Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

29/9/11

Χάρολντ Μπλουµ:«Απελπιστική η παρακµή του αναγνωστικού κοινού»


Η φωνή του έφθανε από το µακρινό Μανχάταν ζωηρή. Ο αιρετικός, ο προκλητικός, ο µοναδικός Χάρολντ Μπλουµ είχε τα κέφια του. Φηµισµένος για τις αϋπνίες του, για την εκπληκτική ταχύτητα µε την οποία καταβροχθίζει τις σελίδες, την ανεξάντλητη ευρυµάθεια και την ασυνήθιστη µνήµη του στην οποία έχουν αποθηκευθεί ολόκληρα έργα του αρχαίου, του εβραϊκού και του χριστιανικού κόσµου, ο καθηγητής Λογοτεχνίας του Πανεπιστηµίου Γέιλ έχει µείνει στην Ιστορία για την Αγωνία της επίδρασης, ένα σύντοµο κείµενο που γράφτηκε µέσα σε τρεις ηµέρες το 1973 σε κατάσταση συγγραφικού παροξυσµού. Συνδυάζοντας τη θεωρία περί υψηλού του Λογγίνου µε το οιδιπόδειο σύµπλεγ- µα του Φρόιντ, παρουσίασε τον λογοτεχνικό στίβο ως πεδίο άγριων συγκρούσεων για επικράτηση ανάµεσα σε ταλαντούχους νέους συγγραφείς και στους ανυπέρβλητους προγόνους τους. Γνωστός στο ευρύ κοινό έγινε όµως µε τον «∆υτικό κανόνα», ένα ογκώδες βιβλίο µε τους συγγραφείς που αξίζει να διαβάσουµε και από όπου προκλητικά και συνειδητά απουσιάζει όλη η ελληνική γραµµατεία.

Στην «Ανατοµία της επίδρασης», ένα βιβλίο του το οποίο κυκλοφόρησε πριν από λίγους µήνες στην Αµερική και χαρακτηρίστηκε το κύκνειο άσµα της επίδρασης, συνοψίζει τη λογοτεχνική πορεία του, απαντά στους επικριτές του και αφήνει παρακαταθήκη στους αµερικανούς φοιτητές του το απόσταγµα της πολύτοµης συγγραφικής παραγωγής του για τις µείζονες λογοτεχνικές εµµονές του: τον Γουίλιαµ Σαίξπηρ και τον Γουόλτ Γουίτµαν. Μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήµα» θυµήθηκε τους έλληνες φοιτητές του στο Γέιλ και µετάνιωσε που δεν κατάφερε ποτέ να πραγµατοποιήσει το ταξίδι ως την Ελλάδα. Τώρα είναι αργά, η υγεία του δεν του το επιτρέπει, χρειάζεται µπαστούνι για να περπατήσει και ζητεί να του µιλώ δυνατά γιατί το ακουστικό που φορά δεν τον βοηθάει στην τηλεφωνική επικοινωνία µας. Ο Σοφός του Γέιλ γέρασε. Στο σώµα όµως, όχι στο πνεύµα. Παραµένει λάβρος κατά των συγγραφέων του συρµού που µε τα έργα τους σαρώνουν τα ταµεία, κατά του παρηκµασµένου εκπαιδευτικού συστήµατος, κατά των αµερικανών πολιτικών και προβαίνει σε βαρείς χαρακτηρισµούς τονίζοντας: «Να παραθέσεις κατά λέξη τα λόγια µου».

Στα νιάτα του εξόργισε τους Νέους Κριτικούς που κυριαρχούσαν στην αγγλοσαξονική κριτική, γιατί «δεν αποδεχόµουν ότι ο Τ. Σ. Ελιοτ ήταν ο απεσταλµένος του Θεού πάνω στη Γη». Οταν η αποδόµηση ορµούσε από το Πανεπιστήµιο του Γέιλ να καταλάβει τον κόσµο, ο Μπλουµ διαχώριζε τη θέση του από τον φίλο του Πολ Ντε Μαν και την παρέα του. Σήµερα του ανεβαίνει η πίεση όταν ακούει περί φεµινιστικής, µαρξιστικής και πολιτισµικής κριτικής, περί όλων αυτών των προσεγγίσεων που αποκαλεί περιφρονητικά «Σχολή της Μνησικακίας». ∆εν ανήκει πουθενά και ενοχλεί τους πάντες. Στο Γέιλ έχει καταλήξει να αποτελεί, όπως λέει, «πανεπιστηµιακό τµήµα του ενός ατόµου». Συνεχίζει όµως να τα βάζει µε όλους και να µη φοβάται τίποτε. Εκτός από ένα πράγµα: τον θάνατο των συγγραφέων του «∆υτικού κανόνα». Στους συγγραφείς αυτούς, που θα προκαλέσουν τους νεότερους να τους ανταγωνιστούν και να συγκρουστούν µαζί τους, εναποτίθενται οι ελπίδες µας για τη δηµιουργία καλής λογοτεχνίας στο παρόν και στο µέλλον και σαν παθιασµένος ιεροκήρυκας, δεκαετίες τώρα, κηρύσσει να πλησιάζουµε τα κείµενα χωρίς ιδεολογικές αγκυλώσεις και να τοποθετήσουµε τον πήχη ψηλά, στα λίγα έργα που ανήκουν στην περιοχή του υψηλού ύφους.

– Είναι το καινούργιο βιβλίο σας ένας
απολογισμός της πορείας σας στην κριτική;
«Αποτελεί µια ανακεφαλαίωση του έργου µου. Η πρόθεσή µου ήταν να δώσω µια σύνοψη του έργου της ζωής µου, που στρέφεται γύρω από το ζήτηµα της λογοτεχνικής επίδρασης, για τη νέα γενιά αναγνωστών. ∆ιότι, µπορεί να είµαι 81 ετών, εξακολουθώ όµως να διδάσκω κανονικά στο Γέιλ – χθες παρέδωσα ένα σεµινάριο για το “Τραγούδι του εαυτού µου” του Γουίτµαν, την προηγούµενη ηµέρα δίδαξα τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ».

