπέμπει σε γνωστή υπερπαραγωγή του Χόλιγουντ γίνεται φανερή η διάθεση της Λένας Διβάνη να ασχοληθεί με τα κακώς κείμενα της ελληνικής πραγματικότητας και το καταφέρνει μια χαρά με το καυστικό χιούμορ της. Το βιβλιοnet κατατάσσει το βιβλίο στην κατηγορία “Λόγοι, Διαλέξεις, Δοκίμια – Κοινωνική κριτική” και πραγματικά δεν βρίσκω το λόγο, καθώς θα μπορούσε να είναι άνετα ένα ακόμα μυθιστόρημα που περιγράφει εύγλωττα το πώς οδηγήθηκε η χώρα μας στο χείλος του γκρεμού. Πρωταγωνιστής του βιβλίου; Λίγο πολύ όλοι μας! Με το ίδιο σκεπτικό, αν δεν σας καλύπτει η ιδέα του μυθιστορήματος, θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το βιβλίο συλλογή διηγημάτων ή θεατρικών μονόπρακτων, καθώς οι ήρωες και τα περιστατικά που περιγράφονται διαθέτουν ζωντάνια και πλοκή αξιοζήλευτη.

Ωστόσο δεν θα ασχοληθώ άλλο με το πού πραγματικά ανήκει αυτό το βιβλίο. Λίγη σημασία έχει άλλωστε. Αυτό που ενδεχομένως θα ήθελα να τονίσω είναι ότι απ’ όλα τα κείμενά της αυτό το βιβλίο είναι ίσως λίγο πιο πολύ “Λένα Διβάνη”. Τι θέλω να πω με αυτόν τον προσδιορισμό; Ότι στις σελίδες του αναδεικνύεται με μοναδικό τρόπο όλη η πολυπράγμων προσωπικότητα της Διβάνη – ως συγγραφέα, ακαδημαϊκού, ιστορικού, ερευνήτριας, γυναίκας, κατοίκου του λεκανοπεδίου και με πολλές άλλες ιδιότητες. Ίσως ακριβώς το ότι η Διβάνη γράφει κάνοντας χρήση των τόσων προσώπων της, αν και το ύφος της είναι πολύ προσωπικό και αυτοβιογραφικό, να είναι ο λόγος που καταφέρνει να αγγίξει τον αναγνώστη με εξαιρετική αμεσότητα, καθώς του μιλάει για πράγματα οικεία και καταστάσεις ιδιαίτερα γνώριμες.

Το βιβλίο ξεκινάει με τον πρόλογο “Οι σημειώσεις μιας πτωχευμένης”, καθώς υπό αυτό το πρίσμα -της κρίσης και της υλικής και, κυρίως, ηθικής χρεοκοπίας- είναι γραμμένα και επιλεγμένα τα κείμενα που ακολουθούν. Κείμενα που έχουν δημοσιευθεί ήδη σε διάφορα ηλεκτρονικά και συμβατικά έντυπα, ανθολογούνται για πρώτη φορά όλα μαζί και ομαδοποιούνται σε τρεις ξεχωριστές ενότητες. Με τίτλους όπως “Μάθε, παιδί μου, δράματα”, “Ανεπίδεκτη μαθήσεως” και “Μάθε, παιδί μου, γράμματα”, η μάθηση, η άγνοια, η γνώση, η αμάθεια, η εθελοτυφλία και η άρνησή μας να μάθουμε προβάλλονται ως οι σημαντικότερες αιτίες που βρίσκονται πίσω από κάθε κοινωνικό πρόβλημα – κι εννοείται ότι έχει απόλυτο δίκιο!        

Στην πρώτη ενότητα, πρωταγωνιστούν η “απενοχοποίηση” και το πώς αυτή οδήγησε στη χαλάρωση των ηθών, όπως αυτά γίνονται εμφανή από τον τρόπο που παρακολουθούμε ταινίες στο σινεμά, τη χρήση των μέσων μαζικής μεταφοράς (όπου περιγράφονται σκηνικά απείρου κάλλους, με τα οποία ταυτίζεσαι απόλυτα αν τυχαίνει να έχεις την ατυχία να τα χρησιμοποιείς και ο ίδιος). Κείμενα που κάνουν αναφορά στο νταηλίκι -που εξαπλώνεται από τα σχολεία ως τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης-, στα ωροσκόπια, στις ειδήσεις (και τη σχέση τους με τις διακοπές – ιδιαίτερα επίκαιρο τώρα τον Αύγουστο), στην παιδεία, στην ελληνική τηλεόραση, στους νονούς της νύχτας, στα έντυπα του lifestyle, στα κρούσματα φασισμού, στους τσιγγάνους και στην εικόνα των βαλκάνιων. Στη συγκεκριμένη κατηγορία, η συγγραφέας μιλάει ως προς το πώς βιώνει η ίδια διάφορα κοινωνικά φαινόμενα, οι εκφάνσεις των οποίων επηρεάζουν άμεσα την απτή καθημερινότητα των περισσότερων νεοελλήνων.

Η δεύτερη ενότητα είναι πιο προσωπική και αυτοβιογραφική. Ακολουθούν αναμνήσεις από την παιδική της ηλίκια, τα σχολικά και φοιτητικά της χρόνια, εικόνες από την οικογένειά της και την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε -τον Βόλο- στιγμές από διακοπές και ταξίδια, οι μουσικές της επιλογές, οι έρωτές της, η ζωή της ως αφορμή για κείμενα που θυμίζουν πολλά απ’ όσα έχουν σημαδέψει και συνεχίζουν να σημαδεύουν γενιές ολόκληρες. Εδώ η γνώση είναι βιωματική και γι’ αυτό μεταδίδεται και πολύ πιο εύκολα!

Στην τρίτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου συναντάμε ανησυχίες, σκέψεις, προβληματισμούς και εμπειρίες που έχουν να κάνουν με την τέχνη και την τέχνη της συγγραφής ίσως λίγο περισσότερο. Ζητήματα όπως “υπάρχει γυναικεία λογοτεχνία;”, “η καθημερινότητα των συγγραφέων”, και αναφορές στο έργο του και τη ζωή -μεταξύ άλλων- του Φράνσις Μπέικον, της Πατρίτσια Χάισμιθ, του Έντουαρντ Σαΐντ, της Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ, του Τόμας Πίντσον, της Νόρα Έφρον, της Λένας Κιτσοπούλου, εμφανίζονται πάντα υπό το διεισδυτικό και προσωπικό βλέμμα της Διβάνη.

Το βιβλίο θα σας συνοδέψει άνετα στις καλοκαιρινές σας διακοπές, αλλά θα βρει και μια αναπαυτική θέση στο κομοδίνο σας για να ανατρέχετε σε αυτό όποτε θα θέλετε να γελάσετε με τα “χάλια” μας αλλά και να προβληματιστείτε με ευχάριστο τρόπο για το παρελθόν και το μέλλον αυτής της χώρας!



