Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

17/11/11

Γράμμα στην Καρυστιάνη

Ιωάννα, γεια, μεγάλη η χάρη σου, έβαλα ξυπνητήρι στις 5, αχάραγα, για να τελειώσω το βιβλίο. Oχι για δουλειά, δεν είχα πρόθεση να γράψω. Hθελα να απολαύσω τις τελευταίες σελίδες στην πρωινή ησυχία. Μόλις είδα τον τίτλο, «Καιρός σκεφτικός», νόμισα ότι ήθελες να πεις «τον κακό μας τον καιρό» (κάπου υπάρχει η φράση στις σελίδες) αλλά τώρα που τελείωσα την ανάγνωση βλέπω ότι είναι περισσότερο σκεφτικός, παρά κακός.
Στριφογυρνάω το βιβλίο, πιάνω ξανά τις ιστορίες, στέκομαι στις παραγράφους που μου άρεσαν. Σου το έχω ξαναπεί, αν μου έδιναν μια τυχαία σελίδα από βιβλίο σου, θα αναγνώριζα το ύφος, αυτό τον προσωπικό τρόπο σύνταξης. Δεν είναι προφορικός λόγος στο χαρτί, είναι μια πολύ ιδιαίτερη παράταξη προτάσεων που δεν υπόκεινται στους κανόνες γραψίματος. Για να το πω αλλιώς, διαβάζεις Καρυστιάνη και είναι σαν να ακούς την κιθάρα του Django Reinhardt. Μεγάλη επιτυχία το προσωπικό ύφος.
Διηγήματα λοιπόν. Με αυτά ξεκίνησες πριν από 16 χρόνια, με τη συλλογή  «Η κυρία Κατάκη». Στο ενδιάμεσο πέντε μυθιστορήματα, το ένα καλύτερο από το άλλο. Δεν μπορώ να διαλέξω το αγαπημένο μου, καθένα έχει τη στιγμή του. Είδα τις προάλλες στο σινεμά  το «We Need to Talk About Kevin» και θυμήθηκα «Τα σακιά». Δεν ξέρω τι έχει απογίνει αυτή η μάνα και για να είμαι ειλικρινής δεν θέλω να θυμάμαι το τέλος των βιβλίων. Οι ήρωες αυτονομούνται στο μυαλό μου, τους οδηγώ με τη δική μου φαντασία εκεί που εγώ νομίζω. Απαξ και κυκλοφορήσει ένα βιβλίο, το περιεχόμενο ανήκει στους αναγνώστες του. Εκτιμώ λοιπόν τα θέματα, τον προβληματισμό, την περιγραφή των συνθηκών όμως έχω μια τάση να παρεμβαίνω συν τω χρόνω στην υπόθεση. Νομίζω θα το κάνω και σε μερικά διηγήματα από το καινούργιο βιβλίο. Θα φτιάξω, κάποτε, μια καλύτερη τύχη για τον Μπάρδο, τον Αλβανό που πήγε να δουλέψει στο κυκλαδονήσι (η Τήνος πρέπει να είναι γιατί ταξιδεύει με το «Πηνελόπη» και γίνεται αναφορά σε ένα πλεχτό πανεράκι). Στη μνήμη μου το προκομμένο αυτό παιδί, με τα μελιά μάτια θα μετατραπεί σε «Εραστή της λαίδης Μαργέτη» - τη σκηνή στο σφεντάμι θα την αλλάξω.
Επανέρχεσαι στα ίδια θέματα. Η εκδίκηση, η συχώρεση. Το ανέπτυξες με το «Κουστούμι στο χώμα», τοποθετημένο στην Κρήτη, μέσα στις παραδόσεις του τόπου. Εκδίκηση κι εδώ «Στα μανταλάκια» το διήγημα της εξομολογημένης, τιμωρημένης απιστίας: «για κοπιάστε, ήγγικεν ώρα να ξεράσετε τα πεπραγμένα της ψωλής σας». Ωραία τα γράφεις. Ακόμη και τις λέξεις που με κάνουν να νιώθω άβολα όταν τις βλέπω στο χαρτί, στο κείμενό σου τις χαίρομαι. Βρίσκουν τη θέση τους. Δεν θα έλεγα ότι εξαγνίζονται αλλά αποδεικνύουν τη χρησιμότητά τους. Και πιο κάτω, όταν κοιτούν οι χήρες, γίνεται αλλαγή λεξιλογίου: «σαστίζουν μπρος στο απρόσμενο θέαμα, πιο πολύ λυπηρό και αξιοθρήνητο παρά σκανδαλιστικό, μια κακόμοιρη σουφρωμένη τσουτσού κι ένας παπαριασμένος λόγω ηλικίας ξεφούσκωτος πισινός». Δεν διαλέγω τις διατυπώσεις ως τις πιο «γαργαλιστικές» αλλά επειδή είναι δύσκολο, πολύ δύσκολο, να αποδοθεί η ανατομία όμορφα και ταυτόχρονα να ταιριάζει στον ήρωα και στο περιβάλλον όπου εκτυλίσσεται ένα αφήγημα. Οι ήρωές σου ταιριάζουν με τη γλώσσα που διαλέγεις.
Οι χαρακτήρες που περιγράφεις δεν είναι παρίες. Κάθονται στο σύνορο, με το ένα πόδι μέσα και το άλλο στο περιθώριο. Είναι όμως όλοι «ήρωες» επειδή αξίζει τον κόπο να μάθεις την ιστορία τους. Εχουν μια ιδιαιτερότητα. Ο διαζευγμένος που είναι κολλημένος με τη μπάλα και αντιλαμβάνεται τη ζωή του ως σέντρες και οφσάιντ. Ο ψυχάκιας που νομίζει ότι η Ακρόπολη αναγέρθηκε για να εκτοξευτεί στο Διάστημα. Η υπερήλικη που κάνει μάτι τα μπράτσα του σουβλατζή. Το γκέι ζευγάρι εξηντάρηδων της Κινέττας (τι ωραία σκηνή αυτή με το δαχτυλίδι, μια πρόταση όλη κι όλη, δίνει απάντηση αγάπης σε όσους μέμφονται προσωπικές επιλογές). Η Σούλα που στήνει πάγκο στις λαϊκές και τα φέρνει βόλτα όλα μόνη της. Δεν είναι άνθρωποι βγαλμένοι από ιλουστρασιόν περιοδικά, δεν θα πήγαιναν ποτέ σε συνέδρια λογοτεχνίας, δεν οδηγούν παχύσαρκα τζιπ, δεν μετέχουν σε κέντρα λήψης αποφάσεων, δεν έχουν σκέψη και ζωή αγίων. Κανονικοί άνθρωποι που έχουν κάτι διαφορετικό. Οχι εξαιρετικό, απλά διαφορετικό και ενδιαφέρον.  
Ιωάννα ευχαριστώ για το βιβλίο και για την αφιέρωση «Καλή δύναμη στα χοντρά ζόρια». Ξέρεις κάτι; Μέρος της απαραίτητης δύναμης τη βρίσκω στη λογοτεχνία. Να είσαι καλά.


Από τη Λώρη Κέζα

Πηγή: http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=430242#.TsJPctBdCP0.facebook

Ιωάννα Καρυστιάνη: Ο κόσµος όπως τον ξέραµε τελειώνει, ήταν ένας κόσµος άσκησης στην ατοµικότητα. Θα αναζητηθούν νέες συλλογικότητες....

 Ζει πιο καλά µε τους ήρωές της, φτωχούς, µοναχικούς, ηλικιωµένους, οι οποίοι παλεύουν ενάντια στους καιρούς, παρά µε αυτό το πολιτικό σύστηµα που βυθίζεται. Κάθε βιβλίο της µιλάει για την ανθρώπινη κατάσταση, αν και στο βάθος αχνοφαίνεται το πολιτικό φόντο. Μόλις κυκλοφόρησε η συλλογή διηγηµάτων της «Καιρός σκεπτικός» (Εκδόσεις Καστανιώτη) και είναι σαν να τα έχει γράψει... αύριο, καθώς µιλάει για τα Χριστούγεννα της κρίσης. Μαζί της είναι αδύνατον να µιλήσεις µόνο για λογοτεχνία ή µόνο για πολιτική. ∆είχνει αισιόδοξη. Ζούµε το λυκόφως όσων µας καθόρισαν ως τώρα, λέει και πιστεύει σε µια καινούργια πραγµατικότητα, πιο φωτεινή.

– Τα διηγήματά σας μιλάνε για τα Χριστούγεννατης κρίσης,είναι σαν να έχουν γραφτεί πρωθύστερα για τα Χριστούγεννα που θα έρθουν. Από πότε συνειδητοποιείτε ότι υπάρχει αυτή η κρίση και σας επηρεάζει και στα γραπτά σας;

«Οταν µιλάω για πολιτική, τσακώνω τον εαυτό µου να καταφεύγει σε συνθηµατολογίες και εύκολες ρητορείες. Στα πεζά µου είµαι υποχρεωµένη να σκεφτώ πιο βαθιά, να επιµείνω σε ζητήµατα. Ετσι στο διήγηµα είναι πιο έγκυρη η γνώµη µου, διατυπώνω µε περισσότερες απαιτήσεις αυτό που εγώ αντιλαµβάνοµαι ως ανθρώπινη περιπέτεια. Τα διηγήµατα αυτά τα έγραψα πέρυσι. Το 2010 ήταν η απαρχή της συνειδητοποίησης του τι µας συµβαίνει. Ο καθένας έχει απτές αποδείξεις από το πώς ζει, µπορεί βέβαια και ο ίδιοςνα έφταιξε, µπορεί να πήγε η δρασκελιά του πιο µακριά από τον ίσκιο του. Το 2010 είναι ηέναρξη της συνειδητοποίησης αλλά καιτου αναστοχασµού. Τα Χριστούγεννα προϋποθέτουν ευθυµία, προθυµία για γιορτή και κάποια χρήµατα για γενναιοδωρίες. Φέτος που έχουν αθροιστεί δυσβάστακτες υποχρεώσεις, όλα αυτά έχουν τελειώσει».

– Πώς έφτασαν οι ήρωές σας εδώ; Πώς φτάσαμε εμείς σε αυτή την κατάσταση;

«Τίποτα δεν προέκυψε εν αιθρία, απλώς αυτοί που είχαν στα χέρια τους τα στοιχεία, τους οιωνούς της επερχόµενης συµφοράς, έκαναν το κορόιδο, γιατί τον λογαριασµό τον πληρώνουν συνήθως άλλοι, και ο κόσµος ο πολύς ύστερα από στερήσεις, προβλήµατα και απανωτές πολιτικές περιπέτειες είχε πιστέψειότι άφησε πίσω του οριστικά τη φτώχεια, άφησε πίσω του τα σκοτεινά χρόνια και ξεγελάστηκε από κάποια εφέ. Αυτό που συµβαίνει σήµερα είναι το τέλος των εφέ. ∆εν µπορούµε να προχωρήσουµεκάνοντας χάζι αυτά τα πυροτεχνήµατα που µας ζάλιζαν».

– Οι ήρωες της πρώτης συλλογής διηγημάτων σας, «Η κυρία Κατάκη», ήταν επίσης μοναχικοί, ηλικιωμένοι, με δύσκολες ζωές, όπως και οι σημερινοί σας. Τι έχει αλλάξει από τότε;

«Ηταν και τότεθαµποί καθηµερινοί άνθρωποι, αλλά τουλάχιστον ίσχυαν οι µικρές καθηµερινές τους βεβαιότητες, οι οποίες πλέον έχουν καταρρεύσει. Το καινούργιο για τη δουλειά µου ήταν ότι αυτά που ζούµε µου επέβαλαν τον χαρακτήρα του επείγοντος. ∆ιάλεξα τη φόρµα του διηγήµατος γιατί πιστεύω ότι αυτό λειτουργεί πιο άµεσα στο να επισηµάνεις, να νιώσεις κάτι που συµβαίνει. Το µυθιστόρηµα θέλει άλλον χρόνο επώασης. Στο διήγηµα πρέπει να αρκεστείς σε λίγους ήρωες, να τους κάνεις διακριτούς, να µην έχουν κενά, για να τους διαγράψεις µε επάρκεια.

Επιπλέον είναι η συντροφιάµου απέναντι σε αυτό που συµβαίνει στην πολιτική».

– Χρησιμοποιείτε τους ήρωές σας για να ξεφύγετε από αυτόν τον κόσμο;

«Αισθάνθηκα αυτές τις µέρες ότι ζήσαµε ένα φεστιβάλ εκβιασµών και κυνισµού, και κουράστηκα να βλέπω αυτές τις ροζ και µοβ γραβάτες µε τα άδεια βλέµµατα. Είναι άδεια τα βλέµµαταγιατί δεν θέλουν να αντιµετωπίσουν κατάµατα την κατάσταση στην οποία έχουν φέρει τονλαό και τη χώρα. Με τα διηγήµατά µου κάνω τη βόλτα µου σε άλλες ζωές, κατέφυγα σε πιο ταπεινές διαδροµές, σαν να είχα ανάγκη να µεταφερθώ από την αλαζονεία που περισσεύει στα πολιτικά πράγµατα στη συστολή, στους µικρούς καηµούς, στις ισχνές φιλοδοξίες, στις χαρές και στον σπαραγµό, χωρίς κοινό. Στην απαντοχή και στον µόχθο κατά µόνας. Αυτέςοι περιορισµένες ζωές των ανθρώπων είναι για µένα το υλικό πουµπορεί να υφάνει το απεριόριστο ως ορίζοντα που έχουµε ανάγκη, ως όνειρο, ως προοπτική».

– Κάποτε στη δικτατορία, αργότερα στη Μεταπολίτευση, υπήρχαν κοινότητες πνευματικών ανθρώπων με δράση. Σήμερα τι;

«Η κοινότητα υπάρχει µόνον αν διασφαλίζεται η ποιότητα της δουλειάς της κάθε ξεχωριστής φωνής. Η συλλογικότητα από µόνη της, χωρίς ποιοτική δουλειά του καθενός, δεν ισχύει. Ζούµε το λυκόφως µιας εποχής. Ο κόσµος όπως τον ξέραµε τελειώνει, ήταν ένας κόσµος άσκησης στην ατοµικότητα. Θα αναζητηθούν νέες συλλογικότητες, γιατί προκύπτουν ανάγκες επιβίωσης αλλά και ανάγκες επανατοποθέτησης των πραγµάτων. Υπάρχουν πάντα οι παρέες, µε κοινό τρόπο θέασης, οι ανάγκες θα παραµερίσουν τους εγωισµούς και τις διαφορές, και θα µας βάλουν, αρκετούς από εµάς, σε µια νέα συλλογικότητα».

