Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

31/12/10

Περί ηλεκτρονκού βιβλίου και πάλι


Σελίδες στην οθόνη ή σε χαρτί  (Το μέλλον της ανάγνωσης)

Συλλογή κειμένων

Αν ο τόμος είχε κυκλοφορήσει από κάποιον δίχως μεράκι για το βιβλίο, θα 'μουν δύσπιστος, μήπως κρύβει κίνηση κάποιου επιχειρηματία που ψαρεύει στα θολά νερά της «προόδου»... Των αγράμματων, πάλι, τεχνοκρατών οι αβασάνιστοι δογματισμοί πως «το χάρτινο βιβλίο πέθανε» κι οι προβλέψεις τους πως «θα σβήσει μπρος στο ηλεκτρονικό» μ' αφήνουν αδιάφορον όσο κι οι προφητείες του Νοστράδαμου. Ομως ο Γ. Δαρδανός, έχοντας ξεκινήσει μισόν αιώνα πίσω μαθητευόμενος στην «κάσα» και περνώντας απ' τη μονοτυπία στη λινοτυπία κι ύστερα στην όφσετ, και στον εκδοτικό χώρο κατόπιν, έχει αποδείξει με πλήθος καλαίσθητων εκδόσεων πως τη μυρουδιά του μελανιού στο φρεσκοτυπωμένο χαρτί, ή της χαρτόκολλας στη ράχη, την αγαπάει και με το παραπάνω... Κι αν καταπιάστηκε να συγκεντρώσει τις διαφορετικές κι αντιμαχόμενες ενίοτε απόψεις πάνω στην επίκαιρη διαμάχη ηλεκτρονικού και παραδοσιακού εντύπου δεν είν' ούτε από ψευτοπροοδευτισμό ούτ' από άγονο συντηρητισμό ή προσκόλληση στα παραδεδομένα...
Πενήντα κείμενα ερευνητών, δημοσιογράφων, εκπαιδευτικών, κοινωνιολόγων κ.ά., πρωτότυπα ή αναδημοσιεύσεις, παρέχουν ένα ισόρροπο πανόραμα του υπάρχοντος προβληματισμού, δίχως μάταιες υμνολογίες ή θρηνολογίες για τη μια ή την άλλη πλευρά, κι άλλοτε βιωματικά και συναισθηματικά φορτισμένα, άλλοτε ψυχρά επιστημονικά, βασισμένα σε στοιχεία και στατιστικά δεδομένα, πετυχαίνουν αυτό που συνήθως λείπει απ' τους συλλογικούς τόμους: τη Σύνθεση. Στην προκείμενη μάλιστα περίπτωση, όπου το ζήτημα εξετάζεται από παιδαγωγική, κοινωνιολογική, βιβλιοθηκονομική, επιχειρηματική - οικονομική, νομική όσο και από καθαρά τεχνική ου μην αλλά κι από βιβλιοφιλική άποψη, δύσκολο ένας συγγραφέας να κάλυπτε όλους τους τομείς, εκφράζοντας εξίσου ικανά θέση κι αντίθεση.
Μέσα απ' τις σελίδες του γκρεμίζονται κυριαρχούσες προπαγάνδες των οπαδών του ηλεκτρονικού βιβλίου, όπως, λ.χ., ότι συμβάλλει στην εξοικονόμηση χαρτιού (ενώ έχει αποδειχτεί με αριθμούς ότι ξοδεύεται π ε ρ ι σ σ ό τ ε ρ ο χαρτί!), ότι είναι τάχα πιο φτηνές κι άρα ελκυστικότερες για δημόσιες ή πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες (ενώ οι εκδότες πουλάνε μεν στη μισή τιμή τα πολυχρησιμοποιούμενα συγγράμματα, τα 'χουν όμως εφοδιάσει με ασφαλιστικές δικλίδες, ώστε να περιορίζεται η χρήση τους χρονικά, οπότε τα Ιδρύματα υποβάλλονται ξανά και ξανά στο έξοδο οιονεί «συνδρομής» για την εξασφάλιση συνεχών ανανεώσεων αντί μιας εφάπαξ καταβολής), ή ότι μια ηλεκτρονική έκδοση διαβάζεται δήθεν εξίσου άνετα με τα παραδοσιακά χάρτινα εγχειρίδια (ενώ έρευνες αποδεικνύουν ότι η ανάγνωση σε οιονδήποτε τύπο οθόνης δυσκολεύει ακόμα και τις νεότερες και πιο εξοικειωμένες γενιές, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα σημειώσεων πάνω στο κείμενο, φυλλομέτρησης ή απομνημόνευσης της υλικής ε ι κ ό ν α ς κάθε σελίδας) ή, τέλος, ότι το ηλεκτρονικό βιβλίο θα εκτοπίσει εμπορικά το παραδοσιακό (ενώ από πειραματικές πρακτικές του εκδοτικού οίκου του Πανεπιστημίου του Yale, που διαθέτει -δωρεάν κιόλας!- τις εκδόσεις του σε ηλεκτρονική μορφή, αποδείχτηκε πως διόλου δεν μειώθηκαν οι πωλήσεις των εντύπων)!
Απ' την άλλη, ποιος μπορεί στα σοβαρά ν' αμφισβητήσει την τρομερή ευκολία αναζήτησης κι ανεύρεσης σπανιότατων εκδόσεων του 1600 ή του 1700, αλλά και νεότερων εντελώς εξειδικευμένων, που 'ναι αμφίβολο αν υπάρχουν παραπάνω από 5 με 10 αντίτυπά τους παγκοσμίως, φυλαγμένα στα έγκατα μεγάλων Βιβλιοθηκών, μέσω ενός απλού πατήματος ενός κουμπιού στο Google; Κι όχι μόνο τα βρίσκει κανείς και παραπέμπει, μα κι αναπαράγει δυσεύρετα σχέδια, εικόνες, διαγράμματα και τα στέλνει σε άλλους ερευνητές ανά τον κόσμο, επανεδραιώνοντας στην ουσία την ισχύ της ελευθερίας στη διακίνηση ιδεών!... Φυσικά, εδώ ανοίγει άλλο μέγα ζήτημα, εκείνο της πνευματικής ιδιοκτησίας, όπου πια οι νομικοί έχουν τον λόγο, και χρήσιμο ως εκ τούτου και το σχετικό παράρτημα στο τέλος του τόμου με την πρόσφατη σχετική γαλλική νομοθεσία...
Πολλές ακόμα παράμετροι πρέπει να σταθμιστούν, ιδίως στα θέματα της Εκπαίδευσης, όπου η εισαγωγή του ηλεκτρονικού βοηθήματος από τα Δημοτικά κιόλας εμφανίζεται ως πανάκεια ή «από μηχανής θεός», λύτης των εκκρεμών προβλημάτων δεκαετιών. Προέχει δε να μελετηθεί αν όντως μπορούν να προσφέρουν αυτά που επαγγέλλονται τα ηλεκτρονικά μέσα ή μήπως δεν τα επαγγέλλονται παρά οι διαφημιστάδες τους μονάχα, που τα κουνάν μπρος στα θαμπωμένα μάτια αδαών, θηρεύοντας το κέρδος από τις πωλήσεις χιλιάδων καινούργιων μηχανών... Είναι δυνατόν, στα σοβαρά, η ηλεκτρονική διδασκαλία μ' έναν υπολογιστή συνδεδεμένο στο Διαδίκτυο, απ' όπου θα «κατεβαίνουν» πληροφορίες, ν' αντικαταστήσει τη γνώση απ' τον εμπνευσμένο δάσκαλο; Κι είν' οι «πληροφορίες» από μόνες τους «γνώση», όπως τόσοι και τόσοι ανάβαθα εξετάζοντας το πράγμα διατείνονται, ή μήπως π ρ ο ϋ π ό θ ε σ η απλά -και να δούμε!- για γνώση; Οπότε;...
Εκ του αντιστρόφου, κι ο πιο παθιασμένος βιβλιόφιλος, που πιάνει από τη μυρωδιά τη χώρα προέλευσης ενός παλιού βιβλίου και κατέχει τα μυστικά της καλλιτεχνικής βιβλιοδεσίας ή μαγεύεται απ' το αριστοτεχνικό χρύσωμα και τις χειροποίητες μαρμαρόκολλες, δεν θ' αρνηθεί πως συχνά θα προτιμούσε αντί να του πιάνουν χώρο στα ράφια δεκάδες χρηστικότατα μεν, δίχως όμως βιβλιοφιλική αξία βοηθήματα (λεξικά, εγχειρίδια, ευρετήρια, κώδικες κάθε λογής), να τα 'χε σ' ηλεκτρονική μορφή, να τα 'παιρνε μαζί στις μετακινήσεις του και να τα συμβουλευόταν ανά πάσα στιγμή... Κι αν δύσκολα θα 'βρισκες κάποιον ν' αντάλλαζε μια στιβαρή σειρά Αρχαίων της Λειψίας ή των «Belles Lettres» με μια δισκέτα του «Thesaurus Linguae Graecae» (όπου περιέχεται ολόκληρη η Κλασική Γραμματεία), εξίσου δύσκολα θα 'βρισκες μελετητή που δεν θα 'θελε να 'χει μια τέτοια δισκέτα στο εξοχικό του, στο ταξίδι ή ακόμα και μες στις ίδιες τις Βιβλιοθήκες, αντί ν' ανεβοκατεβαίνει σκάλες γυρεύοντας ένα ένα τα παραθέματα των συγγραφέων... Αρα;...
Κι όλ' αυτά, χωρίς να χάνει παράλληλα την ισχύ του κι ο αντίλογος των απανταχού εκτιμητών της αισθητικής του εντύπου, καίρια εκφραζόμενος με την ενάντια στο «πνεύμα της εποχής» διακήρυξη του τραγικού εκείνου Στεπάν Τροφίμοβιτς των «Δαιμονισμένων»: «...Δίχως επιστήμη η ανθρωπότητα θα μπορέσει να ζήσει, και δίχως ψωμί, μα δίχως ομορφιά είν' αδύνατο, γιατί τότε δεν θα μένει τίποτε πια να κάνουμε σ' αυτό τον κόσμο! Ολο το μυστικό είναι τούτο, όλ' η Ιστορία βρίσκεται 'δώ! Κι η επιστήμη ακόμα δεν θα πετύχει ούτε λεπτό να σταθεί στα πόδια της δίχως την ομορφιά... Αν γίνετε αναίσθητοι στο ωραίο, ούτε ένα καρφί δεν θα καταφέρετε να εφεύρετε!... Κι η ομορφιά που ενυπάρχει στο καλοσχεδιασμένο βιβλίο, με τα ιδιαίτερα τυπογραφικά στοιχεία, τη χαρακτηριστική διάταξη, το φίνο χαρτί, το ταιριαστό εξώφυλλο ή σκληρό κάλυμμα, διόλου κενός «αισθητισμός» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί και ν' απορριφθεί έτσι μάνι μάνι! Κι όταν δεν πρόκειται για «ένα καρφί» μονάχα, παρά για την καθαυτό πνευματική διαμόρφωση των επερχόμενων γενεών, μήπως θα 'πρεπε να σκεφτόμαστε σοβαρότερα το πράγμα;...

Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπίας 30/12/2010

Hugo Hamilton "Οι στιγματισμένοι"


Στις 9 Δεκεμβρίου 2010 συζητήθηκε το βιβλίο του Hugo Hamilton "Οι στιγματισμένοι". Στα links που ακολουθούν παρατίθενται οι κριτικές για το βιβλίο από τις εφημερίδες Guardian και New York Times.

Εφημερίδα Guardian 25 Ιανουαρίου 2003

Εφημερίδα New York Times 8 Ιουνίου 2003

9/12/10

Αυθεντική ή δήθεν λογοτεχνία

Η κρίση στην Παιδεία και την Οικονομία πλήττει, όχι μόνο την αγορά, αλλά και τη συγγραφή του βιβλίου, αφού, χρόνια τώρα, δεν φροντίσαμε να διαλυθεί μια παρεξήγηση που κινδυνεύει να ριζώσει για τα καλά και η οποία καταργεί τη διάκριση αυθεντικής και δήθεν λογοτεχνίας. 

Γιατί, παράλληλα με μια πλαστή λογοτεχνία κατασκευασμένη στο γόνατο και επικερδής χάρη στην ένδειά της, εξακολουθεί και γράφεται μια απαιτητική λογοτεχνία με ιστορία πολλών αιώνων, που δεν διαβάστηκε και δεν χωνεύτηκε όσο θα έπρεπε.

Γι' αυτό φταίνε, ίσως, και οι λάτρεις της λογοτεχνίας, που δεν θεωρούν απαραίτητο να εξηγήσουν τι είδους ευχαρίστηση δοκιμάζουν διαβάζοντας αυθεντικά λογοτεχνικά έργα. Μπορεί να έχουν δίκιο: τα μεγάλα έργα κανείς δεν μπορεί να σου τα επιβάλει, τα ανακαλύπτεις, ψάχνοντας. Από την άλλη, ίσως κρίνουν αφ' υψηλού, με ματιά αλαζονική. Γιατί κανείς δεν βγαίνει να ψάξει, αν δεν υπάρξει κάποιο έναυσμα που να τον σπρώξει να εγκαταλείψει την πεπατημένη για το άγνωστο.

Το άγνωστο, φυσικά, δεν είναι στα βιβλία με τις γρήγορες θεαματικές πωλήσεις, που τα ξετινάζεις μέσα σε μία μέρα και που γι' αυτό δεν αντέχουν στον χρόνο, αλλά σ' εκείνα που δυσκολεύεσαι στην αρχή να ακολουθήσεις τον δρόμο που σου ανοίγουν. Τέτοια κείμενα που προς στιγμή μας ξεβολεύουν, για να μας οδηγήσουν σιγά σιγά σ' έναν τόπο άγνωστο για μας, μέχρι τότε· μας δημιουργούν την όρεξη για πράγματα ουσίας, διευρύνουν τον νοητικό μας ορίζοντα, κάτι γίνεται και αρχίζουν να ζωντανεύουν πολύτιμα κέντρα του εγκεφάλου που η καθημερινή λογιστική τα έσυρε στην κατατονία.

Αντιθέτως, τα λογοτεχνικά κατασκευάσματα που καταναλώνονται μόλις κυκλοφορήσουν, δεν είναι τόσο αθώα όσο νομίζαμε, γιατί βοηθούν τη μαζική κουλτούρα να εισβάλει στην κουλτούρα που διαχρονικά δημιουργεί ένας λαός για να πάρει τη θέση της, με αποτέλεσμα να συνεργούν στην αλλοτρίωση και στη χειραγώγησή του.

Εν μέσω κρίσης, λοιπόν, που ενδέχεται να αναγκάσει τους εκδότες να ενδιαφερθούν ακόμη περισσότερο για την ευπώλητη, πλην, όμως, δήθεν λογοτεχνία, δεν θα έβλαπτε να γράφονταν έστω και λίγες γραμμές για γνήσια έργα της ποίησης και της πεζογραφίας, που εξακολουθούν να κυκλοφορούν στο εμπόριο και που όταν εξαντληθούν, κινδυνεύουν να μην επανεκδοθούν. Γιατί καθώς το γλωσσικό αισθητήριο ατονεί συνεχώς, με τον κίνδυνο να εκλείψει, ενδέχεται, μέσα στην τόση ευπώλητη σαβούρα, η επανέκδοση έργων της τέχνης του λόγου να κριθεί απολύτως ασύμφορη. Το αμέσως επόμενο βήμα σ' αυτή την πτωτική πορεία των αξιώσεών μας θα ήταν να κριθεί ασύμφορη και η λειτουργία των δημόσιων βιβλιοθηκών.

