Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

18/9/12

Τζόναθαν Κόου: Βρετανικό πνεύμα



Τι σχέση έχουν η Θάτσερ, ο Γκαγκάριν και ο Μπλερ με το Facebook, το «X-Factor» και το κορνάρισμα στους δρόμους; Ο Τζόναθαν Κόου, ο σημαντικότερος βρετανός συγγραφέας της γενιάς του, τα εξηγεί όλα αυτά, ξεδιαλύνοντας το αίνιγμα που αποτελεί για τον υπόλοιπο κόσμο η σύγχρονη Γηραιά Αλβιώνα.
Mέσα από το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» σατίρισε τη Βρετανία της Θάτσερ, μέσα από τον «Κλειστό κύκλο» τη Βρετανία του Τόνι Μπλερ. Αυτή είναι η πραγματικότητά του, αυτήν περιγράφει. Ο 49χρονος Τζόναθαν Κόου είναι «Αs British as it Gets», τόσο ως συγγραφέας όσο και ως άνθρωπος. Μεγάλωσε σε μια Βρετανία, στο Μπέρμιγχαμ συγκεκριμένα, όπου στο φόντο κυριαρχούσαν το σάουντρακ των SexPistols, αλλά και οι αιματηρές επιθέσεις του IRA και οι απεργίες των ανθρακωρύχων. Και σε αυτήν τη χώρα εξακολουθεί να ζει, να παρατηρεί, να γράφει και με το νέο μυθιστόρημά του «Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ» (εκδόσεις Πόλις) να πραγματεύεται τις αλλαγές στη δομή της στη νέα χιλιετία, στα χρόνια της παγκοσμιοποίησης, της αποξένωσης και της εικονικής πραγματικότητας. Με χιούμορ, αλλά και την απαραίτητη δόση υποδόριου μυστηρίου, αέναοι φόροι τιμής «στα παραδοσιακά γούστα του παππού μου από τον οποίο γνώρισα και αγάπησα τις ιστορίες του Σέρλοκ Χολμς», όπως εξηγεί από το στούντιό του στο Δυτικό Λονδίνο, όπου τον συνάντησα την περίοδο των απεργιών των εργαζομένων στο μετρό και λίγες ημέρες προτού οι φοιτητές θρυμματίσουν τη βιτρίνα των Τόρις. Μια συνάντηση κατά την οποία ο Τζόναθαν Κόου με πραότητα, απόλυτα ελεγχόμενο πάθος, αλλά και υπερβολική διακριτικότητα, καθώς είναι ένας άνθρωπος που αποφεύγει σταθερά να σε κοιτάξει κατάματα, ξεδίπλωνε τα κακώς κείμενα μιας χώρας της οποίας, όπως παραδέχεται, είναι τυπικός εκπρόσωπος.
Κύριε Κόου, πώς καταλήξατε στο να πλάσετε τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου σας, τον Σιμ, έναν πωλητή ο οποίος ταξιδεύει στη Βρετανία για να προωθήσει τα προϊόντα του; «Είναι μια ιδέα 20 χρόνων, διότι αυτό ήταν το επάγγελμα του αδελφού μου. Το δεύτερο βιβλίο μου, “Α TouchofLove”, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα, ξεκινούσε με έναν πωλητή στο αυτοκίνητό του ο οποίος μιλούσε στο κινητό του. Το έγραψα το 1988 και θυμάμαι ότι αισθανόμουν πολύ μοντέρνος και προχωρημένος που χρησιμοποιούσα αυτό το είδος τεχνολογίας... Τώρα ο Σιμ δεν πουλάει πράγματα αλλά τα “προωθεί”, διαφοροποίηση που θεώρησα κατάλληλη δεδομένου ότι τo μάρκετινγκ είναι μία από τις μεγάλες βιομηχανίες σήμερα. Πάντα μου άρεσε ο Χένρι Φίλντινγκ και το βιβλίο του “Η ιστορία του Τομ Τζόουνς, ενός έκθετου” και η ιδέα ενός χαρακτήρα ο οποίος πηγαίνει ένα ταξίδι προκειμένου να ανακαλύψει πράγματα για τον εαυτό του και τον κόσμο».