– Είστε εξίσου αισιόδοξη και για το πολιτικό σύστηµα;

«Νοµίζω ότι το υπάρχον πολιτικό σύστηµα µας χασοµεράει από το επείγον της ανάκαµψης. Μας χρέωσε οικονοµικά, αναξιοπρέπεια, έλλειψη υπερηφάνειας, µας ταπείνωσε. Αυτό που θα µπορούσε να κάνει θα ήταν να αποσυρθεί. Η ανάσα που θα παίρναµε θα ήταν να ξυπνάγαµε ένα πρωί και να µην τους βλέπαµε µπροστά µας. Οταν ο λαός εµπαίζεται και ενοχοποιείται, και καλείται συλλήβδην να πληρώσει τα σπασµένα, χωρίς επιπλέον να µπορεί και να µιλήσει, αυτό το φυλάει. Οι εκλογές, όποτε και να γίνουν, θα πάρουν χαρακτήρα δηµοψηφίσµατος, “ναι” ή “όχι” σε ό,τι έγινε µέχρι τώρα. ∆εν ξέρω αν οι κυβερνήσεις και της ΕΕ, το ∆ΝΤ ή η Αριστερά θα είναι έτοιµες να αντιµετωπίσουν την καινούργια κατάσταση. Τα παλιά κόλπα δεν περνάνε πια».

– Και η Αριστερά;

«Οσο για την Αριστερά, αυτή µας υπόσχεται ένα θαυµάσιο σαββατόβραδο και µια ηλιόλουστη Κυριακή, πρέπει να µας πει και πώς θα βγάλουµε τη ∆ευτέρα, την Τρίτη, την Τετάρτη, την Πέµπτη και την Παρασκευή µε έναν λόγο πειστικό, µε πρόγραµµα χωρίς τρελά ρίσκα, κάτι που να µπορεί να πείσει τους ανθρώπους που βλέπουν επιδείνωση των προοπτικών τους».

– Παρατηρώ, κυρία Καρυστιάνη, ότι στα τελευταία έργα σας υπάρχει μια αλλαγή στη γλώσσα σας, είναι έτσι;

«Στη σηµερινή εποχή δεν πάει η “χλιαρή” γλώσσα, ούτε τα “βαρυσήµαντα” ελληνικά. Ηθελα µια πιο τραχιά γλώσσα. Ηταν η αντίδρασή µου σε ό,τι γίνεται γύρω µας.

Η γλώσσα είναι αυτόνοµος λογοτεχνικός συντελεστής αλλά παίρνει και την εκδίκησή της σε κάθε εποχή. Πώς µπορείς να αντέξεις τον όρο “δεξαµενή εργαζοµένων” ή “ανθρώπινοι πόροι”. Τελειώνουν τα γλωσσικά πραξικοπήµατα όπως “επώνυµα παπούτσια”, “επώνυµα σώβρακα”. Βλέπετε ότι επανέρχονται λέξεις όπως βερεσέ, σόλιασµα, µπάλωµα».

Η Ευρώπη είναι µακριά από τις προσδοκίες των λαών

– Η σχέση μας με την Ευρώπη διακυβεύθηκε αυτές τις μέρες. Είμαστε άραγε μια δυτική χώρα;

«Η ΕΕ µετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης απέκτησε περισσότερους φίλους και ανάµεσα στην Αριστερά ως παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας. Η κρίση σκόρπισε την ΕΕ, την έκανε κοµµάτια. Σήµερα ανακύπτουν πολλά νέα ζητήµατα. ∆εν ξέρω αν οι γερµανοί πολίτες πιστεύουν ότι τιµωρούνται οι σπάταλοι Ελληνες. Αν ξέρουν ότι υπάρχουν 1.500 άνθρωποι που αυτοκτόνησαν τα δύο-τρία τελευταία χρόνια για χρέη, ότι υπάρχουν 1 εκατοµµύριο άνεργοι, 500.000 “λουκέτα”, 1 εκατοµµύριο ανασφάλιστα και χωρίς σέρβις αυτοκίνητα στους δρόµους. Αν οι Γερµανοί κατανοούν ότι πέρα από αυτούς που συνεχίζουν ανενόχλητοι να είναι οι προνοµιακοί συνοµιλητές των κυβερνήσεών τους υπάρχουν και αυτοί που δεν έχουν φταίξει που βιώνουν µιαν άλλη σκληρή πραγµατικότητα. Η ΕΕ αποδείχτηκε πολύ µακριά από τις προσδοκίες των λαών. Αισθάνοµαι ότι οι πολιτικοί ξέµαθαν να είναι πολιτικοί, εξοικειώθηκαν µε τον ρόλο και την ιδιότητα που τους απένειµαν ιδιωτικά και τραπεζικά συµφέροντα, του εκφωνητή µιας ορισµένης πολιτικής».

Πηγή : http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=429888&wordsinarticle=%CE%9A%CE%B1%CF%81%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%AC%CE%BD%CE%B7

3/11/11

Αντί Μπούκερ: Νέο Λογοτεχνικό βραβείο "Βραβείο Λογοτεχνίας"

 Το «αντίπαλον δέος» του Βραβείου Μπούκερ θα έχει το όνομα «Βραβείο Λογοτεχνίας»! Έχει σκοπό «να καθιερώσει ένα καθαρό και αδιαπραγμάτευτο επίπεδο ποιοτικής αξίας», όπως ισχυρίζεται η αρμόδια συμβουλευτική του επιτροπή, καθώς η πολυεθνική εταιρεία «Μan» «δε φαίνεται πλέον να κάνει σωστά αυτή τη δουλειά».

Ο Άντριου Κιντ (της εταιρείας «Aitken Alexander» με προϋπηρεσία στους εκδοτικούς οίκους «Picador» και «MacMillan») εκπροσωπώντας την επιτροπή είπε ότι το νέο βραβείο που κυοφορείται «θα προσφέρει στους αναγνώστες μυθιστορήματα που, κατά την άποψη των ειδικών, είναι αξεπέραστα ως προς την ποιότητα και τις προδιαγραφές τους». Τα εναλλασσόμενα μέλη της κριτικής επιτροπής θα επιλέγονται από «μια ακαδημία ειδικών στο χώρο της λογοτεχνίας».

«Για πολλά χρόνια το Βραβείο Μπούκερ (αργότερα Μαν Μπούκερ) πληρούσε αυτές τις προϋποθέσεις. Αλλά, όπως αποδεικνύουν αμέτρητες αναφορές των ιθυνόντων του και κυρίως της φετινής κριτικής επιτροπής, τώρα φαίνεται να προκρίνει την έννοια της «ευανάγνωσης» (ελεύθερη απόδοση του readability) έναντι της καλλιτεχνικής ποιότητας» τονίζει η επιτροπή. «Πιστεύουμε, κατά τ' άλλα, ότι η μεγάλη λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας αλλάξει, να μας βοηθήσει να δούμε τον κόσμο λίγο διαφορετικά απ' ότι τον βλέπαμε, κι επιπλέον, ότι στο κοινό αξίζει ένα βραβείο με μοναδικό σκοπό την ανάδειξη και την απόλαυση των καλύτερων μυθιστορημάτων της εποχής μας» συμπλήρωσε ο Κιντ.

Το «Βραβείο Λογοτεχνίας», για το οποίο ήδη συγκεντρώνονται οι απαιτούμενοι χρηματικοί πόροι, θα απονέμεται κάθε χρονιά στο καλύτερο μυθιστόρημα που θα εκδίδεται στο Ηνωμένο Βασίλειο, γραμμένο φυσικά στην αγγλική γλώσσα, ανεξάρτητα απ' την καταγωγή του συγγραφέα.

Συγγραφείς, όπως ο Τζον Μπάνβιλ, η Πατ Μπάρκερ, ο Μαρκ Χάντον, η Τζάκι Κέι, η Νικόλ Κράους και ο Ντέιβιντ Μίτσελ μεταξύ άλλων, αναφέρονται ως «υποστηρικτές αυτής της προσπάθειας, όπως επίσης και πολλοί άνθρωποι στο χώρο της εκδοτικής βιομηχανίας».

Όταν ανακοινώθηκε η φετινή βραχεία λίστα για το Βραβείο Μπούκερ 2011, με συγγραφείς πρώτης γραμμής αποκλεισμένους, όπως ο Ιρλανδός Σεμπάστιαν Μπάρι και ο Βρετανός Άλαν Χόλινγκχερστ, οι περισσότερες επικρίσεις προς την κριτική επιτροπή συνέτειναν στο εξής: πρώτα η αγορά, μετά η ποιότητα!

Ο Βρετανός Τζούλιαν Μπαρνς είναι ο πλέον γνωστός απ' τους έξι υποψηφίους. Έχει μπει στη βραχεία λίστα τρεις φορές στο παρελθόν χωρίς να βραβευτεί και διεκδικεί αυτή τη φορά την πρώτη θέση με τη μικρή νουβέλα «The Sense of an Ending» (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά την άνοιξη του 2012 απ' τις εκδόσεις «Μεταίχμιο») για τις απογοητεύσεις των γηρατειών και την απώλεια, την αδυναμία αλλά και τη δυναμική της μνήμης.

Πηγή: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=425129&h1=true

19/10/11

Στον Τζούλιαν Μπαρνς το Μπούκερ 2011

Ο Άγγλος συγγραφέας Τζούλιαν Μπαρνς απέσπασε το Βραβείο Μπούκερ 2011 για τη νουβέλα του "The Sense Of an Ending". Ήταν η τέταρτη (και εκ του αποτελέσματος η πιο τυχερή) φορά που ήταν υποψήφιος στη βραχεία λίστα για το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο του αγγλοσαξονικού κόσμου.

Ο 65χρονος νικητής (που έλαβε και το χρηματικό έπαθλο των 50 χιλιάδων λιρών) δήλωσε ανακουφισμένος και ενθουσιασμένος που τελικά κέρδισε το βραβείο κατά την ανακοίνωση του ονόματός του στην επίσημη τελετή στο Γκίλντχολ του Λονδίνου το βράδυ της Τρίτης 18 Οκτωβρίου.

Η πρόεδρος της κριτικής επιτροπής Στέλλα Ρίμινγκτον, πρώην γενική διευθύντρια της αγγλικής μυστικής υπηρεσίας Μ-15, είπε ότι το βιβλίο «έχει όλες τις ενδείξεις ενός κλασικού έργου της αγγλικής λογοτεχνίας». Το σύντομο αυτό μυθιστόρημα του Μπαρνς για την φιλία των παιδικών χρόνων και τις ατέλειες της ανθρώπινης μνήμης είναι «εξαίσια γραμμένο, έχει έξυπνη και λεπτοδουλεμένη πλοκή και κάθε του ανάγνωση αποκαλύπτει στον αναγνώστη ένα νέο βάθος. Κρίναμε ότι αυτό το βιβλίο μιλάει στον άνθρωπο του 21ου αιώνα» υπογράμμισε η ίδια.

Με τη σειρά του ο Τζούλιαν Μπαρνς ευχαρίστησε την επιτροπή «για τη σοφία της - για την οποία δε θέλω να ακούσω κακή κουβέντα - και τους χορηγούς για την επιταγή τους» σχολιάζοντας έτσι εμμέσως και με χιούμορ τα βέλη που δέχθηκαν οι φετινοί κριτές ότι με τις επιλογές τους στη βραχεία λίστα δεν προέκριναν πάνω απ' όλα την λογοτεχνική ποιότητα των μυθιστορημάτων (αποκλείοντας συγγραφείς όπως ο Άλαν Χόλινγκχερστ και ο Σεμπάστιαν Μπάρι). Η βράβευση του Τζούλιαν Μπαρνς βεβαίως αποκαθιστά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα πράγματα.

Είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου (με το ενδέκατο μυθιστόρημα) για μια από τις πιο εκλεπτυσμένες πένες της Αγγλίας, για έναν δόκιμο συγγραφέα που γεννήθηκε το 1946 στο Λέστερ και σπούδασε νομικά και γαλλική φιλολογία στην Οξφόρδη. Τρεις φορές κατά το παρελθόν έφτασε πολύ κοντά στην πηγή αλλά δεν ήπιε νερό, το 1984 με το μυθιστόρημα "Ο παπαγάλος του Φλωμπέρ", το 1998 για το "Αγγλία, Αγγλία" και το 2005 για το "Άρθουρ και Τζορτζ" (όλα στα ελληνικά απ' τις εκδόσεις "Μεταίχμιο").

Ευχαριστώντας την Σούζαν Ντιν που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του βιβλίου ο Μπαρνς τόνισε πως «όσοι από εσάς έχετε δει το βιβλίο - πέραν των όσων πιστεύετε για το περιεχόμενό του - μάλλον θα συμφωνείτε ότι είναι ένα όμορφο αντικείμενο». Έσπευσε μάλιστα να συμπληρώσει ότι «το βιβλίο ως αντικείμενο, αν θέλει να επιβιώσει απέναντι στο ηλεκτρονικό βιβλίο, πρέπει να μοιάζει με κάτι που αξίζει κάποιος να αγοράσει και να διατηρήσει».

Οι πωλήσεις των βιβλίων της βραχείας λίστας παρουσίασαν φέτος άνοδο 127% σε σχέση με πέρσι. Ήταν η καλύτερη εμπορικά χρονιά για το βραβείο που απονέμει η πολυεθνική εταιρεία "Man". Συγκεκριμένα το βιβλίο του νικητή έχει πουλήσει πάνω από 27.500 αντίτυπα απ' τις αρχές Αυγούστου όταν και κυκλοφόρησε.

Αξίζει να σημειωθεί ότι το 150 σελίδων μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς δεν είναι το πιο σύντομο που έχει βραβευτεί ποτέ με το Μπούκερ. Η Πενέλοπε Φιτζέραλντ κατέχει το ρεκόρ συντομίας με το μυθιστόρημα "Offshore" που είχε κερδίσει το 1979 με 132 σελίδες.

Το νέο βιβλίο του Τζούλιαν Μπαρνς ετοιμάζεται απ' τις εκδόσεις "Μεταίχμιο" και θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά την άνοιξη του 2012.