– Για τον Σαίξπηρ, τον «συγγραφέα των συγγραφέων», αναφέρετε, παραθέτοντας τον κριτικό και ποιητή Ραλφ Γουόλντο Εμερσον, ότι «συνέγραψε το κείμενο της σύγχρονης ζωής» και επεκτείνετε τον συλλογισμό προσθέτοντας ότι ο Σαίξπηρ μάς επινόησε. Πώς το εννοείτε;
«Η θέση µου ότι ο Σαίξπηρ µάς επινόησε έχει παρεξηγηθεί πολύ. ∆εν εννοώ βέβαια ότι εφηύρε τον ηλεκτρικό λαµπτήρα ή την τυπογραφία. Ο σπουδαιότερος κριτικός της αγγλικής παράδοσης, ο δρ Σάµιουελ Τζόνσον – τον οποίο έχω ως υπόδειγµα κριτικού και εύχοµαι να αποδειχθώ ισάξιός του, γιατί να τον ξεπεράσω δεν γίνεται –, γράφει ότι η ουσία της ποίησης είναι η επινόηση, µε την έννοια της ανακάλυψης. Αυτό που εννοώ λοιπόν είναι ότι διαβάζοντας Σαίξπηρ ή παρακολουθώντας έργα του στο θέατρο ή στην οθόνη ανακαλύπτουµε πράγµατα για εµάς που πάντοτε ήταν εκεί αλλά χωρίς τον Σαίξπηρ δεν θα τα είχαµε αντιληφθεί, όπως ισχύει και για τον Οµηρο, ο οποίος αντίστοιχα συνέγραψε το κείµενο της αρχαίας ζωής».


Ο Χάρι Πότερ και η δηµοκρατία στην Αµερική

– Ποια είναι η άποψή σας για την αισθητική δύναμη της λογοτεχνίας του 21ου αιώνα; Εκτός από τον φόβο που εκφράζετε για τους συγγραφείς του «Κανόνα», στην «Ανατομία της επίδρασης» μοιάζει να θρηνείτε που οι νέοι σήμερα είναι στερημένοι από τα «δαιμόνια» που κινούν τη λογοτεχνία. Είναι μια έκφραση απελπισίας για την ποιότητα της λογοτεχνίας σήμερα και στο μέλλον;
«∆εν εκφράζω απελπισία για το µέλλον της λογοτεχνίας, πιστεύω ότι η καλή λογοτεχνία θα βρίσκει τρόπους να αναδύεται πάντοτε σε ευθεία σχέση µε τη µεγαλειώδη λογοτεχνία του παρελθόντος. Η απελπισία µου αφορά την παρακµή και την αποσύνθεση του αυθεντικού, πολιτισµένου αναγνωστικού κοινού. Τα παιδιά στον δυτικό κόσµο, ιδιαίτερα στις αγγλόφωνες χώρες, θα έπρεπε να διαβάζουν τον Λιούις Κάρολ. Αντ’ αυτού διαβάζουν αυτές τις ανοησίες περί Χάρι Πότερ. Θα έπρεπε το κοινό αυτό να διαβάζει Προυστ ή Τζόις ή Σάµιουελ Μπέκετ ή Τόµας Μαν και αντί αυτών σε ετούτη τη χώρα εκατοµµύρια αναγνώστες διαβάζουν Στίβεν Κινγκ, που τον βρίσκω αηδιαστικό. Αυτό που εκφράζω στην ουσία στην “Ανατοµία” είναι ο πραγµατικός φόβος µου ότι η ανώτατη εκπαίδευση, η εκπαίδευση γενικά, στις ΗΠΑ και στον αγγλόφωνο κόσµο έχει αποτύχει στην αποστολή της. Γι’ αυτό οι ΗΠΑ κινδυνεύουν από αυτό που αποκαλείται Tea Party, το οποίο είναι ένα φασιστικό κίνηµα».

– Η θεσμική και ακαδημαϊκή αντικουλτούρα που σνομπάρει την ατομικότητα και υποτιμά τις πνευματικές αξίες έχει μερίδιο ευθύνης, γράφετε, για την παρακμή των ΗΠΑ στον 21ο αιώνα. Φοβάστε ακόμη και για την αμερικανική δημοκρατία;
«Φοβάµαι ότι οι ΗΠΑ παύουν όλο και περισσότερο να είναι δηµοκρατική χώρα. Επικρατούν η ολιγαρχία, η πλουτοκρατία και σύντοµα και η θεοκρατία. Αν ο φασίστας κυβερνήτης του Τέξας – ο οποίος είµαι βέβαιος ότι θα λάβει το χρίσµα από τους Ρεπουµπλικανούς – κατέβει υποψήφιος και νικήσει τον πρόεδρο Οµπάµα, τότε η δηµοκρατία θα πάψει να υπάρχει στις ΗΠΑ».

– Ελπίζετε στον πρόεδρο Ομπάμα ως το τελευταίο προπύργιο της δημοκρατίας;

«Είµαι ένας από τους εκατοµµύρια σκεπτόµενους και µορφωµένους πολίτες που έχουν απογοητευθεί από τον πρόεδρο Οµπάµα. ∆εν είναι ο άνθρωπος που πιστεύαµε ότι εκλέγαµε. Οι προθέσεις του είναι καλές αλλά είναι τροµερά αδύναµος.

Η σύζυγός µου επισηµαίνει διαρκώς ότι η Ελινορ Ρούζβελτ θα περιφρονούσε, θα ειρωνευόταν και θα περιγελούσε από καιρό το Tea Party για να δείξει όχι µόνο πόσο επικίνδυνοι είναι αλλά και πόσο γελοίοι. Ο πρόεδρος Οµπάµα δεν είναι ικανός για κάτι τέτοιο, φαίνεται ότι φοβάται να θυµώσει. Αν συνεχίσει έτσι, δεν θα εκλεγεί ξανά. Μακάρι οι ∆ηµοκρατικοί να µπορούσαν να κατέβουν στις εκλογές µε άλλον υποψήφιο. Ας επιστρέψουµε όµως στις αισθητικές ερωτήσεις».

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας

– Διδάσκετε τους φοιτητές σας να διαβάζουν λογοτεχνία αφήνοντας στην άκρη την ιδεολογία...
«Η ιδεολογία κάθε είδους είναι ο θάνατος της λογοτεχνίας, ο θάνατος της σκέψης, ο θάνατος του ανθρώπου».

– Σε έναν κόσμο όπου ο γραπτός λόγος
κυριαρχεί επιμένετε να απομνημονεύουν τα λογοτεχνικά κείμενα που διαβάζουν...
«Ο καλύτερος τρόπος για να εκτιµήσεις ένα κείµενο είναι να το κατέχεις από µνήµης. Το λέω από προσωπική πείρα. ∆εν µπορώ να απαγγείλω ολόκληρη την “Ιλιάδα” και την “Οδύσσεια” στο πρωτότυπο αλλά θυµάµαι απ’ έξω τµήµατα των 80-90 στίχων από κάθε έπος, έχω αποστηθίσει τον “Χαµένο Παράδεισο” του Μίλτον, τον “Βασιλιά Λιρ” του Σαίξπηρ και τα περισσότερα ποιήµατα του Γουίτµαν. Είχα πάντοτε ασυνήθιστη µνήµη, καθώς και τροµακτική ταχύτητα στην ανάγνωση, που αποτέλεσε βέβαια προσόν στο επάγγελµά µου».