Σε μια τόσο δυσοίωνη προοπτική ενδέχεται το κοινό που διάβαζε με ευχαρίστηση, πριν από χρόνια, κείμενα του Κόντογλου ή του Θράσου Καστανάκη, ή μυθιστορήματα, όπως λ.χ. τη Διασπορά ή το Πλατύ ποτάμι του Μπεράτη, του Μαξ Φρις Το όνομά μου ας είναι Γκαντενμπάιν ή το Ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρυ, σήμερα, και πολύ περισσότερο αύριο, να μην τα αγοράσει ούτε να τα διαβάσει, ακόμη κι αν τυχαία ξετρυπώσει, από κάποιο ράφι βιβλιοπωλείου, την επανέκδοσή τους Δεν είναι που άλλαξαν οι καιροί και τα γούστα. Είναι που υποβαθμίστηκαν τόσο πολύ η έννοια του κριτηρίου και το αίσθημα του ωραίου μέσα στον σημερινό τεχνοκρατούμενο κόσμο, που κατά πάσα πιθανότητα μόνον αθλιότητες θα μπορούμε πλέον να λέμε, να ακούμε, να κάνουμε ή να παθαίνουμε.

Αν πρέπει, επομένως, να αναρωτηθούμε για το τι μεσολαβεί και η αυθεντική λογοτεχνία κινδυνεύει να γίνει κι αυτή είδος υπό εξαφάνιση, θα πρέπει, εκτός των άλλων, να συμπεριλάβουμε στον κατάλογο των αιτίων και τον ρόλο που παίζει η δήθεν λογοτεχνία εκούσα-άκουσα στη χειραγώγηση του αναγνωστικού κοινού και της κοινωνίας ευρύτερα. Οι νεότεροι λ.χ. αναγνώστες, ενώ συνεχίζουν κι αυτοί να διαβάζουν, δεν ξέρουν πια τι είναι καλό να διαβάσουν, μαθημένοι στις ευκολίες της μαζικής κουλτούρας που χωνεύει αδιακρίτως τα πάντα. Το πνεύμα της μαζικότητάς της τη μόνη αριστοκρατία που μπόρεσε και εξαφάνισε είναι αυτή των ελεύθερων πνευμάτων, πράγμα που τείνει να καταστρέψει όλα όσα μεσολαβούν για την διάπλαση ήθους και γούστου.

Γιατί, κρίνοντας την ποιότητα με κριτήριο την εμπορικότητα, η μαζική κουλτούρα μετατρέπει τους αναγνώστες σε θύματά της. Αντί να ενισχύσει την κρίση τους, καταπατά την κριτική δύναμή τους, ώστε να μην μπορούν να διακρίνουν το αυθεντικό από το ψεύτικο, το ουσιαστικό από το ανούσιο, το ευτελές από το άξιο λόγου, ούτως ή άλλως δυσδιάκριτα χάρη στις υψηλές επιδόσεις της τεχνικής.

Με τα κατασκευάσματα που προσποιούνται τις λογοτεχνικές δημιουργίες, θα νόμιζε κανείς ότι συμβαίνει ό,τι και με τις ψεύτικες τσάντες που προσποιούνται τις ακριβές· διαβάζοντάς τα, ο αναγνώστης γλιτώνει κόπο, όπως και ο καταναλωτής αγοράζοντας τες γλιτώνει χρήματα. Οτι το χρήμα είναι το κατ' εξοχήν τέχνημα αποφυγής του κόπου και του χρόνου που απαιτούν όλα τα δύσκολα εγχειρήματα, των καλλιτεχνικών μη εξαιρουμένων, είναι πια σ' όλους γνωστό. Γλιτώνοντας κόπο και χρόνο, γλιτώνουμε, σωματική και ψυχική καταπόνηση και μαζί όλα εκείνα τα πολύτιμα που δύσκολα κτώνται, συμπεριλαμβανομένης της παιδείας, της αισθητικής απόλαυσης, της ευαισθησίας.

Με αυτήν τη διάθεση, είτε εκδίδουμε πλοκές που βοηθούν τους αναγνώστες να σκοτώσουν απλώς και μόνον την ώρα τους είτε τους λέμε παραμύθια που διεγείρουν τη νάρκη τους· και στις δύο περιπτώσεις, τους οδηγούμε στην αποβλάκωση που προκαλεί ανασφάλεια. Μύρια όσα κακά έπονται. Γιατί θέλει πολύ χρόνο για να γίνεις νοήμων και ευαίσθητος. Και μόνον το ένα δέκατο, ίσως, και λιγότερο αυτού του χρόνου αρκεί για να γίνει κανείς απαθής και ανόητος.

Θα μπορούσε, βέβαια, να αντιτείνει κανείς ότι δεν είναι τόσο εύκολο να ξεχωρίσουμε το αληθινό από το ψεύτικο ακόμη και στον ίδιο τον εαυτό μας, αφού οι ίδιοι άνθρωποι ζούμε στιγμές αληθινές και άλλες, ψεύτικες. Εδώ μπορεί να θυμίσει κανείς ότι, αντίθετα με την ύπαρξη μας που τη σέρνουμε ή την πλάθουμε έως την τελευταία στιγμή, μέσα σε ωραίες και άθλιες καταστάσεις, για τη δημιουργία ενός έργου λογοτεχνίας την αποκλειστική ευθύνη την έχει ο δημιουργός του, και πως το έργο, κόντρα στις δικές μας φενάκες, ολοκληρώνεται, δεν διορθώνεται , δεν ξεγίνεται και δεν ξαναγίνεται.

ΥΓ.: Αφορμή να σκεφτώ την ανάγκη να γράφονται μικρά σημειώματα για μεγάλα έργα της λογοτεχνίας στάθηκε άρθρο που υποστήριζε πόσο κακός συγγραφέας υπήρξε ο Βικτόρ Ουγκό. Διαβάζοντάς το, απόρησα πώς είναι δυνατόν τα τόσα αισθήματα που προκάλεσε αυτό το θρυλικό βιβλίο σε τόσες γενιές αναγνωστών, και τις τόσο θετικές κριτικές που αφιέρωσαν στον Ουγκό μεγάλοι δημιουργοί, από τον Μποντλέρ, τον Βαλερί, κ.ά., ο συγγραφέας του άρθρου να τα αντιπαρέρχεται τόσο εύκολα;

Αλεξάνδρα Δεληγιώργη
Βιβλιοθήκη (Ελευθεροτυπία) 4 Δεκεμβρίου 2010

4/12/10

Συνέντευξη με τον Οχράν Παμούκ

Στο βίντεο που ακολουθεί ο Ανταίος Χρυσοστομίδης και η Μικέλα Χαρτουλάρη στα πλαίσια της εκπομπής "Οι κεραίες της εποχής μας" ταξιδεύουν στην Τουρκία και συνομιλούν με τον νομπελίστα συγγραφέα Οχράν Παμούκ.

Συνέντευξη με τον Οχράν Παμούκ

Το έργο του Οχράν Παμούκ θα συζητηθεί ανάμεσα σε άλλα στην εκδήλωση "Οι Γείτονές μας αυτοί οι Άγνωστοι" που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου στις 7.30μμ στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ στη Λεμεσό.

3/12/10

Νταβίντ Γκρόσμαν: Ο θρήνος έγινε αγώνας και γραφή για την ειρήνη

 
Στις αρχές του 2004, λίγες ημέρες μετά τα πεντηκοστά του γενέθλια, ο κορυφαίος ισραηλινός πεζογράφος Νταβίντ Γκρόσμαν ξεκίνησε ένα οδοιπορικό 30 ημερών κατά μήκος του Ισραήλ. Περπάτησε από τα σύνορα με τον Λίβανο ως το σπίτι του στα προάστια της Ιερουσαλήμ. Εγραφε ένα μυθιστόρημα με ηρωίδα την Ορα, μητέρα ενός στρατιώτη ο οποίος συμμετέχει εθελοντικά σε επιχείρηση κατά των Παλαιστινίων στο ξεκίνημα της δεύτερης Ιντιφάντα. Η Ορα, βασανισμένη από κακά προαισθήματα, ξεκινάει από το σπίτι της στην Ιερουσαλήμ για ένα οδοιπορικό ως τη Γαλιλαία παρέα με τον πρώην εραστή της, με τη βαθιά, ανεξήγητη πεποίθηση πως, αν κανείς δεν τη βρει για να της πει «κακά μαντάτα» για τον θάνατο του γιου της, τότε εκείνος θα παρέμενε ασφαλής.

Ο Γκρόσμαν περπατούσε περίπου 15 χιλιόμετρα την ημέρα ακολουθώντας τη φανταστική πορεία της Ορα. Και ο δικός του γιος, ο δευτερότοκος Γιούρι, παρουσιαζόταν εκείνες τις ημέρες στον στρατό, ενώ ο μεγαλύτερος, ο Γιόναθαν , σύντομα θα απολυόταν. Ο πατέρας χρησιμοποίησε τη γραφή όπως η Ορα τη φυγή: σαν φυλαχτό που θα κρατούσε το κακό μακριά από τα παιδιά του.

Το μυθιστόρημα είχε σχεδόν ολοκληρωθεί όταν, τον Ιούλιο του 2006, ξέσπασε ο πόλεμος με τη Χεζμπολάχ. Ο Γκρόσμαν, αν και διάσημος για τις αντιπολεμικές πεποιθήσεις του, υποστήριξε αρχικά τη στρατιωτική δράση πιστεύοντας πως η πατρίδα του είχε δικαίωμα να προστατεύσει τους πολίτες και τους στρατιώτες της. Καθώς όμως ο αριθμός των νεκρών λιβανέζων αμάχων πολλαπλασιαζόταν, ζήτησε δημοσίως την άμεση κατάπαυση του πυρός.

«Δεν διαθέτω την πολυτέλεια της απόγνωσης»
«Η επιστροφή στο μυθιστόρημα μετά τον θάνατο του γιου μου» εξηγεί ο Γκρόσμαν «ήταν ένα σταθερό σημείο στη ζωή μου. Αισθανόμουν σαν κάποιος που είχε βιώσει έναν σεισμό, που το σπίτι του είχε καταρρεύσει και προσπαθούσε να το ξαναχτίσει τοποθετώντας το ένα τούβλο πάνω από το άλλο. Γράφοντας μια πρόταση, εμφυσώντας ζωή σε χαρακτήρες και καταστάσεις, ένιωθα ότι ξανάχτιζα το σπίτι μου. Ηταν ένας τρόπος να αντιμετωπίσω το βάρος του πένθους». Πώς αισθάνεται για τη σημερινή κατάσταση στη Μέση Ανατολή; Υπάρχει ελπίδα να ζήσουν ειρηνικά Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί; «Κανείς δεν πρέπει να ενδίδει στην αρχέγονη επιθυμία για εκδίκηση» απαντά. «Δεν βλέπω καλύτερη λύση από τη δημιουργία δύο κρατών. Σήμερα είμαι περισσότερο θλιμμένος, ίσως και απελπισμένος, αλλά όχι με τρόπο που να με αδρανοποιεί. Ισως δεν διαθέτω πια την πολυτέλεια της απόγνωσης».

Στις 14 Αυγούστου σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Ηταν αργά. Στις 12 Αυγούστου ο συγγραφέας πληροφορήθηκε την τραγική είδηση: ο Γιούρι σκοτώθηκε όταν το άρμα μάχης του χτυπήθηκε από ρουκέτα στον Νότιο Λίβανο- δύο εβδομάδες πριν από τα 21α του γενέθλια, τρεις μήνες προτού απολυθεί.

«Το πένθος» είπε ο Γκρόσμαν σε πρόσφατη συνέντευξή του «είναι σαν εξορία. Εξορίζεσαι από όλα όσα γνωρίζεις. Δεν μπορείς πια να θεωρείς τίποτε δεδομένο». Ετσι, λίγες ημέρες μετά την κηδεία, αναζήτησε παρηγοριά στη συγγραφή.

«Ξεκίνησα να γράφω για μία ώρα. Την επόμενη ημέρα προσέθεσα δέκα λεπτά, τη μεθεπόμενη ακόμη δέκα. Ηταν δύσκολο. Πήγαινα κατευθείαν στο μέρος που φοβόμουν πιο πολύ. Αλλά, από την άλλη, ήταν το μοναδικό μέρος που μπορούσα να πάω» είπε.

Το αποτέλεσμα, το πολυσέλιδο βιβλίο «Τo the end of the land» («Μέχρι το τέλος της γης»), κυκλοφόρησε στο Ισραήλ το 2008, ενώ εφέτος μεταφράστηκε στα αγγλικά. Η κριτική έσπευσε να το χαρακτηρίσει το συγκλονιστικότερο κείμενό του.

ΝΤΑΒΙΝΤ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΓΟΛΙΑΘ
Ο Νταβίντ Γκρόσμαν γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1954. Η μητέρα του γεννήθηκε στην Παλαιστίνη και ο πατέρας του στην Πολωνία.Ο Γκρόσμαν έχει γράψει επτά μυθιστορήματα,παιδικά βιβλία και δοκίμια,όπου συχνά ρίχνει φως στις σκληρές συνθήκες ζωής των Παλαιστινίων της Δυτικής Οχθης και ασκεί έντονη κριτική στην πολιτική του Ισραήλ. Σοκαρισμένος από τη φονική επιδρομή των κομάντος κατά του διεθνούς στολίσκου που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα τον περασμένο Μάιο,ο Γκρόσμαν έκανε λόγο για«παρακμή του ισραηλινού κράτους»και προέβλεψε ότι«θα ξεκινήσει ένας νέος κύκλος εκδίκησης και μίσους με απρόβλεπτες συνέπειες».Πρόσφατα η Ομοσπονδία Γερμανών Εκδοτών τον τίμησε για τους μακροχρόνιους αγώνες του για να λυθεί ειρηνικά το Παλαιστινιακό. ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Απόσπασμα από το νέο μυθιστόρημα του Νταβίντ Γκρόσμαν. Θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά στις αρχές του 2011 από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Γιατί κλαίει η αόρατη αράβισσα νοσοκόμα;
(...) Η Ορα ρώτησε, δηλαδή θα γίνει όντως πόλεμος; Και εκείνος απάντησε, τρελάθηκες; Εχει ήδη αρχίσει, εδώ και δυο μέρες τουλάχιστον. Κι εκείνη εμβρόντητη, πότε άρχισε; Προχθές, νομίζω, και μάλιστα σ΄ το είχα πει χθες ή προχθές, δεν θυμάμαι πότε, μπερδεύω τις μέρες. Κι εκείνη σαστισμένη, έκπληκτη, σωστά, μου το είχες πει... Και κομμάτια από όνειρα παράξενα και τρομαχτικά της ήρθαν στον νου. Ολη την ώρα ακούγονται σειρήνες και πυροβολισμοί, κι άκουσα ελικόπτερα να προσγειώνονται, σίγουρα θα υπάρχουν ήδη ένα εκατομμύριο τραυματίες και σκοτωμένοι.