Από την τεχνολογία των κινητών σε αυτήν των κοινωνικών δικτύων. Ο ήρωάς σας έχει 75 φίλους στο Facebook αλλά είναι απελπιστικά μόνος. Πολλοί επιλέγουν να δαιμονοποιήσουν την τεχνολογία για την έλλειψη επικοινωνίας που υπάρχει σήμερα… 
«Ο ήρωάς μου είναι ένας μοναχικός άνθρωπος, που δυσκολεύεται να καταλάβει τον εαυτό του για λόγους που εξηγούνται αργότερα στο βιβλίο, και γι’ αυτό δεν μπορεί να σχετιστεί με τους γύρω του. Ολα τα είδη τεχνολογίας που έχει στη διάθεσή του εντείνουν τη μοναξιά του. Η τεχνολογία είναι ουδέτερη. Για κάποιον που είναι κοινωνικός είναι κάτι το φανταστικό, μπορείς να διατηρήσεις επαφή με πολύ κόσμο. Για κάποιον όμως που έχει προδιάθεση στη μοναξιά και στις επικοινωνιακές δυσκολίες, γίνεται άλλο ένα μέρος του προβλήματος. Αυτό που μου κάνει εντύπωση με το Facebook είναι ότι πολλοί το χρησιμοποιούν για να διαφημίσουν τη ζωή τους και το πόσο δημοφιλείς είναι».
Ποια είναι η σχέση σας με το Facebook αλλά και την τεχνολογία γενικότερα; «Οχι μεγάλη. Μπήκα στο Facebook όταν έγραφα αυτό το βιβλίο για να δω πώς λειτουργεί. Δεν κάνω όμως “φίλους” ανθρώπους που δεν γνωρίζω προσωπικά αλλά ανθρώπους που βλέπω συχνά ούτως ή άλλως. Οταν θέσεις αυτόν τον όρο δεν έχει νόημα να είσαι στο Facebook. Είμαι παλαιομοδίτης, προτιμώ τις επαφές διά ζώσης. Εχω να γράψω γράμμα σε κάποιον φίλο εδώ και δέκα χρόνια. Και ούτε μου αρέσει ιδιαίτερα να λαμβάνω γράμματα από φίλους, επειδή έχω απέχθεια στη χαρτούρα που μαζεύεται. Μου αρέσει που προχωράμε προς μια κοινωνία χωρίς χαρτί όχι μόνο στην επικοινωνία αλλά και στα βιβλία. Οσον αφορά όμως τις σχέσεις οι οποίες γίνονται εικονικές, έχω πολλές επιφυλάξεις».
Ενα εντυπωσιακό στοιχείο του βιβλίου είναι ότι ο 48χρονος ήρωας δεν βρίσκεται σε επαφή με τα συναισθήματά του. Πώς μπορεί να συμβεί μια τέτοια αποκοπή και τι ρόλο παίζει το κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο, εν προκειμένω η «βρετανικότητά» του;«Από μια άποψη είναι τυχερός. Είναι μόνο 48 όταν αντιλαμβάνεται τι του συμβαίνει. Υπάρχουν άνθρωποι που πηγαίνουν στον τάφο, στα 70 και στα 80 τους, χωρίς να έχουν πλησιάσει ποτέ την αλήθεια τους. Αν μιλάμε και για τον σεξουαλικό προσανατολισμό του, πιστεύω ότι υπάρχουν ακόμη τρομερά ταμπού και πολιτισμικές απαγορεύσεις γύρω από αυτό το θέμα ακόμη και στις φιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο. Πολλοί άνθρωποι αποδέχονται ανώδυνα τη φύση τους και τη χαίρονται – όπως οφείλουν. Για τη γενιά των πενηντάρηδων, όμως, είναι πολύ συχνά εξαιρετικά δύσκολο να αποδεχθούν αυτό που είναι και να το παραδεχτούν στον εαυτό τους, στις οικογένειές τους και στους συνομήλικούς τους».