Η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής

– Η ζωή σας κύλησε μέσα στη λογοτεχνία. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να μας κάνει καλύτερους πολίτες;
«∆εν το πιστεύω, µακάρι να το πίστευα. Θα σε παραπέµψω στον Πλάτωνα που ανέφερα νωρίτερα: γνωρίζει ότι ο Οµηρος είναι ο σηµαντικότερος συγγραφέας του αρχαίου κόσµου τον οποίο ο ίδιος δεν µπορεί να ξεπεράσει, παρ’ όλα αυτά επιµένει ότι δεν έχει θέση στην πλατωνική “Πολιτεία”. Εν µέρει έχει δίκιο στα επιχειρήµατά του, εν µέρει άδικο. Συµφωνώ όµως ότι δεν µπορείς να κάνεις κάποιον καλύτερο πολίτη ή να τον ευαισθητοποιήσεις για τα κοινά δίνοντάς του να διαβάσει Οµηρο ή ∆άντη ή Σαίξπηρ».

– Τι μας προσφέρει λοιπόν η λογοτεχνία ως τρόπος ζωής;
«Αν εξαιρέσουµε την αγάπη που γεννιέται ανάµεσα σε δύο ανθρώπινα πλάσµατα, η λογοτεχνία προσφέρει την υψηλότερη χαρά της πιο βαθιάς απόλαυσης, µας οδηγεί στην πιο βαθιά επίγνωση της ύπαρξής µας και µας προσφέρει βαθύτατη αίσθηση των ανθρώπινων επιτευγµάτων και του τι δύναται ακόµη να επιτύχει ο άνθρωπος».


Οι έλληνες συγγραφείς και ο κατάλογος του «∆υτικού κανόνα»

– Γιατί απουσιάζει ο Ομηρος από τις 26 αντιπροσωπευτικές μορφές της δυτικής λογοτεχνίας που παρουσιάζετε στον πολυσυζητημένο «Δυτικό κανόνα»;
«Αν πρόκειται να μιλήσουμε για τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες της δυτικής λογοτεχνικής παράδοσης, τα πρωτεία κατέχουν σίγουρα ο Ομηρος, ο uni0394άντης και ο Σαίξπηρ. Αν κάποιος προσπαθούσε να εξορίσει τον Ομηρο από την εκπαίδευση των Ελλήνων, θα έπασχε, κατά τη γνώμη μου, από οξεία αγωνία της επίδρασης απέναντί του. Σπούδασα κλασική φιλολογία στο Cornell από το 1946 ως το 1950, μπορώ να απαγγείλω μεγάλα αποσπάσματα των ομηρικών επών στο πρωτότυπο, έχω ασχοληθεί επισταμένως με τον αγώνα του Πλάτωνα απέναντι στον Ομηρο στο βιβλίο μου Where Shall Wisdom Be Found? και έχω επιμεληθεί τόμους και για τα δύο έπη.

Ο Κανόνας ήταν ένα βιβλίο που προοριζόταν για το ευρύ κοινό, γράφτηκε για να ασκήσει πολεμική στην τρομερή υποβάθμιση των λογοτεχνικών σπουδών σε όλα τα πανεπιστήμια, ιδιαίτερα του αγγλόφωνου κόσμου. Η αυθεντική εκπαίδευση στην “κανονική λογοτεχνία” που βασιζόταν μόνο στην αντίληψη και σε κριτήρια αισθητικά είχε εν πολλοίς καταστραφεί και θεώρησα αποστολή μου να πολεμήσω αυτή την κατάσταση. Για τον σκοπό αυτόν σκέφτηκα ότι θα έπρεπε να ξεκινήσω λίγο πολύ από τον uni0394άντη και να αφήσω στην άκρη την κλασική λογοτεχνία. Αλλωστε δεν μπορείς να συμπεριλάβεις τα πάντα σε έναν τόμο».

– Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο «Δυτικός κανόνας» είναι αγγλοκεντρικός;
«Αναφέρομαι στον τόμο στον Θερβάντες, στον Μοντέν, στον Μολιέρο, στον Κάφκα, στον Μπόρχες και σε άλλους, επαναλαμβάνω όμως ότι για τους σκοπούς αυτής της πολεμικής αποφάσισα να δώσω έμφαση στους συγγραφείς εκείνους που κινδύνευαν περισσότερο να χαθούν στα σκοτάδια φοβερών προσεγγίσεων. uni0394εν θέλω να επεκταθώ περισσότερο στο θέμα γιατί μου ανεβαίνει η πίεση και δεν είναι καλό στην ηλικία μου, ξέρεις όμως τι εννοώ, αγαπητή μου, όλες αυτές τις ανοησίες περί σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, πολιτικών πεποιθήσεων, εθνικότητας οι οποίες μας λένε ότι πρέπει να καθορίσουν τι διαβάζουμε και πώς και τι μελετούμε. Υπό αυτή την έννοια, ο uni0394υτικός κανόνας θυσιάστηκε στις ανάγκες της εποχής».

– Στον κατάλογο του Παραρτήματος με
τα έργα που προτείνετε για ανάγνωση, στην ενότητα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, επιλέγετε τα ποιήματα του Καβάφη, του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Ελύτη και του Σικελιανού και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και την «Οδύσσεια» του Καζαντζάκη. Με ποια κριτήρια έγινε η επιλογή αυτή;
«Θα πρέπει να ξεκαθαρίσω ευθύς εξαρχής ότι αυτό το Παράρτημα μου επιβλήθηκε από τον εκδότη και τον ατζέντη μου. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την πίεση που δέχθηκα συνέταξα τον κατάλογο των προτεινόμενων έργων πρόχειρα σημειώνοντας το πρώτο όνομα που μου ερχόταν στον νου, επομένως το κριτήριο στο οποίο βασίστηκε η επιλογή μου ήταν να ξεμπερδεύω το ταχύτερο δυνατό. Μετανιώνω από καρδιάς για το Παράρτημα αυτό, το οποίο έχω ζητήσει να αφαιρεθεί από πολλές ξενόγλωσσες εκδόσεις. Το συνέταξα με το ζόρι και εύχομαι οι αναγνώστες να το ξεχάσουν. Σε διαβεβαιώ ότι ο κατάλογος των έργων του Παραρτήματος δεν αντιπροσωπεύει τη σκέψη μου για την αισθητική δύναμη της νεοελληνικής λογοτεχνίας του 20ού και του 21ου αιώνα. Είναι ένας κατάλογος που μου προκαλεί ντροπή και δεν με αντιπροσωπεύει».

Πηγή: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=421556

24/9/11

Ο απίθανος κύριος Γκορ Βιντάλ!


Στα 84 του ο Γκορ Βιντάλ, μυθιστοριογράφος, συγγραφέας θεατρικών έργων, δοκιμιογράφος και σκηνοθέτης δεν κρύβει την αριστοκρατική καταγωγή του και τη σημερινή αριστερή στάση ζωής, συνεχίζει να εκφράζει δίχως ενδοιασμούς την απέχθειά του για τον τρόπο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ, διασκεδάζει, προκαλεί, διδάσκει τους νεώτερους και τελευταία του αρέσει πολύ ο τίτλος του αδιάλλακτου ανθρωπιστή!