Πηγή: http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=425786

29/9/11

Χάρολντ Μπλουµ:«Απελπιστική η παρακµή του αναγνωστικού κοινού»


Η φωνή του έφθανε από το µακρινό Μανχάταν ζωηρή. Ο αιρετικός, ο προκλητικός, ο µοναδικός Χάρολντ Μπλουµ είχε τα κέφια του. Φηµισµένος για τις αϋπνίες του, για την εκπληκτική ταχύτητα µε την οποία καταβροχθίζει τις σελίδες, την ανεξάντλητη ευρυµάθεια και την ασυνήθιστη µνήµη του στην οποία έχουν αποθηκευθεί ολόκληρα έργα του αρχαίου, του εβραϊκού και του χριστιανικού κόσµου, ο καθηγητής Λογοτεχνίας του Πανεπιστηµίου Γέιλ έχει µείνει στην Ιστορία για την Αγωνία της επίδρασης, ένα σύντοµο κείµενο που γράφτηκε µέσα σε τρεις ηµέρες το 1973 σε κατάσταση συγγραφικού παροξυσµού. Συνδυάζοντας τη θεωρία περί υψηλού του Λογγίνου µε το οιδιπόδειο σύµπλεγ- µα του Φρόιντ, παρουσίασε τον λογοτεχνικό στίβο ως πεδίο άγριων συγκρούσεων για επικράτηση ανάµεσα σε ταλαντούχους νέους συγγραφείς και στους ανυπέρβλητους προγόνους τους. Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε όµως µε τον «∆υτικό κανόνα», ένα ογκώδες βιβλίο µε τους συγγραφείς που αξίζει να διαβάσουµε και από όπου προκλητικά και συνειδητά απουσιάζει όλη η ελληνική γραµµατεία.

Στην «Ανατοµία της επίδρασης», ένα βιβλίο του το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους µήνες στην Αµερική και χαρακτηρίστηκε το κύκνειο άσµα της επίδρασης, συνοψίζει τη λογοτεχνική πορεία του, απαντά στους επικριτές του και αφήνει παρακαταθήκη στους αµερικανούς φοιτητές του το απόσταγµα της πολύτοµης συγγραφικής παραγωγής του για τις µείζονες λογοτεχνικές εµµονές του: τον Γουίλιαµ Σαίξπηρ και τον Γουόλτ Γουίτµαν. Μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήµα» θυµήθηκε τους έλληνες φοιτητές του στο Γέιλ και µετάνιωσε που δεν κατάφερε ποτέ να πραγµατοποιήσει το ταξίδι ως την Ελλάδα. Τώρα είναι αργά, η υγεία του δεν του το επιτρέπει, χρειάζεται µπαστούνι για να περπατήσει και ζητεί να του µιλώ δυνατά γιατί το ακουστικό που φορά δεν τον βοηθάει στην τηλεφωνική επικοινωνία µας. Ο Σοφός του Γέιλ γέρασε. Στο σώµα όµως, όχι στο πνεύµα. Παραµένει λάβρος κατά των συγγραφέων του συρµού που µε τα έργα τους σαρώνουν τα ταµεία, κατά του παρηκµασµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, κατά των αµερικανών πολιτικών και προβαίνει σε βαρείς χαρακτηρισµούς τονίζοντας: «Να παραθέσεις κατά λέξη τα λόγια µου».

Στα νιάτα του εξόργισε τους Νέους Κριτικούς που κυριαρχούσαν στην αγγλοσαξονική κριτική, γιατί «δεν αποδεχόµουν ότι ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν ο απεσταλµένος του Θεού πάνω στη Γη». Οταν η αποδόµηση ορµούσε από το Πανεπιστήµιο του Γέιλ να καταλάβει τον κόσµο, ο Μπλουµ διαχώριζε τη θέση του από τον φίλο του Πολ Ντε Μαν και την παρέα του. Σήµερα του ανεβαίνει η πίεση όταν ακούει περί φεµινιστικής, µαρξιστικής και πολιτισµικής κριτικής, περί όλων αυτών των προσεγγίσεων που αποκαλεί περιφρονητικά «Σχολή της Μνησικακίας». ∆εν ανήκει πουθενά και ενοχλεί τους πάντες. Στο Γέιλ έχει καταλήξει να αποτελεί, όπως λέει, «πανεπιστηµιακό τµήµα του ενός ατόµου». Συνεχίζει όµως να τα βάζει µε όλους και να µη φοβάται τίποτε. Εκτός από ένα πράγµα: τον θάνατο των συγγραφέων του «∆υτικού κανόνα». Στους συγγραφείς αυτούς, που θα προκαλέσουν τους νεότερους να τους ανταγωνιστούν και να συγκρουστούν µαζί τους, εναποτίθενται οι ελπίδες µας για τη δηµιουργία καλής λογοτεχνίας στο παρόν και στο µέλλον και σαν παθιασµένος ιεροκήρυκας, δεκαετίες τώρα, κηρύσσει να πλησιάζουµε τα κείµενα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και να τοποθετήσουµε τον πήχη ψηλά, στα λίγα έργα που ανήκουν στην περιοχή του υψηλού ύφους.

– Είναι το καινούργιο βιβλίο σας ένας
απολογισμός της πορείας σας στην κριτική;
«Αποτελεί µια ανακεφαλαίωση του έργου µου. Η πρόθεσή µου ήταν να δώσω µια σύνοψη του έργου της ζωής µου, που στρέφεται γύρω από το ζήτηµα της λογοτεχνικής επίδρασης, για τη νέα γενιά αναγνωστών. ∆ιότι, µπορεί να είµαι 81 ετών, εξακολουθώ όµως να διδάσκω κανονικά στο Γέιλ – χθες παρέδωσα ένα σεµινάριο για το “Τραγούδι του εαυτού µου” του Γουίτµαν, την προηγούµενη ηµέρα δίδαξα τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ».

– Για τον Σαίξπηρ, τον «συγγραφέα των συγγραφέων», αναφέρετε, παραθέτοντας τον κριτικό και ποιητή Ραλφ Γουόλντο Εμερσον, ότι «συνέγραψε το κείμενο της σύγχρονης ζωής» και επεκτείνετε τον συλλογισμό προσθέτοντας ότι ο Σαίξπηρ μάς επινόησε. Πώς το εννοείτε;
«Η θέση µου ότι ο Σαίξπηρ µάς επινόησε έχει παρεξηγηθεί πολύ. ∆εν εννοώ βέβαια ότι εφηύρε τον ηλεκτρικό λαµπτήρα ή την τυπογραφία. Ο σπουδαιότερος κριτικός της αγγλικής παράδοσης, ο δρ Σάµιουελ Τζόνσον – τον οποίο έχω ως υπόδειγµα κριτικού και εύχοµαι να αποδειχθώ ισάξιός του, γιατί να τον ξεπεράσω δεν γίνεται –, γράφει ότι η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, µε την έννοια της ανακάλυψης. Αυτό που εννοώ λοιπόν είναι ότι διαβάζοντας Σαίξπηρ ή παρακολουθώντας έργα του στο θέατρο ή στην οθόνη ανακαλύπτουµε πράγµατα για εµάς που πάντοτε ήταν εκεί αλλά χωρίς τον Σαίξπηρ δεν θα τα είχαµε αντιληφθεί, όπως ισχύει και για τον Οµηρο, ο οποίος αντίστοιχα συνέγραψε το κείµενο της αρχαίας ζωής».


Ο Χάρι Πότερ και η δηµοκρατία στην Αµερική

– Ποια είναι η άποψή σας για την αισθητική δύναμη της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα; Εκτός από τον φόβο που εκφράζετε για τους συγγραφείς του «Κανόνα», στην «Ανατομία της επίδρασης» μοιάζει να θρηνείτε που οι νέοι σήμερα είναι στερημένοι από τα «δαιμόνια» που κινούν τη λογοτεχνία. Είναι μια έκφραση απελπισίας για την ποιότητα της λογοτεχνίας σήμερα και στο μέλλον;
«∆εν εκφράζω απελπισία για το µέλλον της λογοτεχνίας, πιστεύω ότι η καλή λογοτεχνία θα βρίσκει τρόπους να αναδύεται πάντοτε σε ευθεία σχέση µε τη µεγαλειώδη λογοτεχνία του παρελθόντος. Η απελπισία µου αφορά την παρακµή και την αποσύνθεση του αυθεντικού, πολιτισµένου αναγνωστικού κοινού. Τα παιδιά στον δυτικό κόσµο, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, θα έπρεπε να διαβάζουν τον Λιούις Κάρολ. Αντ’ αυτού διαβάζουν αυτές τις ανοησίες περί Χάρι Πότερ. Θα έπρεπε το κοινό αυτό να διαβάζει Προυστ ή Τζόις ή Σάµιουελ Μπέκετ ή Τόµας Μαν και αντί αυτών σε ετούτη τη χώρα εκατοµµύρια αναγνώστες διαβάζουν Στίβεν Κινγκ, που τον βρίσκω αηδιαστικό. Αυτό που εκφράζω στην ουσία στην “Ανατοµία” είναι ο πραγµατικός φόβος µου ότι η ανώτατη εκπαίδευση, η εκπαίδευση γενικά, στις ΗΠΑ και στον αγγλόφωνο κόσµο έχει αποτύχει στην αποστολή της. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ κινδυνεύουν από αυτό που αποκαλείται Tea Party, το οποίο είναι ένα φασιστικό κίνηµα».

– Η θεσμική και ακαδημαϊκή αντικουλτούρα που σνομπάρει την ατομικότητα και υποτιμά τις πνευματικές αξίες έχει μερίδιο ευθύνης, γράφετε, για την παρακμή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Φοβάστε ακόμη και για την αμερικανική δημοκρατία;
«Φοβάµαι ότι οι ΗΠΑ παύουν όλο και περισσότερο να είναι δηµοκρατική χώρα. Επικρατούν η ολιγαρχία, η πλουτοκρατία και σύντοµα και η θεοκρατία. Αν ο φασίστας κυβερνήτης του Τέξας – ο οποίος είµαι βέβαιος ότι θα λάβει το χρίσµα από τους Ρεπουµπλικανούς – κατέβει υποψήφιος και νικήσει τον πρόεδρο Οµπάµα, τότε η δηµοκρατία θα πάψει να υπάρχει στις ΗΠΑ».

– Ελπίζετε στον πρόεδρο Ομπάμα ως το τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας;

«Είµαι ένας από τους εκατοµµύρια σκεπτόµενους και µορφωµένους πολίτες που έχουν απογοητευθεί από τον πρόεδρο Οµπάµα. ∆εν είναι ο άνθρωπος που πιστεύαµε ότι εκλέγαµε. Οι προθέσεις του είναι καλές αλλά είναι τροµερά αδύναµος.

Η σύζυγός µου επισηµαίνει διαρκώς ότι η Ελινορ Ρούζβελτ θα περιφρονούσε, θα ειρωνευόταν και θα περιγελούσε από καιρό το Tea Party για να δείξει όχι µόνο πόσο επικίνδυνοι είναι αλλά και πόσο γελοίοι. Ο πρόεδρος Οµπάµα δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι φοβάται να θυµώσει. Αν συνεχίσει έτσι, δεν θα εκλεγεί ξανά. Μακάρι οι ∆ηµοκρατικοί να µπορούσαν να κατέβουν στις εκλογές µε άλλον υποψήφιο. Ας επιστρέψουµε όµως στις αισθητικές ερωτήσεις».

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας

– Διδάσκετε τους φοιτητές σας να διαβάζουν λογοτεχνία αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία...
«Η ιδεολογία κάθε είδους είναι ο θάνατος της λογοτεχνίας, ο θάνατος της σκέψης, ο θάνατος του ανθρώπου».

– Σε έναν κόσμο όπου ο γραπτός λόγος
κυριαρχεί επιμένετε να απομνημονεύουν τα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν...
«Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιµήσεις ένα κείµενο είναι να το κατέχεις από µνήµης. Το λέω από προσωπική πείρα. ∆εν µπορώ να απαγγείλω ολόκληρη την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” στο πρωτότυπο αλλά θυµάµαι απ’ έξω τµήµατα των 80-90 στίχων από κάθε έπος, έχω αποστηθίσει τον “Χαµένο Παράδεισο” του Μίλτον, τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ και τα περισσότερα ποιήµατα του Γουίτµαν. Είχα πάντοτε ασυνήθιστη µνήµη, καθώς και τροµακτική ταχύτητα στην ανάγνωση, που αποτέλεσε βέβαια προσόν στο επάγγελµά µου».


Η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής

– Η ζωή σας κύλησε μέσα στη λογοτεχνία. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να μας κάνει καλύτερους πολίτες;
«∆εν το πιστεύω, µακάρι να το πίστευα. Θα σε παραπέµψω στον Πλάτωνα που ανέφερα νωρίτερα: γνωρίζει ότι ο Οµηρος είναι ο σηµαντικότερος συγγραφέας του αρχαίου κόσµου τον οποίο ο ίδιος δεν µπορεί να ξεπεράσει, παρ’ όλα αυτά επιµένει ότι δεν έχει θέση στην πλατωνική “Πολιτεία”. Εν µέρει έχει δίκιο στα επιχειρήµατά του, εν µέρει άδικο. Συµφωνώ όµως ότι δεν µπορείς να κάνεις κάποιον καλύτερο πολίτη ή να τον ευαισθητοποιήσεις για τα κοινά δίνοντάς του να διαβάσει Οµηρο ή ∆άντη ή Σαίξπηρ».

– Τι μας προσφέρει λοιπόν η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής;
«Αν εξαιρέσουµε την αγάπη που γεννιέται ανάµεσα σε δύο ανθρώπινα πλάσµατα, η λογοτεχνία προσφέρει την υψηλότερη χαρά της πιο βαθιάς απόλαυσης, µας οδηγεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής µας και µας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγµάτων και του τι δύναται ακόµη να επιτύχει ο άνθρωπος».


Οι έλληνες συγγραφείς και ο κατάλογος του «∆υτικού κανόνα»

– Γιατί απουσιάζει ο Ομηρος από τις 26 αντιπροσωπευτικές μορφές της δυτικής λογοτεχνίας που παρουσιάζετε στον πολυσυζητημένο «Δυτικό κανόνα»;
«Αν πρόκειται να μιλήσουμε για τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, τα πρωτεία κατέχουν σίγουρα ο Ομηρος, ο uni0394άντης και ο Σαίξπηρ. Αν κάποιος προσπαθούσε να εξορίσει τον Ομηρο από την εκπαίδευση των Ελλήνων, θα έπασχε, κατά τη γνώμη μου, από οξεία αγωνία της επίδρασης απέναντί του. Σπούδασα κλασική φιλολογία στο Cornell από το 1946 ως το 1950, μπορώ να απαγγείλω μεγάλα αποσπάσματα των ομηρικών επών στο πρωτότυπο, έχω ασχοληθεί επισταμένως με τον αγώνα του Πλάτωνα απέναντι στον Ομηρο στο βιβλίο μου Where Shall Wisdom Be Found? και έχω επιμεληθεί τόμους και για τα δύο έπη.