Στη φιλελεύθερη δυτική κοινωνία, όπου κινείται ο Σιμ, οι τοπικές ιδιαιτερότητες έχουν αλεστεί στον βωμό της παγκοσμιοποίησης. Γιατί πιστεύετε ότι η κοινωνία έφτασε σε αυτό το σημείο; 
«Κυρίως χάρη σε ανθρώπους όπως ο Σιμ, ο οποίος, όπως λέει στο βιβλίο, “το να πας σε μια ξένη πόλη και να βρεις τα ίδια καφέ και τα ίδια σουπερμάρκετ είναι καθησυχαστικό” – ιδίως όταν ο κόσμος σε φοβίζει, κάτι που συμβαίνει σε πολλούς. Η αγγλική κοινωνία είναι κοινωνία πλεονεκτών. Εχουμε παράδοση σε ανθρώπους που κάνουν πολλά λεφτά και θέλουν να τα κρατήσουν για τον εαυτό τους. Το βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα με αυξανόμενους ρυθμούς με την κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών και Φιλελευθέρων. Διάβαζα ότι υπάρχει πτώση πωλήσεων σε προϊόντα, αλλά αύξηση σε ζήτηση ειδών πολυτελείας, καθώς και στα εισιτήρια πρώτης θέσης. Οι υπερπλούσιοι γίνονται πιο πλούσιοι, ενώ οι υπόλοιποι σφίγγουμε το ζωνάρι. Αυτό για μένα είναι τυπικό χαρακτηριστικό της βρετανικής κοινωνίας, η οποία μετά τον πόλεμο πέρασε μια φάση επικεντρωμένη στην κοινωνική δικαιοσύνη. Αλλά αυτό κράτησε 30-35 χρόνια, μέχρις ότου στο προσκήνιο ήρθε η κυρία Θάτσερ, η οποία απεφάνθη ότι η οικονομία ήταν στάσιμη, οπότε άλλαξε τα πράγματα και τα επανέφερε εκεί που ήταν πριν, όταν το κίνητρο του κέρδους ήταν η απόλυτη προτεραιότητα. Είναι πολύ απλό: Ολα για το κέρδος».
Δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «θετική» απόρροια της παγκοσμιοποίησης το γεγονός ότι η κοινωνία της Βρετανίας είναι πλέον πιο ανοιχτή;
«Από μια άποψη, ναι. Αλλά με έναν σχετικά επιφανειακό, ψεύτικο τρόπο. Ο ήρωας τρώει panino, το οποίο έχει γίνει το φαστ φουντ αυτής της χώρας, όμως ο κόσμος δεν ξέρει πώς να το ζητήσει, δηλαδή “panino” αντί για “panini”. Κάθε νομός, κάθε πόλη στη Βρετανία είχε κάποτε μια πολύ ιδιαίτερη ταυτότητα η οποία έχει σβηστεί για να αντικατασταθεί με κάτι που δεν είναι αυθεντικό. Τα ιταλικά καφέ που βρίσκονται απ’ άκρη σε άκρη σε αυτήν τη χώρα δεν είναι αυθεντικά ιταλικά καφέ. Νομίζω ότι αυτό το φαινόμενο κάνει τη ζωή μας λιγότερο “κλειστή” αλλά παράλληλα λιγότερο αυθεντική. Αυτό είναι ένα βασικό θέμα που διαπραγματεύεται το βιβλίο. Είναι όπως με την πραγματική και την εικονική σχέση. Θέλουμε να ζούμε στον πραγματικό ή σε έναν εικονικό κόσμο; Εξακολουθώ να πιστεύω ότι είναι καλύτερα να ζούμε σε έναν πραγματικό κόσμο».