(Λένα Διβάνη, “Αγάπη μου, συρρίκνωσα την Ελλάδα”, εκδόσεις Καστανιώτη)

Πηγή: http://bookstand.gr/

24/5/13

Τι λογοτεχνία θέλουμε;






Του Γ. Ν. Περαντωνάκη

Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί όσους συζητάνε για τη λογοτεχνία είναι αν αυτή αποτελεί έναν κώδικα που αποδίδει την εξωκειμενική πραγματικότητα ή ένα κλειστό σύμπαν που αναφέρεται μόνο στον εαυτό-του. Με άλλα λόγια, ένα μυθιστόρημα λ.χ. παραπέμπει στον κόσμο έξω από αυτό, τον αντανακλά, τον μιμείται; Ή, αντίθετα, είναι μια περίκλειστη κατασκευή που δεν αφορά σε τίποτα έξω από αυτήν;

Ομφαλοσκόπηση ή άνοιγμα της λογοτεχνίας;

Ο Tzvetan Todorov, αφού αφηγείται την προσωπική του μετάβαση από την ιδεολογική ανάγνωση της λογοτεχνίας στη Βουλγαρία στη δομιστική αντιμετώπισή της στο Παρίσι, προσπαθεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα. Και η δική του περίπτωση δεν είναι άσχετη με τους θεωρητικούς του προβληματισμούς, αφού η μαρξιστική θεωρία τής αντανάκλασης, που κυριαρχούσε στις κομμουνιστικές χώρες, πίστευε απόλυτα στη στενή σχέση τού εποικοδομήματος –της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης– με την κοινωνική βάση. Ως εκ τούτου το έργο τέχνης συναρτάται με τις εξωλογοτεχνικές του καταβολές και δεν διαθέτει αυτονομία.

Αντίθετα, άλλες θεωρίες τής λογοτεχνίας, αρχής γενομένης από τον φορμαλισμό, πρέσβευαν ότι η λογοτεχνία είναι πρώτιστα γλώσσα, εσωτερικά συνεπής δομή, κατασκευή που δεν παραπέμπει σε κάτι άλλο, που δεν «αναφέρεται» αλλά απλώς «σημαίνει», που δεν είναι αντιγραφή ή προσέγγιση ενός άλλου κόσμου αλλά κατά βάση δημιουργία του. Επομένως, η ηθική, η πολιτική, η ιδεολογία εν γένει, δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια αισθητικής, αφού η τέχνη κρίνεται μόνο με τα δικά της μέτρα και σταθμά.

Η πρώτη άποψη απορρέει από τη θεώρηση της τέχνης ως χρηστικού μέσου κατά την αρχαία και μεσαιωνική περίοδο, ενώ η δεύτερη κατάγεται από την ανάδυση ανεξάρτητων υποκειμένων που ξεκίνησε από τον Διαφωτισμό. Η πρώτη στιγματίστηκε από ηθικιστικές ή πολιτικές σκοπιμότητες, από τη στράτευση και την ιδεολογική χρήση τής λογοτεχνίας, γεγονός που την υποβάθμισε σε εργαλείο και όχι σε αυτοσκοπό. Η δεύτερη αντίθετα καταξιώθηκε, αφού προσέδωσε σε κάθε καλλιτέχνημα την αυταξία του ως φορέα τού ωραίου, χωρίς ιδιοτελείς σκοπούς και άλλες ωφελιμιστικές εξαρτήσεις.

Φόρμα ή νόημα;

Ο Τζ. Τοντόροφ, παρόλο που μελετά ψύχραιμα το θέμα, αφήνει να διαφανούν οι επιφυλάξεις του για τις παγιωμένες αντιλήψεις που πρόσκεινται περισσότερο στη δεύτερη άποψη. Εξηγεί, σχετικά νωρίς, ότι ο κύκλος τής τέχνης προφανώς εφάπτεται και ενίοτε τέμνεται από τους κύκλους τής πολιτικής, της κοινωνίας, της θρησκείας, της ηθικής, της οικονομίας και δεν μπορεί να μένει ανεξάρτητος από αυτούς. Έτσι, προτείνει εμφαντικά να απαγκιστρωθεί η μελέτη και η διδασκαλία τής λογοτεχνίας από τη σολιψιστική της εμμονή στη μορφή και να επιστρέψει στην ανάλυση των νοημάτων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο γενικότερο διάλογο των ιδεών. Αυτή η πρόταση συνίσταται από δύο παραμέτρους, που αξίζει να συζητηθούν.

Αφενός, ο Τζ. Τοντόροφ κλίνει προς τις απόψεις που θέλουν το νόημα του κειμένου να παράγεται από την πρόθεση του δημιουργού να αποτυπώσει μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κείμενο έχει εξ αρχής μια συγκεκριμένη στόχευση, που βασίζεται στο πνεύμα, στις ιδέες, στις αντιλήψεις τού λογοτέχνη και συνδέεται στενά με τη ζωή του. Γι’ αυτό φέρνει ως παράδειγμα τη βιογραφία τού Φ. Ντοστογέφσκυ από τον Joseph Frank, η οποία μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη των έργων του.



Η λογοτεχνία υπό το πρίσμα των επιστημών του ανθρώπων

Αφετέρου, εισηγείται δυναμικά να πάψουμε να βλέπουμε το έργο ως ένα κλειστό σύμπαν γλωσσικής αρτιότητας και αυτοπραγμάτωσης και να το δούμε υπό το πρίσμα των επιστημών τού ανθρώπου. Να μην πιστεύουμε ότι έχει τη δική του αλήθεια, που κρίνεται μάλιστα με δικούς της όρους και μόνο, αλλά να τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων και να εξεταστεί με τους όρους με τους οποίους κρίνονται άλλες μορφές αλήθειας, έστω και αν λάβουμε υπόψη μας την ιδιαίτερη υφή κάθε φαινομένου. Το λογοτέχνημα, με άλλα λόγια, δεν είναι αντικείμενο της φιλολογίας για φιλολόγους, αλλά αντικείμενο ενός ευρύτερου διαλόγου για τις ιδέες που ανέκαθεν απασχολούν τον άνθρωπο.

Η πρώτη του θέση ενέχει τον κίνδυνο να εξαρτήσουμε μονοσήμαντα το κείμενο με το περιβάλλον του δημιουργού και να του στερήσουμε έτσι τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών και κυρίως μιας διαχρονικής αξίας που δεν εξαρτάται από την εποχή κατά την οποία γράφτηκε. Η δεύτερη αξίζει, αφού ξανασυνδέει τη λογοτεχνία με τον εξωλογοτεχνικό λόγο, με την ηθική και τις αξίες με τις οποίες διασταυρώνεται, και έτσι, χωρίς τις ακρότητες του παρελθόντος, μπορεί να συστήσει την ποίηση και την πεζογραφία αλλά και το θέατρο ως δυναμικά μέσα κοινωνικής σκέψης.

Πηγή:http://www.bookpress.gr/stiles/gialia-oraseos/todorov-logotehnia


26/4/13

Ένα κάποιο τέλος (2)




Του Γιώργου Βέη

«Η ζωή είναι δάνειο θανάτου κι ο ύπνος ο ημερήσιος τόκος αυτού του δανείου»

Αρθούρος Σοπενχάουερ, Πάρεργα και Παραλειπόμενα

Απέσπασε πέρυσι το περιώνυμο βραβείο Man Booker, όντας προσώρας το πλέον αμλετικό μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς (1946). Συγκρατώ κατ’ αρχήν τη διαρκή αμφιταλάντευση της ύπαρξης πάνω από το επικοινωνιακό χάος, τις συνειδητές απόπειρες ακύρωσης του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, το τελεσίδικο αδιέξοδο βασανιστικών συναισθηματικών δεσμών και την παρατεταμένη αίσθηση ότι τα κύρια υποκείμενα της δράσης, τα οποία συνιστούν αυθεντικούς εκπροσώπους της δεκαετίας του ’60, κινούνται ενίοτε σε έναν ημιφασματικό χώρο παραστάσεων και προσλήψεων, όπου η αλήθεια κατά τεκμήριο συνιστά πρωτογενή, πλην όμως εντέχνως καλυμμένη πλάνη.