Ο Κανόνας ήταν ένα βιβλίο που προοριζόταν για το ευρύ κοινό, γράφτηκε για να ασκήσει πολεμική στην τρομερή υποβάθμιση των λογοτεχνικών σπουδών σε όλα τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του αγγλόφωνου κόσμου. Η αυθεντική εκπαίδευση στην “κανονική λογοτεχνία” που βασιζόταν μόνο στην αντίληψη και σε κριτήρια αισθητικά είχε εν πολλοίς καταστραφεί και θεώρησα αποστολή μου να πολεμήσω αυτή την κατάσταση. Για τον σκοπό αυτόν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσω λίγο πολύ από τον uni0394άντη και να αφήσω στην άκρη την κλασική λογοτεχνία. Αλλωστε δεν μπορείς να συμπεριλάβεις τα πάντα σε έναν τόμο».

– Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο «Δυτικός κανόνας» είναι αγγλοκεντρικός;
«Αναφέρομαι στον τόμο στον Θερβάντες, στον Μοντέν, στον Μολιέρο, στον Κάφκα, στον Μπόρχες και σε άλλους, επαναλαμβάνω όμως ότι για τους σκοπούς αυτής της πολεμικής αποφάσισα να δώσω έμφαση στους συγγραφείς εκείνους που κινδύνευαν περισσότερο να χαθούν στα σκοτάδια φοβερών προσεγγίσεων. uni0394εν θέλω να επεκταθώ περισσότερο στο θέμα γιατί μου ανεβαίνει η πίεση και δεν είναι καλό στην ηλικία μου, ξέρεις όμως τι εννοώ, αγαπητή μου, όλες αυτές τις ανοησίες περί σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, πολιτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας οι οποίες μας λένε ότι πρέπει να καθορίσουν τι διαβάζουμε και πώς και τι μελετούμε. Υπό αυτή την έννοια, ο uni0394υτικός κανόνας θυσιάστηκε στις ανάγκες της εποχής».

– Στον κατάλογο του Παραρτήματος με
τα έργα που προτείνετε για ανάγνωση, στην ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επιλέγετε τα ποιήματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Σικελιανού και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτή;
«Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής ότι αυτό το Παράρτημα μου επιβλήθηκε από τον εκδότη και τον ατζέντη μου. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πίεση που δέχθηκα συνέταξα τον κατάλογο των προτεινόμενων έργων πρόχειρα σημειώνοντας το πρώτο όνομα που μου ερχόταν στον νου, επομένως το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η επιλογή μου ήταν να ξεμπερδεύω το ταχύτερο δυνατό. Μετανιώνω από καρδιάς για το Παράρτημα αυτό, το οποίο έχω ζητήσει να αφαιρεθεί από πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Το συνέταξα με το ζόρι και εύχομαι οι αναγνώστες να το ξεχάσουν. Σε διαβεβαιώ ότι ο κατάλογος των έργων του Παραρτήματος δεν αντιπροσωπεύει τη σκέψη μου για την αισθητική δύναμη της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Είναι ένας κατάλογος που μου προκαλεί ντροπή και δεν με αντιπροσωπεύει».

Πηγή: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=421556

24/9/11

Ο απίθανος κύριος Γκορ Βιντάλ!


Στα 84 του ο Γκορ Βιντάλ, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων, δοκιμιογράφος και σκηνοθέτης δεν κρύβει την αριστοκρατική καταγωγή του και τη σημερινή αριστερή στάση ζωής, συνεχίζει να εκφράζει δίχως ενδοιασμούς την απέχθειά του για τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, διασκεδάζει, προκαλεί, διδάσκει τους νεώτερους και τελευταία του αρέσει πολύ ο τίτλος του αδιάλλακτου ανθρωπιστή!

Λέμε: αυτός είναι ανθρωπιστής ή ο ανθρωπισμός του τάδε μας ξεπερνά. Ο καθημερινός άνθρωπος, άσχετα αν συστηματικά το αποφεύγει, έχει συχνά την ευκαιρία να αναδείξει το ανθρωπιστικό κομμάτι του εαυτού του. Στη σημερινή εποχή, οι ευκαιρίες είναι πολλές. Βεβαίως δεν αποκαλούμε κάποιον ανθρωπιστή επειδή έβγαλε από το πορτοφόλι του δύο ευρώ και τα προσέφερε στον τηλεμαραθώνιο για την Αϊτή, ούτε επειδή άφησε έναν Πακιστανό να του καθαρίσει τα τζάμια του αυτοκινήτου του. Αυτό θα το έλεγα συμπόνια ή στιγμιαία συναισθηματική φόρτιση. Ο τίτλος του ανθρωπιστή κερδίζεται μέσα από έντονες δράσεις που αφορούν τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι συνδεδεμένες με θρησκευτικές επιταγές. Δεν είναι δηλαδή ο φόβος της μεταθανάτιας τιμωρίας που ωθεί κάποιον να στραφεί προς τον άνθρωπο, βοηθώντας τον άμεσα ή έμμεσα. Δεν είναι η τάση για κοινωνική επίδειξη, η οποία ανάγεται στη σφαίρα της φιλανθρωπίας .Η στάση ζωής του ανθρωπιστή είναι και πολιτική. Είναι ο παθιασμένος οπαδός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο ακτιβιστής των αξιών ζωής που παραμένει προσδεδεμένος στην πολιτική διαθήκη του Χάουαρντ Ζιν «you can’t be neutral on a moving train» (Ο δάσκαλος Χάουαρντ Ζιν πέθανε την περασμένη εβδομάδα, στα 87 του).
Ο όρος ουμανιστής – ανθρωπιστής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα και αφορούσε όσους δίδασκαν ηθική φιλοσοφία, ρητορική και ποίηση. Ο ουμανισμός – τότε – έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και την έρευνα και αμφισβητούσε τη θεολογική παράδοση που εξύψωνε το θείο και υποβίβαζε καθετί γήινο ως αμαρτωλό. Ο Αλσατός θεολόγος Αλμπέρτο Σβάιτσερ  πίστευε ότι ανθρωπισμός σημαίνει να μη θυσιάζεις ποτέ και για τίποτα ένα ανθρώπινο ον. Η κοσμοθεωρία του είχε κτιστεί πάνω στην ιδέα του σεβασμού της ζωής, το υπέρτατο ιδανικό. «Είμαι ζωή που θέλει να ζήσει, στον μέσον μιας ζωής που επίσης θέλει να ζήσει», γράφει στη «Φιλοσοφία του Πολιτισμού». Στις Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργεί η Αμερικανική Ανθρωπιστική Εταιρεία (American Humanist Association). Στην ιστοσελίδα της και στο «Ποιοι είμαστε» διαβάζουμε το εξής : «Στόχος μας είναι η προώθηση μιας προοδευτικής κοινωνίας όπου το να είναι κάποιος καλά χωρίς το Θεό είναι ένας αποδεκτός τρόπος ζωής. Το δείχνουμε, υποστηρίζοντας τις πολιτικές ελευθερίες και τις κοσμικές κυβερνήσεις , όπως το δείχνουμε και μέσα από τη συνεχή βελτίωση της ανθρωπιστικής κοσμοθεωρίας, η οποία στηρίζεται στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού…». Από την περασμένη Άνοιξη επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας είναι ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Γκορ Βιντάλ.
Εκκεντρικός, αντιδραστικός, θρασύς, προβοκάτορας, μισάνθρωπος και θεωρητικός της συνωμοσίας. Ο Γκορ Βιντάλ δεν αντιδρά σε κανέναν από τους χαρακτηρισμούς. Σπεύδει, όμως, να διορθώσει τον τελευταίο:δεν είμαι θεωρητικός της συνωμοσίας, λέει σε συνέντευξή του στη Τζένιφερ Μπάρντι, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Humanist» και Αναλυτής της συνωμοσίας είμαι, διευκρινίζει. Ο Βιντάλ πιστεύει ότι ο ανθρωπισμός είναι ό,τι έχει απομείνει από την εποχή του Διαφωτισμού, εκεί όπου ανήκει ο Τόμας Τζέφερσον. «Είστε άθεος; Αυτό πρεσβεύει ο ουμανισμός ;» ρωτάει η Τζένιφερ Μπάρντι. «Νομίζω ναι, αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι καλύτερα να στηριζόμαστε στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλος ο Τόμας Τζέφερσον είναι ανθρωπισμός, ο οποίος αναδύεται μέσα από τα πεζογραφήματά του. Υπήρξα πάντοτε υποστηρικτής του Συντάγματος, επειδή είμαι ο οπαδός του Τζέφερσον», λέει ο Βιντάλ.
Μιλάει και δεν κρύβει την ανησυχία του για τον εναγκαλισμό της Αμερικής με τη συντηρητική θρησκεία. Ακόμη και οι Δημοκρατικοί που αριστερίζουν , που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί αλληθωρίζουν προς τις αιχμηρές γωνίες της θρησκείας γιατί προσδοκούν ψήφους. Οι ανθρωπιστές, λέει, πρέπει να γίνουν προσηλυτιστές. Αλλά πώς θα πείσεις μια κοινωνία που με λίγη τηλεόραση, λίγο καλό φαγητό σιωπά, βυθίζεται, αδιαφορεί ; «Αυτό που με καίει, είναι ότι σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν μπορεί να συγκροτήσει μια σκέψη και ξέρετε γιατί ; Γιατί η Αμερική έχει το χειρότερο εκπαιδευτικό σύστημα που επινοήθηκε ποτέ από μια τέτοια μεγάλη χώρα». «Θεωρείτε ότι υπάρχουν ανθρωπιστικοί λόγοι στην προσπάθεια εξάλειψης των Ταλιμπάν;» τον ρωταει η δημοσιογράφος. « Θα κάνω μια αναφορά στον Ανταμς, 6ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Κάποτε ρωτήθηκε αν οι ΗΠΑ θα ακολουθούσαν ποτέ τους Ευρωπαίους σε μια κίνηση που θα πετούσε από την Ελλάδα τους Τούρκους. Τους είπε Όχι. Κοιτάξτε, είπε, οι ΗΠΑ δεν είναι πολεμιστές, δεν είναι παλατινοί που ηγούνται μιας ομάδας για να σκοτώσουν ξένα τέρατα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πολεμήσουν παρά μόνον κάτω από τη δ ική τους σημαία γιατί αν πράξουμε το αντίθετο, θα είμαστε οι ερωμένες της Γης και θα χάσουμε τις ψυχές μας. Λοιπόν, είμαι άνθρωπος του Κουίνσι Ανταμς!»

Πηγή:http://ritsmas.wordpress.com/2010/02/07/%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%81-%CE%B2%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%BB/

Γκορ Βιντάλ: "Εχω γνωρίσει όλο τον κόσμο, αλλά δεν γνώρισα κανέναν..."

Εχω την εντύπωση πως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα στη ζωή μου έχουν γίνει αντικείμενο τουλάχιστον μιας βιογραφίας», διαπιστώνει με μια αδιαφορία λιγότερο ή περισσότερο προσποιητή ο Γκορ Βιντάλ, στο βίβλίο του «Παλίμψηστο», μια αυτοβιογραφία, αλλά συγχρόνως και βιογραφία όλων όσους γνώρισε. Και για να το εμπεδώσουμε καλύτερα, παραθέτει με ειρωνική διάθεση ένα παράδειγμα: «Ο παλιός μου φίλος, Πολ Μπόουλς, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παρέα με πρόσωπα πιο διάσημα από τον ίδιο, θα μπορούσε να είχε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη αφιερωμένη αποκλειστικά στον ίδιο και σε εκείνους με τους οποίους είχε συμβιώσει».
Ο πρώτος τόμος του «Παλίμψηστου», αν και κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια στις ΗΠΑ, εκδόθηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες στη Γαλλία. Με αυτή την ευκαιρία, καθώς και από την είδηση ότι τον ερχόμενο Νοέμβριο αναμένεται η έκδοση του δεύτερου τόμου στην πατρίδα του, ο διάσημος και ιδιόρρυθμος Αμερικανός συγγραφέας παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις στο γαλλικό Τύπο.

Ο τίτλος του βιβλίου του παραπέμπει σε πολλαπλές γραφές του κειμένου που αφορά τη ζωή του, προκειμένου να σβήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τις μαρτυρίες των μεν και τις εξομολογήσεις των δε, όπως λέει ο ίδιος.

Αριστοκράτης από το Νότο, με τεράστια μόρφωση και γόνος πολιτικών ανδρών (ο παππούς του ήταν γερουσιαστής), εξάδελφος του Τζίμι Κάρτερ και του Αλ Γκορ, φίλος του Τζον Κένεντι και του Πολ Νιούμαν, οφείλει τη φήμη του στις ακραίες συχνά απόψεις που εκφράζει και στη κριτική που ασκεί με κουτσομπολίστικη διάθεση σε γνωστούς, φίλους, διάσημους ή μη, ή, για να το διατυπώσουμε πιο σωστά, σε όλους όσους με τους οποίους συνδέθηκε με τον έναν ή άλλο τρόπο. Ο ίδιος είχε πει παλαιότερα: «Φαίνεται πως έχω γνωρίσει όλο τον κόσμο, αλλά δεν γνώρισα κανέναν», και όπως διευκρινίζει σήμερα, το γεγονός ότι δεν θέλησε να γνωρίσει κανέναν ήταν αποτέλεσμα μιας συνεχούς προσπάθειας από την πλευρά του! Σ' αυτή τη φράση βρίσκεται και το κλειδί του χαρακτήρα του. Αυτός ο κοσμικός περιφρονούσε πάντα τους ανθρώπους. Προσπάθησε όντως με όλη του τη δύναμη να γίνει όσο το δυνατόν λιγότερο αγαπητός στους γύρω του. Αυτοπροσδιορίζεται ως μοναχικός άνθρωπος, που ενδιαφέρεται μόνο για το πρόσωπό του. Από μικρός, η συντροφιά με άλλα παιδιά τού είναι ενοχλητική και προτιμά το διάβασμα. Τον ενδιαφέρει μήπως ο έρωτας; Δεν είναι σίγουρο. Δεν δίνεται στους εραστές του και δηλώνει πως είναι καλύτερο να τους πληρώνεις και να μην έχεις καμία δέσμευση. Ωστόσο, ποτέ δεν κάνει σεξ με ανθρώπους με τους οποίους έχει κάποια οικειότητα, όπως με τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκε τη ζωή του για πολλά χρόνια.