Λέμε: αυτός είναι ανθρωπιστής ή ο ανθρωπισμός του τάδε μας ξεπερνά. Ο καθημερινός άνθρωπος, άσχετα αν συστηματικά το αποφεύγει, έχει συχνά την ευκαιρία να αναδείξει το ανθρωπιστικό κομμάτι του εαυτού του. Στη σημερινή εποχή, οι ευκαιρίες είναι πολλές. Βεβαίως δεν αποκαλούμε κάποιον ανθρωπιστή επειδή έβγαλε από το πορτοφόλι του δύο ευρώ και τα προσέφερε στον τηλεμαραθώνιο για την Αϊτή, ούτε επειδή άφησε έναν Πακιστανό να του καθαρίσει τα τζάμια του αυτοκινήτου του. Αυτό θα το έλεγα συμπόνια ή στιγμιαία συναισθηματική φόρτιση. Ο τίτλος του ανθρωπιστή κερδίζεται μέσα από έντονες δράσεις που αφορούν τον άνθρωπο, αλλά δεν είναι συνδεδεμένες με θρησκευτικές επιταγές. Δεν είναι δηλαδή ο φόβος της μεταθανάτιας τιμωρίας που ωθεί κάποιον να στραφεί προς τον άνθρωπο, βοηθώντας τον άμεσα ή έμμεσα. Δεν είναι η τάση για κοινωνική επίδειξη, η οποία ανάγεται στη σφαίρα της φιλανθρωπίας .Η στάση ζωής του ανθρωπιστή είναι και πολιτική. Είναι ο παθιασμένος οπαδός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ο ακτιβιστής των αξιών ζωής που παραμένει προσδεδεμένος στην πολιτική διαθήκη του Χάουαρντ Ζιν «you can’t be neutral on a moving train» (Ο δάσκαλος Χάουαρντ Ζιν πέθανε την περασμένη εβδομάδα, στα 87 του).
Ο όρος ουμανιστής – ανθρωπιστής χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τον 14ο αιώνα και αφορούσε όσους δίδασκαν ηθική φιλοσοφία, ρητορική και ποίηση. Ο ουμανισμός – τότε – έδινε ιδιαίτερη έμφαση στο λόγο και την έρευνα και αμφισβητούσε τη θεολογική παράδοση που εξύψωνε το θείο και υποβίβαζε καθετί γήινο ως αμαρτωλό. Ο Αλσατός θεολόγος Αλμπέρτο Σβάιτσερ  πίστευε ότι ανθρωπισμός σημαίνει να μη θυσιάζεις ποτέ και για τίποτα ένα ανθρώπινο ον. Η κοσμοθεωρία του είχε κτιστεί πάνω στην ιδέα του σεβασμού της ζωής, το υπέρτατο ιδανικό. «Είμαι ζωή που θέλει να ζήσει, στον μέσον μιας ζωής που επίσης θέλει να ζήσει», γράφει στη «Φιλοσοφία του Πολιτισμού». Στις Ηνωμένες Πολιτείες λειτουργεί η Αμερικανική Ανθρωπιστική Εταιρεία (American Humanist Association). Στην ιστοσελίδα της και στο «Ποιοι είμαστε» διαβάζουμε το εξής : «Στόχος μας είναι η προώθηση μιας προοδευτικής κοινωνίας όπου το να είναι κάποιος καλά χωρίς το Θεό είναι ένας αποδεκτός τρόπος ζωής. Το δείχνουμε, υποστηρίζοντας τις πολιτικές ελευθερίες και τις κοσμικές κυβερνήσεις , όπως το δείχνουμε και μέσα από τη συνεχή βελτίωση της ανθρωπιστικής κοσμοθεωρίας, η οποία στηρίζεται στη φιλοσοφία του Διαφωτισμού…». Από την περασμένη Άνοιξη επίτιμος πρόεδρος της Εταιρείας είναι ο διάσημος Αμερικανός συγγραφέας Γκορ Βιντάλ.
Εκκεντρικός, αντιδραστικός, θρασύς, προβοκάτορας, μισάνθρωπος και θεωρητικός της συνωμοσίας. Ο Γκορ Βιντάλ δεν αντιδρά σε κανέναν από τους χαρακτηρισμούς. Σπεύδει, όμως, να διορθώσει τον τελευταίο:δεν είμαι θεωρητικός της συνωμοσίας, λέει σε συνέντευξή του στη Τζένιφερ Μπάρντι, στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Humanist» και Αναλυτής της συνωμοσίας είμαι, διευκρινίζει. Ο Βιντάλ πιστεύει ότι ο ανθρωπισμός είναι ό,τι έχει απομείνει από την εποχή του Διαφωτισμού, εκεί όπου ανήκει ο Τόμας Τζέφερσον. «Είστε άθεος; Αυτό πρεσβεύει ο ουμανισμός ;» ρωτάει η Τζένιφερ Μπάρντι. «Νομίζω ναι, αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι καλύτερα να στηριζόμαστε στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Όλος ο Τόμας Τζέφερσον είναι ανθρωπισμός, ο οποίος αναδύεται μέσα από τα πεζογραφήματά του. Υπήρξα πάντοτε υποστηρικτής του Συντάγματος, επειδή είμαι ο οπαδός του Τζέφερσον», λέει ο Βιντάλ.
Μιλάει και δεν κρύβει την ανησυχία του για τον εναγκαλισμό της Αμερικής με τη συντηρητική θρησκεία. Ακόμη και οι Δημοκρατικοί που αριστερίζουν , που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί αλληθωρίζουν προς τις αιχμηρές γωνίες της θρησκείας γιατί προσδοκούν ψήφους. Οι ανθρωπιστές, λέει, πρέπει να γίνουν προσηλυτιστές. Αλλά πώς θα πείσεις μια κοινωνία που με λίγη τηλεόραση, λίγο καλό φαγητό σιωπά, βυθίζεται, αδιαφορεί ; «Αυτό που με καίει, είναι ότι σ’ αυτή τη χώρα κανείς δεν μπορεί να συγκροτήσει μια σκέψη και ξέρετε γιατί ; Γιατί η Αμερική έχει το χειρότερο εκπαιδευτικό σύστημα που επινοήθηκε ποτέ από μια τέτοια μεγάλη χώρα». «Θεωρείτε ότι υπάρχουν ανθρωπιστικοί λόγοι στην προσπάθεια εξάλειψης των Ταλιμπάν;» τον ρωταει η δημοσιογράφος. « Θα κάνω μια αναφορά στον Ανταμς, 6ο πρόεδρο των ΗΠΑ. Κάποτε ρωτήθηκε αν οι ΗΠΑ θα ακολουθούσαν ποτέ τους Ευρωπαίους σε μια κίνηση που θα πετούσε από την Ελλάδα τους Τούρκους. Τους είπε Όχι. Κοιτάξτε, είπε, οι ΗΠΑ δεν είναι πολεμιστές, δεν είναι παλατινοί που ηγούνται μιας ομάδας για να σκοτώσουν ξένα τέρατα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν θα πολεμήσουν παρά μόνον κάτω από τη δ ική τους σημαία γιατί αν πράξουμε το αντίθετο, θα είμαστε οι ερωμένες της Γης και θα χάσουμε τις ψυχές μας. Λοιπόν, είμαι άνθρωπος του Κουίνσι Ανταμς!»