Στα χαρακτηριστικότατα γνωρίσματα των αποτιμήσεων και των ισολογισμών του έργου, συγκαταλέγονται επίσης οι διφορούμενοι ορισμοί περί των αξιών της ανθρώπινης διαβίωσης, αλλά και οι συναφείς προβληματισμοί για την ιεράρχηση των ηθικών αξιών του αγγλοσαξονικού modus vivendi. Προσδίδοντας στο μυθιστόρημα ένα ικανό ψυχολογικό βάθος, οι επισκοπήσεις της συμπεριφοράς των ηρώων διακρίνονται, μεταξύ άλλων, για τις ανυπόκριτες στοχαστικές τους αποκλίσεις. Ο δε σχετικισμός επιβάλλει τους δικούς του κανόνες. Το γνωστό νιτσεϊκό πρόταγμα «δεν υπάρχουν γεγονότα, παρά μόνον ερμηνείες», όπως αποθησαυρίζεται στην ημιτελή Θέληση για δύναμη (1883-1888), ανιχνεύεται ευχερώς, ως υπόμνηση πάγιας αρχής, στο βάθος των αποφάνσεων των χαρακτήρων, οι οποίοι ζουν και εργάζονται σκεπτόμενοι στις σελίδες του μυθιστορήματος.

Παραδείγματα: «Οφείλω ωστόσο να υπογραμμίσω ξανά ότι αυτή είναι η ερμηνεία που δίνω τώρα σε κάτι που συνέβη τότε. Ή μάλλον ό, τι θυμάμαι σήμερα από τον τρόπο με τον οποίο είχα ερμηνεύσει αυτά που είχαν συμβεί εκείνον τον καιρό […] αντιλαμβάνομαι ξαφνικά πως αυτή είναι ίσως μία από τις διαφορές ανάμεσα στη νιότη και την προχωρημένη ηλικία: όταν είμαστε νέοι, εφευρίσκουμε ένα διαφορετικό μέλλον για τον εαυτό μας ∙ όταν γεράσουμε, εφευρίσκουμε κάποιο διαφορετικό παρελθόν για τους άλλους […] Ο χρόνος… ας μας δοθεί αρκετός χρόνος, και τότε οι πιο γερά θεμελιωμένες αποφάσεις μας θα φαντάζουν σαθρές και οι βεβαιότητες μας, καπρίτσια». (βλ. σελίδες 64, 116 και 134, αντιστοίχως).

H σκιά του Καμί είναι επίσης, οφείλω να το υπογραμμίσω, λίαν ευδιάκριτη. Η γνωστή άποψή του, αρκούντως θεμελιωμένη, ότι δηλαδή η αυτοκτονία είναι το μοναδικό πραγματικά φιλοσοφικό ερώτημα, στοιχειώνει εν πολλοίς την αφήγηση. Το φαινόμενο άνθρωπος, στη σημερινή του εκδοχή, συνιστά περισσότερο άχθος παρά ευτύχημα, περισσότερο βάρος και αποπληρωμή οφειλών παρά ευπρόσδεκτη δωρεά των γονέων. Έτσι τουλάχιστον, εμμέσως πλην σαφώς, διατείνονται οι πρωτεύοντες συντελεστές της κειμενικής εξέλιξης προς τα τέλη του βίου τους. Η κατάφαση στη ζωή είναι εν πολλοίς κατάφαση στον τροχό του Ιξίονα. Η πρώτη, η τρόπον τινά προφητική αυτοχειρία σημειώνεται στην εισαγωγική σελίδα 24, ενώ η δεύτερη, ως ρητή αποδοχή και ηρωική επαύξηση της δεύτερης, στη σελίδα 72. Η πρώτη αφορά τον Ρόμπσον, ένα μαθητή της πρώτης λυκείου στο τμήμα φυσικών επιστημών, ο οποίος αποτελεί εντελώς περιθωριακό χαρακτήρα του έργου, ενώ η δεύτερη αφορά αντιθέτως ένα από τα βασικά πρόσωπα του μυθιστορήματος, τον φιλέρευνο φιλοσοφούντα Έιντριαν. Και στις δύο περιπτώσεις το απονενοημένο διάβημα το προκάλεσαν ατυχέστατες ερωτικές συγκυρίες. Ο Έιντριαν μάλιστα, υποστηρίζοντας ευθαρσώς ότι η «Ιστορία είναι η βεβαιότητα που δημιουργείται στο σημείο όπου οι ατέλειες της μνήμης συναντούν τις ανεπάρκειες της τεκμηρίωσης», προοικονομεί με δόκιμο τακτ την αμφισημία των διάφορων ετυμηγοριών, οι οποίες θα προκληθούν μετά την εκούσια αποχώρησή του από την κοιλάδα των παθών.

Προσεγγίζοντας με σύνεση και ανάλογη εμπειρία το συγκεκριμένο αντικείμενό του, ο συγγραφέας εξειδικεύεται τόσο στη διακρίβωση των αιτίων και των αιτιατών των πλέον κρίσιμων παθών μας, όσο και στην επαναδιατύπωση κανόνων πλεύσης στον ωκεανό της τύχης και της ανάγκης, οι οποίες καθορίζουν ερήμην μας το είναι και τι γίγνεσθαι. Θα πρέπει να θεωρηθεί επίτευγμα του Τζούλιαν Μπαρνς το ότι η φιλοσοφική χροιά της διηγητικής ανέλιξης ουδόλως υπονόμευσε την αισθητική πλήρωση. Το δε βαρύ κλίμα των επιμέρους αποτυπώσεων δεν αποκλείει το πέρασμα έστω ενός πρόσκαιρου φωτός από έναν άλλο κόσμο, όπου οι πλατωνικές Ιδέες ακόμα μπορούν να δείχνουν προς ένα δικαιότερο, αρμονικότερο σύμπαν Αγαθού.

Η μετάφραση επέτυχε να μεταφέρει στη γλώσσα μας αλώβητο και το πνεύμα και το γράμμα του απαιτητικού, ιδιαζόντως πυκνού σε πολλά σημεία πρωτοτύπου.

Πηγή: http://www.bookpress.gr/diabasame/xeni-pezografia/ena-kapoio-telos

Ένα κάποιοι τέλος (1)




Ο Τζούλιαν Μπάρνς κέρδισε το βραβείο Man Booker 2011 με αυτό το λιτό μυθιστόρημα, διότι, όπως αναφέρεται στο κείμενο που συνόδευσε την ανακοίνωση της βράβευσης, "έχει όλα τα φόντα για να γίνει έργο αναφοράς στην αγγλική λογοτεχνία”. Το διάβασα μέσα σε δύο μέρες και μέχρι να φτάσω στις τελευταίες σελίδες συμφωνούσα απολύτως με το σκεπτικό της επιτροπής. Ναι, είναι ένα βιβλίο που το διαβάζεις και το ζηλεύεις για την κομψή ακρίβεια της γραφής του, για τους στέρεους, πραγματικούς χαρακτήρες του και γι’ αυτό που τόσο εύστοχα έγραψε ο Γρηγόρης Μπέκος στο Βήμα της Κυριακής: “Κάνει την κοινοτοπία τέχνη”. Ο 60άρης πρωταγωνιστής, που ζει μόνος του στο Λονδίνο και μετράει τις αναμνήσεις μιας “κοινότυπης” ζωής, αναγκάζεται ξαφνικά να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της νεανικής ανασφάλειάς του και ανακαλύπτει ότι η Ιστορία δεν είναι ούτε οι θριαμβολογίες των νικητών, ούτε τα κλάματα των ηττημένων.