Σας λείπει η Βρετανία που δεν υπάρχει πια; Η Βρετανία της δεκαετίας του ’70 που περιγράφετε στη «Λέσχη των τιποτένιων»; «Οχι ιδιαίτερα. Είναι εύκολο για ανθρώπους της γενιάς μου να νιώθουν νοσταλγία, αλλά για την εφηβεία και τη νεότητα και όχι για τη συγκεκριμένη δεκαετία. Οταν περιγράφω στις κόρες μου πώς ήταν η ζωή όταν μεγάλωνα, δεν μπορούν να φανταστούν έναν κόσμο τόσο πρωτόγονο και στερημένο τεχνολογικά – όπως το βλέπουν. Είμαι αρκετά ευκατάστατος, οπότε μπορώ να πω ότι είμαι σε θέση να απολαμβάνω τα προνόμια που απέφεραν στη χώρα ο θατσερισμός και ο μπλερισμός, όμως πιστεύω ότι για αρκετούς ανθρώπους, που δεν είναι τόσο τυχεροί όσο εγώ, τα προνόμια αυτά είναι εκτός των δυνατοτήτων τους. Αν δεν μπορείς να διαθέσεις πέντε στερλίνες για ένα γρήγορο γεύμα στα Starbucks, το γεγονός ότι το μαγαζί αυτό υπάρχει μοιάζει με την περίπτωση του Σιμ με το Facebook: Είναι σαν να σε χλευάζει».
Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα βιβλία σας, σε αυτό η πολιτική πραγματικότητα της χώρας δεν αναφέρεται πουθενά. Μόνο η οικονομική κρίση υποβόσκει. Υποθέτω ότι αποτυπώνετε το σημείο των καιρών μας, την «απολιτικότητα»… «Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, αλλά έχουμε πολύ μεγάλη αποχή στις εκλογές. Αν ψηφίσει ένα 60%, θεωρείται πολύ καλό ποσοστό, το οποίο όμως είναι πολύ χαμηλό αν αναλογιστεί κανείς ότι αυτή είναι η μία και μοναδική ευκαιρία μας κάθε πέντε χρόνια να συμβάλλουμε σε μικρό βαθμό στην κατεύθυνση που παίρνει η χώρα. Ο κόσμος νιώθει αποξενωμένος από την πολιτική και αυτό το συναίσθημα γίνεται όλο και μεγαλύτερο. Δεν νομίζω ότι ο Ντέιβιντ Κάμερον και ο Νικ Κλεγκ κάνουν κάτι για να το αλλάξουν. Ισα ίσα που χειροτερεύει η κατάσταση. Βρισκόμαστε τώρα σε μια θέση όπου δύο απόφοιτοι του Ιτον και του Γουέστμινστερ, από πολύ πλούσιες οικογένειες, ανακοινώνουν σε ανθρώπους χωρίς δουλειά ότι πρέπει να τους περικόψουν τα επιδόματα. Γνωρίζω ότι η Ελλάδα αντιμετωπίζει αυτά τα προβλήματα πιο έντονα. Εχω να έρθω πολλά χρόνια, αλλά ξέρω ότι δεν είναι ένα πολύ χαρούμενο μέρος από οικονομική άποψη».