Αυτό τον μισανθρωπισμό του ο Γκορ Βιντάλ τον πλήρωσε ακριβά. Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για το έργο του; Από τους μεγάλους συγγραφείς της γενιάς του, είναι ο μόνος που έμεινε στο περιθώριο. Ο φίλος του, ο Τένεσι Ουίλιαμς, έγινε ο μεγαλύτερος δραματουργός της εποχής του. Ο Τρούμαν Καπότε, ο συγγραφέας αρκετών καλτ βιβλίων. Ο Νόρμαν Μέιλερ, πρωταθλητής της λογοτεχνίας. Ο Πολ Μπόουλς, θρύλος για κάποιους. Ο Ουίλιαμ Στάιρον, ένας κλασικός... Ο Γκορ Βιντάλ όμως, συγγραφέας αρκετών σημαντικών μυθιστορημάτων, όπως το πρώτο του, που είχε κάνει πάταγο στη συντηρητική Αμερική, «Το αγόρι πλάι στο ποτάμι» (εκδόσεις Γράμματα), στο οποίο αναφέρεται ανοικτά στην ομοφυλοφιλία, τον «Ιουλιανό» (εκδόσεις «Εξάντας»), τον εκκεντρικό αυτοκράτορα και άλλα, έμεινε στο περιθώριο. Την αποτυχία του στο εξωτερικό την αποδίδει στους μεταφραστές και τους εκδότες του έργου του, όμως έχει κι αυτός μέρος της ευθύνης. Ο Βιντάλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει προς τους άλλους την εικόνα του ψυχρού, σαρκαστικού, σκληρού ντιλετάντη. Την εικόνα ενός αριστερού δημοκράτη, αντιιμπεριαλιστή, που κοροϊδεύει τόσο τους δεξιούς όσο και τους αριστερούς. Κανείς δεν μπορούσε να του κολλήσει μια ετικέτα. Η στάση αυτή δεν εκτιμήθηκε ούτε από τους αναγνώστες ούτε από τους κριτικούς, ούτε από τους πανεπιστημιακούς. Με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του, ίσως καταφέρει να αλλάξει τη γνώμη όλων αυτών. Είναι ένα βιβλίο που μοιάζει με ένα «ταξιδιωτικό ημερολόγιο στο παρελθόν», ειδικότερα των τριάντα πρώτων χρόνων της ζωής του, γραμμένο το 1993 και το 1994, στη βίλα του στο Ραβέλο της Ιταλίας, με μια μεγάλη ελευθερία ύφους και αδιαφορώντας επιδεικτικά για τις χρονολογίες. Η αυτοβιογραφία του Βιντάλ δεν έχει καμία σχέση με μια γραμμική αφήγηση. Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι πέρα από τις κακίες του για διάσημα πρόσωπα που συνάντησε στη ζωή του, στα «Απομνημονεύματά» του εμφανίζεται το συναίσθημα, ο σεβασμός και ορισμένες φορές ακόμη και τρυφερότητα. Είναι ένα «αντίο» προς σ' έναν κόσμο, σε έναν αιώνα, σε μια λογοτεχνία και σε έναν νεανικό του έρωτα, τον Jim Trimble, που σκοτώθηκε σε ηλικία 20 ετών, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: «Το άλλο μου μισό που δεν έζησε αρκετά ώστε να ενηλικιωθεί», τον σημάδεψε για πάντα. Ο Βιντάλ, μετά από αυτό το συμβάν ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να συναντήσει αυτό το «μισό» και προτίμησε τις περιστασιακές σχέσεις.

Περνά ένα βράδυ με τον Τζακ Κέρουακ, τσακώνεται συνεχώς με τον Τρούμαν Καπότε («Ο Τρούμαν προσπάθησε με κάποια επιτυχία να εισχωρήσει σε έναν κόσμο από τον οποίο εγώ προσπάθησα, με κάποια επιτυχία, επίσης, να βγω»). Παίρνει το πρωινό του με τον Κοκτό, «κάνει καμάκι» με τον Τένεσι Ουιλιάμς, συναντά τον Σαρτρ και την Μποβουάρ στο Παρίσι. Ο αριθμός των διασημοτήτων με τους οποίους συναναστράφηκε είναι εντυπωσιακός: «Θα μπορούσε να είναι διασκεδαστικό αυτό, αν είχα κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον να πω για τον καθέναν τους ή αν είχα, όπως τόσοι σύγχρονοι συγγραφείς αυτοβιογραφιών, θυελλώδεις ερωτικές περιπέτειες, αποτυχημένους γάμους, αυτιστικά παιδιά, νευρικούς κλονισμούς, υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών, θεραπείες, δηλαδή μια απλή ζωή λογοτέχνη», λέει με ειρωνεία. «Η μνήμη είναι πολύ παράξενη, επιστημονικά δεν είναι ένας μηχανισμός επανάληψης. Μπορεί να έχω σκεφτεί χίλιες φορές το περιστατικό που έπεσα και έσπασα το πόδι μου όταν ήμουν δέκα χρόνων, αλλά κάθε φορά θα το έχω κάπως διαφορετικά στο μυαλό μου. Η μνήμη αυτού του γεγονότος δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα, παρά η μνήμη της τελευταίας ανάμνησης του γεγονότος. Γι' αυτό, λοιπόν, χρησιμοποιώ την εικόνα του παλίμψηστου -μια γραφή πάνω σε άλλη- και αυτό αποτελεί για μένα τη μνήμη. Δεν είναι ταινίες που τις ξαναπαίζουμε ως έχουν, αλλά μάλλον μια θεατρική παράσταση με πρόσωπα που εμφανίζονται πού και πού».

Οταν τον ρωτά κανείς πώς βλέπει το μέλλον, απαντά: «Βρίσκεστε μπροστά στον τελευταίο Αμερικανό διανοούμενο που ζει κρυμμένος στους λόφους του Χόλιγουντ».

Ιουλιανός ο Παραβάτης


ΤΟΥ ΘΕΌΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ

«Οι τέσσερις γιοι του Ρούσβελτ πέρασαν από μπροστά μας συνοδεύοντας το φέρετρο της μητέρας τους. Η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν ανυπόφορη. Ξαφνικά μου ήρθε στο νου μια φράση του Ρίλκε, "πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου". Ναι, πρέπει, ορκίστηκα στον εαυτό μου. Θα πήγαινα στη Ρώμη ή στην Αθήνα να γράψω τον "Ιουλιανό".
(Γκορ Βιντάλ, «Palimpsest»)
 
Ο Γκορ Βιντάλ περιπλανήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας αναλογιζόμενος μελαγχολικά τις μέρες του Ιουλιανού ως σπουδαστή στην Αθήνα. Εψαξε για ιστορικές πηγές στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας και το βιβλίο του ολοκληρώθηκε στη Ρώμη, στην Αμερικανική Ακαδημία. Ηταν αρχές της δεκαετίας του '60. Το καλοκαίρι του 1964 ο Ιουλιανός βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας των best seller. Στη δεύτερη θέση ακολουθούσε «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και στην τρίτη άλλη μια ψυχροπολεμική περιπέτεια.
Οταν ο Βιντάλ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1946 (βλ. «Το Βήμα», Βιβλία, 20-4-97) ήταν ακόμη εμφανής η επίδραση του πολέμου στο έργο του. Από το 1950 και μέχρι την ώριμη ηλικία του στράφηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα. Την πιο πετυχημένη του εκστρατεία στον ιστορικό κόσμο αποτελεί ο Ιουλιανός. Διακρίνεται ένας απόηχος των «Απομνημονευμάτων του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, από την οποία πιθανώς επηρεάστηκε. Πάντως δεν είναι λίγες οι αναφορές που γίνονται στον Αδριανό, ειδικά όταν ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αθήνα και ασκεί κριτική για τη στάση που τήρησε ο προκάτοχός του δύο αιώνες πριν από αυτόν. Η δεκαετία του '60 ήταν η δεκαετία των Κένεντι. Ο Βιντάλ προσπάθησε να συνδέσει τη διανόηση με την αμερικανική πολιτική ζωή. Αν ο Νόρμαν Μέιλερ είχε πολιτικές φιλοδοξίες, ο Βιντάλ είχε προεδρικές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ιστορικά του μυθιστορήματα διαδραματίζονται στις αυλές των μεγάλων αμερικανών προέδρων. Ο Ιουλιανός, πίσω από το ιστορικό παραπέτασμα, δεν παύει να είναι άλλη μια αλληγορία για τις μεγάλες αυτοκρατορίες. Σημαντικό γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν η κρίση με την Κούβα, ενώ το 1963 δολοφονείται στο Ντάλας ο Κένεντι. Οι εχθροί της αμερικανικής αυτοκρατορίας αυξάνονταν δραματικά...
Οι διανοούμενοι διαφοροποιούνται. Η υποχώρηση του «σύγχρονου ρεαλισμού» στο μυθιστόρημα σήμαινε και την υποχώρηση των κριτικών επιχειρημάτων που θα επανέλθουν αργότερα, στη δεκαετία του '70, με περισσότερη αμφισβήτηση. Το 1964 γράφεται το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε. Σκληρό και δημοσιογραφικό ύφος: είχε σημάνει η ώρα του σύγχρονου αμερικανικού μυθιστορήματος. Ο Βιντάλ, όπως ο Μπόουλς, o Μέιλερ και ο Μπέλοου, βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο, ανάμεσα στο γράψιμο του Μεσοπολέμου και της σύγχρονης αμερικανικής γραφής.
Λόγω του ιδιόμορφου έργου του, ο Βιντάλ δύσκολα κατατάσσεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία. Εργο προκλητικό και ασεβές. Πολλά ιστορικά μυθιστορήματα. Ακριβώς όμως για αυτά βρέθηκε έξω από τις μεγάλες κατηγοριοποιήσεις: το ιστορικό μυθιστόρημα ανέκαθεν ήταν υποτιμημένο και αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Γιατί όμως; Επειδή αμφισβητείται ευθέως από τον αναγνώστη που δεν έπαψε ποτέ να «παραμυθιάζεται» με την «αληθοφανή» διήγηση μιας σύγχρονης ιστορίας;

Από την άλλη, πώς να ανταγωνιστεί ένας σύγχρονος συγγραφέας τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα αναπλάθοντας την εποχή τους; Στη Βρετανία, όπου υπήρξε μεγαλύτερος προβληματισμός, δόθηκε κάποια λύση: ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος προσεγγίζει με σύγχρονο βλέμμα παλαιότερες εποχές αναλύοντας καταστάσεις που δεν εκφράστηκαν ή καταπνίχτηκαν. Στο κάτω κάτω, οι περισσότερες ερμηνείες κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς δόθηκαν στον 20ό αιώνα. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Τζον Φόουλς που ανακάτεψε το παλιό με το σύγχρονο μέσα στην ίδια ιστορία.
Ο όρος «ιστορικό μυθιστόρημα» έχει άμεση σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα και με την εποχή που γράφεται. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι μια ιστορική φιγούρα και ορισμένα πραγματικά γεγονότα. Αν οι ήρωες είναι φανταστικοί, τότε παραμένει ρεαλιστικό το ιστορικό πλαίσιο. Ολα ξεκίνησαν από τον Σκώτο Γουόλτερ Σκοτ και τον Αμερικανό Τζέιμς Φ. Κούπερ, με εμφανή πατριωτικά και εθνικιστικά κίνητρα. Στην Αγγλία το είδος ανέπτυξε ο Θάκερεϊ, ενώ στην Ευρώπη ακολούθησαν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Στεντάλ, ο Μαντσόνι κ.ά.
Βέβαια, οι συνεχιστές του Σκοτ δεν είχαν τις ίδιες προθέσεις με τους προκατόχους τους, όπως και οι σημερινοί συγγραφείς με τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα τοποθετούσαν τις ιστορίες τους στο κοντινό παρελθόν για να εντοπίσουν τις κοινωνικές αλλαγές που είχαν γίνει στο μεταξύ. Σταδιακά τα ενδιαφέροντα και οι τεχνικές του ιστορικού μυθιστορήματος άρχισαν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες αφηγήσεις και έτσι το «παλιό» είδος συνέβαλε στη διαμόρφωση του μεγάλου ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα περιορίστηκε σε πιο εξωτικούς και αρχαιοπρεπείς χώρους (π.χ. η «Σαλαμπό» του Φλομπέρ) καθώς η περιγραφή των σύγχρονων ιστοριών γινόταν ολοένα και πιο νατουραλιστική.
Σίγουρα, η αναβίωση του παρελθόντος έχει να κάνει με ιδέες και σύμβολα. Πολλές φορές το ιστορικό μυθιστόρημα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για τη συγκρότηση της έννοιας του έθνους - κράτους. Αν ένα έθνος δεν έχει κοινή συνείδηση της ιστορίας, τότε μπορεί να τη φανταστεί. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει και ο ιστορικός μυθιστοριογράφος.
Παραμένει το ερώτημα κατά πόσον οι ιστορικοί χαρακτήρες μπορούν να αποδοθούν ψυχολογικά. Πολλοί συγγραφείς έδιναν στα πρόσωπα του παρελθόντος ιδιότητες και χαρακτηριστικά σύγχρονων χαρακτήρων. Αυτό το είδος του αναχρονισμού μπορεί να αποβεί ακόμη και κωμικό, ενώ σε άλλους ο υποβιβασμός σήμαινε διακωμώδηση.
Ετσι, ενώ πολλοί συγγραφείς φοβούνται ότι «θα πλαστογραφήσουν» το παρελθόν χρησιμοποιώντας ξένο υλικό (παράδειγμα ο Τσίρκας, που δίσταζε να αναφερθεί στα γεγονότα του Εμφυλίου επειδή ζούσε στην Αίγυπτο), άλλοι καταφεύγουν με περισσή ευκολία στο μακρινότερο παρελθόν, για να ξανάρθουμε στον Βιντάλ.
Ο δυναμικός συγγραφέας, με το εύρος της πολυμάθειάς του και της ευρύτητας του πνεύματός του, δεν διστάζει να αναπλάσει τον 4ο μ.Χ. αιώνα χρησιμοποιώντας από τη μια τις ιστορικές πηγές και από την άλλη τη δημιουργική του φαντασία. Σίγουρα τον γοήτευσε η ανήσυχη και αιρετική προσωπικότητα του Ιουλιανού.
Στον «Ιουλιανό» δεν επιλέγει μονοδιάστατα μια τριτοπρόσωπη ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το βιβλίο «επιμελούνται» δύο άνθρωποι που γνώρισαν τον αυτοκράτορα: ο Πρίσκος που πολέμησε μαζί του και ο Λιβάνιος που υπήρξε μέντοράς του και του έγραψε τον επικήδειο. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες μέσω επιστολών και αιχμηρών σχολίων, που παρεμβάλλονται συνεχώς στο κύριο σώμα της αφήγησης, αναπλάθουν, σχολιάζουν και διαφωνούν γύρω από τη ζωή του Ιουλιανού 17 χρόνια μετά τον θάνατό του. Ετσι στην αφήγηση του βιβλίου επικρατούν δύο «τώρα»: αυτό των σχολιαστών και εκείνο του Ιουλιανού, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο αναγνώστης μπορεί να δει πολύπλευρα τον χαρακτήρα του Ιουλιανού και να αποφασίσει κατά πόσον έχουν δίκιο οι τιμητές του.
Το φιλόδοξο βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Τα νεανικά χρόνια, Καίσαρας και Αύγουστος. Διαδραματίζεται απ' άκρη σ' άκρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και παραμένει ένα μοντέρνο αφήγημα, το οποίο αρκετές φορές ειρωνεύεται ακόμη και την ίδια την κατασκευή του. Δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία του Χόλιγουντ, όμως οι περιγραφές του (πορείες, μάχες, στέψεις, το όργιο των ευνούχων κ.ά.) θυμίζουν σκηνές μιας μεγαλειώδους κινηματογραφικής ταινίας. Οι πληροφορίες που αντλούμε από το κείμενο είναι ουσιαστικές και ακριβείς και όπως δηλώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου «η συμβατική ιστορία είναι άνευ αξίας χωρίς την ιστορική φαντασία».
Ο «Ιουλιανός» αποπνέει τη ρομαντική γοητεία ενός ανθρώπου που αποπειράθηκε να αναχαιτίσει τον χριστιανισμό και να αναβιώσει τον ελληνισμό. Που διακήρυξε τη θρησκευτική ελευθερία στον κόσμο. Ενός ανθρώπου που ισχυριζόταν πως είδε «το φως», τον Ενα Θεό, τον Ηλιο - Μίθρα. Που απάγγειλε Ησίοδο και έβρισκε τον Πλάτωνα απόλυτα σαφή στις διατυπώσεις του. Που μέσα στα λουτρά της Νικομήδειας γνώρισε τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τον Βασίλειο, οι οποίοι είχαν σταματήσει στην πόλη για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του Λιβάνιου. Ο Ιουλιανός δεν συμπάθησε ποτέ τον Γρηγόριο. Αραγε ήξερε τότε ότι θα υπερίσχυαν οι χριστιανοί (οι «Γαλιλαίοι» κατ' αυτόν);
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του θα επέλθει το οριστικό τέλος των μυστηρίων. Η Ελευσίνα, όπου μυήθηκε, θα καταλήξει ένας τόπος περιδιάβασης, το μαντείο των Δελφών λεηλατημένο, ο ναός του Απόλλωνος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θυσίασε για πρώτη φορά ως Αύγουστος, ένα αμαξοστάσιο. Ο χριστιανισμός θα επικρατήσει οριστικά και όχι μόνον ως θρησκεία. Ο «Ασιάτης» (όπως αυτοαποκαλείτο) και «Γραικύλος» (όπως τον αποκαλούσαν χλευαστικά) Ιουλιανός κυνήγησε μια ουτοπία και σκοτώθηκε πολεμώντας τους Πέρσες.
Η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει την απόλαυση ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος, γραμμένου με χιούμορ και οξυδέρκεια, που δεν φέρει καν τα ίχνη της δεκαετίας που γράφτηκε, σε αντίθεση με τα «σύγχρονα» μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων που κουβαλάνε τον τόνο και το ύφος (ξεπερασμένο ενίοτε) της εποχής τους.
Τριάντα χρόνια μετά το γράψιμό του, το βιβλίο διατηρεί την ισχύ του. Χωρίς τους εξωτισμούς και τις ανώδυνες παραμυθολογίες του καιρού μας, χωρίς την ελαφρότητα των «ψευδοϊστορικών» μυθιστορημάτων, ο «Ιουλιανός» αποτελεί υπόδειγμα ιστορικής μυθιστοριογραφίας.
Ο μοναδικός ίσως αντίπαλός του «Κατά Βιντάλ Ιουλιανού» παραμένει ο Ιουλιανός του Καβάφη («Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε / τα νέα καμώματα του Ιουλιανού...»). Συνιστούμε στον αναγνώστη να μελετήσει τα πέντε ποιήματα «του κύκλου του Ιουλιανού» και να κάνει τις συγκρίσεις του.
Για τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος στο σχολείο διδάχτηκε τον Ιουλιανό ως «Παραβάτη», η βιογραφία του Βιντάλ παρουσιάζει επιπρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας αγκαλιάζει με τρυφερότητα τον ανιψιό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συνδέοντάς τον με τις απαρχές των θρησκειών και τις κοινές αναζητήσεις διαφορετικών πολιτισμικών κέντρων. Αυτή η υπεράσπιση της θρησκευτικής διαφοράς καθιστά τον «Ιουλιανό» μια πιθανή απειλή ακόμη και για τους σημερινούς «Γαλιλαίους».