Τι συμβαίνει όμως στον πόλεμο; ρώτησε, κι εκείνος είπε, ούτε ξέρω, ούτε υπάρχει κανένας που θα μπορούσαμε να τον ρωτήσουμε εδώ, δεν έχουν μυαλό για μας και η Ορα ρώτησε, και η αδελφή Βίκυ; Πού είναι; Κι εκείνος δίστασε, μπορεί να έφυγε όταν άρχισε ο πόλεμος, σίγουρα θα θέλει να περιποιείται αληθινούς τραυματίες, και η Ορα συνέχισε τις ερωτήσεις, τότε ποιος φροντίζει εμάς; Κι εκείνος, τώρα είναι μόνο αυτή, η κοντή κι αδύνατη Αράβισσα, που κλαίει, την έχεις ακούσει;

Και η Ορα εξεπλάγη, άνθρωπος είναι αυτό που κλαίει; Νόμιζα πως ήταν κάποιο ζώο που έσκουζε, είσαι βέβαιος; Κι εκείνος είπε, είναι άνθρωπος, σίγουρα. Και η Ορα είπε, πώς και δεν την έχω δει; Κι εκείνος, έτσι είναι, έρχεται και φεύγει, παίρνει τις εξετάσεις, σου βάζει τα φάρμακα και το φαγητό στον δίσκο, και μόνο αυτή βρίσκεται τώρα εδώ, μέρα-νύχτα.

Βύζαξε τα μάγουλά του και παρατήρησε, αστείο δεν είναι που μας άφησαν εδώ πέρα μόνους με μια Αράβισσα; Σίγουρα δεν επιτρέπουν σε Αραβες να περιποιούνται τους τραυματίες. Και η Ορα δεν έχει ησυχία, και γιατί κλαίει; Τι της συμβαίνει; Κι εκείνος, και πού να ξέρω εγώ; Κι εκείνη, δεν τη ρώτησες; Κι εκείνος, έρχεται πάντα όταν κοιμάμαι. Από τότε που άρχισε ο πόλεμος δεν την έχω δει (...).


Διαβάστε περισσότερα: http://www.tovima.gr/default.asp?pid=2&artid=359659&ct=2&dt=10/10/2010#ixzz173UubXu6
Εφημερίδα Το Βήμα 10 Οκτωβριου 2010
Το έργο του Νταβίντ Γκρόσμαν θα συζητηθεί ανάμεσα σε άλλα στην εκδήλωση "Οι γείτονές μας αυτοί οι άγνωστοι" που θα πραγματοποιηθεί την ερχόμενη Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου στις 7.30 στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ με τη στήριξη των λεσχών ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο" και "Διά-Λογος".

19/11/10

Ο Αβραάμ Γεοσούα, ο διακεκριμένος ισραηλινός συγγραφέας εξηγεί την αποστολή της λογοτεχνίας

Ευτυχία είναι μόνο να έχεις εσύ ένα ωραίο σπίτι ή μήπως ευτυχία σημαίνει και ευτυχία των άλλων και ποιο είναι το κόστος γι’ αυτό; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να συζητηθούν και να διερευνηθούν γιατί ο κόσμος πια έχει περάσει στο άλλο άκρο.

Το προηγούμενο βράδυ, καθώς άκουγα τη διάλεξή του στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, ευχήθηκα αυτή η γνωριμία μου μαζί του να γινόταν αλλιώς. Ίσως στο σπίτι του, κάπου εκεί στη Χάιφα, όπου θα καθόμασταν στο γραφείο του, πλάι στη βιβλιοθήκη, θα ’ταν απόγευμα, θα πίναμε καφέ και θα μιλούσαμε για ώρες. Εγώ θα τον ρωτούσα για όλα όσα του έμαθε η ζωή και ’κείνος θα μου μετέδιδε, όπως ένας δάσκαλος στον μαθητή του, τη σημασία του να ζεις τη ζωή σου με ένα βαθύτατο αίσθημα ευθύνης… Αυτό ευχήθηκα. Γιατί ο Αβραάμ Β. Γεοσούα δεν είναι απλά ένας καταξιωμένος συγγραφέας. Είναι μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της σύγχρονης διανόησης και εννοώ πως είναι ένας άνθρωπος, ο οποίος είτε εκφράζοντας τις πολιτικές του θέσεις και τις κριτικές του απόψεις κόντρα στην καθιερωμένη ιδεολογία είτε παρατηρώντας τη ζωή των ηρώων που χτίζουν τις ιστορίες των βιβλίων του, τον ίδιο στόχο επιδιώκει: Να εγείρει ξανά και ξανά ηθικά ερωτήματα στον άνθρωπο, στα οποία και μόνο η διαδικασία αναζήτησης μιας απάντησης, είναι αυτή που εν τέλει μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πως η ζωή είναι αποκλειστικά δική μας ευθύνη. Και είναι αυτό το βαθύτατο αίσθημα ευθύνης που μας υπαγορεύει να κοιτάξουμε την ιστορία, την ταυτότητα και τη θέση μας πέρα από τα στενά πλαίσια που καθορίζουν την όποια πραγματικότητά μας, ώστε να μπορέσουμε να περπατήσουμε, έστω για λίγο, εκεί όπου ορίζεται η ζωή.

Εννέα το πρωί στο ξενοδοχείο Χίλτον Παρκ. Έχω λίγα λεπτά ακόμα για να ρίξω μια τελευταία ματιά στο ερωτηματολόγιο μου. Δεν ξέρω τι θα προλάβω να τον ρωτήσω μέσα σε μια μόνο ώρα. Καθώς όμως τον βλέπω να καταφθάνει μαζί με τη σύζυγό του, φορώντας μαύρα και έχοντας εκείνο το ήρεμο βλέμμα του ανθρώπου που ζει με επίγνωση, αφήνω τις ερωτήσεις μου παραπλεύρως και υπενθυμίζω στον εαυτό μου πως η συνομιλία με ένα σημαντικό συγγραφέα, όσο σύντομη κι αν είναι, πάντα μετράει σαν κέρδος. Κέρδος επί της ουσίας.

- Διαλέγω για αρχή μια δική σας φράση… Ότι η λογοτεχνία έχει τη δύναμη να μας αποκαλύπτει νοήματα, τα οποία στην καθημερινότητά μας τα προσπερνούμε…
Η λογοτεχνία παίρνει ένα μέρος της ζωής και του δίνει αρχή, μέση και τέλος. Εμείς, οι άνθρωποι είμαστε ημιτελείς ιστορίες γι’ αυτό και δεν μπορούμε εύκολα, μέσα στη ροή της καθημερινότητας μας, να κατανοήσουμε τα νοήματα της ζωής. Στη λογοτεχνία όμως, υπάρχει αυτή η δυνατότητα, μέσω μιας κατασκευασμένης, έστω, ιστορίας, να συνδέσουμε γεγονότα, τα οποία μπορεί στη ζωή να μοιάζουν ασύνδετα και μέσω αυτής της σύνδεσης, μέσω αυτής της ενσωμάτωσης, να εμβαθύνουμε σε κείνα τα νοήματα, τα οποία συνήθως προσπερνούμε.
- Ποια είναι αυτά τα νοήματα που συνήθως προσπερνούμε;Εκείνα τα οποία σχετίζονται με τις επιλογές και τις επιρροές μας. Γιατί π.χ. διαλέγουμε αυτό τον δρόμο και όχι τον άλλο, γιατί παθαίνουμε κρίσεις και ποια η σημασία αυτών των κρίσεων και πώς μπορούμε να τις ξεπεράσουμε… Η λογοτεχνία, μπορεί να μας υποδείξει τις διαφορετικές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες μπορούμε να κοιτάξουμε ξανά τη ζωή μας και να της προσδώσουμε ένα διαφορετικό νόημα.
- Τι σας ώθησε να αναζητάτε αυτές τις διαφορετικές οπτικές γωνίες; Τα βιβλία που διαβάσατε ή οι εμπειρίες της ζωής;Τα βιβλία μου υπέδειξαν να εμβαθύνω στη ζωή, να αναζητώ τους διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσής της και κυρίως μου δίδαξαν πως δεν πρέπει να ρίχνω το φταίξιμο στους άλλους, αλλά στον εαυτό μου για ό,τι ζω. Με έμαθαν πώς να διερευνώ τον εαυτό μου. Αναμφισβήτητα σε αυτό συνέβαλε και το ότι η σύζυγος μου είναι ψυχοθεραπεύτρια και πάντα με προέτρεπε να μην αρκούμαι στην επιφάνεια των πραγμάτων.
- Το ταλέντο να δημιουργείτε ήρωες, στους οποίους ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει στοιχεία από τον εαυτό του, προϋποθέτει τελικά και ένα ταλέντο κατανόησης του ψυχισμού των ανθρώπων;Δεν ξέρω αν διαθέτω αυτό το ταλέντο έτσι όπως το περιγράφετε. Έχω την εντύπωση ότι η ικανότητά μου να δημιουργώ αυτούς τους ήρωες οφείλεται περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η φαντασία μου. Μπορώ δηλαδή με τη φαντασία μου να ζήσω πολλές και διαφορετικές ζωές. Η δική μου ζωή έχει πολύ συγκεκριμένα πλαίσια. Με τη φαντασία μου χαρίζω στον εαυτό μου διαφορετικά βιογραφικά και δημιουργώ έτσι διαφορετικούς χαρακτήρες. Δεν είμαι τόσο καλός, λοιπόν, στο να καταλαβαίνω τον ψυχισμό των ανθρώπων, σε αυτό βασίζομαι περισσότερο στην κρίση της συζύγου μου (χαμόγελο). Οι συγγραφείς ξέρετε είναι λιγάκι εσωστρεφείς, δεν είναι τόσο ανοιχτοί σε άλλους ανθρώπους.
- Τι τροφοδοτεί, λοιπόν, τη φαντασία σας ώστε μέσα από αυτή να ζείτε και να δημιουργείτε άλλες ζωές;Είναι ένα μείγμα ερεθισμάτων που μου δίνει η πραγματικότητα και πώς αυτά τα μεταπλάθω με το μυαλό μου. Δεν είμαι από τους συγγραφείς που στηρίζονται στην προσωπική τους βιογραφία για ερεθίσματα. Η δική μου ζωή ήταν μια ζωή συνηθισμένη, εννοώ μια ζωή ομαλή, σταθερή, δεν είχαμε κρίσεις στο σπίτι, δεν έχω ζήσει ασυνήθιστες καταστάσεις όπως π.χ. ένας φίλος μου, ο οποίος έζησε το Ολοκαύτωμα και έπρεπε σε ηλικία εφτά χρονών να φύγει από το σπίτι και να ζήσει σε ένα δάσος. Δεν έχω τέτοιες ιστορίες, είμαι περισσότερο ένας παρατηρητής της ζωής των άλλων είτε αυτοί είναι πραγματικοί άνθρωποι είτε ήρωες βιβλίων.

ΤΑ ΗΘΙΚΑ ΔΙΛΗΜΜΑΤΑ
- Είχατε πει πως αισθάνεστε επιφορτισμένος με μια αποστολή. Να αφυπνίσετε το ενδιαφέρον για την ηθική όψη της λογοτεχνίας.
Αυτή είναι, για μένα, η αποστολή της λογοτεχνίας. Να εγείρει ηθικά διλήμματα και να προσπαθήσει να τα κατανοήσει. Όχι να ορίσει τι είναι ηθική. Ούτε να δώσει απαντήσεις. Αλλά να θίξει ηθικά ζητήματα. Και τα τελευταία χρόνια παρατηρώ πως η λογοτεχνία έχει εγκαταλείψει αυτή της την αποστολή. Είναι περισσότερο επηρεασμένη πλέον από την ψυχανάλυση. Οι άνθρωποι ψάχνουν για τα κίνητρα, ψάχνουν για την ανάλυση των νευρώσεων τους και προσπερνούν τη σημασία των ηθικών διλημμάτων. Πρόσφατα ξαναδιάβασα το «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι και σκέφτηκα το εξής: Αν ο Ντοστογιέφσκι άρχιζε να εξηγεί και να αναλύει τα παιδικά βιώματα του ήρωά του προσπαθώντας να τα συνδέσει με τον φόνο που έκανε, τότε αυτός ο φόνος θα αιτιολογείτο στον αναγνώστη. Ο Ντοστογιέφσκι όμως, δεν προσδοκούσε να ανοίξει αυτού του είδους την ψυχοθεραπευτική συζήτηση. Εκείνο που ήθελε ήταν να θέσει ένα ηθικό δίλημμα, κατά πόσο είναι σωστό να σκοτώσεις κάποιον που πιστεύεις ότι κάνει κακό.
- Είναι πιο σημαντικό να τεθούν αυτά τα ερωτήματα παρά να βρεθούν οι απαντήσεις τους;Ακριβώς. Και δεν μπορεί σήμερα να λέει η λογοτεχνία ότι δεν είναι αυτό το πεδίο της. Γιατί έτσι αφήνει, δυστυχώς, χώρο στη θρησκεία να προσπαθει να απαντήσει σε θέματα ηθικής. Γι’ αυτό και η θρησκεία κερδίζει συνεχώς περισσότερο έδαφος.
- Λόγω της «παραίτησης» της τέχνης από αυτά τα ζητήματα;Η τέχνη σήμερα, αδυνατεί να τροφοδοτήσει το κοινό με ηθικά διλήμματα. Τα ηθικά ερωτήματα ωστόσο, δεν θα πάψουν ποτέ να υπάρχουν, είτε υπάρχει κάποια ιδεολογία στην οποία πιστεύεις είτε όχι. Διότι είναι ερωτήματα που αφορούν στις ανθρώπινες σχέσεις. Και σε κάθε ανθρώπινη σχέση, είτε είναι μεταξύ συζύγων, είτε γονιών και παιδιών, είτε συναδέλφων, υπάρχει πάντα ένα ηθικό ερώτημα με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος. Γι’ αυτό σκοπός μου όταν γράφω ένα βιβλίο δεν είναι μόνο να ταυτιστεί ο αναγνώστης με έναν από τους ήρωες μου. Είναι κι αυτό σημαντικό, αλλά πιο σημαντικό είναι να προβληματιστεί γύρω από κάποια ηθικά ζητήματα και να ψάξει έτσι να βρει τις δικές του απαντήσεις. Ο κόσμος ωστόσο, δεν κρίνει πια την ηθική ενός ήρωα. Απλά είτε ταυτίζεται με τον ήρωα, είτε όχι χωρίς να μπαίνει σε μια διαδικασία κρίσης της ηθικής του.
- Γιατί δεν συμβαίνει αυτό;Ίσως γιατί για να μπορέσεις να το κάνεις πρέπει πρώτα να έχεις μια ηθική διαύγεια. Και πρέπει να εκπαιδεύσουμε τους εαυτούς μας προς αυτή την κατεύθυνση. Η τάση όμως σήμερα, μέσα και από όλη αυτή την έννοια της παγκοσμιοποίησης, είναι πώς να γίνουμε ευτυχισμένοι, πώς να βρούμε την ευτυχία, πού να βρούμε την ευτυχία κ.τ.λ.
- Είναι κακό να αναζητά κανείς την ευτυχία;Όχι δεν είναι κακό. Αλλά εξαρτάται πώς ορίζεις την ευτυχία και αν τελικά αυτός ο ορισμός σε κάνει πιο εγωκεντρικό ώστε να μην σε ενδιαφέρει αν προκειμένου να βρεις αυτό που ορίζεις εσύ ως ευτυχία, εμποδίζεις την ευτυχία άλλων ανθρώπων. Ευτυχία είναι μόνο να έχεις εσύ ένα ωραίο σπίτι και να τρως ωραίο φαγητό ή μήπως ευτυχία σημαίνει και ευτυχία των άλλων και ποιο είναι το κόστος γι’ αυτό; Αυτά τα ερωτήματα πρέπει να συζητηθούν και να διερευνηθούν γιατί ο κόσμος πια έχει περάσει, λόγω της καταναλωτικής κοινωνίας, λόγω της τεχνολογίας κ.τ.λ., στο άλλο άκρο.

ΖΗΤΗΜΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ
- Διερωτώμαι, όταν ζεις σε μια χώρα όπως τη δική σας, όπου η απειλή ή και η πρόκληση του θανάτου είναι μέσα στην καθημερινότητά σας, αυτό και μόνο δεν σας αναγκάζει να έρθετε αντιμέτωποι με αυτά τα ηθικά διλήμματα της ζωής;Ναι βέβαια. Το γεγονός ότι είμαστε σε μια μόνιμη διένεξη, ότι είμαστε συνεχώς κάτω από την απειλή του θανάτου, ότι συνεχίζουμε να κρατούμε άλλους ανθρώπους υποταγμένους, όλα αυτά εγείρουν ηθικά διλήμματα και ιδεολογικά ερωτήματα, στα οποία οφείλουμε να απαντήσουμε. Μερικοί από τους πιο νεαρούς συγγραφείς έχουν απηυδήσει, δεν θέλουν πια να μιλούν γι’ αυτά, υποστηρίζουν πως δεν υπάρχει πια τίποτα καινούργιο να πει κανείς. - Τους αδικείτε;Προσωπικά πιστεύω πως πάντα υπάρχει ένας καινούργιος τρόπος να θέσεις το ίδιο ερώτημα.
Και πρέπει να βρεις νέους τρόπους να απαντήσεις. Η πραγματικότητα στην οποία ζούμε, ναι, μας αναγκάζει να συζητήσουμε ξανά και ξανά τα θέματα ταυτότητας, διασποράς γιατί όπως είπα και χθες οι Εβραίοι δεν μπορούν μια ζωή να αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους σαν θύματα ή σαν θύτες.
- Όταν η απειλή του θανάτου γίνεται μέρος της καθημερινότητας, αυτό σκληραίνει ή μαλακώνει την καρδιά του ανθρώπου;Συχνά σκληραίνει την καρδιά του ανθρώπου και αυτός είναι ακόμα ένας λόγος που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στο Ισραήλ, η τάση του «egoistichedonism», δηλαδή, να μην αναλύεις τι συμβαίνει γύρω σου, να πιστεύεις ότι εσύ είσαι o σωστός και o δίκαιος και ότι ο μόνος σημαντικός στόχος που έχεις είναι πώς να απολαύσεις τη ζωή σου. Σε μια χώρα όμως, όπως τη δική μου, η οποία έχει τόσα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα δεν μπορεί ο σκοπός σου να είναι μόνο το «enjoylife».
- Εσείς δεν αισθανθήκατε ποτέ την ανάγκη να αποστασιοποιηθείτε έστω και για λίγο από όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σας; Δεν είναι λιγάκι ανθρώπινο εννοώ;
Βεβαίως και το αισθάνθηκα. Αισθάνθηκα την αγωνία να αποστασιοποιηθώ από τις ειδήσεις, να ελαχιστοποιήσω, δηλαδή, την επαφή μου με την καθημερινή πραγματικότητα. Η αποστασιοποίηση, ωστόσο, είναι επικίνδυνη γιατί σε μια χώρα όπως τη δική μου πρέπει καθημερινά να κάνεις ένα τσεκάρισμα του εαυτού σου απέναντι σε ζητήματα ηθικής.
- Είχατε πει πως είναι φορές που αισθάνεστε κλειδωμένος στην εβραϊκή σας ταυτότητα.Ναι είμαστε κλειδωμένοι και πιστεύω πως αν δεν προσπαθήσουμε να επαναπροσδιορίσουμε την ταυτότητά μας δεν θα επιβιώσουμε ως κράτος. Οι Εβραίοι θα επιβιώσουν, θα είναι παντού, έχουν άλλωστε μια εμπειρία πώς να διατηρούν την ταυτότητά τους εδώ και 2000 χρόνια, όπου κι αν βρίσκονται. Η εμπειρία όμως, να έχουμε ένα δικό μας κράτος συνεπάγεται μια εντελώς διαφορετική ευθύνη και έναν επαναπροσδιορισμό της ταυτότητάς μας. Και γι’ αυτό είναι σημαντικό να πετύχουμε την ειρήνη με τους Παλαιστίνιους. Η ειρήνη αυτή δεν είναι μόνο θέμα εθνικής ασφάλειας, αλλά κυρίως ένα ηθικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
- Είχατε πει ότι οι Εβραίοι, για να επαναπροσδιορίσουν την ταυτότητά τους, πρέπει να απαντήσουν σε κάποια ερωτήματα με τα οποία δεν βρέθηκαν ποτέ αντιμέτωποι. Ποια είναι αυτά τα ερωτήματα;Ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την εθνική ασφάλεια, με το φορολογικό σύστημα, με όλα εκείνα που εμπεριέχονται στην έννοια του κράτους και στα οποία, λόγω διασποράς, δεν χρειάστηκε να απαντήσουμε. Ο Ιουδαϊσμός όμως, δεν είναι πια το τι γράφει το βιβλίο. Τώρα το τι σημαίνει να είσαι Εβραίος καθορίζεται και από τον τρόπο που αποφασίζεις για τους νόμους και τους κανονισμούς που θα διέπουν τη ζωή σου. Οι Εβραίοι ήταν μια ζωή τα θύματα, τώρα όμως καλούνται να αναλάβουν την ευθύνη για άλλα θύματα, καλούνται να αιτιολογήσουν τους εαυτούς τους, καλούνται να δημιουργήσουν το δικό τους σύστημα ηθικών αξιών. Στη διασπορά δεν χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο, άλλοι έπαιρναν τις αποφάσεις γι’ αυτούς. Τώρα όμως πρέπει οι ίδιοι να αποφασίσουν πώς θέλουν να ζουν και αυτό είναι ένας αγώνας καθημερινός.
 - Γιατί πιστεύετε πως αυτή η ισραηλινοπαλαιστινιακή διένεξη δεν έχει επιλυθεί;Γιατί καταρχήν, δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχο στην ιστορία της ανθρωπότητας. Ποτέ στην ιστορία δεν συναντήσαμε ανθρώπους, οι οποίοι να έρχονται μετά από 2000 χρόνια σε μια περιοχή για να πουν στους ανθρώπους που ήδη ζουν εκεί ότι η γη δεν τους ανήκει. Οι Παλαιστίνιοι έζησαν μια εμπειρία που κανένας λαός στην ιστορία δεν έχει ξαναζήσει. Από την άλλη οι Εβραίοι δεν είχαν άλλη επιλογή από του να επιστρέψουν. Εκείνο που πρέπει να γίνει πια, είναι ένας ειλικρινής συμβιβασμός και από τους δύο και ο μόνος συμβιβασμός που μπορεί να γίνει είναι με βάση τα σύνορα του ’67. Δεν βλέπω άλλο τρόπο.
- Είστε αισιόδοξος ότι θα επιλυθεί;Δεν μπορώ παρά να είμαι. Διαφορετικά τα σενάρια είναι εφιαλτικά.
- Ποιο είναι, αλήθεια, το πολιτικό μήνυμα που θέλετε να περάσετε μέσα από τα βιβλία σας;Στο πρώτο μου βιβλίο «Ο Εραστής» υπήρχε ένας χαρακτήρας, ένας νεαρός Άραβας, ο οποίος δούλευε σε ένα γκαράζ. Προσπάθησα πολύ να σκιαγραφήσω το εσωτερικό του κόσμο και θυμάμαι πολλούς, τότε, αναγνώστες να μου λένε πως με το να ταυτιστούν με αυτό τον Άραβα τελικά μπόρεσαν να κατανοήσουν καλύτερα την πολιτική μας κατάσταση. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, δημιουργώντας χαρακτήρες και τοποθετώντας τους στη ζωή του κόσμου μπορεί να αλλάξεις την οπτική γωνία μέσα από την οποία ο κόσμος κοιτάζει κάποιους ανθρώπους. Και βέβαια για να κάνεις κάτι τέτοιο πρέπει πρώτα εσύ να έχεις καθαρές απαντήσεις σε τέτοιου είδους ερωτήματα.
- Ένας συγγραφέας έχει δηλαδή τη δύναμη να αλλάξει τον τρόπο που σκέφτεται ο κόσμος;Δεν ξέρω αν έχουμε αυτή τη δύναμη. Εκείνο που ξέρω είναι πως ο κόσμος μάς σέβεται και επιζητά τη γνώμη μας έστω και αν διαφωνεί μ’ αυτήν. Όταν σε δύσκολες εποχές, όπως τότε που αναγνωρίσαμε την ΡLΟ και υποστηρίζαμε πως πρέπει να κάνουμε ένα διάλογο μαζί της, η άποψή μας ήταν σεβαστή, δεν είμαστε δηλαδή αναγκασμένοι να φύγουμε από τη χώρα όπως γινόταν τότε στον πόλεμο του Βιετνάμ, όπου όσους ήταν εναντίον ήθελαν να τους διώξουν από την Αμερική. Ο κόσμος από τη στιγμή που εμείς εγείρουμε ηθικά διλήμματα, επιζητά να ακούσει την άποψή μας, όταν προκύπτουν αυτά τα ζητήματα.
- Τι από όλα όσα έχετε ζήσει αισθάνεστε ως προσωπική σας επιτυχία;Ότι έχω μια οικογένεια, έναν καλό γάμο, παιδιά, εγγόνια, για μένα αυτό είναι το πιο σημαντικό. Τα βιβλία μου θα τα κρίνει το κοινό αν είναι καλά ή όχι.
- Και τι είναι το πιο σημαντικό πράγμα που σας έχει διδάξει η ζωή;Η ζωή μου έμαθε πως πρέπει πρώτα να τσεκάρεις τον εαυτό σου. Πριν ρίξεις αλλού το φταίξιμο πρέπει να τσεκάρεις τον εαυτό σου. Πριν κρίνεις κάτι ως λάθος πρέπει πρώτα να τσεκάρεις τον εαυτό σου. Αυτό είναι πολύ σημαντικό. Είναι αυτό που είπε ο Σωκράτης: «Γνώθι σαυτόν». Για μένα αυτή είναι η πιο σημαντική πρόταση που έχει λεχθεί ποτέ.


Η Μάγκυ Κοέν, μεταφράστρια των βιβλίων του Γεοσούα στην ελληνική γλώσσα, σκιαγραφεί το προφίλ του μεγάλου αυτού συγγραφέα:

Ο Αβραάμ Β. Γεοσούα γεννημένος το 1936 στην Ιερουσαλήμ
είναι γόνος παλιάς σεφραδίτικης οικογένειας που εγκαταστάθηκε στην Παλαιστίνη τον 19ο αιώνα. Ζει στη Χάιφα και διδάσκει εβραϊκή και συγκριτική λογοτεχνία στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης. Παράλληλα με το συγγραφικό του έργο, που του έχει χαρίσει πολλά βραβεία στη χώρα του, στην Ευρώπη και στην Αμερική είναι γνωστός για τις τολμηρές πολιτικο-κοινωνικές του θέσεις σε ό,τι αφορά την ειρηνική επίλυση της ισραηλινοπαλαιστινιακής διένεξης, θέσεις που εκφράζονται μέσα από την πλούσια αρθρογραφία του στον ισραηλινό και στον διεθνή Τύπο, καθώς και από μια σειρά δοκιμίων.
Ανήκει σε αυτό που ονομάστηκε «εθνική γενιά»: τους συγγραφείς και ποιητές εκείνους που είτε γεννήθηκαν στο Ισραήλ είτε άρχισαν να γράφουν μετά την ίδρυση του κράτους το 1948, η εβραϊκή είναι η μητρική τους γλώσσα. Ο Αβραάμ Β. Γεοσούα μαζί με τον Άμος Οζ θεωρούνται
οι μεγαλύτεροι σύγχρονοι Ισραηλινοί συγγραφείς χάρη στη δύναμη του έργου τους, στο προσωπικό τους κύρος και τους εθνικούς προβληματισμούς που εκφράζουν. Οι λογοτέχνες της «εθνικής γενιάς» είναι απαλλαγμένοι από τον ρομαντισμό των προκατόχων τους. Απελευθερωμένοι από την υποχρέωση να εκφράσουν τη συλλογικότητα και έχοντας μεγαλώσει μέσα σε ασφαλή σχετικά σύνορα, επέτρεψαν στον εαυτό τους να ασκήσει κριτική στο κράτος, νιώθοντας, ωστόσο πάντα, όπως θα πει ο Γεοσούα, ένα βαθύτατο αίσθημα ευθύνης. Και ίσως να είναι αυτό το βαθύτατο αίσθημα ευθύνης που τον ώθησε και τον ωθεί παράλληλα με το πεζογραφικό του έργο να εκφράζει με τόλμη τις ρηξικέλευθες πολιτικές του απόψεις και να παίρνει ανοιχτά θέση κόντρα στην καθιερωμένη ιδεολογία και πρακτική. Έτσι, λόγου χάριν, μέσα στη γενική ευφορία μετά τον Πόλεμο των Έξι Ημερών δεν θα διστάσει, νεαρός τότε, να συνυπογράψει μαζί με μερικούς επιφανείς και τον σχεδόν συνομήλικο του Αμος Οζ, το πρώτο μανιφέστο της ομάδας «Ειρήνη και ασφάλεια», η οποία πηγαίνοντας ενάντια σε κάθε εθνικισμό προσπαθεί να καταδείξει την αδυναμία της κατάστασης του εβραϊκού λαού να κρατά συνεχώς υποταγμένο έναν άλλο λαό. Στα πρώτα του έργα επηρεασμένος βαθύτατα από τον Κάφκα και τον ευρωπαϊκό υπαρξισμό στρέφει την προσοχή του στο άτομο και στα προβλήματα της μοναξιάς και της αλλοτρίωσης. Στη συνέχεια, ωστόσο, μη μπορώντας να μείνει αδιάφορος μπρος στην πολύπλοκη πολιτικοκοινωνική πραγματικότητα της πατρίδας του, παρότι εστιάζει τη θεματική του στον μικρόκοσμο της οικογένειας, εκφράζει με συμβολικό ή αλληγορικό τρόπο τη συλλογική εμπειρία ενός ολόκληρου λαού. Το βιβλίο του «Ο Κύριος Μάνι» σύμφωνα με τη γνώμη των κριτικών, αλλά και του ίδιου, θεωρείται το καλύτερο και πιο δύσκολό του έργο.