Πηγή:http://ritsmas.wordpress.com/2010/02/07/%CE%BF-%CE%B1%CF%80%CE%AF%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CE%BA%CF%8D%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%82-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CF%81-%CE%B2%CE%B9%CE%BD%CF%84%CE%AC%CE%BB/

Γκορ Βιντάλ: "Εχω γνωρίσει όλο τον κόσμο, αλλά δεν γνώρισα κανέναν..."

Εχω την εντύπωση πως σχεδόν όλοι οι άνθρωποι που γνώρισα στη ζωή μου έχουν γίνει αντικείμενο τουλάχιστον μιας βιογραφίας», διαπιστώνει με μια αδιαφορία λιγότερο ή περισσότερο προσποιητή ο Γκορ Βιντάλ, στο βίβλίο του «Παλίμψηστο», μια αυτοβιογραφία, αλλά συγχρόνως και βιογραφία όλων όσους γνώρισε. Και για να το εμπεδώσουμε καλύτερα, παραθέτει με ειρωνική διάθεση ένα παράδειγμα: «Ο παλιός μου φίλος, Πολ Μπόουλς, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του παρέα με πρόσωπα πιο διάσημα από τον ίδιο, θα μπορούσε να είχε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη αφιερωμένη αποκλειστικά στον ίδιο και σε εκείνους με τους οποίους είχε συμβιώσει».
Ο πρώτος τόμος του «Παλίμψηστου», αν και κυκλοφόρησε πριν από δέκα χρόνια στις ΗΠΑ, εκδόθηκε μόλις πριν από λίγες ημέρες στη Γαλλία. Με αυτή την ευκαιρία, καθώς και από την είδηση ότι τον ερχόμενο Νοέμβριο αναμένεται η έκδοση του δεύτερου τόμου στην πατρίδα του, ο διάσημος και ιδιόρρυθμος Αμερικανός συγγραφέας παραχώρησε πολλές συνεντεύξεις στο γαλλικό Τύπο.

Ο τίτλος του βιβλίου του παραπέμπει σε πολλαπλές γραφές του κειμένου που αφορά τη ζωή του, προκειμένου να σβήσει όσο το δυνατόν καλύτερα τις μαρτυρίες των μεν και τις εξομολογήσεις των δε, όπως λέει ο ίδιος.

Αριστοκράτης από το Νότο, με τεράστια μόρφωση και γόνος πολιτικών ανδρών (ο παππούς του ήταν γερουσιαστής), εξάδελφος του Τζίμι Κάρτερ και του Αλ Γκορ, φίλος του Τζον Κένεντι και του Πολ Νιούμαν, οφείλει τη φήμη του στις ακραίες συχνά απόψεις που εκφράζει και στη κριτική που ασκεί με κουτσομπολίστικη διάθεση σε γνωστούς, φίλους, διάσημους ή μη, ή, για να το διατυπώσουμε πιο σωστά, σε όλους όσους με τους οποίους συνδέθηκε με τον έναν ή άλλο τρόπο. Ο ίδιος είχε πει παλαιότερα: «Φαίνεται πως έχω γνωρίσει όλο τον κόσμο, αλλά δεν γνώρισα κανέναν», και όπως διευκρινίζει σήμερα, το γεγονός ότι δεν θέλησε να γνωρίσει κανέναν ήταν αποτέλεσμα μιας συνεχούς προσπάθειας από την πλευρά του! Σ' αυτή τη φράση βρίσκεται και το κλειδί του χαρακτήρα του. Αυτός ο κοσμικός περιφρονούσε πάντα τους ανθρώπους. Προσπάθησε όντως με όλη του τη δύναμη να γίνει όσο το δυνατόν λιγότερο αγαπητός στους γύρω του. Αυτοπροσδιορίζεται ως μοναχικός άνθρωπος, που ενδιαφέρεται μόνο για το πρόσωπό του. Από μικρός, η συντροφιά με άλλα παιδιά τού είναι ενοχλητική και προτιμά το διάβασμα. Τον ενδιαφέρει μήπως ο έρωτας; Δεν είναι σίγουρο. Δεν δίνεται στους εραστές του και δηλώνει πως είναι καλύτερο να τους πληρώνεις και να μην έχεις καμία δέσμευση. Ωστόσο, ποτέ δεν κάνει σεξ με ανθρώπους με τους οποίους έχει κάποια οικειότητα, όπως με τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκε τη ζωή του για πολλά χρόνια.