Κι εκεί που είχα βυθιστεί στο κομψοτέχνημα και πλησίαζα με προσμονή το φινάλε, τρεις σελίδες πριν το τέλος έπαθα σοκ. Δεν υπερβάλλω καθόλου. Πετάχτηκα απο το κρεβάτι μου φωνάζοντας ότι δεν κατάλαβα τίποτα κι ότι δεν είναι δυνατόν αυτό που συνέβη, δεν είναι τέλος αυτό, δεν επιτρέπεται ένα τέτοιο βιβλίο να έχει ένα τόσο άσχετο, ακατανόητο και εκνευριστικά ανεξήγητο φινάλε! Απο πού κι ως πού, κύριε Μπάρνς; Τι σόϊ τρύπα στην υπόθεση ήταν αυτή και γιατί έμεινε ακάλυπτη ως το τέλος; Και τι περιμένετε να καταλάβει ο απλός και αθώος αναγνώστης σας, που έφαγε τη σφαλιάρα ξαφνικά και απροειδοποίητα – ακριβώς όπως και καημένος ο πρωταγωνιστής σας;

Αυτό ακριβώς, θα μου απαντούσα αν ήμουν ο Τζούλιαν Μπάρνς. Μόνον έτσι θα μπορούσες να καταλάβεις το Ένα κάποιο Τέλος, αγαπητέ αναγνώστη. Με μια σφαλιάρα απο το πουθενά.

Πηγή:  http://www.protagon.gr/?i=protagon.el.article&id=10580



4/4/13

Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα: Οι νατουραλιστικές επιρροές σε μια ηθογραφία



Όταν ο Ανδρέας Καρκαβίτσας "συνάντησε" τον Ζητιάνο μπορεί ο αρχικός του στόχος για μια πιστή αναπαράσταση της ζωής της ελληνικής υπαίθρου σύμφωνα με τις επιταγές της ηθογραφίας να εκπληρώθηκε. Όμως οι μελετητές διέκριναν στη νουβέλα δυο ακόμη διαφορετικές κατηγορίες, τον νατουραλισμό που διέπει όλο το έργο καθώς και την καυστικότητα με την οποία κρίνει τα κακώς κείμενα της εποχής του. Τα επιμέρους χαρακτηριστικά που αφορούν τα εκφραστικά μέσα, η αφηγηματική αναδρομή καθώς και η γλαφυρότητα με την οποία σχηματίζει τις αδρές περιγραφές του φυσικού κόσμου, θα αποτελέσουν τους επιπλέον προβληματισμούς μας πάνω στο σπουδαιότερο και όμως τόσο αμφιλεγόμενο έργο του Ήλειου συγγραφέα.

Ο νατουραλιστικός κόσμος του Ζητιάνου

Ο νατουραλισμός, το λογοτεχνικό κίνημα του τέλους του 19ου αιώνα γεννήθηκε από το συνδυασμό της ρεαλιστικής παράδοσης και των επιστημονικών νεωτερισμών. Η δρομολόγηση μιας Ευρώπης δυο ταχυτήτων όπου το χάσμα ανάμεσα στην αστική τάξη η οποία συσσωρεύει προκλητικό πλούτο και την εργατική τάξη η οποία ωθείται στην έσχατη ένδεια διευρύνεται επικίνδυνα. Παράλληλα η εντυπωσιακή πρόοδος των εργασιών των Darwin και Taine προωθούν αποφασιστικά τη βιολογία και την ιατρική, δυο επιστήμες που αφορούν άμεσα τον άνθρωπο. Ο νατουραλισμός λοιπόν αναλαμβάνει να φέρει τη λογοτεχνία σε επαφή με τη νέα αυτή κοινωνική και επιστημονική πραγματικότητα.

Στην Ελλάδα μεταξύ λίγων[1] ο Ανδρέας Καρκαβίτσας επηρεασμένος από τη σφοδρότητα του ύφους του Ζοlα και των Ρώσων συγγραφέων δημιουργεί τον Ζητιάνο ένα ζοφερό πίνακα της ελληνικής πραγματικότητα του καιρού του όπου το κακό όχι μόνο μένει ατιμώρητο, μα και θριαμβεύει. Η δράση τοποθετείται σε ένα τυπικό χωριό της Θεσσαλίας. Ο συγγραφέας παρατηρεί αποστασιοποιημένος τα περιστατικά που ξεδιπλώνονται μπροστά του, (ξυλοδαρμός του ζητιάνου από τον τελωνοφύλακα) διατυπώνει μια υπόθεση για τα αίτια του, («ο Βαλάχας περισσότερο δεν εχώνευε τους ζητιάνους […] Γυρίζει τα σπίτια και απλώνει το χέρι σε κάθε διαβάτη») και πειραματίζεται με τις συνθήκες που προκαλούν στους χαρακτήρες του τη συγκεκριμένη παθολογική συμπεριφορά ώστε να επαληθεύσει την αρχική του υπόθεση («και ο τελωνοφύλακας εξακολούθησε το νευρικό του περπάτημα […] Τι θες μωρέ ψυχοβγάλτη […] Στην τόσην επιμονήν του ζητιάνου έχασε την υπομονήν του.»)

Ταυτίζοντας την τέχνη του με την επιστήμη του ως ιατρού δίνει έμφαση στην κλινική μέθοδο και μελετά την ηθική συμπεριφορά των προσώπων για να δείξει ότι είναι δέσμια εξωτερικών δυνάμεων («Η κόρη με το πρώτο ψέλλισμα των ονομάτων της οικογένειας έμαθε να ψελλίζει και του αντρός της το όνομα […] και τόσον είχε τα αισθήματα συγχυσμένα μέσα της, ώστε δεν ημπορούσε να διακρίνη αν εζητούσε τούτο για να αποχτήση τον άπιστον εραστήν η για να τιμωρήση μισητήν αντίζηλο.») Αυτή ακριβώς η ντετερμινιστική θεώρηση στάθηκε η αιτία για ένα πλήθος αρνητικών κρίσεων[2].

Είναι οφθαλμοφανές ότι οι ήρωες του έργου παρουσιάζονται ως όντα στερημένα από ευγενικές η θείες καταβολές τα οποία υπό την επήρεια των ενστίκτων τους εκφυλίζονται στην αρχική κατάσταση του κτήνους, «Την άλλην όμως ημέρα έκλαψε κι επενθοφόρεσεν. Αλλά συγχρόνως άρχισε να λογαριάζη κατά πόσο θ' αύξεναν τα εισοδήματα του έπειτα από οχτώ δέκα χρόνια, όταν άρχιζε να ενοικιάζη και τα δυο νέα του παραλλάγματα».

Σε πολλά σημεία του έργου, ταυτίζονται οι καταστροφικές συνέπειες της κληρονομικότητας[3]. Ο Τζιριτόκωστας είναι ο διάδοχος της οικογενειακής παράδοσης στο 'ένδοξο' επάγγελμα της επαιτείας, γεννήθηκε κι ανατράφηκε γι’ αυτό το σκοπό. («Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρεμένος ένα μετ’ άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και ο σεβασμός επλημμύριζε την καρδιά του.[…] Πόσα υπόφεραν οι δύστυχοι για να φέρουν εκεί που έφεραν την οικογένεια τους»). Κυρίως όμως οι γυναίκες, θύματα προλήψεων και δεισιδαιμονιών κουτοπόνηρες κι ευκολόπιστες ασφυκτιούν μπρος στην προκαθορισμένη μοίρα που τις κληροδότησε η μητέρα τους και θέλουν να δώσουν τέλος σ' αυτή την κληρονομική διαδοχή του κακού. «Θέλω σερνικό παιδί. Μπορείς να μου δώσεις σερνικό παιδί;»)

Επιπλέον το κείμενο παρουσιάζει ένα πλήθος από εικόνες και λέξεις του ζωικού βασιλείου επιβεβαιώνοντας τη ρηξικέλευθη θέση του νατουραλισμού ότι τα είδη των ζώων από όπου κατάγεται ο άνθρωπος εξελίσσονται σύμφωνα με μια διαδικασία φυσικής επιλογής, κατά την οποία επικρατούν τα δυνατότερα. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της επιβολής του ισχυρού στον ανίσχυρο αποτελεί ο αποτρόπαιος φόνος των ανυπεράσπιστων βρεφών από τον ίδιο τους τον πατέρα.