25/8/11

Are books dead, and can authors survive?

Will books, as we know them, come to an end?

Yes, absolutely, within 25 years the digital revolution will bring about the end of paper books. But more importantly, ebooks and e-publishing will mean the end of "the writer" as a profession. Ebooks, in the future, will be written by first-timers, by teams, by speciality subject enthusiasts and by those who were already established in the era of the paper book. The digital revolution will not emancipate writers or open up a new era of creativity, it will mean that writers offer up their work for next to nothing or for free. Writing, as a profession, will cease to exist.

Generation Y and the End of Paper


First of all I'd like to clear up the question: "The end of Books?" This is misleading as it seems purely technical – a question of the paper mill versus the hard drive. Of course the paper book will survive, you may say; it will reinvent itself as it did before. Haven't future projections been wrong in the past? Didn't they say Penguin paperbacks would destroy the print industry in 1939? That the printing press would overthrow Catholicism after 1440? That home videos would destroy cinema?

On the paper front, depending on whom you listen to, statistics vary wildy. Barnes and Noble claims it now sells three times as many digital books as all formats of physical books combined. Amazon claims it has crossed the tipping point and sells 242 ebooks for every 100 hardbacks, while Richard Sarnoff, CEO of Bertelsmann, admits that the future of the paper book is tied to the consumption habits of a generation: the baby boomers. Generation Y-ers (the children of the boomers) already consume 78% of their news digitally, for free, and books will follow suit. Interpreting Sarnoff's calculations, the paper book has a generation left.

But let's leave the survival of the paper book alone, and ask the more important question: Will writers be able to make a living and continue writing in the digital era? And let's also leave alone the question: why should authors live by their work? Let's abandon the romantic myth that writers must survive in the garret, and look at the facts. Most notable writers in the history of books were paid a living wage: they include Dostoevksy, Dickens and Shakespeare. In the last 50 years the system of publishers' advances has supported writers such as Ian McEwan, Angela Carter, JM Coetzee, Joan Didion, Milan Kundera, Don DeLillo, Salman Rushdie, Norman Mailer, Philp Roth, Anita Shreve, Graham Greene, Muriel Spark and John Fowles. Authors do not live on royalties alone. To ask whether International Man Booker prizewinner Philip Roth could have written 24 novels and the award-winning American trilogy without advances is like asking if Michelangelo could have painted the Sistine Chapel without the patronage of Pope Julius II. The economic framework that supports artists is as important as the art itself; if you remove one from the other then things fall apart.

And this is what is happening now.

The Retreat of Advances


With the era of digital publishing and digital distribution, the age of author advances is coming to an end. Without advances from publishers, authors depend upon future sales; they sink themselves into debt on the chance of a future hit. But as mainstream publishers struggle to compete with digital competitors, they are moving increasingly towards maximising short-term profits, betting on the already-established, and away from nurturing talent. The Bookseller claimed in 2009 that "Publishers are cutting author advances by as much as 80% in the UK". A popular catchphrase among agents, when discussing advances, meanwhile, is "10K is the new 50K". And as one literary editor recently put it: "The days of publishing an author, as opposed to publishing a book, seem to be over."

Publishers are focusing on the short term and are dropping midlist writers. Midlisters – neither bestsellers nor first-timers – were formerly the Research and Development department of publishers in the 20th century. It was within the midlist that future award-winners and bestsellers were hot-housed (Don Delillo, for example, was supported as a midlist author over the six underperforming books that preceded his Pulitzer-nominated, multi-award winning novel, Underworld.

In reaction to the removal of their living wage, many writers have decided to abandon the mainstream entirely: they've come to believe that publishers and their distribution systems are out of date; that too many middle-men (distributors, booksellers) have been living off their work. When authors either self e-publish or do deals through agents that to go straight to digital they embrace a philosophy of the digital market called the long tail.

Living in the Long Tail





The long tail is best described by business adviser, futurologist, guru and editor of Wired Magazine, Chris Anderson, in his book The Long Tail, or Why the Future of Business is Selling Less of More. An alternative tagline for the book is How Endless Choice is Creating Unlimited Demand. In simple terms, the long tail derives its name from graphs of sales against number of products. Whereas throughout the 20th century publishers concentrated on selling only a few heavily promoted "hits" or "bestsellers" in bulk, digital shopping has meant that what was originally a tail-off in sales, has now become increasingly profitable. Rather than selling, say, 13m copies of one Harry Potter book, a long tail provider can make the same profits by selling 13m different "obscure", "failed'" and "niche" books.

The long tail is Amazon and iTunes, Netflix, LoveFilm and eBay. It is, arguably, between 40% to 60% of the market, which was hidden and/or simply unavailable before the advent of online shopping.

As more consumers come online and chose to select content for themselves, the long tail gets longer. It also starts to demolish the old mainstream system of pre-selection, mass marketing and limited shelf space for "bestsellers". Amazon is a successful long-tail industry: it has forced publishers into selling their books at 60% discount and driven bookshops out of business. As the long tail grows, the mainstream mass market shrinks and becomes more conservative. The long tail has created this effect in all of the other industries that have gone digital.

Myths of the Long Tail


The recent enthusiasm for the long-tail market does, however, obscure a very basic economic fact: very few writers and independent publishers can survive in the long tail. Amazon can sell millions of books by obscure authors, while at the same time those authors, when they get their Amazon receipts, will see that they have sold only five books in a year. This is not an accident, but part of a trend endemic to the digital world. As Chris Anderson said in his book Free: Why $0.00 is the future of business: "Every industry that becomes Digital will eventually become free."

The reason why a living wage for writers is essential is that every industry that has become digital has seen a dramatic, and in many cases terminal, decrease in earnings for those who create "content". Writing has already begun its slide towards becoming something produced and consumed for free.

In the Free Revolution, why should anyone pay for content?


The following are facts about the financial downturn in the digital industries:

(1) Home videos
Originally the industry started off with consumers having to buy expensive equipment (VHS, LaserDisc etc) - which were superseded by DVD, then by online video streaming. Over and above the possibility of ripping pirate videos (according to a 2010 study by OVN, 69% of the population do this already), the price of watching a feature film or TV show is now trending towards zero. Sites like Netflix and LoveFilm have thousands of films available to watch entirely for free or with subscriber packages for a few pounds a month. In 2005 alone, the Motion Picture Association of America announced that the movie industry lost $6.1bn to piracy (75% higher than they expected).

(2) Music
A statistical study on Information is Beautiful shows that for a musician to earn the minimum wage in the US, per month, he or she would have to sell either 143 self-pressed CDs, 1,161 retail album CDs or 4,053,110 plays on Spotify (with a 0.0016 percent royalty. In an article in Society of Authors journal The Author, Martin Hodkinson states that "Hundreds of people have 'downed their tools' in the music business, through no choice of their own. The total income of the industry dropped by 25% between 1999 and 2008 and is expected to fall by 75% by 2013."

(3) Porn

(4) Computer games

(5) Newspapers
Across the board in March 2010, every national UK paper fell in circulation by between 6% and 27%. News International lost half of its value in Q1 of 2009. As newspapers lay off staff to cut costs, they confront the fact that newspaper readership is tied to an ageing demographic. A recent business story claimed that "printing the New York Times costs twice as much as sending every subscriber a new Kindle."

(6) Photography
Staff photographers at newspapers have been laid off over the last five years. Picture desks now use amateur online photo archives instead of commissioning new images and get pictures for a fraction of previous costs or entirely for free.

(7) Telecommunications
In the 1980s, the price of a call to India from the UK was £2 a minute. Now, with fibre-optic cable, it is 4p. With Skype it's absolutely free. As concerns handsets, generally, within two years of manufacture a phone's price tends towards zero. New packages give free phones in return for small monthly payments. This impacts all other digital industries as new smart phones lower their costs on the promise of access to a world of increasingly free digital content.

(8) The internet
Many of the largest growth industries in the last decade provide an entirely free service to the consumer: Google, Yahoo, YouTube. These have facilitated other sites made by consumers for consumers, for free: the blogosphere, open source, social networks, Wikipedia. All of these, to quote Anderson, are "produced by entirely free labour, consumed with no expectation of payment or monetary exchange". As he says, "'Free' is the gift of silicon valley to the world".

The Free revolution - So who's selling what to whom?


Before we go back to books, let's look at what all this means. For all its digital-friendly rhetoric and the co-option of "radical" jargon, surely the people at Google, Yahoo and YouTube aren't working for free. These companies are making a profit big enough to place them on the Fortune 500. So if the future of digital media is "free", where does the money come from?

While providers such as Yahoo and Google provide free content, at the same time, on every screen, they sell advertising space. The culture (books, films and music) that you find for free on the sites, is not the product, it has no monetary value. The real product Yahoo and Google are selling is something less tangible – it is you.

Your profile and that of millions of other consumers are being sold to advertisers. Your hits and clicks make them money.

These digital providers are not in any way concerned with or interested in content, or what used to be called "culture". To them culture is merely generic content; it is a free service that is provided in the selling of customers to advertisers. Ideally for service providers, the customers will even provide the culture themselves, for free. And this is what we do when we write blogs, or free ebooks or upload films of ourselves, at no cost.

Forecasts predict that within 10 to 15 years the largest "publishers" in the world will be Google, Amazon and Apple. In May 2010, Google announced plans to compete with Amazon, Barnes and Noble and Apple by launching its own online ebook store, which requires no e-reader and no fees. In August of the same year, Google annonunced its intention to scan all known books (130m) by the end of the decade. All of which would be available for free or for a minuscule one-off payment to authors of around $60 per book. Google is still caught up in legal wrangles, but this change is coming.

Piracy and competitive discounting – the race to the bottom


Back again to books. In all of the cases above, digital industries have been pushed towards zero price by two factors: (1) mass piracy and (2) the consumer demand for massive discounts. Book piracy has only just begun but it is now very simple to break through the DRM protection systems set up by publishers and to illegally download books in less than 60 seconds. The shift to piracy moves imperceptibly in the mind of the consumer, as Adrian Hon, founder of a leading games company outlined in the Telegraph.