Της Ελένης Ξένου  Εφημερίδα "Ο Φιλελεύθερος" 14/11/2010

Η Μάγκυ Κοέν μεταφράστρια των έργων του Γεοσούα στα ελληνικά θα είναι προσκεκλημένη στην εκδήλωση "Οι γείτονές μας αυτοί οι άγνωστοι..." που οργανώνει η ΕΘΑΛ με τη συνεργασία του Πανεπιστημίου Κύπρου και των Λεσχών Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο" και "Διά-Λογος" και τη στήριξη του Public. 

8/11/10

Στον Michel Houellebecq το φετινό βραβείο Γκονκούρ

Ο Γάλλος συγγραφέας Μισέλ Ουελμπέκ τιμήθηκε σήμερα με το Βραβείο Γκονκούρ, το σημαντικότερο λογοτεχνικό γαλλικό βραβείο, για το μυθιστόρημά του La carte et le territoire (Ο χάρτης και η επικράτεια).

Στο βιβλίο αυτό, που είναι το πέμπτο του συγγραφέα, ο Ουελμπέκ σατιρίζει διασημότητες της Γαλλίας, ανάμεσα στις οποίες και έναν βρωμερό, αλκοολικό και κακοντυμένο συγγραφέα με το όνομά του.

Μάλιστα αρκετά από τα πραγματολογικά στοιχεία του βιβλίου λέγεται ότι παραπέμπουν ευθέως στη ζωή του συγγραφέα.

Ο Ουελμπέκ συγκατελεγόταν στους επικρατέστερους υποψήφιους για το βραβείο αυτό τα τελευταία δέκα χρόνια.

Η λεσχη ανάγνωσης Βιβλιοτρόπιο διάβασε τον Μάρτιο του 2009 το βιβλίο του Michel Houellebecq "Η δυνατότητα ενός νησιού".

7/11/10

E-book εναντίον συμβατικού βιβλίου

Χρόνια τώρα ακούμε ότι το μέλλον του βιβλίου είναι ψηφιακό. Τίποτε δεν αποκλείεται όσο εξελίσσεται η τεχνολογία, αλλά όσοι βιάστηκαν να προφητεύσουν την οριστική εξαφάνιση των τυπωμένων σελίδων κάνουν ακόμα... υπομονή.
Προς το παρόν οι ηλεκτρονικές εκδόσεις εξακολουθούν ν' αντιπροσωπεύουν ένα πολύ μικρό ποσοστό των παραδοσιακών. Ακόμα και στις ΗΠΑ, που σέρνουν τον χορό παγκοσμίως, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η Ενωση Αμερικανών Εκδοτών, ο τζίρος από τη ζήτηση των e-books κατά το πρώτο οχτάμηνο του 2010 μόλις και ξεπέρασε το 9% των συνολικών πωλήσεων.
Συγκρίνοντας, βέβαια, αυτό το ποσοστό με το 0,05% του 2002 ή με το 3,3% του 2009, αντιλαμβάνεται κανείς ότι οι επαγγελματίες του χώρου έχουν κάθε λόγο να πανηγυρίζουν. Οντως πρόκειται για ένα σημαντικό ρεκόρ, που μεταφράζεται σε 263 εκατ. δολάρια, και το οποίο αντανακλά αποκλειστικά την πραγματικότητα του εμπορίου. Με άλλα λόγια, δεν περιλαμβάνει τις ηλεκτρονικές αυτοεκδόσεις που όλο και συχνότερα διοχετεύονται στο Διαδίκτυο ούτε και τα δωρεάν e-books που προσφέρονται σαν «κράχτες» από ηλεκτρονικά βιβλιοπωλεία όπως το Amazon.
Στην Ευρώπη, πάντως, το αντίστοιχο ποσοστό πωλήσεων κινείται ακόμη γύρω στη μονάδα. Οπως άλλωστε έδειξε πρόσφατη δημοσκόπηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου της Γαλλίας, το 50% των ερωτηθέντων δεν έχει ιδέα περί ηλεκτρονικού βιβλίου και μόνο το 5% έχει δοκιμάσει την εμπειρία της ανάγνωσης από ηλεκτρονική μηχανή (e-reader). Οσο για την Ελλάδα, η ζήτηση των e-books είναι σχεδόν μηδενική. «Είμαστε πολύ πίσω», παραδέχεται ο Θανάσης Ψυχογιός, επικεφαλής του ομώνυμου οίκου: «Οι μηχανές ανάγνωσης δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες, και σοβαρός κατάλογος ελληνικών ψηφιοποιημένων τίτλων δεν έχει ακόμα δημιουργηθεί. Σκεφτείτε ότι εμείς ούτε εκατό e-books δεν καταφέραμε να πουλήσουμε μέσα στη χρονιά...».
«Περιμένουμε λεφτά»
Σύμφωνα με τη Μάγγη Μίνογλου των εκδόσεων «Κριτική», «οι έλληνες εκδότες ενδιαφέρονται να μπούν στην ψηφιακή εποχή όσο το δυνατόν συντομότερα. Ειδικά οίκοι όπως εμείς, που δραστηριοποιούμαστε στο επιστημονικό βιβλίο, δεν έχουμε περιθώριο να το αποφύγουμε. Τι περιμένουμε; Λεφτά από τις τράπεζες περιμένουμε! Το κοινοτικό πρόγραμμα ΕΣΠΑ προσφέρει μια προοπτική, αλλά στην πράξη θα επωμισθούμε όλα τα έξοδα της επένδυσης μόνοι μας και κάποια στιγμή θα εισπράξουμε ό,τι μας αναλογεί. Το θέμα είναι να υπάρξει συνεννόηση ανάμεσα στους συναδέλφους που μιλούν την ίδια γλώσσα, ώστε ν' αναπτύξουμε πρώτα απ' όλα την απαιτούμενη υποδομή για την ψηφιοποίηση των καταλόγων μας. Και το αμέσως επόμενο βήμα, είναι η δημιουργία μιας ψηφιακής πλατφόρμας με όλους τους διαθέσιμους τίτλους που θα μπορεί να "κατεβάζει" κανείς στις διάφορες μηχανές ανάγνωσης ή στον υπολογιστή του».
Πέρα από το οικονομικό, υπάρχουν κι άλλα αγκάθια στην όλη διαδικασία, με κυρίαρχα το φόβο της πειρατείας και τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών. «Αρκετοί συγγραφείς», συνεχίζει η Μ. Μίνογλου, «θεωρώντας ότι οι εκδότες θα κερδίσουν πολύ από το ψηφιακό βιβλίο, διεκδικούν υψηλά ποσοστά επί της λιανικής τιμής. Πράγματι, όταν ρολάρει το σύστημα το κόστος παραγωγής θα είναι μειωμένο, αλλά έχουμε δρόμο μπροστά μας μέχρι να συμβεί αυτό. Πώς θα καβαλήσουμε το νέο κύμα, εν μέσω οικονομικής κρίσης; Προσωπικά, εναποθέτω τις ελπίδες μου στη νέα γενιά των εκδοτών. Αυτοί θα φέρουν την αλλαγή».
Δεν είναι τυχαίο ότι τόσο ο Ψυχογιός όσο και ο Καστανιώτης έχουν αναθέσει στα παιδιά τους το ψηφιακό μέλλον των επιχειρήσεών τους. Αυτή την εποχή ο Χάρης Ψυχογιός συνεχίζει τον εμπλουτισμό του ψηφιακού καταλόγου με το βλέμμα στραμμένο στους έλληνες αναγνώστες που ζουν στο εξωτερικό, ενώ ο Αργύρης Καστανιώτης εργάζεται για την ανάπτυξη ειδικού προγράμματος λογισμικού που θα επιτρέπει τη διακίνηση των e-books του οίκου μέσω των σάιτ οργανωμένων βιβλιοπωλείων.
Ομολογημένη φιλοδοξία του τελευταίου είναι η ταυτόχρονη κυκλοφορία των νέων εκδόσεων και σε έντυπη και σε ηλεκτρονική μορφή. Μέχρι να γίνει εφικτό κάτι τέτοιο, επίσης θα πάρει καιρό. Μέσα στον Νοέμβριο, όμως, δύο φετινές εκδόσεις με δημοφιλείς υπογραφές, το «Ενα πεινασμένο στόμα» της Λένας Διβάνη και το «Οδυσσέας και Μπλουζ» της Ευγενίας Φακίνου θα διατίθενται και σε e-book έναντι 9,90 ευρώ (τιμή στην οποία συμπεριλαμβάνεται και το 23% του ΦΠΑ, σε αντίθεση με το 5,5% που ισχύει για τα τυπωμένα).
Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με το καινούριο μυθιστόρημα της Αμάντας Μιχαλοπούλου «Πώς να κρυφτείς;», όπου διοχετεύεται εντέχνως η εμπειρία της επτάχρονης παραμονής της στο Βερολίνο, και το οποίο αναμένεται στο τέλος του μήνα. Η ίδια δηλώνει «παλιομοδίτισσα», καθώς ούτε μηχανή ανάγνωσης χρησιμοποιεί ούτε αντέχει πολύ ώρα μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή της. «Κατεβάζω κι εγώ δωρεάν σελίδες από το Amazon», λέει, «αλλά τα μάτια μου κουράζονται γρήγορα. Καλώς όμως γίνεται το άνοιγμα. Τα νέα παιδιά είναι πολύ περισσότερο εξοικειωμένα με την ψηφιακή τεχνολογία. Ας διαβάζει κανείς μ' όποιον τρόπο θέλει».
Οσο ο «Καστανιώτης» ετοιμάζει τη δική του ψηφιακή πλατφόρμα, μια σειρά άλλων οίκων -από τον «Ψυχογιό» και τον «Πατάκη» ώς τον «Μίνωα», τον «Περίπλου», την «Εμπειρία Εκδοτική», τα «Bell» ή το «Οξύ»- συνεργάζονται με το ψηφιακό βιβλιοπωλείο myebooks.gr που λειτουργεί από τα τέλη Μαρτίου. Σύμφωνα με τον Νίκο Πασχαλάκη, ιδρυτή του παραπάνω ιστότοπου, «αν σήμερα διαθέτουμε γύρω στους πεντακόσιους ελληνικούς τίτλους, παλιότερης παραγωγής κατά κανόνα, σε μερικές εβδομάδες θα έχουμε τους διπλάσιους. Ολο και περισσότεροι εκδότες ξεπερνούν τις ανασφάλειές τους για την πειρατεία, δεδομένου ότι είναι ευκολότερο να σκανάρεις ένα τυπωμένο βιβλίο και το ανεβάσεις στο Ιντερνετ, παρά να ξεκλειδώσεις το αρχείο ενός e-book. Γιά να δημιουργηθεί όμως μιά αγορά ψηφιακών εκδόσεων πρέπει προηγουμένως να αναπτυχθεί εκείνη των e-readers. Τον τελευταίο χρόνο ήρθαν και στην Ελλάδα πολλά μοντέλα, αλλά απ' όσο ξέρω ούτε 3.000 κομμάτια δεν πουλήθηκαν συνολικά...». *

Ελευθεροτυπία 7/11/2010

6/11/10

'El Sueno del celta' - Νέο βιβλίο από τον νομπελίστα Μάριο Βάργκας Λιόσα

Το φάντασμα του Ρόμπερτ Κέιζμεντ -μάρτυρα και προδότη, αγωνιστή της ελευθερίας και παραβάτη- κάνει πάλι την εμφάνισή του. Ο Βρετανός πρόξενος που πέθανε ως Ιρλανδός επαναστάτης παραμένει ανήσυχο πνεύμα έναν αιώνα σχεδόν μετά τον απαγχονισμό του στις φυλακές του Πέντονβιλ, και τώρα ο ήχος των βημάτων του θα ακουστεί δυνατός, χάρη στον Περουβιανό συγγραφέα Μάριο Βάργκας Λιόσα, που βραβεύτηκε φέτος με το Νoμπέλ Λογοτεχνίας.
Η περιπετειώδης ζωή του Κέιζμεντ είναι το θέμα του νέου βιβλίου του Βάργκας Λιόσα, που έχει τίτλο El Sueno del celta («Το όνειρο του Κέλτη»), το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στα ισπανικά. Η αγγλική μετάφραση του μυθιστορήματος δεν θα είναι έτοιμη πριν από τις αρχές του 2012, ωστόσο ο εκδοτικός οίκος Faber πιστεύει ότι ο συνδυασμός του Νομπέλ με τη διαχρονικά εντυπωσιακή «υπόθεση Κέιζμεντ» θα είναι ακαταμάχητος.
Η ιστορία του Κέιζμεντ είναι πράγματι άξια μυθιστορηματικής αφήγησης. Γεννημένος στο Δουβλίνο από προτεστάντη πατέρα και καθολική μητέρα, ο Ρόμπερτ Κέιζμεντ έγινε πρέσβυς της Βρετανίας στο Κονγκό, όπου του ανατέθηκε από τη βρετανική κυβέρνηση να εξετάσει τις συνθήκες καταναγκαστικής εργασίας στο αποκαλούμενο Ελεύθερο Κράτος του Κονγκό. Η αναφορά του, το 1904, για τις φρικιαστικές αγριότητες που αντίκρισε εκεί συνέβαλε στην παραίτηση του βασιλιά Λεοπόλδου Β΄ του Βελγίου από τη διοίκηση του αποικιακού του φέουδου, το οποίο περιήλθε στη δικαιοδοσία του βελγικού Κοινοβουλίου με το όνομα Βελγικό Κονγκό.
Λίγα χρόνια αργότερα, ταξίδεψε στο Ικίτος στο βόρειο Περού, απ’ όπου άρχισε μια παρόμοια έρευνα για την άθλια μεταχείριση των ινδιάνων Πουτουμάγιο από την Περουβιανή Εταιρεία Αμαζονίας. Μετά τη δημοσίευση των ευρημάτων του, το βρετανικό συμβούλιο της εταιρείας παραιτήθηκε. Με εδραιωμένη τη φήμη του ως υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έχοντας παρασημοφορηθεί το 1911, ο Κέιζμεντ αποσύρθηκε τελικά από τη διπλωματία και αφιερώθηκε στην υπόθεση της εθνικής απελευθέρωσης της Ιρλανδίας. Αφού βοήθησε στην ίδρυση των Ιρλανδών Εθελοντών, ταξίδεψε στις ΗΠΑ για να συγκεντρώσει χρήματα και προσπάθησε να πείσει τη Γερμανία, που βρισκόταν πλέον σε πόλεμο με την Αγγλία, να βοηθήσει στη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Ιρλανδίας.
Στα χέρια ενός φημισμένου πεζογράφου, ο οποίος είναι επίσης δημοσιογράφος, πολιτικός και οξύς χρονικογράφος της εξουσίας και των καταχρήσεών της, η ιστορία του Κέιζμεντ είναι σίγουρο πως θα ικανοποιήσει το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη.
(Πηγη: The Guardian)

27/10/10

Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Δεύτερη Γέννα" (2)