Αυτό τον μισανθρωπισμό του ο Γκορ Βιντάλ τον πλήρωσε ακριβά. Ποιος ενδιαφέρεται σήμερα για το έργο του; Από τους μεγάλους συγγραφείς της γενιάς του, είναι ο μόνος που έμεινε στο περιθώριο. Ο φίλος του, ο Τένεσι Ουίλιαμς, έγινε ο μεγαλύτερος δραματουργός της εποχής του. Ο Τρούμαν Καπότε, ο συγγραφέας αρκετών καλτ βιβλίων. Ο Νόρμαν Μέιλερ, πρωταθλητής της λογοτεχνίας. Ο Πολ Μπόουλς, θρύλος για κάποιους. Ο Ουίλιαμ Στάιρον, ένας κλασικός... Ο Γκορ Βιντάλ όμως, συγγραφέας αρκετών σημαντικών μυθιστορημάτων, όπως το πρώτο του, που είχε κάνει πάταγο στη συντηρητική Αμερική, «Το αγόρι πλάι στο ποτάμι» (εκδόσεις Γράμματα), στο οποίο αναφέρεται ανοικτά στην ομοφυλοφιλία, τον «Ιουλιανό» (εκδόσεις «Εξάντας»), τον εκκεντρικό αυτοκράτορα και άλλα, έμεινε στο περιθώριο. Την αποτυχία του στο εξωτερικό την αποδίδει στους μεταφραστές και τους εκδότες του έργου του, όμως έχει κι αυτός μέρος της ευθύνης. Ο Βιντάλ έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να δώσει προς τους άλλους την εικόνα του ψυχρού, σαρκαστικού, σκληρού ντιλετάντη. Την εικόνα ενός αριστερού δημοκράτη, αντιιμπεριαλιστή, που κοροϊδεύει τόσο τους δεξιούς όσο και τους αριστερούς. Κανείς δεν μπορούσε να του κολλήσει μια ετικέτα. Η στάση αυτή δεν εκτιμήθηκε ούτε από τους αναγνώστες ούτε από τους κριτικούς, ούτε από τους πανεπιστημιακούς. Με την έκδοση των «Απομνημονευμάτων» του, ίσως καταφέρει να αλλάξει τη γνώμη όλων αυτών. Είναι ένα βιβλίο που μοιάζει με ένα «ταξιδιωτικό ημερολόγιο στο παρελθόν», ειδικότερα των τριάντα πρώτων χρόνων της ζωής του, γραμμένο το 1993 και το 1994, στη βίλα του στο Ραβέλο της Ιταλίας, με μια μεγάλη ελευθερία ύφους και αδιαφορώντας επιδεικτικά για τις χρονολογίες. Η αυτοβιογραφία του Βιντάλ δεν έχει καμία σχέση με μια γραμμική αφήγηση. Το πιο ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι ότι πέρα από τις κακίες του για διάσημα πρόσωπα που συνάντησε στη ζωή του, στα «Απομνημονεύματά» του εμφανίζεται το συναίσθημα, ο σεβασμός και ορισμένες φορές ακόμη και τρυφερότητα. Είναι ένα «αντίο» προς σ' έναν κόσμο, σε έναν αιώνα, σε μια λογοτεχνία και σε έναν νεανικό του έρωτα, τον Jim Trimble, που σκοτώθηκε σε ηλικία 20 ετών, στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο: «Το άλλο μου μισό που δεν έζησε αρκετά ώστε να ενηλικιωθεί», τον σημάδεψε για πάντα. Ο Βιντάλ, μετά από αυτό το συμβάν ήταν σίγουρος πως δεν θα μπορούσε ποτέ πια να συναντήσει αυτό το «μισό» και προτίμησε τις περιστασιακές σχέσεις.

Περνά ένα βράδυ με τον Τζακ Κέρουακ, τσακώνεται συνεχώς με τον Τρούμαν Καπότε («Ο Τρούμαν προσπάθησε με κάποια επιτυχία να εισχωρήσει σε έναν κόσμο από τον οποίο εγώ προσπάθησα, με κάποια επιτυχία, επίσης, να βγω»). Παίρνει το πρωινό του με τον Κοκτό, «κάνει καμάκι» με τον Τένεσι Ουιλιάμς, συναντά τον Σαρτρ και την Μποβουάρ στο Παρίσι. Ο αριθμός των διασημοτήτων με τους οποίους συναναστράφηκε είναι εντυπωσιακός: «Θα μπορούσε να είναι διασκεδαστικό αυτό, αν είχα κάτι το πραγματικά ενδιαφέρον να πω για τον καθέναν τους ή αν είχα, όπως τόσοι σύγχρονοι συγγραφείς αυτοβιογραφιών, θυελλώδεις ερωτικές περιπέτειες, αποτυχημένους γάμους, αυτιστικά παιδιά, νευρικούς κλονισμούς, υπερβολικές δόσεις ναρκωτικών, θεραπείες, δηλαδή μια απλή ζωή λογοτέχνη», λέει με ειρωνεία. «Η μνήμη είναι πολύ παράξενη, επιστημονικά δεν είναι ένας μηχανισμός επανάληψης. Μπορεί να έχω σκεφτεί χίλιες φορές το περιστατικό που έπεσα και έσπασα το πόδι μου όταν ήμουν δέκα χρόνων, αλλά κάθε φορά θα το έχω κάπως διαφορετικά στο μυαλό μου. Η μνήμη αυτού του γεγονότος δεν ήταν ποτέ στην πραγματικότητα, παρά η μνήμη της τελευταίας ανάμνησης του γεγονότος. Γι' αυτό, λοιπόν, χρησιμοποιώ την εικόνα του παλίμψηστου -μια γραφή πάνω σε άλλη- και αυτό αποτελεί για μένα τη μνήμη. Δεν είναι ταινίες που τις ξαναπαίζουμε ως έχουν, αλλά μάλλον μια θεατρική παράσταση με πρόσωπα που εμφανίζονται πού και πού».

Οταν τον ρωτά κανείς πώς βλέπει το μέλλον, απαντά: «Βρίσκεστε μπροστά στον τελευταίο Αμερικανό διανοούμενο που ζει κρυμμένος στους λόφους του Χόλιγουντ».

Ιουλιανός ο Παραβάτης


ΤΟΥ ΘΕΌΔΩΡΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΑΔΗ

«Οι τέσσερις γιοι του Ρούσβελτ πέρασαν από μπροστά μας συνοδεύοντας το φέρετρο της μητέρας τους. Η μυρωδιά του αλκοόλ ήταν ανυπόφορη. Ξαφνικά μου ήρθε στο νου μια φράση του Ρίλκε, "πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου". Ναι, πρέπει, ορκίστηκα στον εαυτό μου. Θα πήγαινα στη Ρώμη ή στην Αθήνα να γράψω τον "Ιουλιανό".
(Γκορ Βιντάλ, «Palimpsest»)
 