It starts in this way: consumers download electronic copies of books that they already own for convenience sake (an activity that the New York times claims is ethical). This introduces people to ebook torrents. Then they start downloading classics: "Tolkien and CS Lewis are both dead, so why should I feel bad about pirating their books?" And since they have enough memory on their e-reader to store 3,500 books and the e-reader came with four preloaded free classics to start with, what difference will it make? Then, says Hon, "you'll have people downloading ebooks not available in their country yet. Then it'll be people downloading entire collections, just because it's quicker. Then they'll start wondering why they should buy any ebooks at all, when they cost so much."

In every digital industry the attempt to combat piracy has led to a massive reduction in cover price: the slippery slope towards free digital content.

Will digital books be any different from jpegs, quicktimes and mp3s? What makes them so, other than a desire by the currently dominant generation to preserve what they have known - a trend that will be outgrown when that generation passes?

The Long Term against the Long Tail


Is there an alternative to this catastrophe? If so, it cannot lie where Chris Anderson recommends, in having what he terms "freemium viewing" – locked or extra content for subscribers (a system devised for newspapers and computer games). What would this mean for the book? An extra chapter? An author's commentary? The final sentence if you pay more?

An alternative could lie in authors writing apps and blogs, on both of which, the author would get paid per 10,000 or so hits, by advertisers. Or it could lie in crowd funding – with innovations such as publishing house 'Unbound'. You have enough readers, they pay a dollar or a pound, and en masse they see you through the duration required to write the book, that you then give then for free.

The trend of consumers demanding ever more for ever less is not restricted to culture. It's a phenomenon well documented by writers such as Zygmunt Bauman and Naomi Klein: the "race to the bottom", in which competing corporations cut their prices in the bid to put all other competitors out of business.

Can books be written in sweatshops?


Well, books might not be manufactured in China and Korea but the long tail is the sweatshop of the future, and it will contain millions of would-be-writers who will labour under the delusion that they can be successful in the way writers were before, in the age of the mainstream and the paper book.

There is no simple solution. All that is clear is that for authors and publishers to abandon each other only accelerates the race towards free content.

Authors must respect and demand the work of good editors and support the publishing industry, precisely by resisting the temptation to "go it alone" in the long tail. In return, publishing houses must take the risk on the long term; supporting writers over years and books, it is only then that books of the standard we have seen in the last half-century can continue to come into being.

This is something that publishers are well aware of, but still seem powerless to do anything about. As Sarnoff CEO of Bertelsmann has said, "… as things switch to digital there is the danger that a lot of value can leak out of the industry, and that our authors, our artists won't have enough revenues there to pay for their best work and that we won't have enough revenue to pay for our own infrastructure."

If the connection between publishers and writers splits completely, if they fail to support and defend each other, then both will separately be subjected to the markets' demand for totally free content, and both shall have very short lives in the long tail. The writer will become an entrepreneur with a short shelf life, in a world without publishers or even shelves.

But ultimately, any strategy conceived now is just playing for time as the slide towards a totally free digital culture accelerates. How long have we got? A generation. After that, writers, like musicians, filmmakers, critics, porn stars, journalists and photographers, will have to find other ways of making a living in a short-term world that will not pay them for their labour.

The only solution ultimately is a political one. As we grow increasingly disillusioned with quick-fix consumerism, we may want to consider an option which exists in many non-digital industries: quite simply, demanding that writers get paid a living wage for their work. Do we respect the art and craft of writing enough to make such demands? If we do not, we will have returned to the garret, only this time, the writer will not be alone in his or her cold little room, and will be writing to and for a computer screen, trying to get hits on their site that will draw the attention of the new culture lords – the service providers and the advertisers.

I ask you to take the long view, to look a generation beyond where we are now, and to express concern for the future of the book. I ask you to vote that the end of "the book" as written by professional writers, is imminent; and not to be placated with short-term projections and enthusiasms intended to reduce fear in a confused market. I ask you to leave this place troubled, and to ask yourself and as many others as you can, what you can do if you truly value the work of the people formerly known as writers.


24/8/11

Η Θεωρία των χορδών -Χοσέ Κάρλος Σομόθα


Γνωρίζουμε ότι o Ντεκάρτ ανακάλυψε το "Σύστημα Συντεταγμένων", παρατηρώντας μια μύγα να περπατάει σ' ένα ταβάνι με πλακάκια. Η μικρή ομάδα των επιλέκτων επιστημόνων, οι οποίοι κυκλοφορούν στις πυρακτωμένες σελίδες του μυθιστορήματος του Χοσέ Κάρλος Σομόθα, ανακαλύπτουν έντρομοι το Χάος, μελετώντας συστηματικά ορισμένα κρίσιμα πορίσματα της νεωτερικής Φυσικής.
Στη συνέχεια ισχυρών παροτρύνσεων και ανάλογων επιχορηγήσεων από μια διεθνή εταιρεία, συνωμοτικών μάλλον βλέψεων, οι ήρωες του βιβλίου οδηγούνται στη λήψη της πιο ριψοκίνδυνης απόφασης, να δουν δηλαδή στην οθόνη του υπολογιστή τους, απομονωμένοι σε ένα νησί του Ινδικού Ωκεανού, ονόματι Νέα Νέλσον, ό, τι συνιστά την προϊστορία και την Ιστορία. Κατ’ αρχήν επιλέγεται η περίοδος της επικυριαρχίας των δεινοσαύρων και ακολουθεί το διάστημα, το οποίο ορίζουν οι τελευταίες ημέρες του ιστορικού χαρακτήρα του Ιησού Χριστού. Ένα από τα νεότερα μέλη των μοιραίων σκαπανέων θα διαπράξει λόγω ακριβώς της άμετρης φιλοδοξίας, αλλά και της ακηδίας που τον διακρίνει, τον ολέθριο σολοικισμό, την εμπλοκή του δηλαδή στο συγκρουσιακό πεδίο των βίαιων τριβών του παρελθόντος με το τρέχοντα χωρόχρονο. Το τι επακολουθεί οφείλεται στη γνωστή μυθοπλαστική ικανότητα του συγγραφέα, ο οποίος μας έχει συνηθίσει σε καλώς συγκερασμένα σχήματα συνύπαρξης του Παραλόγου με το «απολύτως» Εφικτό, με τη συνδρομή πάντα των τελευταίων επιτευγμάτων των λεγομένων θετικών επιστημών, αλλά και της φιλοσοφίας εν γένει.
Η αρχή του Ντέιβιντ Χιουμ, η οποία τονίζει ότι «η εμπειρία είναι η αρχή που με πληροφορεί για τις διάφορες συζεύξεις των αντικειμένων στο παρελθόν. Το έθος είναι η αρχή που με κάνει να περιμένω το ίδιο και στο μέλλον. Και οι δύο μαζί λειτουργούν συνωμοτικά με τη φαντασία» αξιοποιείται καταχρηστικά: η υπέρβαση των μέτρων της αντοχής του ανθρώπου, καθώς ανοίγεται στο αχανές Αντικείμενο-Γεγονός, θα ποινικοποιηθεί από τον Ήλιο και θα τιμωρηθεί δεόντως από τις Ερινύες. (Ιδέτε Πραγματεία για την ανθρώπινη νόηση, 1.4.7.3, εκδόσεις «Πατάκη», 2005). Με άλλα λόγια, η σαφώς παραβατική και γι’ αυτό ολέθρια διάρρηξη των όσων καλώς ή κακώς παρήλθαν ισοδυναμεί, από πλευράς δεινών, με την προοπτική της θεοποίησης του ανθρώπου, όπως την προπαγανδίζει ο ανεκδιήγητος βιβλικός Όφις.
Στο βαθμό μάλιστα που ο χρόνος είναι κινητή μορφή της αιωνιότητας, όπως τον θέλει ο πλατωνικός Τίμαιος, τότε τα εξειδικευμένα πειράματα της ανάκτησης του απώτερου ή και απώτατου Πριν ενδέχεται να συμπαρασύρουν τον επιπόλαιο και ανώριμο παρατηρητή του χρόνου στην τροχιά του όντως όντος: η σύνδεση της ύπαρξης με τη συμπαντική δύναμη, την ακήρατη ποιότητα-ποσότητα, την οποία ονόμασε Βούληση ο Αρθούρος Σοπενχάουερ, χωρίς προηγουμένως να έχουν ληφθεί τα απαραίτητα μέτρα, οδηγεί μαθηματικά αν όχι στην ανέκκλητη εξάλειψη του εγώ, πάντως στην απορρόφηση της υφής του από τον άγνωστο Χ της κοσμικής Μηχανής.
Αν όντως «η αντιμετώπιση του πεπρωμένου εξακολουθεί να παραμένει η πεμπτουσία της γνώσης», για να θυμηθούμε το εμβληματικό πρόταγμα του Ζωρζ Μπατάιγ, από την τελευταία του διάλεξη στο Κολέγιο Κοινωνιολογίας, το 1939, (ιδέτε Η ιερή κοινωνιολογία του σύγχρονου κόσμου, εκδόσεις «Κέδρος», 2006), τότε οι έκθαμβοι πολιορκητές του Χθες, διαπράττουν άλλο ένα σφάλμα: ακυρώνουν την διακρίβωση των παραμέτρων του μέλλοντος, ό, τι δηλαδή τους αφορά άμεσα, εδώ και τώρα, προκειμένου να αδράξουν το απαγορευμένο μήλο, δηλαδή το μολυσματικό παρελθόν του κόσμου. Κατά τα άλλα η ενδεχόμενη απαξία του παράτολμου έως ανθρωποκτόνου στη χειρότερη των περιπτώσεων εγχείρημα έχει ήδη υπογραμμιστεί δεόντως από ένα μέρος της λεγόμενης αποδεκτής λογοτεχνίας. Έστω οι εξής ενδεικτικοί αφορισμοί: «ο Σουηδός αφηνόταν στη συνηθισμένη ανθρώπινη επιθυμία να θες να ζήσεις άλλη μια φορά το παρελθόν-να περάσεις μερικά ακίνδυνα λεπτά μες στην αυταπάτη της επιστροφής στον ευεργετικό αγώνα του παρελθόντος.[…] Σε τελική ανάλυση, αυτό που αποκαλούν ‘‘παρελθόν’’ όσοι περιφέρονται σε κάτι τέτοιες συναντήσεις δεν είναι ούτε θραύσμα θραύσματος του παρελθόντος. Είναι το παρελθόν που δεν έχει εκτονωθεί – τίποτα δεν επανέρχεται στη μνήμη, τίποτα. Σκέτη νοσταλγία.» (Ιδέτε εν προκειμένω Φίλιπ Ροθ, Αμερικανικό ειδύλλιο, εκδόσεις «Πόλις», 1999, σσ. 164 και 87).
Η μετάφραση διακρίνεται και για τη ρηματική της ευλυγισία.


















22/8/11

"Εφυγε" από τη ζωή ο Νίκος Θέμελης

Οταν αρρώστησε βαριά ο Νίκος Θέμελης και πονούσε πολύ, πάλευε με τις παραισθήσεις που του προκαλούσαν τα ισχυρά αναλγητικά και έβαζε στοιχήματα με τον θάνατο ότι θα προλάβει να συμπληρώσει το συγγραφικό του όραμα. Τότε οι συνεντεύξεις δεν γίνονταν πια στο γραφείο του αλλά στο σπίτι του. Καθόμασταν στο ζεστό και φιλικό καθιστικό της μονοκατοικίας του στου Παπάγου, με το τσάι που ετοίμαζε η τρυφερή σύντροφός του Μαριάννα, και όταν τελείωνε η συζήτησή μας με ανέβαζε κουτσαίνοντας στο επάνω πάτωμα να μου δείξει με καμάρι το καβαλέτο του και τους πίνακές του. Ημιτελείς και ολοκληρωμένοι, παραστατικοί με μια μεταφυσική διάσταση όλοι τους, αυτοί αποτελούσαν τη βάση στα εξώφυλλα των μυθιστορημάτων του. «Η ζωγραφική», μου έλεγε, «ήταν η δημιουργική μου διέξοδος από τα γυμνασιακά μου χρόνια μέχρι που ανέλαβε πρωθυπουργός ο Σημίτης». Τότε, το 1996, αποφάσισε να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη λογοτεχνία που τελικά απορρόφησε όλο τον ελεύθερο χρόνο του. Ηταν 49 ετών, αφιερωμένος στο όραμα του εκσυγχρονισμού πριν ακόμη η λέξη αυτή γίνει πολιτικό σύνθημα, και δεν έκανε κοινωνική ή κοσμική ζωή, αλλά και δεν του περίσσευε χρόνος. Για να προλάβει λοιπόν, έγραφε… προφορικά! «Μιλώ στο κασετόφωνό μου διότι τα χέρια μου δεν τρέχουν με την ταχύτητα του μυαλού μου. Μετά, όταν δακτυλογραφηθεί το κείμενο, αρχίζω το χτένισμα. Πάντα όμως έχω στο μυαλό μου ως αφετηρία τη φέρουσα ιδέα. Την "Αναζήτηση", την "Ανατροπή", την "Αναλαμπή"...».
Αυτό που πάνω απ' όλα ξεχώριζε τον Θέμελη απ' τους μπεστσελερίστες της εποχής του δεν είναι μόνο ότι έγραφε μυθιστορήματα ιδεών με υψηλή δόση λογοτεχνικότητας. Ηταν ότι είχε σχέδιο. Και τα επτά βιβλία που κυκλοφόρησε από το 1998 έως το 2010 απαντούν στο αίτημα που κυριάρχησε μετά το 1981 για αλλαγή της νοοτροπίας και μεταβολή των συνειδήσεων στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό αν υπολογίσει κανείς ότι όλα τα βιβλία του μαζί έχουν ξεπεράσει σε πωλήσεις τα 815.000 αντίτυπα! Να κάτι που δεν έχει χωνέψει το λογοτεχνικό σινάφι, το οποίο άργησε να αποδεχτεί το γεγονός πως ένα πολιτικό πρόσωπο έγραφε βιβλία με λογοτεχνικές αρετές και κέρδισε με το σπαθί του το ευρύ κοινό ως πεζογράφος.
«Ο Θέμελης διερευνά με τι υλικό θα φτιάξουμε τη νέα εθνική συνείδησή μας για να σταθούμε όρθιοι στα πόδια μας» είχε πει χαρακτηριστικά το 2003 ο καθηγητής Αντώνης Λιάκος, ο άτυπος σύμβουλός του σε ζητήματα σύγχρονης Ιστορίας. Και παρουσιάζοντας την «Αναλαμπή» (που κλείνει την τριλογία ζωντανεύοντας την περίοδο 1910-1934 των μεταρρυθμίσεων του Βενιζέλου, τις οποίες υπονόμευσαν οι ελλαδίτες αστοί), σημείωνε πως «τέτοια λογοτεχνικά έργα συμβάλλουν στη διαμόρφωση ιστορικής κουλτούρας».
 