Είναι εμφανές ότι ο Τζιριτόκωστας είναι η κυρίαρχη μορφή του έργου. Εξαπατά τους χωριάτες και τους αποσπά χρήματα ορμώμενος όχι από την πάλη για την επιβίωση αλλά από την ανήθικη συνήθεια της κερδοσκοπίας. Οδηγεί τον ανυποψίαστο τελωνοφύλακα στα όρια της υπομονής με απώτερο σκοπό το περιστατικό του ξυλοδαρμού. Και παρότι εμφανίζεται μπρος στα μάτια των Καραγκούνηδων ως ανυπεράσπιστο θύμα, στην πραγματικότητα είναι αυτός η ψυχογραφική δύναμη, ένας ανώτερος ανθρώπινος μηχανισμός που η ζωή του δίδαξε πώς να παρατηρεί και να ελέγχει τις ανθρώπινες αδυναμίες. («Ο ζητιάνος από μακρινή σπουδή των ανθρώπων είχεν αποχτήση και αυτά τα φιλοσοφικά πορίσματα»).

Κάτω από τις επιδράσεις των αρχών του νατουραλισμού ο Καρκαβίτσας προχωρεί «εις την αντιγραφήν της φυσικής ζωής των ενστίκτων της ζωής της άξεστου φθάνει σχεδόν τον Ζολά με τόσην ευκολίαν χρωματίζει τας εικόνας του.»[4] Κι αληθινά με τη χρήση ενός πλούσιου λεξιλογίου στη θεσσαλική διάλεκτο ο συγγραφέας μας φέρνει πλησιέστερα στον κόσμο που αναπαριστά. Φαίνεται λοιπόν πως δεν αρνείται στους ανθρώπους του λαού να μιλήσουν στη γλώσσα τους μόνο που τη δυνατότητα αυτή την περιορίζει στους διαλόγου Ο ίδιος δεν έχει λόγο να ταυτιστεί με τα πρόσωπα του[5] αλλά θέτει ανάμεσα τους μια απόσταση που επιβάλει η αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο και ο νατουραλισμό Μ’ αυτό το τρόπο το έργο αποκτά μια φωτογραφική και φωνογραφική πιστότητα,[6] άκρως αποδοτική για το σύνολο της έκφραση Ο Πέτρος Χάρης θεώρησε ότι «η περιγραφή του δε θέλει πολύ για να πάρει τη θέση εξωτερικού και διακοσμητικού στοιχείου με συνέπεια το έργο να φαίνεται ρηχό, ηθογραφικό και κατώτερο.»[7] Ποιος όμως θα μπορούσε να κατηγορήσει έναν καταγραφέα της πραγματικότητας, ο οποίος ερμήνευε τα κοινωνικά φαινόμενα χωρίς μάλιστα να υπολείπεται σε αφηγηματική ευχέρεια, επινοητική φαντασία και κυρίως συνείδηση του ύφους; («και κάτω από την εντύπωση αυτή συμμαζωμένος, με κομμένη αναπνοή ούτε να γυρίσει πλέον στον παραγιό τα μάτια, ούτε να κινηθεί από τη θέση του ετολμούσε»)[8].

Παρόλα αυτά πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Καρκαβίτσας αναπαριστά τον κόσμο όπως ο ίδιος τον αντιλαμβάνεται, δηλαδή από τη σκοτεινή του πλευρά. Η ιδιοσυγκρασία και η ψυχοσύνθεση του καθορίζουν την οπτική γωνία από την οποία βλέπει την εξωτερική πραγματικότητα. Μια τέτοια παραδοχή υπονομεύει συνεπώς τη νατουραλιστική αρχή ότι ο συγγραφέας όπως ο επιστήμονας παρατηρεί κι αναλύει τα θέματα του με ψυχρότητα κι αφήνει περιθώρια στη δράση της φαντασίας.

Η ανατομία της κοινωνίας σε μια ηθογραφία

Η εμφάνιση της ηθογραφίας στη νεοελληνική λογοτεχνία σχετίζεται με τις ευρύτερες εξελίξεις στον πνευματικό χώρο. Η εμφάνιση του ρεαλισμού και του νατουραλισμού και η εξέλιξη της λαογραφίας στην Ελλάδα είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες στους οποίους οφείλεται η στροφή της λογοτεχνίας στην ελληνική καθημερινή ζωή. Επιπλέον η μετάφραση του προλόγου της Νανάς από τον Ι. Καμπούρογλου και η προκήρυξη διαγωνισμού συγγραφής διηγήματος από το περιοδικό Νέα Εστία με θέμα ελληνικό εγκαινίασε την καλλιέργεια του ηθογραφικού είδους.

Οι περιηγήσεις του Καρκαβίτσα (ράβαρα οδοιπορικαί σημειώσεις)[9], αποτέλεσαν το εφαλτήριο για την συγγραφή του Ζητιάνου. Ωστόσο υπό αυτή την άποψη το έργο δεν είναι ηθογραφικό αφού δεν καθησυχάζει τον αναγνώστη και δεν τονώνει την «προς τα πάτρια αγάπη δείχνοντας τα ευγενή ήθη του λαού και την ένδοξη καταγωγή του.»[10] O βαθύς στοχασμός η ψυχογραφική δύναμη του Καρκαβίτσα και η ικανότητα του να σπουδάζει ανθρώπινους τύπους, είναι στοιχεία που ξεπερνούν την ηθογραφία. Συχνά μέσα στο κείμενο παρακολουθούμε την ερμηνεία των κοινωνικών και ψυχικών φαινομένων των ηρώων. («Αν και η καρδιά του Καραγκούνη δεν είναι μαλακώτερη από την πέτρα […] αν δεν ήταν ο κουτόκοσμος οι ζητιάνοι θα εψοφούσαν της πείνας μέσα στα ξεροβούνια της πατρίδας»)

Βέβαια ο Ζητιάνος δεν ανήκει στην κατηγορία των ωραιοποιημένων ειδυλλιακών έργων όπως την προπαγάνδισε η Εστία[11] αλλά διατηρεί αποκλειστικά τη σχέση του με τη λαογραφία μέσα από την απεικόνιση των ηθών και εθίμων. («Οι Καραγκούνηδες δεν άλλαζαν εύκολα τα φορέματα τους παρά τέσσερες – πέντε φόρες το χρόνο»). Σ' αυτό το σημείο θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο Ζητιάνος χαρακτηρίζεται ως ηθογραφικό έργο «όχι γιατί έγραψε για μια γκλίτσα ολίγη γιαούρτη καρδάρας μιαν βλαχοκάλτσαν κι ένα ζευγάρι τσαρούχια, αλλά γιατί η σχέση του με τη λαογραφία και τα προβλήματα της είναι συνειδητή και πολύπλευρη»[12].

Ο Καρκαβίτσας επιλέγει την πιο καθυστερημένη επαρχία που μόλις είχε απελευθερωθεί από τους Τούρκους και μας δείχνει την αθλιότητα του Για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού επιστρατεύει λαϊκές παροιμιώδης εκφράσεις και παραδοσιακά τραγούδια. («Θεός σχωρέσ’ τη μάνα σου δως μου λιγάκι αλεύρι […] εκείνος που ελεεί φτωχό δανείζει το Θεό»).