Αλήθεια, ποια είναι η άποψή σας για τη Θάτσερ; Επέβαλε σκληρή πολιτική μολονότι δεν προερχόταν από προνομιούχο περιβάλλον αλλά από την εργατική τάξη. Μια αμφιλεγόμενη κυρία... «Εχετε δίκιο. Πολύ αμφιλεγόμενη. Τη δεκαετία του ’80 είτε την αγαπούσες τη Θάτσερ είτε τη μισούσες. Δεν μου αρέσει ποτέ να λέω ότι μισώ κάποιον άνθρωπο, όμως μισώ αυτό που έκανε, οπότε είμαι στο αντιθατσερικό στρατόπεδο. Πιστεύω ότι αυτό που θα καταγραφεί στην Ιστορία ως έργο της δεκαετίας του ’80 είναι ότι ξεκίνησε μια τεράστια διαδικασία μέσω της οποίας έπαιρνε πλούτο από οικογένειες με χαμηλό ή μέσο εισόδημα και τον έδινε στους ήδη πλούσιους. Αυτό το κατάφερε εν μέρει με το να κλείσει τη βαριά βιομηχανία της Βρετανίας, αλλά περισσότερο μεταφέροντας τεράστιες ποσότητες δύναμης και οικονομικής δραστηριότητας στις οικονομικές υπηρεσίες του Σίτι, του χρηματοοικονομικού κέντρου του Λονδίνου, το 1986 και το 1987. Η Θάτσερ πίστευε ότι αυτοί οι άνθρωποι που αποκαλούσε “οι δημιουργοί του πλούτου” θα συγκέντρωναν χρήματα τα οποία μετά θα διαχέονταν μέσα στην κοινωνία και θα πήγαιναν σε όλους. Το δεύτερο μισό της προφητείας της δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ούτε και πρόκειται. Διότι οι άνθρωποι που πλουτίζουν από το τίποτε είναι πολύ καλοί στο να κρατάνε τον πλούτο αυτόν για τον εαυτό τους, για όσο καιρό τούς επιτρέπεται. Δυστυχώς η κληρονομιά της είναι όλο και μεγαλύτερες οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, και ο λόγος για τον οποίο οι νέοι απέχουν από τα κοινά είναι επειδή δεν βλέπουν να διαφέρουν ούτε οι υπόλοιποι πολιτικοί. Αυτό ισχύει σίγουρα σε αυτήν τη χώρα όπου όλοι ήλπιζαν το 1997 ότι ο Μπλερ θα κινηθεί διαφορετικά. Οπως αποδείχτηκε, από οικονομική άποψη δεν διέφερε από τη Θάτσερ. Δεν έχει υπάρξει εναλλακτική λύση στην ατζέντα μας τα τελευταία 31 χρόνια».
Η τωρινή κρίση όμως αποδεικνύεται βαθιά, οπότε δεν θα οδηγήσει αναπόφευκτα στην αναζήτηση αυτής της εναλλακτικής; «Πολλοί άνθρωποι σε θέσεις ισχύος και επιρροής είναι πολύ καλά βολεμένοι με αυτό το σύστημα. Τελικά θα υπάρξει μια μεγάλη ρήξη. Οι φτωχοί δεν μπορούν να γίνονται φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι επ’ άπειρον. Νομίζω όμως ότι απέχουμε ακόμη από αυτήν τη στιγμή, διότι ο κόσμος έχει ναρκωθεί από τα προνόμια του καπιταλισμού. Οσο θα βλέπουμε το “X-Factor” σε μια plasmaTV, την οποία δεν έχουμε να πληρώσουμε, είμαστε μια χαρά».