Ο Γκορ Βιντάλ περιπλανήθηκε στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας αναλογιζόμενος μελαγχολικά τις μέρες του Ιουλιανού ως σπουδαστή στην Αθήνα. Εψαξε για ιστορικές πηγές στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών της Αθήνας και το βιβλίο του ολοκληρώθηκε στη Ρώμη, στην Αμερικανική Ακαδημία. Ηταν αρχές της δεκαετίας του '60. Το καλοκαίρι του 1964 ο Ιουλιανός βρέθηκε στην πρώτη θέση της λίστας των best seller. Στη δεύτερη θέση ακολουθούσε «Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο» και στην τρίτη άλλη μια ψυχροπολεμική περιπέτεια.
Οταν ο Βιντάλ έγραψε το πρώτο του μυθιστόρημα το 1946 (βλ. «Το Βήμα», Βιβλία, 20-4-97) ήταν ακόμη εμφανής η επίδραση του πολέμου στο έργο του. Από το 1950 και μέχρι την ώριμη ηλικία του στράφηκε στο ιστορικό μυθιστόρημα. Την πιο πετυχημένη του εκστρατεία στον ιστορικό κόσμο αποτελεί ο Ιουλιανός. Διακρίνεται ένας απόηχος των «Απομνημονευμάτων του Αδριανού» της Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, από την οποία πιθανώς επηρεάστηκε. Πάντως δεν είναι λίγες οι αναφορές που γίνονται στον Αδριανό, ειδικά όταν ο Ιουλιανός επισκέπτεται την Αθήνα και ασκεί κριτική για τη στάση που τήρησε ο προκάτοχός του δύο αιώνες πριν από αυτόν. Η δεκαετία του '60 ήταν η δεκαετία των Κένεντι. Ο Βιντάλ προσπάθησε να συνδέσει τη διανόηση με την αμερικανική πολιτική ζωή. Αν ο Νόρμαν Μέιλερ είχε πολιτικές φιλοδοξίες, ο Βιντάλ είχε προεδρικές. Δεν είναι τυχαίο ότι τα περισσότερα ιστορικά του μυθιστορήματα διαδραματίζονται στις αυλές των μεγάλων αμερικανών προέδρων. Ο Ιουλιανός, πίσω από το ιστορικό παραπέτασμα, δεν παύει να είναι άλλη μια αλληγορία για τις μεγάλες αυτοκρατορίες. Σημαντικό γεγονός εκείνης της περιόδου ήταν η κρίση με την Κούβα, ενώ το 1963 δολοφονείται στο Ντάλας ο Κένεντι. Οι εχθροί της αμερικανικής αυτοκρατορίας αυξάνονταν δραματικά...
Οι διανοούμενοι διαφοροποιούνται. Η υποχώρηση του «σύγχρονου ρεαλισμού» στο μυθιστόρημα σήμαινε και την υποχώρηση των κριτικών επιχειρημάτων που θα επανέλθουν αργότερα, στη δεκαετία του '70, με περισσότερη αμφισβήτηση. Το 1964 γράφεται το «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε. Σκληρό και δημοσιογραφικό ύφος: είχε σημάνει η ώρα του σύγχρονου αμερικανικού μυθιστορήματος. Ο Βιντάλ, όπως ο Μπόουλς, o Μέιλερ και ο Μπέλοου, βρίσκεται στο μεταβατικό στάδιο, ανάμεσα στο γράψιμο του Μεσοπολέμου και της σύγχρονης αμερικανικής γραφής.
Λόγω του ιδιόμορφου έργου του, ο Βιντάλ δύσκολα κατατάσσεται σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία. Εργο προκλητικό και ασεβές. Πολλά ιστορικά μυθιστορήματα. Ακριβώς όμως για αυτά βρέθηκε έξω από τις μεγάλες κατηγοριοποιήσεις: το ιστορικό μυθιστόρημα ανέκαθεν ήταν υποτιμημένο και αντιμετωπιζόταν με καχυποψία. Γιατί όμως; Επειδή αμφισβητείται ευθέως από τον αναγνώστη που δεν έπαψε ποτέ να «παραμυθιάζεται» με την «αληθοφανή» διήγηση μιας σύγχρονης ιστορίας;