Η εμπλοκή του παρελθόντος με το παρόν, τα συχνά δυσδιάκριτα όριά τους, η επίδραση του ενός έναντι του άλλου, έχουν πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, απασχολήσει τη λογοτεχνία ―πεζογραφία και ποίηση― κι όχι βεβαίως μόνον αυτήν. Η τέχνη, ως πνευματική παραγωγή που μοχθεί, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύσει και να χαρίσει «λύσεις», έστω προσωρινές κάποιες φορές, εργάζεται επί ενός πεδίου το οποίο επιστρατεύει μέσα που ο ανθρώπινος νους διαθέτει: λόγο, συναίσθημα, αίσθημα, αισθητική. Δεν είναι λίγες φορές που όλ’ αυτά συναιρούνται σ’ ένα έργο τέχνης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο στο οποίο, κατά την ανάγνωσή του ―κυριολεκτική (στη λογοτεχνία εν γένει) ή μεταφορική (εάν πρόκειται, για παράδειγμα, για τη ζωγραφική ή τη μουσική)― αναφύονται από στιγμή σε στιγμή διαφορετικά στοιχεία.
Σε όλα αυτά τα εν πολλοίς αισθητικά κριτήρια, έρχεται το ειδολογικό κομμάτι τού έργου τέχνης να παίξει τον ρόλο του. Αν περιοριστούμε στη λογοτεχνία που εν προκειμένω μας αφορά, ο σύντομος λόγος, ο μονόλογος, η αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη ή η «ερευνητική» δευτεροπρόσωπη αφήγηση, για να αναφέρουμε μόνο κάποια στοιχεία, ορίζουν το σύνολο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, συνάμα, ενδεικτικά, με τα ρεαλιστικά, μεταρεαλιστικά, σουρεαλιστικά, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα διακριτικά που ο δημιουργός αναλαμβάνει να προσδώσει στο έργο του.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης κατά τη συγγραφική του διαδρομή, απ’ τις αρχές του ’90 και δώθε, έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαπερνά πλείστα όσα στάδια και επίπεδα τόσο του θεωρητικού και του αισθητικού φάσματος της εκφοράς του λόγου και της «αρχιτεκτονικής» των έργων του όσο και της εκάστοτε ιστορίας. Στα πρώτα του βιβλία (π.χ., «Κρυμμένοι άνθρωποι», «Ναύτης», «Ο χορευτής στον Ελαιώνα»), χειρίστηκε αποτελεσματικά τον μαγικό ρεαλισμό διατηρώντας την αφηγηματική παρακαταθήκη του μοντερνισμού, εντάσσοντας στα κείμενά του επιρροές απ’ τον τόπο και τον χρόνο, με αποκορύφωμα τα «Νερά της Χερσονήσου», το πρώτο του βιβλίο που έκανε φανερή χρήση της θεωρητικής του τοποθέτησης για το φύλο, με πρώτα στίγματα στην προηγηθείσα νουβέλα του, υπό τον τίτλο «Εκείνη που είχε εραστή», στη συλλογή «Ο αρχαίος φαλλός». Ενώ το προκείμενο ζήτημα της κυριαρχίας του χωροχρόνου διατηρήθηκε στα βιβλία της δεκαετίας του 2000, ας πούμε απ’ το «Παρτάλι» και μετά, αποφάσισε να κάνει μία στροφή προς έναν μεταμοντέρνο τρόπο λόγου και δομής των κειμένων του, όπως τον έχουμε συνηθίσει από ένα τμήμα της σύγχρονης αγγλοσαξονικής σχολής, την οποία παρεμπιπτόντως μελετά και διδάσκει συστηματικά, επιχειρώντας, με επιτυχία, να θέσει ενώπιον του αναγνώστη το ερώτημα για την αρμονική σύζευξη (συν)αισθηματικής και εγκεφαλικής γραφής.
Το τελευταίο του βιβλίο, η «Δεύτερη γέννα», το οποίο ευρηματικά δεν χαρακτηρίζει ειδολογικά, είναι ένας σπαρακτικός μονόλογος μιας μάνας απ’ την Καβάλα που κατεβαίνει στην Αθήνα για να ετοιμάσει τα γενέθλια της κόρης της η οποία έχει δολοφονηθεί. Η γυναίκα αυτή, την οποία το περασμένο καλοκαίρι ενσάρκωσε θεατρικά η Φιλαρέτη Κομνηνού, πηγαινοέρχεται στο παρόν και το παρελθόν σαν σε μία απόλυτα ενιαία διαδρομή η οποία όμως ενυπάρχει στον κόσμο της, μέσα κι έξω, σπειροειδώς δημιουργώντας κοινά πεδία ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Οι λέξεις της, ο κόσμος της ολόκληρος, τ’ αντικείμενα που την περιβάλλουν, οι άνθρωποι, γίνονται ένα στο στόμα της, στο ίδιο το κείμενο, ώστε είναι δύσκολη για τον αναγνώστη (κριτικό ή όχι) η διάκριση, σ’ αυτό το βιβλίο του Γρηγοριάδη, μεταξύ της πρωτοκαθεδρίας της αισθητικής απόλαυσης και της αφήγησης καθαυτήν.
Η μάνα, πρόσωπο ανέκαθεν τραγικό στην καθ’ ημάς λογοτεχνία, στη «Δεύτερη γέννα» θα πρέπει να ιδωθεί πρωταρχικά ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, και κατόπιν ως γυναίκα. Ο Γρηγοριάδης, για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν απολυτοποιεί, όπως πάντα εξάλλου, αυτόν τον χαρακτήρα, ούτε του προσδίδει στοιχεία κι έννοιες αδιαμφισβήτητες. Αυτό που κάνει είναι να διατηρεί σε όλο το κείμενο ―σύντομα και πυκνά― άσβεστο το εξής: ο χαρακτήρας, ιδίως ο γυναικείος, δεν μπορεί να περικλειστεί στα στεγανά που πολλές φορές η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή προσπαθεί να την περιορίσει με χαρακτήρες-καρικατούρες της γυναίκας.
Αυτό που ο Γρηγοριάδης καταφέρνει είναι ν’ αποδώσει την εικόνα ενός προσώπου, που τυγχάνει να ’ναι γυναίκα, αφήνοντας απέξω όλα τα υφολογικά κλισέ που συναντούμε ένθεν κακείθεν, όπου η γυναίκα περιορίζεται σε αντιαισθητικές περιγραφές και μικροαστικές επιδείξεις, όσον αφορά και τον ψυχισμό της και την παρουσία της στο αφηγηματικό παρόν. Κοντολογίς, μέσα σε ενενήντα σελίδες, ο συγγραφέας διαγράφει μία παλινδρόμηση απ’ το ένδον στο έξω της ηρωίδας του, καθιστώντας την έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο, τουλάχιστον για το διακύβευμα της πλοκής του βιβλίου του, ενώ, την ίδια στιγμή, συναντούμε έργα όπου οι εξαντλητικές περιγραφές και οι πληκτικές αφηγήσεις οδηγούν σ’ ένα αμφίβολο αποτέλεσμα, αναφορικά με το χτίσιμο του χαρακτήρα, το αισθητικό υπόβαθρο και το σύνολο της πλοκής.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γρηγοριάδης μοιάζει να κάνει μια αναδρομή ―όχι πισωγύρισμα― σε όλα σχεδόν τα προηγούμενα έργα του. Ήρωες από παλαιότερα βιβλία του κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, ιδέες κι έννοιες επανέρχονται στο προσκήνιο επιτείνοντας την άποψη πως ο λόγος ενός δημιουργού, το ύφος και αισθητική του μπορούν να πηγαινοέρχονται αναδεικνύοντας ένα έργο συνεχές. Να σημειώσουμε βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ότι η επιλογή του Γρηγοριάδη στην εξέλιξη του μονολόγου του προτυπώνει, τρόπον τινά, και ό,τι μόλις παρατέθηκε.
Τι συμβαίνει όμως με την απουσία (ή την αδήριτη παρουσία, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) του αντρικού φύλου; Η μάνα, ενώ παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ίδια στιγμή καρκινοβατεί μεταξύ του δολοφόνου της κόρης της και του δικού της «δολοφόνου», που, εκτός απ’ την ίδια τη ζωή, είναι και ο άντρας της. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι που ο Γρηγοριάδης βάζει το στοίχημα και το κερδίζει: χωρίς ούτε μια στιγμή να διαλύει την εικόνα του άντρα, σκιαγραφεί πλήρως το ψυχογράφημα της γυναίκας. Ταυτόχρονα, μοιάζει να δικαιολογεί τις επιλογές ενός συζύγου που, απ’ τη μια, έφυγε μακριά παρατώντας τη γυναίκα, αλλά, απ’ την άλλη, λάμβανε σχεδόν αδιάλειπτα τη φωνή της συνείδησής της.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται κινείται παράλληλα με την εσωτερική και αφηγηματική διαδρομή της ηρωίδας. Όπου η τραγική μάνα ανακαλεί γεγονότα και σκέψεις συναισθηματικά φορτισμένα, η γλώσσα μοιάζει ν’ αποτελεί το κυρίαρχο εργαλείο. Απ’ την άλλη, όταν καταλαγιάζει η ένταση, οι αφηγηματικές επιλογές, η δραματοποίηση μέσω κινήσεων και πολλές φορές διαλόγων λαμβάνει στοιχεία (αυτο)σαρκασμού, αποφεύγοντας καθ’ όλη την πορεία οποιαδήποτε μεμψιμοιρία και (αυτο)λύπηση. Και πάλι: η ενότητα λόγου, δομής, έμψυχων και άψυχων αντικειμένων, χώρου και χρόνου είναι αναντίρρητα το μεγάλο πλεονέκτημα της «Δεύτερης γέννας». Σχεδόν σε όλα τα σημεία φαίνεται πως όλα τα περιγραφόμενα αποτελούν ένα συνεχές όλον το οποίο μπορεί να διασπαστεί μόνο εκ των ενόντων: απ’ την αλλαγή πλεύσης του εσωεξωτερικού μονολόγου της μάνας ― η ίδια, επομένως, η ηρωίδα είναι που καθοδηγεί τη γλώσσα που ο συγγραφέας τής αποδίδει.
Σε έργα αυτού του είδους, όπως προσπάθησα να αναλύσω παραπάνω, το «παιχνίδι» με τον παραλήπτη είναι ακατάπαυστο. Ο Γρηγοριάδης δεν φείδεται προσφοράς είτε κανείς προτάσσει την αναγνωστική απόλαυση είτε την κριτική ματιά και την αισθητική ικανοποίηση ― εάν προγραμματικά υποθέσουμε ότι εν προκειμένω αυτά είναι που ξεχωρίζουν.
Αν βασικό μέλημα της κειμενικής πρόσληψης παραμείνει η έκπληξη, το απρόοπτο και ο συγκλονισμός απ’ τα αφηγούμενα, ο συγγραφέας ικανοποιεί όλες αυτές τις εκφάνσεις. Αν βασική αναγνωστική προϋπόθεση είναι η συνολική δυναμική ενός έργου, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό σύμπαν διάστικτο από τέτοιου είδους ομορφιά.
Το μόνο που μένει, κατά τη δική μου άποψη, είναι η επιβεβαίωση της πορείας του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με την αφήγηση ως κερδισμένο στοίχημα και το υπόβαθρο των βιβλίων του ως έναν διαρκή και ανοδικό πειραματισμό.

Δημήτρης Αθηνάκης Εφημερίδα Αυγή 22 Νοεμβρίου 2009

Στη φωτογραφία η Φιλαρέτη Κομηνού από την παράσταση του έργου που δόθηκε στις 24 Αυγούστου στο Φεστιβάλ Φιλίππων στην Καβάλα σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη  

Το βιβλίο "Δεύτερη Γέννα" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη συζητήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010.

16/10/10

Διαβάζουμε τη "Δεύτερη Γέννα" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (1)