Κυρίαρχη παρουσία στο κείμενο κατέχουν οι αναφορές σε εξώκοσμα πλάσματα «στοιχειά», «νεράιδες» και «βρικόλακε» Ο συγγραφέας σατιρίζει τη δεισιδαιμονία των Καραγκούνηδων που τους ωθεί στο αποτρόπαιο μέσο καταπολέμησης του κακού τη μαγεία. Βλέπουμε δηλαδή την ηθογραφία να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στις προλήψεις με συνέπεια τη δημιουργία ανθρώπινων τύπων που έχουν τη μαγεία ως ιδιότητα που τους ξεχωρίζει από τον ευφυή ζητιάνο. «Ο Τζιριτόκωστας γνώριζε πολύ καλά τη μαγική επιρροή που έχουν στις γυναίκες τα μυστήρια και τα σύμβολα», «Ο Ζητιάνος όμως ούτε τα μάγια του επίστευε αλλ’ ούτε και το βρικολάκιασμα του παραγιού του. Ποτέ τέτοιες προλήψεις δεν εκόλλησαν στο θετικό του πνεύμα.»

Παρατηρούμε ότι η ηθογραφία έστρεφε την προσοχή της στο Κακό.(Φόνισσα-Παπαδιαμάντης, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα-Θεοτόκης). Όμως η πλεονάζουσα κακία, δηλαδή η έντονη καταγγελία της ζωής του χωριού παρότι επέσυρε συχνά την περιφρόνηση και αρνητικά σχόλια, προώθησε την πεζογραφία σε νέα μονοπάτια σε μια εποχή όπου η τέχνη εθεωρείτο πως όφειλε να είναι στρατευμένη. Ο Καρκαβίτσας όμως ξεπερνά πολύ γρήγορα την επιφάνεια των πραγμάτων και διεισδύει σε επίπεδα κοινωνικής κριτικής και πολιτικοϊδεολογικών οραματισμών περνώντας πίσω από τα φαινόμενα της ήσυχης και ανούσιας ζωής των 'άψυχων'. Τρία ζητήματα είχε να αντιπαλέψει «την θρησκεία την δεισιδαιμονία και την αγυρτεία». Κι αν το θέμα της πίστης καταλήγει αλώβητο πέρα από τη διακωμώδηση του ιερέα, («Επήγεν ο Παπαρίζος σαν σεβαστός να του πιάσει το χέρι[…] του επέταξε δέκα οργυιές μακράν τη σκούφια και άφησεν άπλεχτα στον άνεμο τα ψαρά μαλλιά του») τα υπόλοιπα δυο περικλείουν την ουσία του περιεχομένου του έργου. Χαρακτηριστικό είναι ότι τα τρία από τα πέντε κεφάλαια της σφιχτοπλεγμένης ιστορίας, φέρουν τίτλους που παραπέμπουν στα ζητήματα της δεισιδαιμονίας και της αγυρτείας («τα μυστήρια της ζητιανιάς», «τα βότανα», «ο βρικόλακας») Ο συγγραφέας συνδέει τη βασκανία και τη μαγεία, θέματα που απασχόλησαν ευρύτερα τους πεζογράφους της εποχής[13] με την καλλιεργημένη αντίληψη η σωστότερα διαπιστωμένη ανάγκη για την απόκτηση αγοριών που θα στήριζαν οικογένειες[14] («Ν' αποχτήση στειλιάρι δεύτερο, έτοιμο να πάρη τη θέση του πατέρα του σε κάθε κακοτυχία […] Αλοίμονον από την οικογένεια που της λείπει ο άντρας»).

Ο Ζητιάνος εκτυλίσσεται σε μια κοινωνία μεταβατική και αντιμέτωπη με τις αστικές κι εκσυγχρονιστικές τάσει Ο Καρκαβίτσας λαχταρούσε για ανθρωπισμό και κοσμοπολιτισμό χωρίς να παραιτείται από την προσδοκία της εθνικής αποκατάστασης[15]. Την περίοδο της ίδρυσης του νεοσύστατου κράτους στο Ζητιάνο αναδεικνύονται οι προοδευτικές για την εποχή του θέσεις, («Τώρα το λέγουν Ελλάδα. Έχουμε Σύνταγμα! […] Είναι αλήθεια πως η κυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη»). Επιπρόσθετα γίνεται αντιληπτή η θέση του συγγραφέα ότι σε μια αναπτυγμένη κοινωνία ο επιτήδειος Κραβαρίτης[16] δε θα είχε θέση. «Σύγκρινε την άδολη και αρχοντική φιλοξενία του τόπου του τον γελαστόν και ανοιχτόκαρδον χαρακτήρα των συμπατριωτών του με τον αφιλόξενο και φοβισμένον πάντοτε χαρακτήρα των Καραγκούνηδων». Σημαντικότερο όλων ωστόσο είναι ότι ο συγγραφέας καταλογίζει στους ίδιους τους αγρότες ένα μέρος της ευθύνης για το αδιέξοδο της κοινωνίας του («Φαγωθήτε ζωντόβολα! […] Δεν σας φτάνει η δυστυχία της ζωής θέλτε να την μεγαλώνετε και με τα πάθη σας!»)

Η αναδρομική αφήγηση

Ο Θ. Παπαθανασόπουλος υποστήριξε με θέρμη ότι «ο Καρκαβίτσας στο Ζητιάνο είναι ένας βιαστικός εργάτης στη διατύπωση των υποθέσεων κι επεισοδίων που είναι πάντα χαλαρά και άτονα»[17]. Η αναδρομική αφήγηση στα μέσα του κειμένου έρχεται για να καταρρίψει αυτή την άδικη για τον Ήλειο λογοτέχνη κρίση. Η χρονική μετατόπιση της αφήγησης προς το παρελθόν μας μεταφέρει σε προγενέστερες στιγμές, στην πατρίδα του Τζιριτόκωστα τα Κράβαρα, προκειμένου να φωτιστούν γεγονότα και καταστάσεις του παρόντος. Πληροφορούμαστε ότι ο ήρωας έγινε κοινωνός μιας μακραίωνης παράδοσης την οποία δε δικαιούταν ν' αρνηθεί. «Τα βλέπεις μωρές! Κοίταξε μην τα ντροπιάσεις! Εκείνα τα καρφιά ως πέρα εσύ θα τα γιομίσεις». Βέβαια ο Τζιριτόκωστας δικαίωσε τους προγόνους του αφού «γρήγορα αναδείχθηκε κι εθαυμάσθηκε». Η αναδρομή αποδεικνύεται αναγκαία μιας κι έτσι επιτυγχάνεται η ψυχογράφηση του ήρωα, η ανακάλυψη δηλαδή ότι για την ανήθικη ζωή του ευθύνεται ο πατέρας του, που τον οδήγησε μικρό παιδί στην επαιτεία.

Ωστόσο ο Καρκαβίτσας δε θέλει να εγείρει την ευαισθησία μας και να ξεχάσουμε τα σκιερά και αποκρουστικά μέρη του έργου. Γι' αυτό το λόγο ίσως δεν εξετάζει την επαιτεία ως κοινωνικό φαινόμενο που έχει κατ' ανάγκην οικονομικά αίτια. Κι αν ο ήρωας ζει φτωχικά σίγουρα δε ζει στην ανέχεια. «Η επαιτεία είναι επάγγελμα που προσφέρει και την πλούσια ελεημοσύνη του άρχοντα και το μονόλεφτο της χήρας». Άλλωστε ο ζητιάνος όπως υπογραμμίζει ο Απ. Σαχίνης «είναι μια ενσυνείδητη δύναμη του κακού που γνωρίζει πως πράττει το κακό»[18].