20/8/11

Μεταφρασμένη λογοτεχνία - Εκδόσεις που ετοιμάζονται

Οι επιλογές των ελλήνων εκδοτών στους τίτλους της ξένης πεζογραφίας, για το φετινό καλοκαίρι, κρίνονται ακόμα στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και στους τόπους των διακοπών. Είναι ομολογουμένως πολλές και καλύπτουν όλες τις αισθητικές απαιτήσεις.
Παρά την κρίση, στο πρώτο εξάμηνο του 2011, το πεδίο της μεταφρασμένης λογοτεχνίας αποδείχθηκε ιδιαίτερα πλούσιο, με αρκετούς κλασικούς στο πρόγραμμα, σίγουρα αναγνώσματα καταξιωμένων σύγχρονών μας συγγραφέων αλλά και πολλές νέες προτάσεις.
Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι επιστρέφουν δριμύτεροι το προσεχές φθινόπωρο και ετοιμάζουν τα βιβλία που θα εκδώσουν μέχρι το τέλος του χρόνου κλείνοντας έτσι και το δεύτερο εξάμηνο του προγραμματισμού τους για το 2011. Το «Βήμα» επιχειρεί μια πρώτη «χαρτογράφηση» του τοπίου των βιβλίων που θα κυκλοφορήσουν μέχρι τον επόμενο Δεκέμβρη.
Το πολυαναμενόμενο «2666» του φοβερού χιλιανού Ρομπέρτο Μπολάνιο θα κυκλοφορήσει τελικά μέχρι το τέλος Δεκεμβρίου στις εκδόσεις «Αγρα». Ο «Μπόρχες του 21ου αιώνα» (ο χαρακτηρισμός, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι υπερβολικός), που έφυγε δυστυχώς πρόωρα απ’ τη ζωή το 2003, πρόλαβε ν’ αφήσει πίσω του μια σειρά έργων υψηλής ποιότητας. Το «2666» που κυκλοφόρησε το 2004 θεωρείται το αριστούργημά του, μια αναγνωστική εμπειρία. Ο ίδιος σκόπευε να εκδώσει πέντε διαφορετικά βιβλία που τελικά έγιναν τα πέντε κεφάλαια του μυθιστορήματος που κέρδισε το Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών στην Αμερική το 2008. Ο ίδιος πρόλαβε να αποσπάσει και το σημαντικό ισπανικό βραβείο «Ρόμουλο Γκαλιέγος» το 1999. Η κολασμένη αφήγηση του Μπολάνιο μας ταξιδεύει στην πόλη Σάντα Τερέζα στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού όπου καθημερινά δολοφονούνται μυστηριωδώς νεαρές κοπέλες. Στην ουσία πρόκειται για την πραγματική πόλη Χουάρες του Μεξικού που άρχισε ν’ απασχολεί την κοινή γνώμη απ’ το 1993 όταν εκεί, στα σύνορα της ανομίας και της βίας, άρχισαν να αγνοούνται φτωχές εργάτριες. Τα εκατοντάδες θύματα δίνουν την ευκαιρία σ’ έναν πραγματικό καλλιτέχνη να αποδείξει ότι το μυθιστόρημα έχει ακόμα περιθώρια ουσιαστικής «διεύρυνσης», παρά τα όσα τελεσίδικα λέγονται περί του αντιθέτου.
«Η πατρική κληρονομιά» (Πόλις) του Φίλιπ Ροθ, η οποία είχε κυκλοφορήσει παλαιότερα απ' τις εκδόσεις Χατζηνικολή, συγκαταλέγεται στις αληθινές ιστορίες (non fiction) του συγγραφέα και αφορά τον πατέρα του. Ο γηραιός Χέρμαν Ροθ, με τον πλούτο των αναμνήσεων απ' τη ζωή στο Νιούαρκ της Νέας Υόρκης, βιώνει τις ματαιώσεις και την ανημπόρια του γήρατος. Ο γιος του, ημι-αυτοβιογραφούμενος, τον παρακολουθεί με το ανελέητο βλέμμα του, βαθιά συμπονετικό αλλά και αιχμηρά σαρκαστικό. Οι εκδόσεις «Πόλις» αγόρασαν τα δικαιώματα όλων των βιβλίων του Ροθ απ' τον εκδοτικό οίκο Χατζηνικολή που έκλεισε. Μια εμβληματική αμερικανίδα συγγραφέας, που ανήκει και στις μεγάλες μορφές της Νέας Δημοσιογραφίας στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, η Τζόαν Ντίντιον γράφει ένα βιβλίο για την απώλεια του συντρόφου της και την αγωνία της για την επιβίωση του παιδιού της. «Η χρονιά της μαγικής σκέψης» (Κέδρος) είναι μια πολύ προσωπική ιστορία που βραβεύτηκε στις ΗΠΑ με το «Εθνικό Βραβείο Βιβλίου» του 2005 στην κατηγορία Non Fiction.
Ο Κάρλος Φουέντες βάζει μια κομμένη κεφαλή, να θυμηθεί και να διηγηθεί τη σύγχρονη ιστορία του Μεξικού (όπου σήμερα το έγκλημα κυβερνά ατιμώρητο) στο νέο πολυσέλιδο μυθιστόρημά του «Η θέληση και η τύχη» (Καστανιώτης).  Επιπλέον, οι εκδόσεις «Άγρα» μέχρι το τέλος του χρόνου θα εκδώσουν το magnum opus του σπουδαίου μεξικανού συγγραφέα «Terra Nostra», ένα πραγματικό καλλιτέχνημα της σύγχρονης λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, ένα απ’ τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί ποτέ στην ισπανική γλώσσα. Ο Φουέντες αναμειγνύει την ιστορία της Ισπανίας και της Νότιας Αμερικής, τον ινδιάνικο παγανισμό με τον χριστιανισμό και με ποικίλες λογοτεχνικές φόρμες, εγκιβωτισμένες ιστορίες και ζηλευτούς χαρακτήρες, μας χαρίζει ένα πραγματικό έπος που αναπτύσσεται στα συντρίμμια των  διαφορετικών αυτών πολιτισμών. Λέγεται, ότι ο «εθνικός συγγραφέας» του Μεξικού έχει στο συρτάρι του πολλά μυθιστορήματα των οποίων όμως δεν έχει γράψει ακόμα το τέλος.
Στην «Ωκεανίδα» είναι έτοιμος για τύπωμα ο πρώτος τόμος του μυθιστορήματος της αμερικανίδας Αυν Ραντ «Ο Ατλας επαναστάτησε». Το τρομακτικό σε μέγεθος μυθιστόρημα της συγγραφέως (και το πλέον αναγνωρίσιμο) του «αντικειμενισμού» θα κυκλοφορήσει σε τρεις συνολικά τόμους πριν το 2012. Επίσης ετοιμάζονται το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο νομπελίστας Ορχάν Παμούκ με τίτλο «Τζεβντέτ μπέη και υιοί» αλλά και μια εκ βαθέων εξομολόγηση του ιάπωνα Χαρούκι Μουρακάμι για το τρέξιμο και τη συγγραφή, το «Γιατί πράγμα μιλάω, όταν μιλάω για το τρέξιμο».
Ο κορυφαίος αλβανός συγγραφέας Ισμαήλ Κανταρέ στο νέο του βιβλίο «Το μοιραίο δείπνο» (Μεταίχμιο) μας μεταφέρει στο Αργυρόκαστρο του 1943 προσπαθώντας να διαλευκάνει τι πραγματικά ήταν η επίσκεψη ενός διακεκριμένου χειρουργού στο σπίτι του γερμανού διοικητή μια μυστηριώδη νύχτα: δοσιλογισμός ή γνήσιος πατριωτισμός; Ο βραβευμένος με δυο Μπούκερ στο πρόσφατο παρελθόν, αυστραλός Πίτερ Κάρεϊ επανέρχεται στα ελληνικά με το ιστορικό μυθιστόρημα «Ο Παπαγάλος και ο Ολιβιέ στην Αμερική» (Ψυχογιός) όπου ο Αλέξις ντε Τοκβίλ στρην ουσία, συγγραφέας του έργου «Η δημοκρατία στην Αμερική», ταξιδεύει στο Νέο Κόσμο και με τον προστάτη και κατάσκοπό του τον Παπαγάλο (έναν άνθρωπο που ήθελε να γίνει ζωγράφος αλλά κατέληξε υπηρέτης) παρατηρεί τις πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές σε μια κρίσιμη στιγμή της ιστορίας.
Οι εκδόσεις «Κέδρος» μεταφράζουν για πρώτη φορά στα ελληνικά τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας, έναν απ' τους πιο εκρηκτικούς και ταλαντούχους συγγραφείς της νέας γενιάς που αυτοκτόνησε το 2008, τον οποίο θα γνωρίσουμε από τη συλλογή διηγημάτων του «Αμερικανική Λήθη» και θα εκδώσουν το νέο μυθιστόρημα του Μπρετ Ίστον Έλις «Αυτοκρατορικές απολαύσεις» που επικεντρώνεται στην Καλιφόρνια της χλιδής και της παρακμής, την κρίση της μέσης ηλικίας και τον αξιακό εκτροχιασμό της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο γνωστός μας σκωτσέζος Αντριου Ο' Χέιγκαν φιλοδοξεί να μας κερδίσει εκ νέου με το μυθιστόρημα «Η ζωή και οι απόψεις του σκύλου Μαφ και της φίλης του, της Μέριλιν Μονρόε» (Πόλις). Η τελευταία φάση της ζωής, στις αρχές της δεκαετίας του 60', αυτής της μοιραίας ξανθιάς μέσα απ' τα μάτια και το στόμα ενός διασκεδαστικού αφηγητή, του σκύλου που της χάρισε ο Φρανκ Σινάτρα.
Ο γάλλος Ερίκ Φοτορινό, μετά τα «Κινηματογραφικά φιλιά», πάντα στις εκδόσεις «Πόλις», μας παρουσιάζει στο «Κορσακόφ» έναν διακεκριμένο νευρολόγο που πάσχει απ' το ομώνυμο σύνδρομο και τις διαταραχές της μνήμης του έρχεται να τις καλύψει το σύμπτωμα της νόσου που είναι η μυθοπλασία. Επίσης, ο Τριστάν Γκαρσία με το πρώτο μυθιστόρημά του «Η καλύτερη πλευρά των ανθρώπων» γράφει για το κίνημα της χειραφέτησης των ομοφυλοφίλων στη Γαλλία του 80' αλλά και την πληγή του έιτζ μέσα απ' τη δραματική ιστορία δυο ζευγαριών.
Ο αμερικανός Ερικ Λάρσον «Στον κήπο με τα θηρία, Ενα συναρπαστικό χρονικό της ανόδου του Τρίτου Ράιχ» αφηγείται αυτά που πέρασε μια οικογένεια αμερικανών στην χιτλερική Γερμανία διερευνώντας τη σκοτεινή σαγήνη του ναζισμού ενώ ο Λοράν Γκοντέ, που έχει βραβευτεί με Γκονκούρ στη Γαλλία, στο νέο του μυθιστόρημα «Στο έλεος του κυκλώνα» ασχολείται με τα δαιμόνια της φύσης και των ανθρώπων, την πίστη αλλά και τη δύναμη της ελπίδας, με φόντο την πρόσφατη καταστροφή στη Νέα Ορλεάνη. Τα βιβλία τα αναμένουμε απ' τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» όπως και τα «Εγγλέζικα σπαστά» του πρωτοεμφανιζόμενου Στίβεν Κέλμαν, για ένα νεαρό Γκανέζο που προσπαθεί να προσαρμοστεί, να μεγαλώσει σε μια σκληρή πολυπολιτισμική γειτονιά στο Πέκαμ του Λονδίνου. Το μυθιστόρημα ανταγωνίζεται στη μακρά λίστα του φετινού Μπούκερ δυο πολύ εκλεπτυσμένες πένες.
Πρόκειται για τον ιρλανδό Σεμπάστιαν Μπάρι και τον άγγλο Αλαν Χόλινγκχερστ. Τα βιβλία τους, «The Stranger's Child» (Το παιδί του ξένου) και το «On Canaan's Side» (Εις γην Χαναάν) αντιστοίχως, που σκάβουν τις μνήμες και το ρευστό παρελθόν των πατρίδων τους, ετοιμάζονται στις εκδόσεις Καστανιώτη. Επιπλέον, στις ίδιες εκδόσεις, ο ισπανός Ενρίκε Βίλα Μάτας επιστρέφει με την «Δουβλινιάδα» του, μια παρωδία για το τέλος του κόσμου και μια ανησυχία για το τέλος της ίδιας της λογοτεχνίας ενώ ο ελβετός Μάρτιν Ζούτερ, με μια απ' τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές εκδοτικές επιτυχίες των τελευταίων ετών όπως «Ο μάγειρας του έρωτα», συνδυάζει έρωτα, χρήμα και συναίσθημα με τη γαστριμαργία.
Eπανεκδίδεται, σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα, το κλασικό μυθιστόρημα του νομπελίστα Ουίλιαμ Φόκνερ «Καθώς ψυχορραγώ»: το ταξίδι μιας οικογένειας στον αμερικανικό νότο μέσα στη δυστυχία της Μεγάλης Υφεσης του 30'. Το μυθιστόρημα που ανήκει στα αριστουργήματα του εικοστού αιώνα και στα διαμάντια της λογοτεχνίας του southern gothic κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1970, στην ίδια μετάφραση, απ' τον ίδιο οίκο.
Σε νέα μετάφραση (το βιβλίο είχε κυκλοφορήσει απ' τις εκδόσεις Οδυσσέας το 1992) επανεκδίδεται η πιο γνωστή συλλογή διηγημάτων του «αμερικάνου Τσέχοφ» και «βρώμικου ρεαλιστή» Ρέιμοντ Κάρβερ με τίτλο «Ο καθεδρικός ναός». Θα κυκλοφορήσει απ' τις εκδόσεις «Μεταίχμιο» σε μετάφραση του Γιάννη Τζώρτζη. Στην ομότιτλη ιστορία ένας τυφλός βοηθά έναν άντρα, που 'χει κανονικά την όρασή του, να σχεδιάσει έναν καθεδρικό που δεν είχε δει ποτέ στη ζωή του.
Τέλος, με τα δύο μικρότερα μέλη της οικογένειας Γκλας ασχολείται ο  Τζ. Ντ. Σάλιντζερ στο βιβλίο του «Φράνυ & Ζούι» (πρώτη φορά στα ελληνικά απ’ τον «Επίκουρο» το 1983)  στις δύο ιστορίες που είχαν πρωτοδημοσιευθεί στο περιοδικό New Yorker γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Θα κυκλοφορήσουν σε νέα μετάφραση απ’ τις εκδόσεις «Καστανιώτη».