Το σώμα ριγμένο στο πάτωμα, άυπνο, τα μάτια «άβαφα από καιρό», τα ρούχα σκούρα, γύρω της βρομιά και ακαταστασία, το άλλοθι της παρουσίας της στον χώρο, κάπου κοντά ενεδρεύει η κρεβατοκάμαρα, απ' έξω η Συγγρού και η Ακρόπολη, Νέος Κόσμος, άλλος κόσμος. Το σκηνικό του δράματος ελάχιστο, ανύπαρκτο σχεδόν. Μια γυναίκα μέσα σε ένα διαμέρισμα και μια απουσία. Μια εξαρχής ματαιωμένη συνάντηση. Η γυναίκα περιμένει την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι για να γιορτάσουν μαζί τα εικοστά πρώτα γενέθλιά της. Θα την περιμένει μέχρι το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου λαμβάνει χώρα το γενέθλιο γεύμα απούσας της εορτάζουσας. Διότι μετά το «Να φτιάξω το σπίτι» και το «Να πάω για ψώνια» (τα δύο πρώτα μέρη), οικιακές εργασίες εθελοτυφλίας που σαρώνουν την πραγματικότητα, απλώνεται η άβυσσος του πουθενά, ένας τόπος απροσπέλαστος, αδιανόητος. Εκεί έχει ριζώσει εκείνη που δεν πρόκειται να έρθει. «Αυτό το πουθενά ήταν τόσο, μα τόσο ατέρμονο, τόσο οριστικό και ανεξήγητο, που μ' έπιανε τρέμουλο κάθε φορά που το σκεφτόμουν». Η εξορία της κόρης στο πουθενά είναι για τη μητέρα «ένα σπάνιο αίνιγμα που φτιάχτηκε πριν από τη λύση του», ένα αιχμηρό ερωτηματικό που την πετσοκόβει.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποδίδει εκπληκτικά τη μύχια κοσμογονία που συνταράσσει την ηρωίδα του, με λέξεις προσφυώς ξεδιαλεγμένες, οι οποίες ηχούν βαριές, σαν να ανήκουν σε πένθιμο εμβατήριο βγαλμένο μέσα από έναν ατημέλητο, πηγαίο προφορικό λόγο. Χαρακτηριστική η πρώτη φράση που ψελλίζει η μητέρα ενώπιον του αναγνώστη: «Στην αρχή είδα λίγο φως». Αργότερα θα φανούν και τα υπόλοιπα, πρωτίστως οι υποδόριες χαρακιές του πένθους. Ομως η αφηγήτρια βρίσκεται πολύ πέρα από το πένθος. Αυτό που της συμβαίνει, της συμβαίνει εδώ και καιρό. Οι αντοχές της για θρήνους έχουν πια στερέψει. Το κουράγιο που της απομένει αρκεί μόνο για να βάλει την τελεία στο μνήμα της κόρης της, πράξη που θα διαρκέσει ένα αφηγηματικό τριήμερο. Η τακτοποίηση του στοιχειωμένου διαμερίσματος είναι ο αναγκαίος περισπασμός μέχρι να αποτολμήσει να συγυρίσει και να συναρμολογήσει τη θρυμματισμένη της μνήμη. Μνήμη που, όπως λέει η ίδια σε κάποιο σημείο, ξεχνά τα γεγονότα, αλλά όχι και τον συναισθηματικό τους αντίκτυπο. Ο εξοντωτικός ψυχικός πόνος είναι αυτός που αναπότρεπτα θα την οδηγήσει ξανά πίσω στα γεγονότα. Βέβαια η επίμοχθη τυφλότητα της ηρωίδας απέναντι στην αφόρητη οικειότητα του σπιτιού, δεν την προστατεύει από περιοχές ανείπωτα οδυνηρές, όπως η κρεβατοκάμαρα, λόγου χάριν, όπου τα λερωμένα σεντόνια, σκόρπιες λωρίδες σκισμένου υφάσματος και κυρίως τα κάγκελα του κρεβατιού με τα ελικοειδή σχέδια στο προσκέφαλο, υποβάλλουν την αίσθηση μιας συγκεχυμένης βιαιότητας. Ο Γρηγοριάδης γίνεται με εξαιρετική λεπταισθησία αρωγός στην προσπάθεια της ηρωίδας να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στιγμή της επίγνωσης, σημείο χωρίς επιστροφή, αποσιωπώντας ό,τι εκείνη φοβάται να συνειδητοποιήσει. Ομως οι δόλιες αποκρύψεις του συγγραφέα προσδίδουν παραδόξως ένα κρίσιμο βάρος σε ό,τι μένει κρυφό. Οι διάσπαρτοι υπαινιγμοί που παρασιωπούν τον θάνατο της κόρης, προετοιμάζουν βραδυφλεγώς τη συνταρακτική σκηνή όπου προβάλλει το νεκρό της κορμί, κακοποιημένο, δεμένο στα κάγκελα του κρεβατιού. Σκηνή στην κατακλείδα της οποίας η ποίηση υποθάλπει με τρόπο μοναδικό τη φρίκη. «Εσταζε ακόμη το ζουμερό κορμί της ζουμί που της το στράγγισαν». Και η μυρωδιά του αίματος ανεξάλειπτη, αλάνθαστος ιχνηλάτης της μνήμης.
Ανάλογης ισχύος με την είσοδο της μητέρας στην κρεβατοκάμαρα είναι η περιγραφή στις αρχικές σελίδες του καθαρισμού του μαρμάρινου τραπεζιού στο μπαλκόνι. Μολονότι ο αναγνώστης αγνοεί ακόμα τον θάνατο, η σκηνή παραπέμπει αναδρομικά στη φροντίδα ταφόπλακας. Αξίζει να προσεχθεί η εξαίσια υπαινικτικότητα του σχετικού παραθέματος: «Το μάρμαρο είχε απορροφήσει τη σκουριά, οι βάσεις στα μεταλλικά κηροπήγια έσταζαν ακόμη, το λιωμένο κερί σχημάτιζε ανάγλυφα σχήματα γύρω τους». Αυτή την άγρια αίσθηση εγκατάλειψης μόνον ένας νεκρός θα μπορούσε να αφήσει πίσω του.
Ο Γρηγοριάδης προσδίδει στις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας μια αθωότητα απατηλή, που δεν αργεί να μεταστραφεί σε μακάβρια αποτυπώματα. Μέσα από τη φειδώ των εικόνων και των λέξεων αντηχεί ένα αβάσταχτο μοιρολόι, στο οποίο έχει σιγήσει κάθε απόηχος ελπίδας. Ανατρέχοντας στη στιγμή που ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της κόρης της για να αντικρίσει μια όψη της ερεβώδη, η μητέρα αντιλαμβάνεται πως τότε απέκτησε ακαριαία ανοσία στην παρηγοριά. Το ξεκλείδωμα της πόρτας την κλείδωσε ανέκκλητα σε μία απόκοσμη ερημία, όπου θα παρέμενε ισοβίως ανέγγιχτη, απρόσιτη. Στη μνήμη της η πόρτα δεν έπαψε ποτέ να τρίζει εφιαλτικά, κλείνοντάς την εξακολουθητικά έξω από τη ζωή. Οι τωρινές της κινήσεις μέσα στο σπίτι, δύσκολες και τρεμάμενες, μεταφέρουν την εντύπωση του πνιγμού, σαν να πρέπει να εξιλεωθεί για την κάθε ανάσα της μέσα στον ίδιο χώρο όπου η κόρη της υποχρεώθηκε σε μια βάναυση εκπνοή. Η αλγεινή επίδραση του σπιτιού υποδεικνύεται πλαγίως, όταν η ηρωίδα ανακαλεί τις διαρκείς μετακινήσεις της στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος επέλεξε από νωρίς τον ρόλο του δραπέτη, με την επικουρία του Λιμενικού. Τα εφήμερα σπίτια του παρελθόντος αποκτούν κατά την ανάκλησή τους μια παραδείσια πρόσοψη. «Ο χώρος τότε δεν με δέσμευε». Διαπίστωση στην οποία ενυπάρχει ένας επώδυνος παραλληλισμός, διότι η μητέρα ξέρει από καιρό πως δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει από το σπίτι της κόρης της. «Φως πολύ μάς περιέλουζε», σκέφτεται για μακρινές ημέρες, οι οποίες ξαφνικά καταποντίστηκαν μέσα σε μια μαύρη τρύπα, μέσα σε ένα σπίτι όπου το περίφημο αττικό φως είχε εξοβελιστεί από ένα διαρκές λυκόφως. «Νύχτωνε έξω, μα πιο πολύ μέσα στο σπίτι». Η έλλειψη φωτός αναρριπίζει την απώλεια, το βίαιο άδειασμα του χώρου. «Εβλεπα ακόμα και στο σκοτάδι, όμως δεν έβλεπα αυτό που θα έπρεπε να δω».
Για να αντέξει την αναλγησία της όρασης που περιφρονεί τη διάπυρη επιθυμία της να δει εκείνη που δεν υπήρχε, η ηρωίδα αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα, κάνοντας χώρο στην ψευδαίσθηση. Το πένθος της δεν είναι παρά μια παραισθητική αναμονή χάρη στην οποία η απουσία αποκτά χαρακτήρα παροδικό. Μόνο φτάνοντας στο τέρμα της ψευδαίσθησής της είναι σε θέση να αναλογιστεί νηφάλια την αναγκαιότητα του ψεύδους. «Ηταν μια φυσική αντίδραση που ξεπήδησε μέσα μου, ανάβλυσε το ψέμα από μιαν ακαθόριστη πηγή, ίσως για να με προστατέψει, ίσως γιατί ήμουν καθηλωμένη σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν λειτουργούσε πια κανένα σημάδι του».
Ο Γρηγοριάδης κατευθύνει δεξιοτεχνικά την ηρωίδα του προς την αναγνώριση της απώλειας, τοποθετώντας στο γειτονικό διαμέρισμα ένα κορίτσι, το οποίο εξαιτίας μιας άγνωστης πάθησης δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Οταν κλείσει τα είκοσι θα πεθάνει, στην ίδια ηλικία δηλαδή που και η κόρη της κατήλθε στον τάφο. Η στοργική, χαμογελαστή φιγούρα του κοριτσιού που αντιστέκεται γενναία στην αυτολύπηση, έχει καταφανώς αλληγορική υφή. Στο άρρωστο, λυμφατικό κορμί του μοιάζει να έχει σαρκωθεί η νεκρή, η οποία αναδύεται από τον κάτω κόσμο στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στον Νέο Κόσμο για να αναψύξει τη μητέρα της.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθότι εξόχως δραματοποιημένη, η ταύτιση που επιχειρεί η μητέρα ανάμεσα σε εκείνη και την κόρη της. Πέρα από την επανειλημμένως τονισμένη φυσιογνωμική τους ομοιότητα, η ηρωίδα, μετά τον θάνατο της κόρης της, ξαναγίνεται κόρη η ίδια, με την έννοια ότι η συντριβή της επισύρει την αγωνία της εβδομηντάχρονης μητέρας της. Η αποτυχία της να προστατεύσει την κόρη της μετατρέπεται σε δική της ανάγκη προστασίας υπό τη σκέπη μιας μητέρας αποδεδειγμένα καλύτερης από την ίδια. Η ταύτιση φτάνει σε οριακό σημείο, όταν η αφηγήτρια αντικαθιστά τα μαύρα με ρούχα της κόρης της και πηγαίνει στο μπαρ όπου άλλοτε δούλευε εκείνη. Η μίμηση γίνεται βαθμιαία όλο και πιο νοσηρή, καθώς το επίμονο αίσθημα της μεταμφιεσμένης σε κόρη μητέρας ότι κάποιος την παρακολουθεί στους νυχτωμένους δρόμους, μπορεί να εκληφθεί όχι μόνον ως φόβος, αλλά και ως προσμονή. Μόνον ο δολοφόνος της κόρης της μπορεί να την απαλλάξει από την ενοχή, κάνοντάς της ό,τι ακριβώς έκανε σε εκείνη, σκοτώνοντάς τη δηλαδή. Το βουβό κάλεσμά της προς τον άφαντο όσο και πανταχού παρόντα λυτρωτή της, κορυφώνεται στο επιλογικό γεύμα, όταν η ηρωίδα εναποθέτει στο μαρμάρινο τραπέζι ένα επιπλέον πιάτο, υπό τύπον σπονδής στον δολοφόνο. Ολη η ιεροτελεστία του γεύματος αποτυπώνει τη σπαρακτική άρνηση της λήθης.
Ο κύκλος της αυταπάτης ολοκληρώνεται στο καθηλωτικό φινάλε. Το νεκροκρέβατο γίνεται το λίκνο μιας ανάστροφης, μυσταγωγικής γέννησης. Η νεκρή υποστασιοποιείται σε μια «ανεπαίσθητη σάρκινη ύπαρξη» για να εισδύσει στη μήτρα της μητέρας της και να μείνει εκεί, για πάντα προφυλαγμένη. Αν η ηρωίδα βρήκε στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά του διαμερίσματος τον τρόπο να συναντηθεί με την κόρη της, ο αναγνώστης, καταδυόμενος στις ογδόντα τρεις σελίδες του αφηγήματος, βρίσκει έναν πανέμορφο λογοτεχνικό τόπο.

Λίνα Πανταλέων Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία 22 Ιανουαρίου 2010

11/10/10

Θα βοηθήσει η κρίση την ελληνική λογοτεχνία;

Γνωστοί εκδοτικοί οίκοι κλείνουν, μεγάλα βιβλιοπωλεία παλεύουν να επιβιώσουν, οι πωλήσεις πέφτουν δραματικά. Η κρίση πλήττει ήδη και τον χώρο του βιβλίου. Μήπως όμως σ΄ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχουν και κάποια αισιόδοξα μηνύματα; ΄Η τουλάχιστον κάποιοι λόγοι να χαμογελάσουμε, έστω διφορούμενα;

Δεν ξέρω πώς θα είναι το ελληνικό κράτος, όταν με το καλό (με το καλό;) βγει από την ξένη κηδεμονία. Δεν ξέρω ούτε πώς θα είναι, συνολικά, ο εκδοτικός χώρος, του οποίου αρκετά τμήματα είναι άλλωστε μικρογραφίες του ελληνικού κράτους. Μπορώ όμως, σε ό, τι αφορά το λογοτεχνικό βιβλίο, να μαντέψω ορισμένες εξελίξεις που δρομολογεί ήδη η κρίση και που δεν μου φαίνονται τόσο άσχημες. Εν πρώτοις, θα υπάρξει δραστική μείωση της παραγωγής ελληνικών μυθιστορημάτων. Οι αναγνώστες ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι, γιατί έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα ελληνικά μυθιστορήματα που βγαίνουν κάθε χρόνο δεν τα διαβάζει σχεδόν κανένας και για ελάχιστα από αυτά μπορεί κανείς να πει ότι αδικούνται από την τόση αδιαφορία. Οι εκδότες όμως θ΄ ανασάνουν με ανακούφιση, απαλλαγμένοι πια από τα δικά τους τοξικά ομό λογα, και θα σκεφτούν ίσως να κάνουν σοβαρότερες επενδύσεις.

Μίλησα ειδικά για τα μυθιστορήματα επειδή σήμερα οι περισσότεροι συγγραφείς που εκδίδουν βιβλία είναι ανερχόμενοι αστέρες, τουλάχιστον κατά τη δική τους εκτίμηση (αν είναι σχετικά μετριόφρονες, γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που νομίζουν πως καταυγάζουν ήδη την οικουμένη). Κι ένας ανερχόμενος αστέρας δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του κάτι ταπεινότερο από ένα μυθιστόρημα, και δη πολυσέλιδο. Κάτι τέτοιο θ΄ ανέκοπτε την εφόρμησή του στα μεσούρανα. Στην Ελλάδα, όσο νεότερος και πιο άγνωστος είναι ένας λογοτέχνης τόσο ογκωδέστερα βιβλία γράφει, βέβαιος εκ των προτέρων, με το δίκιο του, για τη φιλική χαλαρότητα του επιμελητή (αν υπάρχει) και την πατρική ανοχή του εκδότη.

Νά λοιπόν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: η αποσυμφόρηση των πάγκων των βιβλιοπωλείων, των οποίων η σημερινή υπερπροσφορά παραλύει τον υποψήφιο αγοραστή, θα επιτευχθεί όχι μόνο με τη μείωση του αριθμού των καινούργιων τίτλων αλλά και με την αναγκαστική δίαιτα στην οποία θα υποβληθούν τα μυθιστορήματα. Τέρμα, τουλάχιστον, τα μεγα-πρωτόλεια! Θα μου πείτε, με αυτούς τους περιορισμούς θα χαθούν ταλέντα. Μικρό το κακό. Η ελληνική λογοτεχνία βγάζει τόσο πολλά ταλέντα, αν πιστέψουμε μερικούς κριτικούς και περισσότερους ρεπόρτερ του βιβλίου, ώστε όσα κι αν χαθούν, πάλι πολλά θα μείνουν. Αφήστε που με τα λογοτεχνικά ταλέντα στην Ελλάδα συμβαίνει ό, τι και με τα ποδοσφαιρικά: μένουν σχεδόν πάντα ταλέντα. Το πρώτο βιβλίο τους είναι συνήθως το ζενίθ της σταδιοδρομίας τους.

Σχετικά με τη ροζ λογοτεχνία, οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι η κρίση την ευνοεί ή τουλάχιστον δεν τη θίγει. Καθόλου παράξενο, αφού το ρήμα-σλόγκαν αυτής της λογοτεχνίας είναι «ξεχνιέμαι». Δεν βλέπω όμως ευοίωνο το μέλλον της, για έναν άλλο λόγο. Πάνω που τα βιβλία αυτά πήγαιναν να γίνουν σαλονάτα, πάνω που οι συγγραφείς τους είχαν αρχίσει ν΄ αλώνουν με συνεντεύξεις και δηλώσεις τις σοβαρές πολιτιστικές σελίδες, η κρίση ετοιμάζεται ν΄ αναχαιτίσει την πορεία τους προς ένα με κόπους και αγώνες κατακτημένο στάτους. Γιατί απειλεί να τους σφραγίσει στην κοινή συνείδηση με μια γνωστή παροιμία, όπως τη διατύπωναν οι βυζαντινοί ημών πρόγονοι: «Ο κόσμος εποντίζετον και η εμή γυνή εκτενίζετον».