Όμως αυτό που επιτυγχάνει κυρίως η αναδρομική αφήγηση είναι η διατήρηση του ωμού νατουραλιστικού ύφους. Το φλας μπακ διακόπτει το επεισόδιο του ξυλοδαρμού του ζητιάνου. Ο ήρωας υπομένει στωικά το ποδοκύλισμα του τελωνοφύλακα και ο αναγνώστης κινδυνεύει να εξαπατηθεί από τη θλιβερή εικόνα του αιματοκυλισμένου ζητιάνου. Φροντίζοντας για την αρχιτεκτονική οικονομία του κειμένου, ο συγγραφέας ξεδιπλώνει την παιδική ηλικία του Τζιριτόκωστα «στα ξερά και άχαρα βουνά της πατρίδας του, τα Κράκουρα που θα ειπή καταραμένον σαν τη μήτρα της Σάρρας». Aυτό λοιπόν που πρέπει να αποφευχθεί είναι ο οίκτος προς τον ζητιάνο. Κατανοούμε τη φύση του αλλά δεν τη συμμεριζόμαστε. Εξάλλου, το τέλος είναι προδιαγεγραμμένο και σε αυτό δεν επιτρέπονται συναισθηματισμοί.

Το αριστοτεχνικό ύφος του Καρκαβίτσα βασίζεται στη λεπτή απόσταση ανάμεσα σε δυο άνισες πραγματικότητες, μια υποκειμενική και μια αντικειμενική, ανάμεσα στον περιορισμένο τρόπο με τον όποιο βλέπουν οι χαρακτήρες τον κόσμο και τη διαυγή όραση του αφηγητή που τους παρακολουθεί να τον κοιτάζουν. «Ο Τζιριτόγιωργας εκοίταζεν αφαιρέμενος ένα με τ’ άλλο τα κρεμασμένα τρόπαια και ο σεβασμός άμετρος επλυμμύριζε την καρδιά του και τα στήθη του εβάρυναν σαν μυλόπετρα στην προγονικήν εκείνη δόξα.» Το λεξιλόγιο και ο τόνος του πλάγιου λόγου, του επιτρέπουν να κρίνει τη συμπεριφορά των χαρακτήρων χωρίς να χρειάζεται να τους σχολιάσει. Είναι ακριβώς ο τρόπος με τον οποίο ο Καρκαβίτσας χειρίζεται τη λεπτομέρεια και φορτίζει τα αντικείμενα με συμβολική αξία («Καθέν’ από εκείνα (τα μπαστούνια) είχεν επάνω του ιστορίαν ίση και καλύτερη από το δόρυ του Αχιλλέα»), που του επιτρέπουν να υποδηλώνει μια σειρά επιπρόσθετων νοημάτων, να δημιουργεί μια 'εντύπωση', να ολοκληρώνει μια ατμόσφαιρα και τελικά να καταδικάζει αθόρυβα την ηθική στασιμότητα του ήρωα.

Ο καθοριστικός ρόλος της φύσης

Η ζωγραφική του τόπου και του χρόνου
Η φύση αποτελεί μια αστείρευτη πηγή έμπνευσης για τον συγγραφέα του Ζητιάνου. Τόσο η καταγωγή του όσο και οι νατουραλιστικές του επιρροές ανέδειξαν τη φύση ως «την μεγαλειώδη δύναμη η οποία αντιστέκεται σε οποιαδήποτε προσπάθεια του ανθρώπου να την υποτάξει»[19]. Στο κείμενο ζωντανεύουν οι περιγραφές του φυσικού κόσμου της υπαίθρου που ηρεμούν τον αναγνώστη και κατευνάζουν το οξύ καυστικό ύφος του συγγραφέα.

Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται σε διάστημα τεσσάρων ημερών[20] όσο ακριβώς χρειάζεται ο ήρωας για να εξαπατήσει τους Καραγκούνηδε Η μέρα διαδέχεται τη νύχτα και από το Νυχτερέμι ως τη Χαλκιδική όπου βρισκόταν ο τελωνοφύλακας το ελληνικό τοπίο παίρνει χρώμα και φωνή («Τα ήμερα πουλιά της πεδιάδας, οι πελαργοί και οι νυχτοκόρακες […] εκάθιζαν επάνω στα κλαδιά κι εζητούσαν σπόρους θρεφτικούς […] να γεμίσουν τ’ άγρια δάση με κελαηδήματα και τα σπίτια των δούλων με ολόχαρες φωνές»). Είναι αξιοσημείωτο ότι σ' αυτό το σημείο ο Καρκαβίτσας ξεπερνά τα όρια του νατουραλισμού και της ηθογραφίας. Αυτό που είναι όμως πραγματικά δυσάρεστο είναι ότι οι κριτικοί της εποχής είδαν μόνο ότι «αι λαικαί προλήψεις χανδακώνουν το έργον της πραγματικής φιλολογικής δημιουργίας»[21]. Δε διέκριναν την εξαίσια εικόνα της θεότητας Αυγής- όπως αυτή ζωντανεύει στο έργο του Guido Reni - η οποία υποκινεί τις Ώρες που χορεύουν με το φαιδρό ρυθμό τους γύρω από το άρμα του Απόλλωνα, θεού του ήλιου ενώ προπορεύεται ο Αυγερινός με το δαυλό του. («Ο αυγερινός αχτινολουσμένος τρέμει εμπρός στην παρουσία του ήλιου, […]αναλαμπή αιματένια σημαδεύει την πρωτοπορία των Ωρών και γελά η Αυγή κροκόπεπλη, ενώ των πύρινων αλόγων τα νύχια στίβουν τη στουρναρόπετρα και ανεβαίνουν μέσα σε ποταμούς μεθυστικού σέλαος»)

Οι νόμοι του Θεού και των ανθρώπων
Το τελευταίο μέρος της νουβέλας έχει τον τίτλο Δικαιοσύνη. Ο Καρκαβίτσας μέσα από μια μεταβατική διαδικασία παρουσίασε ένα πλήθος από αντιήρωες, σκοτεινές φιγούρες της ελληνικής κοινωνίας, που καλούνται τώρα να απολογηθούν είτε στη θεία είτε στην ανθρώπινη δικαιοσύνη. Καθένας από αυτούς δέχεται την τιμωρία που του αναλογεί σύμφωνα με τους αρχέγονους νόμους της φύσης ότι δηλαδή το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Η Κρουστάλλω και ο τελωνοφύλακας τιμωρούνται από τη θεία δικαιοσύνη, ενώ οι υπόλοιποι χωριάτες τιμωρούνται από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων.

Ωστόσο όλοι πληρώνουν για τη δεισιδαιμονία και την ανηθικότητα που στηλιτεύει ο συγγραφέας. Κάτι τέτοιο λογικά θα οδηγούσε στην τιμωρία και τον ζητιάνο. Αυτό που τελικά πληρώνουν οι Καραγκούνηδες είναι η έλλειψη της ελεύθερης βούλησης, της ικανότητας να ορίζουν τη ζωή τους και να ρυθμίζουν ανάλογα τη συμπεριφορά του Όμως ο ζητιάνος η 'ενσυνείδητη δύναμη του κακού', ορίζει τη ζωή του και παρότι η φύση του κληροδότησε μόνο τις ασχήμιες της αυτός την υπερνικά σαν «παντοδύναμος μάγος που συγκεντρώνει στα στιβαρά χέρια του δυνάμεις της γης και στοιχειά του αιθέρος, άγνωστα στους πολλούς θνητού Και ήταν ικανός ν’ αλλάξη όχι μόνον την τύχην αλλά και αυτή την φύση των όντων».