Είναι και η περίπτωση της Βρετανίας ιδιάζουσα. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, πάρα πολύς κόσμος βγήκε στους δρόμους, εδώ δεν υπάρχουν αντίστοιχης κλίμακας αντιδράσεις. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό; 
«Η τελευταία φορά που υπήρχε αναταραχή στον δρόμο ήταν πριν από 20 χρόνια με την επιβολή φορολογικού σχεδίου της Θάτσερ, το 1990, και μετά με την αντιπολεμική διαδήλωση, το 2003. Νομίζω ότι πολύς κόσμος αισθάνθηκε ανήμπορος μετά το 2003. Κόσμος που δεν είχε πάει σε διαδήλωση για περισσότερο από 20 χρόνια βγήκε τότε στον δρόμο, αλλά δεν έγινε τίποτε. Νομίζω ότι δημιουργήθηκε ένα κλίμα όπου πιστέψαμε ότι είναι ανώφελο να διαμαρτυρηθείς στον δρόμο. Επίσης, όπως δείχνει και η περίπτωση του Μάξουελ Σιμ, οι Βρετανοί είναι πολύ καλοί στο να καταπνίγουν τα συναισθήματά τους, σε αντίθεση με τους Γάλλους, τους Ιταλούς, τους Ελληνες. Δεν ξέρω γιατί είμαστε έτσι. Ισως είναι ένα είδος ευγένειας... Μπορείς να καταλάβεις πολλά για μια χώρα από τον τρόπο με τον οποίο οδηγούν οι κάτοικοί της. Ημουν στη Νάπολι πρόσφατα. Οι οδηγοί κόρναραν συνέχεια, χωρίς προφανή λόγο. Για έναν αυτοκινητιστή αυτός είναι ο πιο πρωτόγονος τρόπος να εκφράζεις τα συναισθήματά σου. Ενας Βρετανός θα κορνάρει μόνο όταν προκληθεί σε εξοργιστικό βαθμό. Κουκουλώνουμε αυτό που αισθανόμαστε μέχρις ότου τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο. Νομίζω ότι αυτήν τη στιγμή ο κόσμος δεν συνειδητοποιεί το μέγεθος της κρίσης και τι του έχει ζητηθεί να στερηθεί. Θα το καταλάβει σε μερικά χρόνια».
Πιστεύετε ότι είναι καθήκον ενός συγγραφέα να σχολιάζει με κριτική διάθεση την πολιτική κατάσταση της χώρας του και της εποχής του; «Μου αρέσει να το κάνω. Δεν το νιώθω ως υποχρέωση, δεν το έκανα στο προτελευταίο μου βιβλίο “Σαν τη βροχή πριν πέσει”. Κάποιοι αναγνώστες μου θύμωσαν για αυτό. Δεν είναι απαραίτητο να είναι πολιτικό ένα βιβλίο. Από την άλλη, δεν βλέπω το νόημα του να είσαι συγγραφέας αν πιστεύεις ότι όλα βαίνουν καλώς στον κόσμο. Το γράψιμο είναι για μένα μια θεμελιώδης έκφραση της δυσαρέσκειας για την πραγματικότητα γύρω μου, είτε συναισθηματικά είτε από κοινωνική ή πολιτική άποψη. Κάτι σου χτυπάει ως παράταιρο και θέλεις να το πάρεις, να το αλλοιώσεις, να του δώσεις νέο σχήμα και μετά να το βάλεις πάλι κάτω στη θέση του και να πεις: “Εντάξει, τώρα μου αρέσει περισσότερο”. Ενα μεγάλο μέρος αυτής της παρόρμησης έχει πολιτική χροιά υποθέτω. Είναι μια ευκαιρία να πεις στους αναγνώστες σου: “Κοίτα τον κόσμο που ζούμε, κάτι δεν πάει καλά μαζί του”. Το να μην το κάνω εγώ προσωπικά θα ήταν σαν να απεκδύομαι την ευθύνη μου. Αλλά κάθε συγγραφέας είναι διαφορετικός. Και πολλοί από τους αγαπημένους μου συγγραφείς δεν γράφουν πολιτική λογοτεχνία».
Τι μπορεί να αλλάξει μέσα από την πολιτικών αποχρώσεων λογοτεχνία; «Ολα τα καλά κείμενα βοηθούν τον κόσμο να αποδεσμεύσει τη φαντασία του. Πρόκειται για έναν πολύ αγύμναστο “μυ” στην πολιτική σφαίρα. Και όμως, είναι τόσο σημαντικός. Διότι χωρίς φαντασία δεν μπορείς να καταλάβεις πώς μπορεί να αισθάνονται και να σκέφτονται οι άλλοι άνθρωποι. Αυτό για μένα είναι το πιο σημαντικό όταν γράφεις ότι μπορείς να γυμνάσεις αυτόν τον μυ στους άλλους ανθρώπους. Το έγκλημα όμως δεν είναι να μη γράφεις πολιτικά βιβλία, το έγκλημα είναι να γράφεις κακά βιβλία. Είναι χάσιμο χρόνου για όλους».