Από την άλλη, πώς να ανταγωνιστεί ένας σύγχρονος συγγραφέας τους μεγάλους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα αναπλάθοντας την εποχή τους; Στη Βρετανία, όπου υπήρξε μεγαλύτερος προβληματισμός, δόθηκε κάποια λύση: ο σύγχρονος μυθιστοριογράφος προσεγγίζει με σύγχρονο βλέμμα παλαιότερες εποχές αναλύοντας καταστάσεις που δεν εκφράστηκαν ή καταπνίχτηκαν. Στο κάτω κάτω, οι περισσότερες ερμηνείες κοινωνικής και ατομικής συμπεριφοράς δόθηκαν στον 20ό αιώνα. Ενα τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο Τζον Φόουλς που ανακάτεψε το παλιό με το σύγχρονο μέσα στην ίδια ιστορία.
Ο όρος «ιστορικό μυθιστόρημα» έχει άμεση σχέση με την εποχή στην οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα και με την εποχή που γράφεται. Βασικά χαρακτηριστικά του είναι μια ιστορική φιγούρα και ορισμένα πραγματικά γεγονότα. Αν οι ήρωες είναι φανταστικοί, τότε παραμένει ρεαλιστικό το ιστορικό πλαίσιο. Ολα ξεκίνησαν από τον Σκώτο Γουόλτερ Σκοτ και τον Αμερικανό Τζέιμς Φ. Κούπερ, με εμφανή πατριωτικά και εθνικιστικά κίνητρα. Στην Αγγλία το είδος ανέπτυξε ο Θάκερεϊ, ενώ στην Ευρώπη ακολούθησαν ο Πούσκιν, ο Γκόγκολ, ο Ουγκώ, ο Μπαλζάκ, ο Στεντάλ, ο Μαντσόνι κ.ά.
Βέβαια, οι συνεχιστές του Σκοτ δεν είχαν τις ίδιες προθέσεις με τους προκατόχους τους, όπως και οι σημερινοί συγγραφείς με τους μυθιστοριογράφους του 19ου αιώνα. Οι συγγραφείς του 19ου αιώνα τοποθετούσαν τις ιστορίες τους στο κοντινό παρελθόν για να εντοπίσουν τις κοινωνικές αλλαγές που είχαν γίνει στο μεταξύ. Σταδιακά τα ενδιαφέροντα και οι τεχνικές του ιστορικού μυθιστορήματος άρχισαν να εφαρμόζονται στις σύγχρονες αφηγήσεις και έτσι το «παλιό» είδος συνέβαλε στη διαμόρφωση του μεγάλου ρεαλιστικού μυθιστορήματος του 19ου αιώνα. Το ιστορικό μυθιστόρημα περιορίστηκε σε πιο εξωτικούς και αρχαιοπρεπείς χώρους (π.χ. η «Σαλαμπό» του Φλομπέρ) καθώς η περιγραφή των σύγχρονων ιστοριών γινόταν ολοένα και πιο νατουραλιστική.
Σίγουρα, η αναβίωση του παρελθόντος έχει να κάνει με ιδέες και σύμβολα. Πολλές φορές το ιστορικό μυθιστόρημα χρησιμοποιήθηκε ως μέσο για τη συγκρότηση της έννοιας του έθνους - κράτους. Αν ένα έθνος δεν έχει κοινή συνείδηση της ιστορίας, τότε μπορεί να τη φανταστεί. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει και ο ιστορικός μυθιστοριογράφος.
Παραμένει το ερώτημα κατά πόσον οι ιστορικοί χαρακτήρες μπορούν να αποδοθούν ψυχολογικά. Πολλοί συγγραφείς έδιναν στα πρόσωπα του παρελθόντος ιδιότητες και χαρακτηριστικά σύγχρονων χαρακτήρων. Αυτό το είδος του αναχρονισμού μπορεί να αποβεί ακόμη και κωμικό, ενώ σε άλλους ο υποβιβασμός σήμαινε διακωμώδηση.
Ετσι, ενώ πολλοί συγγραφείς φοβούνται ότι «θα πλαστογραφήσουν» το παρελθόν χρησιμοποιώντας ξένο υλικό (παράδειγμα ο Τσίρκας, που δίσταζε να αναφερθεί στα γεγονότα του Εμφυλίου επειδή ζούσε στην Αίγυπτο), άλλοι καταφεύγουν με περισσή ευκολία στο μακρινότερο παρελθόν, για να ξανάρθουμε στον Βιντάλ.
Ο δυναμικός συγγραφέας, με το εύρος της πολυμάθειάς του και της ευρύτητας του πνεύματός του, δεν διστάζει να αναπλάσει τον 4ο μ.Χ. αιώνα χρησιμοποιώντας από τη μια τις ιστορικές πηγές και από την άλλη τη δημιουργική του φαντασία. Σίγουρα τον γοήτευσε η ανήσυχη και αιρετική προσωπικότητα του Ιουλιανού.
Στον «Ιουλιανό» δεν επιλέγει μονοδιάστατα μια τριτοπρόσωπη ή πρωτοπρόσωπη αφήγηση. Το βιβλίο «επιμελούνται» δύο άνθρωποι που γνώρισαν τον αυτοκράτορα: ο Πρίσκος που πολέμησε μαζί του και ο Λιβάνιος που υπήρξε μέντοράς του και του έγραψε τον επικήδειο. Οι δύο αυτοί χαρακτήρες μέσω επιστολών και αιχμηρών σχολίων, που παρεμβάλλονται συνεχώς στο κύριο σώμα της αφήγησης, αναπλάθουν, σχολιάζουν και διαφωνούν γύρω από τη ζωή του Ιουλιανού 17 χρόνια μετά τον θάνατό του. Ετσι στην αφήγηση του βιβλίου επικρατούν δύο «τώρα»: αυτό των σχολιαστών και εκείνο του Ιουλιανού, ο οποίος προσπαθεί να γράψει την αυτοβιογραφία του. Ο αναγνώστης μπορεί να δει πολύπλευρα τον χαρακτήρα του Ιουλιανού και να αποφασίσει κατά πόσον έχουν δίκιο οι τιμητές του.
Το φιλόδοξο βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Τα νεανικά χρόνια, Καίσαρας και Αύγουστος. Διαδραματίζεται απ' άκρη σ' άκρη της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και παραμένει ένα μοντέρνο αφήγημα, το οποίο αρκετές φορές ειρωνεύεται ακόμη και την ίδια την κατασκευή του. Δεν γυρίστηκε ποτέ ταινία του Χόλιγουντ, όμως οι περιγραφές του (πορείες, μάχες, στέψεις, το όργιο των ευνούχων κ.ά.) θυμίζουν σκηνές μιας μεγαλειώδους κινηματογραφικής ταινίας. Οι πληροφορίες που αντλούμε από το κείμενο είναι ουσιαστικές και ακριβείς και όπως δηλώνει ο συγγραφέας στην εισαγωγή του βιβλίου «η συμβατική ιστορία είναι άνευ αξίας χωρίς την ιστορική φαντασία».
Ο «Ιουλιανός» αποπνέει τη ρομαντική γοητεία ενός ανθρώπου που αποπειράθηκε να αναχαιτίσει τον χριστιανισμό και να αναβιώσει τον ελληνισμό. Που διακήρυξε τη θρησκευτική ελευθερία στον κόσμο. Ενός ανθρώπου που ισχυριζόταν πως είδε «το φως», τον Ενα Θεό, τον Ηλιο - Μίθρα. Που απάγγειλε Ησίοδο και έβρισκε τον Πλάτωνα απόλυτα σαφή στις διατυπώσεις του. Που μέσα στα λουτρά της Νικομήδειας γνώρισε τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό και τον Βασίλειο, οι οποίοι είχαν σταματήσει στην πόλη για να παρακολουθήσουν τις διαλέξεις του Λιβάνιου. Ο Ιουλιανός δεν συμπάθησε ποτέ τον Γρηγόριο. Αραγε ήξερε τότε ότι θα υπερίσχυαν οι χριστιανοί (οι «Γαλιλαίοι» κατ' αυτόν);
Λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του θα επέλθει το οριστικό τέλος των μυστηρίων. Η Ελευσίνα, όπου μυήθηκε, θα καταλήξει ένας τόπος περιδιάβασης, το μαντείο των Δελφών λεηλατημένο, ο ναός του Απόλλωνος στην Κωνσταντινούπολη, όπου και θυσίασε για πρώτη φορά ως Αύγουστος, ένα αμαξοστάσιο. Ο χριστιανισμός θα επικρατήσει οριστικά και όχι μόνον ως θρησκεία. Ο «Ασιάτης» (όπως αυτοαποκαλείτο) και «Γραικύλος» (όπως τον αποκαλούσαν χλευαστικά) Ιουλιανός κυνήγησε μια ουτοπία και σκοτώθηκε πολεμώντας τους Πέρσες.
Η ανάγνωση του βιβλίου προσφέρει την απόλαυση ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος, γραμμένου με χιούμορ και οξυδέρκεια, που δεν φέρει καν τα ίχνη της δεκαετίας που γράφτηκε, σε αντίθεση με τα «σύγχρονα» μυθιστορήματα άλλων συγγραφέων που κουβαλάνε τον τόνο και το ύφος (ξεπερασμένο ενίοτε) της εποχής τους.
Τριάντα χρόνια μετά το γράψιμό του, το βιβλίο διατηρεί την ισχύ του. Χωρίς τους εξωτισμούς και τις ανώδυνες παραμυθολογίες του καιρού μας, χωρίς την ελαφρότητα των «ψευδοϊστορικών» μυθιστορημάτων, ο «Ιουλιανός» αποτελεί υπόδειγμα ιστορικής μυθιστοριογραφίας.
Ο μοναδικός ίσως αντίπαλός του «Κατά Βιντάλ Ιουλιανού» παραμένει ο Ιουλιανός του Καβάφη («Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε / τα νέα καμώματα του Ιουλιανού...»). Συνιστούμε στον αναγνώστη να μελετήσει τα πέντε ποιήματα «του κύκλου του Ιουλιανού» και να κάνει τις συγκρίσεις του.
Για τον έλληνα αναγνώστη, ο οποίος στο σχολείο διδάχτηκε τον Ιουλιανό ως «Παραβάτη», η βιογραφία του Βιντάλ παρουσιάζει επιπρόσθετο ενδιαφέρον, καθώς ο συγγραφέας αγκαλιάζει με τρυφερότητα τον ανιψιό του Μεγάλου Κωνσταντίνου, συνδέοντάς τον με τις απαρχές των θρησκειών και τις κοινές αναζητήσεις διαφορετικών πολιτισμικών κέντρων. Αυτή η υπεράσπιση της θρησκευτικής διαφοράς καθιστά τον «Ιουλιανό» μια πιθανή απειλή ακόμη και για τους σημερινούς «Γαλιλαίους».