Γενικά, η λογοτεχνία μας θ΄ αποκτήσει κάτι από τη σεμνότητα και ταπεινότητα που, όπως αποδείχτηκε, είναι αδύνατο να έχει η επαγγελματική κατηγορία από την οποία εκπορεύτηκε αυτό το σύνθημα. Οι παλιότερες γενιές συγγραφέων μας μάς κληροδότησαν άφθονους ύμνους για το έθνος ή τον λαό, όπου το συλλογικό μεγαλείο χώνευε κάθε ατομική ιδιαιτερότητα κι έπνιγε κάθε ψίθυρο αυτοκριτικής. Οι νεότερες γενιές τράβηξαν στο άλλο άκρο και αποθέωσαν τον ατομικισμό, πρώτα ανακαλύπτοντας την αισθητική του κωλοπαιδισμού, αργότερα σκαλίζοντας ολοένα την ιλύ των εσώψυχων, ώσπου να βρουν εκεί μέσα το τρυφερό, μαγαρισμένο λουλούδι που ήταν ο πυρήνας του εαυτού τους. Εδώ δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς τη συνέχεια. ΄Ηδη πριν από την κρίση, και τολμώ να πω προαισθανόμενο την κρίση, το πιο ανήσυχο κομμάτι της λογοτεχνίας μας είχε αρχίσει να βλέπει τον κόσμο πέρα από τα όρια του εγώ και του αυτάρεσκα κλειστού εμείς, πέρα ή και κόντρα σ΄ αυτό που θέλει να πιστεύει ο καθένας για τον εαυτό του και την κοινότητά του. Το γραφείο Πολ Τόμσεν & Σία φανέρωσε και στο υπόλοιπο κομμάτι, καθώς και στο πλατύ κοινό, ότι ο μοντέρνος εαυτός μας ήταν μια πλαστογραφία και η εθνική μαγκιά μας ευφημισμός για μια αναπηρία.

Tέλος, όλα δείχνουν ότι θα έχουμε την πρώτη μαζική μετανάστευση μορφωμένων κι επαγγελματικά καταρτισμένων Ελλήνων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσά τους θα υπάρχουν ίσως και νέοι συγγραφείς, ενώ σίγουρα θα υπάρχουν άλλοι που θα γίνουν μια μέρα συγγραφείς. Και τότε θα επαναληφθεί αυτό που συνέβη τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου: η λογοτεχνία μας θα γίνει πραγματικά μοντέρνα χάρη στους ελληνικούς (αθάνατε Καβάφη!) συγγραφείς της Διασποράς.

Σημ: Άρθρο του Δημοσθένη Κούρτοβικ από τα "Νέα" στις 9/10/10  Τα Νέα - Βιβλιοδρόμιο

9/10/10

Πάνε τα βιβλία στον Παράδεισο;

Ευλογία ή βάσανο μια μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη; ΄Η μήπως το διαδίκτυο την έχει κάνει περιττή; Ο Ζακ Μπονέ, φανατικός αναγνώστης βιβλίων, προσεγγίζει το θέμα με χιούμορ, που δεν κάνει όμως λιγότερο συγκινητική την απολογία του υπέρ αυτής της «παλιομοδίτικης» συνήθειας
Δεν θα γινόμουν δεκτός στη λέσχη που ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου κι ένας Ιταλός συνάδελφός του σκέφτηκαν κάποια στιγμή να ιδρύσουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου κι έπειτα από μπόλικη, είναι αλήθεια, κατανάλωση βότκας: μια λέσχη που τα μέλη της θα είχαν το καθένα στη βιβλιοθήκη του πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους. Η δική μου βιβλιοθηκούλα μετά βίας φτάνει τους οκτώ ή εννιά χιλιάδες τόμους (έχω χρόνια να τους μετρήσω). Αλλά κι έτσι ακόμα ξέρω από πρώτο χέρι τις χαρές και τα βάσανα που περιγράφει ο βιβλιολάγνος μεσιέ Μπονέ, αφού έχουμε την ίδια λόξα. Αλίμονο, μου φαίνεται πως με τον καιρό τα βάσανα γίνονται για μένα περισσότερα από τις χαρές. Κι έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω πως το αίσθημα αυτό δεν είναι άγνωστο ούτε σ΄ εκείνον.

Ο Μπόρχες έλεγε ότι ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη. Ο Παράδεισος αφορά όμως τη μετά θάνατον ζωή, κι εμένα μ΄ ενδιαφέρει, όπως και άλλους φαντάζομαι, τι σημαίνει η βιβλιοθήκη για κάποιον που βαδίζει ακόμα στην επίγεια κοιλάδα των δακρύων. Πιο κοντά στο ιδεώδες μου βρίσκεται, ομολογώ, αυτό που είπε ο Βαλενκούρ, ο διάδοχος του Ρακίνα στη Γαλλική Ακαδημία, όταν έχασε τη βιβλιοθήκη του σε μια πυρκαγιά: «Σε τι θα με είχαν ωφελήσει τα βιβλία μου, αν δεν είχα μάθει να ζω χωρίς αυτά;» ΄Η, αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ ένα δικό μου παλιό απόφθεγμα: «Η βιβλιοθήκη του ώριμου φιλαναγνώστη δεν θα έπρεπε να γεμίζει αλλά ν΄ αδειάζει». Αλλά δεν έχω ακόμα κατακτήσει ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας και είναι αμφίβολο αν θα υψωθώ ποτέ ώς αυτό. Οπότε, το περισσότερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να υπερασπιστώ το πάθος μου με αισθησιακά υποκειμενικούς όρους, όπως θα έκανε ένας φετιχιστής γυναικείων αξεσουάρ ή ένας, υπό διωγμόν πλέον, καπνιστής- ποιος ξέρει άλλωστε αν στο μέλλον δεν βρεθούν υπό διωγμόν και οι βιβλιοθήκες.

Γεγονός είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να υπερασπιστεί πειστικά μια μυριότομη βιβλιοθήκη την εποχή της εικονοκρατίας και του διαδικτύου. Ο λόγος του θα κινδύνευε να φανεί σκυθρωπός και γεροντίστικος όσο και τα φορτωμένα με βιβλία ράφια σε πολύ κόσμο, ιδίως στους νεότερους. Γι΄ αυτό ο Ζακ Μπονέ, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, κριτικός, συγγραφέας και πάνω απ΄ όλα μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, επιλέγει έναν ανάλαφρο, χιουμοριστικό, ακόμα και αυτοειρωνικό τόνο, επιτρέποντας μεγάθυμα στον αμετάπειστο αναγνώστη του να τον θεωρήσει γραφικό ή και ψώνιο. Νομίζω τελικά πως αυτός είναι ο ευφυέστερος τρόπος να μιλήσει κανείς σήμερα για τη γοητεία του τυπωμένου βιβλίου και της βιβλιοθήκης.

Ο Μπονέ δεν ανήκει στην κατηγορία του συλλέκτη βιβλίων, αυτού που κυνηγάει σπάνιες εκδόσεις χωρίς να έχει απαραίτητα σκοπό να τις διαβάσει. Εκείνος καταβροχθίζει τα βιβλία που αποκτά. Αλλά μια βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων, που αυξάνονται διαρκώς, συνεπάγεται ξόδεμα ολοένα περισσότερου χρόνου σε άχαρες δραστηριότητες. Δεν είναι μόνο το ξεσκόνισμα, που στο κάτω κάτω μπορεί να γίνει μηχανικά, αν και η εμπειρία δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε υγιεινή για τα πνευμόνια. Υπάρχουν άλλα, μεγαλύτερα ζόρια, που ο άσχετος και αδιάφορος για ιδιωτικές βιβλιοθήκες ούτε καν τα υποψιάζεται, αλλά αν τα ήξερε θα είχε στη φαρέτρα του πρόσθετα επιχειρήματα για την αδιαφορία του ή και για την αντιπάθειά του.

Για παράδειγμα, πώς να ταξινομήσεις τα χιλιάδες βιβλία, ώστε να μπορείς να βρίσκεις αυτό που θέλεις; Όλα τα συστήματα έχουν τα μειονεκτήματα και τις εξαιρέσεις τους, που όχι σπάνια σε κάνουν να χάσεις το κεφάλι σου ψάχνοντας (μου έχει συμβεί κι εμένα, όπως στον Μπονέ, να ξαναγοράσω ένα βιβλίο που υπήρχε στη βιβλιοθήκη μου, αλλά νόμιζα πως το είχα χάσει, για να μη μιλήσω για τα βιβλία που αγόραζα έχοντας ξεχάσει ότι τα είχα ήδη).

Πώς ν΄ αποφασίσεις ποια βιβλία δεν σου είναι πια απαραίτητα και μπορείς ν΄ απαλλαγείς από αυτά, για να κάνεις χώρο για καινούργια; Πέρα από τους συναισθηματικούς ενδοιασμούς, μπορεί να λαθέψεις στην κρίση σου (μου έχει συμβεί κι εμένα να πετάξω ή να χαρίσω ένα βιβλίο, για να διαπιστώσω εκ των υστέρων ότι το χρειαζόμουν). Ας αφήσουμε το πρόβλημα του χώρου, μιας και η βιβλιοθήκη του βιβλιομανούς επεκτείνεται ταχύτερα από αναρριχητικό φυτό και μπορεί ν΄ απλώσει τα ράφια της ώς την κουζίνα ή ακόμα και το μπάνιο, γεννώντας ένα αίσθημα ασφυξίας στους ενοίκους, μηδέ του κατόχου της εξαιρουμένου. Και τι γίνεται αν ένα ζευγάρι χωρίσει και δεν μπορεί να συμφωνήσει ποια βιβλία ανήκουν σε ποιον;

Φυσικά, το διαδίκτυο τα κάνει όλα αυτά να φαίνονται αστεία, κι ευτυχώς ο Μπονέ βλέπει το ζήτημα, τουλάχιστον με το ένα μάτι, και από αυτή τη σκοπιά. Δεν είμαστε εχθροί του διαδικτύου, εμείς που λατρεύουμε (μαζοχιστικά, έστω) τη βιβλιοθήκη μας. Κάθε άλλο, αναγνωρίζουμε τις τεράστιες δυνατότητές του και τις αξιοποιούμε, στον βαθμό που μας ενδιαφέρουν. Αλλά, πώς να το πούμε. Το διαδίκτυο είναι συγχρόνως υπερβολικά άυλο και υπερβολικά μηχανικό. Ενώ η βιβλιοθήκη μας είναι το χειροπιαστό, φιλικό στο ψηλάφημα ψυχικό παρελθόν και παρόν μας, οι δείκτες της εσωτερικής εξέλιξής μας. Τα βιβλία που διαβάσαμε και αγαπήσαμε είναι η υλική ανάμνηση συγκινήσεων που μας σημάδεψαν και μας καθόρισαν. Και αν πότε πότε απορούμε, όταν τα ξαναδιαβάζουμε, γιατί μας έκαναν κάποτε τόσο μεγάλη εντύπωση, αν σπαζοκεφαλιάζουμε για τις ίδιες τις παλιές σημειώσεις μας στο περιθώριο, αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύτιμα: μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία μας έχει ξεχασμένα κεφάλαια, που, όπως τα ξεχασμένα κεφάλαια της μεγάλης Ιστορίας, αλλάζουν τη συνολική εικόνα και την προοπτική της, όταν ανασύρονται από τη λήθη κι ερευνώνται.

΄Επειτα, είναι και το άλλο. Η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι υπερβολικά στοχευμένη. Σου δίνεται αμέσως αυτό που ψάχνεις να βρεις, μαζί με ό, τι συναφές. Πρακτικότατο και χρησιμότατο, αναμφίβολα. Αλλά χωρίς τη σαγήνη της εξερευνητικής περιπέτειας και χωρίς τα ερεθίσματα της έκπληξης, της απροσδόκητης ανακάλυψης, που μπορεί να σου προσφέρει η περιήγηση σε μια βιβλιοθήκη ή ένα βιβλιοπωλείο ή ακόμα κι ένα μεμονωμένο βιβλίο. Ορίστε, άρχισα να διολισθαίνω σε παλιομοδίτικους μελοδραματισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στον μεσιέ Μπονέ. Τι να κάνουμε, κανένας δεν μπορεί να πηδήξει έξω από τον ίσκιο του, που λένε και οι Γερμανοί.

Το διάβασμα βιβλίων μπορεί να είναι μια έξη, αλλά είναι η μόνη έξη με άρωμα αθανασίας. Υπάρχει μια ιστορία για έναν μελλοθάνατο Γάλλο, τον καιρό της Τρομοκρατίας, ο οποίος διάβαζε ένα βιβλίο μέσα στο κάρο που τον πήγαινε στην γκιλοτίνα και πριν ανέβει στο ικρίωμα σημάδεψε τη σελίδα όπου είχε φτάσει. Αυτός κι αν πίστευε πως ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπου θα συνέχιζε το διάβασμα από εκεί που το είχε σταματήσει!

Δημοσίευση από: "Τα Νέα"- Βιβλιοδρόμιο

5/10/10

Η πιανίστρια -Ελφρίντε Γέλινεκ (Επιλογές)

"Βιέννη, η πόλη της μουσικής! Μόνο ό,τι έχει καταξιωθεί μέχρι τώρα θα καταξιωθεί και μελλοντικά σε αυτή την πόλη. Τα κουμπιά πετάγονται από την παχιά κοιλιά της κουλτούρας, που, όπως κάθε πτώμα που παραμένει στο νερό χωρίς να ανασυρθεί, φουσκώνει χρόνο με το χρόνο ακόμα περισσότερο... Βιέννη, απλώς ανοίγεις τα παράθυρα και ίσως τις πόρτες, κι αμέσως εισβάλλει η αρμονία και απλώνεται σαν δηλητηριώδες αέριο μέχρι τις τελευταίες γωνίες και σημεία..."
"Ο χρόνος περνάει κι εμείς περνάμε μαζί του. Κάτω από ένα γυάλινο καπάκι τυριών είναι κλεισμένες μαζί, η Έρικα με το λεπτό προστατευτικό κουκούλι της και η μαμά της. Το καπάκι σηκώνεται μόνο αν κάποιος από έξω πιάσει το γυάλινο χερούλι και το τραβήξει. Η Έρικα είναι ένα έντομο κλεισμένο μέσα σε κεχριμπάρι. Άχρονο, χωρίς ηλικία. Η Έρικα δεν έχει ιστορία και δεν δημιουργεί ιστορίες. Αυτό το έντομο έχει χάσει από καιρό την ικανότητα να σκαρφαλώνει και να σέρνεται. Η Έρικα είναι ψημένη μέσα στο ταψί του απείρου".

"Η Έρικα παραδέχεται στο γράμμα της ότι θέλει να χαθεί και να διαλυθεί ολοκληρωτικά κάτω απ' αυτόν. Οι καλοριζωμένες επιδόσεις της στην υπακοή χρειάζονται μεγαλύτερη ένταση! Και μια μητέρα δεν είναι το παν, αν και συνήθως έχουμε μόνο μία. Είναι και παραμένει κατά κύριο λόγο μητέρα, όμως ένας άντρας θέλει επιπρόσθετα πιο ανεβασμένες επιδόσεις."


Το βιβλίο "Η πιανίστρια" της Ελφρίντε Γέλινεκ συζητήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2010

Σημ: Το μεγαλύτερο μέρος της ανάρτησης είναι "δανεισμένο" από το πολύ καλό ιστολόγιο βιβλίων
http://alexis-chryssanthie.blogspot.com/