Το άλλο στοιχείο που εμφανίζεται στα βιβλία σας είναι το φλεγματικό και οξυδερκές χιούμορ. Κάποιος Ελληνας παλιά είχε παρατηρήσει ότι οι «Αγγλοι όταν κάνουν χιούμορ δεν είναι ποτέ σε καλή διάθεση, και δεν είναι ποτέ ευτυχείς»… «Αυτό είναι αλήθεια! Αλλά και πάλι έχω αντιφατικά συναισθήματα για αυτό. Πιστεύω ότι είμαι πολύ τυπικός Βρετανός, αλλά και συγγραφέας. Και γνωρίζω ότι αυτό είναι μέρος της “γοητείας” μου σε χώρες όπως η Ελλάδα. Ναι, οι Βρετανοί χρησιμοποιούν το χιούμορ ως μέθοδο αποσυμπίεσης από την αίσθηση του ανικανοποίητου. Μία από τις βασικές αντιδράσεις μας όταν κάτι πάει στραβά, όταν δεν είμαστε ευτυχισμένοι όπως λέτε, είναι να καταφεύγουμε στο χιούμορ. Αυτό είναι ένα υπέροχο δώρο, επειδή σε βοηθάει να επιβιώνεις στη ζωή. Ταυτόχρονα, όμως, είναι άλλος ένας λόγος που εξηγεί γιατί οι Γάλλοι είναι στους δρόμους και οι Βρετανοί όχι. Διότι μάλλον βρίσκονται σπίτι και διαβάζουν σατιρικά μυθιστορήματα ή ακούν κωμικές εκπομπές στο ραδιόφωνο. Εχω αρχίσει να διερωτώμαι αν ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούμε το χιούμορ διαχέει παρορμήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να διοχετεύονταν σε δράσεις ικανές να βελτιώσουν την κατάσταση…».
Ξαναδιαβάζετε με κριτική ματιά τα βιβλία σας; Οπως, για παράδειγμα, το πρώτο κείμενο που είχατε στείλει σε εκδότη, απορρίφθηκε και ύστερα από χρόνια το κάψατε; «Σκοπεύω να το κάνω. Οταν γράφεις μυθιστορήματα φτάνει ένα σημείο όπου πρέπει να πάρεις όλα τα βιβλία σου και να τα ξαναδιαβάσεις για να αποκτήσεις αίσθηση του momentum σου. Ιδίως το “Σπίτι του ύπνου”, βιβλίο το οποίο όταν προωθούσα τον Μάξουελ Σιμ σε Βρετανία και Ιταλία με πλησίασαν πολλοί για να μου πουν ότι είναι το αγαπημένο τους. Προφανώς έχει κάτι που δεν έχουν τα υπόλοιπα. Δεν ξέρω τι είναι, έχουν περάσει 15 χρόνια από όταν το έγραψα, οπότε θα το ξαναδιαβάσω. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι, και αυτό μπορεί να συμβεί όταν έχεις γράψει όσα μυθιστορήματα έχω γράψει εγώ».
Είναι αλήθεια ότι η λογοτεχνική σκηνή της Βρετανίας σάς βλέπει λίγο αφ’ υψηλού κυρίως επειδή τα βιβλία σας αρέσουν πολύ στον κόσμο; 
«Οσοι απονέμουν βραβεία αλλά ιδίως οι δημοσιογράφοι, παγκοσμίως, νιώθουν την ανάγκη να σε κατηγοριοποιούν. Δεν είναι σίγουροι αν είμαι εμπορικός συγγραφέας, σοβαρός ή δημοφιλής. Αυτές οι κατηγοριοποιήσεις για εμένα είναι άνευ ουσίας, μπορώ όμως να καταλάβω τι σημαίνουν για αυτούς που τις χρησιμοποιούν. Σίγουρα δεν καταλαβαίνουν από πού έρχομαι δεδομένου ότι δηλώνω ανοιχτά ότι οι επιρροές μου προέρχονται από την τηλεόραση και τον “ταπεινό” κινηματογράφο, αλλά από ευρωπαίους συγγραφείς όπως ο Καλβίνο. Και αυτό είναι ένα περίεργο μείγμα».