Οι νόμοι της φύσης
Ο Τζιριτόκωστας τελικά πετυχαίνει το σκοπό του. Εκμεταλλεύεται τους Καραγκούνηδες, εξαπατά τους εκπρόσωπους της δικαιοσύνης κι αποχωρεί θριαμβευτής για να συνεχίσει το έργο του. Το τέλος της αφήγησης τον δικαιώνει και τον οδηγεί στην ελευθερία και τη λύτρωση. Αν ο άνθρωπος «δεν βρίσκει της υπάρξεως του τον σκοπό» δε φταίει ο ίδιος αλλά το κοινωνικό αδιέξοδο. Η επιστροφή του στη φύση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ενός ακραίου αμοραλισμού. Η ηθική έχει εκλείψει από την κοινωνία που αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μπροστά στις εκσυγχρονιστικές τάσεις. Συνεπώς η λύση έγκειται στην επιστροφή σε μια αρχέγονη φυσική κατάσταση και τους αντίστοιχους νόμους της φύσης, οι οποίοι είναι προτιμότεροι από τους κοινωνικούς αφού δεν κάνει διακρίσεις. Είναι η Μητέρα Φύση που δεν προδίδει ποτέ τα παιδιά της και μένει «ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ[22].

Σημειώσεις

[1] Μεταξύ άλλων οι Αλ. Παπαδιαμάντης, Κ. Θεοτόκης, Κ. Χατζόπουλος, Ι. Κονδυλάκης.
[2] « Ο Καρκαβίτσας παραλείπει να μας δείξει από πού βγαίνει αυτή η ζωή ποιες συνθήκες αναγκάζουνε τον άνθρωπο να καταντήσει στο έσχατο αυτό σημείο του ξευτελισμού και της αθλιότητας (…) αντί να μας συγκινήσει μας κινάει το γέλιο η μας αφήνει αδιάφορου» Κ. Παρορίτης «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στο Π.Δ Μαστροδημήτρης, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Καρδαμίτσας, 1980, 56.
[3] Θέμα που εντοπίζεται και σε άλλα νατουραλιστικά έργα ελληνικά (Φόνισσα) αλλά και ευρωπαϊκά (Το ανθρώπινο κτήνος).
[4] Κ. Παρρέν, «Ο Ζητιάνος», στο Π.Δ Μαστροδημήτρης, ό.π., 51.
[5] M. Vitti, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, 1980, 87.
[6] Ε. Σταυροπούλου, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», στο Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Η, 1880- 1900, Σοκόλης, 1997, 192.
[7] Π. Χάρης, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Νέα Εστία, τομ.128, τεύχος 1517, ¨αφιέρωμα στον Ανδρέα Καρκαβίτσα¨, Σεπτέμβριος 1990, 1250.
[8] Με τη χρήση του κλιμακωτού ο Καρκαβίτσας τοποθετεί στο τέλος τις πιο ισχυρές κι έντονες ιδέες για τη διατήρηση του ενδιαφέροντος και τη δημιουργία της πιο εξαιρετικής τελικής εντύπωσης
[9] Α. Καρκαβίτσας, «Κράβαρα οδοιπορικαί σημειώσεις», Εστία, 1890, στο Θ. Παπαθανασόπουλος, "Ο αληθινός ¨Ζητιάνος¨ του Καρκαβίτσα", Νέα Εστία, ό.π., 1230.
[10] «Δελτίον της Εστίας», αριθ.333, Μάιος, 1883, στο Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ό.π. 270.
[11] Ε. Πολίτου- Μαρμαρινού, «Ηθογραφία», Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τ. 26, Αθήνα, 1987, 220.
[12] Ε. Πολίτου Μαρμαρινού, ό.π., 189.
[13] Φόνισσα- Αλ. Παπαδιαμάντης, Το βοτάνι της αγάπης- Γ. Δροσίνης.
[14] Ε. Μπαλούμης, Ανδρέας Καρκαβίτσας Ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Eλληνικά Γράμματα, 1999, 146.
[15] M. Vitti, ό.π., 195.
[16] Οι λέξεις « Κράβαρα» και «Κραβαριτισμός» έγιναν όροι και πολιτογραφήθηκαν στα λεξικά. Στο επίτομο ορθογραφικό ερμηνευτικό λεξικό Δημητράκου δίδεται η εξής ερμηνεία στη λέξη «Κραβαρίτης»: «επαίτης καταστάς ανάπηρος υπό των γονέων αυτού, ίνα προκαλεί τον οίκτον, ψευδολόγος, αγύρτη», βλ. Θ. Παπαθανασόπουλος, «Ο αληθινός Ζητιάνος του Καρκαβίτσα», στο Νέα Εστία, ό.π. 1232.
[17] Στο ίδιο, 1231.
[18] Α. Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 1997, 175
[19] Α. Αναστασιάδου, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα, 2000, 142.
[20] Ο Τζιριτόκωστας φτάνει στο Νυχτερέμι Κυριακή απόγευμα και το έργο ολοκληρώνεται την Πέμπτη.
[21] Γ. Βώκος, «Φύλλα της Κυριακής», Ακρόπολις, αρ. φύλλου 5651, 30.11.1897, στο Π. Δ. Μαστροδημήτρης, ό.π. 54.
[22] Πρόκειται για την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, των γιων του Αδάμ και της Εύας.

Βιβλιογραφία

Αναστασιάδου Α., κ.ά., 2000, Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος και 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα.
Μαστροδημήτρης Π. Δ., 1980, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, Καρδαμίτσας Αθήνα.
Μπαλούμης Επ., 1999, Ανδρέας Καρκαβίτσας ο ανατόμος της λαϊκής κοινότητας, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
Παπαθανασόπουλος Θ., 1990, «Ο αληθινός Ζητιάνος του Καρκαβίτσα», Νέα Εστία, τομ. 128, τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος), Αθήνα.
Σαχίνης Απ., 1997, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Bιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα.
Σταυροπούλου Ερ., 1997, Ανδρέας Καρκαβίτσας, Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τόμ. Η, Σοκόλης, Αθήνα.
Χάρης Π., 1990, «Ανδρέας Καρκαβίτσας», Νέα Εστία, τομ. 128, τεύχος 1517, (Σεπτέμβριος), Αθήνα.
Gombrich E. H., 1994, To χρονικό της τέχνης, ΜΙΕΤ, Αθήνα.
Vitti M., 1980, Ιδεολογική λειτουργία της ελληνικής ηθογραφίας, Κέδρος, Αθήνα.

ΓΡΑΦΗ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ

Πραγματοποιήθηκε με επιτυχία στις 6 Μαρτίου 2013 στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό η εκδήλωση που συνδιοργάνωσαν το Δίκτυο Λεσχών "Ανάγνωσις" και το Κέντρο Λόγου και Τεχνών Τεχνοδρόμιο με τίτλο "Γραφή Μικρού Μήκους". Σ αυτή φιλοξενήθηκαν οι λογοτέχνες Αντώνης Γεωργίου Μαρία Α. Ιωάννου, Κωνσταντίνος Μακρής και Νένα Φιλούση, οι οποίοι μίλησαν για τα χαρακτηριστικά της μικρής φόρμας γραφής, τη επίδραση της γλώσσας και του χώρου στη διαδικασία της γραφής, το δρόμο προς την έκδοση αλλά και γενικότερα την αξία της λογοτεχνίας σήμερα.