Είναι σημαντικό για εσάς να ευχαριστείτε τους αναγνώστες σας; «Ναι, είναι πολύ σημαντικό, αν και είναι αδύνατο. Πρέπει να θυμάσαι ότι δεν μπορείς να τους ικανοποιήσεις όλους. Αυτό ήταν εν μέρει το πρόβλημα με τον Τόνι Μπλερ αρχικά. Το ξεπέρασε όμως, διότι πλέον όλοι τον μισούν. Θέλω τα κείμενά μου να αγγίζουν τον κόσμο, αλλά ύστερα από εννέα βιβλία γνωρίζω πλέον τα όριά μου».
Ποια είναι τα «όριά» σας;«Νομίζω είναι ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιώ τη γλώσσα. Δεν χρησιμοποιώ λέξεις με τον δημιουργικό τρόπο που το κάνουν άλλοι συγγραφείς στην αγγλική γλώσσα. Δεν γράφω όμορφα. Η πρόζα μου είναι διαυγής. Δημιουργώ ένα παράθυρο από το οποίο ο αναγνώστης μπορεί να δει τους χαρακτήρες, την ιστορία, τη δομή. Αυτός όμως νομίζω είναι και ο λόγος για τον οποίο είμαι εξίσου δημοφιλής σε χώρες όπως η Ελλάδα και η Ιταλία. Πολύ λίγα χάνονται στη μετάφραση. Ενας συγγραφέας όπως ο Τζον Μπάνβιλ, του οποίου η πρόζα είναι πανέμορφη και οι λέξεις πολύ δουλεμένες, μπορεί να δυσκολέψει τον μεταφραστή».
Γιατί ενσωματώσατε στο βιβλίο την ιστορία του Ντόναλντ Κρόουχερστ, του ερασιτέχνη ιστιοπλόου ο οποίος ξεκίνησε το 1968 από το Ντέβον, με σκοπό να κάνει τον γύρο της Γης; «Υπάρχει μια μυθική διάσταση σε αυτήν την ιστορία. Εχει να κάνει με ένα άτομο μόνο του, στη μέση του ωκεανού, περικυκλωμένο από τόση απεραντοσύνη, που είναι σε θέση να μπορεί να κρυφτεί από τους πάντες εκεί για πέντε-έξι μήνες, ώστε να περιμένει τους άλλους διαγωνιζόμενους και να τερματίσει μαζί τους. Σε κάνει να συνειδητοποιείς πόσο έχουν αλλάξει τα πράγματα τα τελευταία 40 χρόνια. Σήμερα δεν θα τα κατάφερνε, θα τον εντόπιζαν μέσω δορυφόρου. Επίσης το γεγονός ότι ήταν ψεύτης φαίνεται τόσο επίκαιρο σήμερα. Είπε ψέματα στον εαυτό του και στην οικογένειά του και ο μύθος που έχτιζε ήταν καταδικασμένος να γκρεμιστεί. Αυτό το ασφυκτικό συναίσθημα τον οδήγησε στην αυτοκτονία. Μου αρέσει γιατί ανακαλεί τη Βρετανία στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν όλοι ήμασταν ενθουσιασμένοι με τις προσσεληνώσεις, όταν οι “Times” ήταν η σπουδαία αγγλική εφημερίδα».
Στο «Τι ωραίο πλιάτσικο!» αναφερόσασταν στον Γιούρι Γκαγκάριν. «Ο Γκαγκάριν ήταν αληθινός ήρωας, ο Κρόουχερστ ήταν ψεύτικος. Αυτό είναι και ένα δείγμα της εξέλιξής μας τα τελευταία 30 χρόνια. Οι ήρωές μας είναι ψεύτικοι».
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 527, σελ. 30-36, 21/11/2010.