Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

16/10/10

Διαβάζουμε τη "Δεύτερη Γέννα" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (1)


Το σώμα ριγμένο στο πάτωμα, άυπνο, τα μάτια «άβαφα από καιρό», τα ρούχα σκούρα, γύρω της βρομιά και ακαταστασία, το άλλοθι της παρουσίας της στον χώρο, κάπου κοντά ενεδρεύει η κρεβατοκάμαρα, απ' έξω η Συγγρού και η Ακρόπολη, Νέος Κόσμος, άλλος κόσμος. Το σκηνικό του δράματος ελάχιστο, ανύπαρκτο σχεδόν. Μια γυναίκα μέσα σε ένα διαμέρισμα και μια απουσία. Μια εξαρχής ματαιωμένη συνάντηση. Η γυναίκα περιμένει την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι για να γιορτάσουν μαζί τα εικοστά πρώτα γενέθλιά της. Θα την περιμένει μέχρι το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου λαμβάνει χώρα το γενέθλιο γεύμα απούσας της εορτάζουσας. Διότι μετά το «Να φτιάξω το σπίτι» και το «Να πάω για ψώνια» (τα δύο πρώτα μέρη), οικιακές εργασίες εθελοτυφλίας που σαρώνουν την πραγματικότητα, απλώνεται η άβυσσος του πουθενά, ένας τόπος απροσπέλαστος, αδιανόητος. Εκεί έχει ριζώσει εκείνη που δεν πρόκειται να έρθει. «Αυτό το πουθενά ήταν τόσο, μα τόσο ατέρμονο, τόσο οριστικό και ανεξήγητο, που μ' έπιανε τρέμουλο κάθε φορά που το σκεφτόμουν». Η εξορία της κόρης στο πουθενά είναι για τη μητέρα «ένα σπάνιο αίνιγμα που φτιάχτηκε πριν από τη λύση του», ένα αιχμηρό ερωτηματικό που την πετσοκόβει.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποδίδει εκπληκτικά τη μύχια κοσμογονία που συνταράσσει την ηρωίδα του, με λέξεις προσφυώς ξεδιαλεγμένες, οι οποίες ηχούν βαριές, σαν να ανήκουν σε πένθιμο εμβατήριο βγαλμένο μέσα από έναν ατημέλητο, πηγαίο προφορικό λόγο. Χαρακτηριστική η πρώτη φράση που ψελλίζει η μητέρα ενώπιον του αναγνώστη: «Στην αρχή είδα λίγο φως». Αργότερα θα φανούν και τα υπόλοιπα, πρωτίστως οι υποδόριες χαρακιές του πένθους. Ομως η αφηγήτρια βρίσκεται πολύ πέρα από το πένθος. Αυτό που της συμβαίνει, της συμβαίνει εδώ και καιρό. Οι αντοχές της για θρήνους έχουν πια στερέψει. Το κουράγιο που της απομένει αρκεί μόνο για να βάλει την τελεία στο μνήμα της κόρης της, πράξη που θα διαρκέσει ένα αφηγηματικό τριήμερο. Η τακτοποίηση του στοιχειωμένου διαμερίσματος είναι ο αναγκαίος περισπασμός μέχρι να αποτολμήσει να συγυρίσει και να συναρμολογήσει τη θρυμματισμένη της μνήμη. Μνήμη που, όπως λέει η ίδια σε κάποιο σημείο, ξεχνά τα γεγονότα, αλλά όχι και τον συναισθηματικό τους αντίκτυπο. Ο εξοντωτικός ψυχικός πόνος είναι αυτός που αναπότρεπτα θα την οδηγήσει ξανά πίσω στα γεγονότα. Βέβαια η επίμοχθη τυφλότητα της ηρωίδας απέναντι στην αφόρητη οικειότητα του σπιτιού, δεν την προστατεύει από περιοχές ανείπωτα οδυνηρές, όπως η κρεβατοκάμαρα, λόγου χάριν, όπου τα λερωμένα σεντόνια, σκόρπιες λωρίδες σκισμένου υφάσματος και κυρίως τα κάγκελα του κρεβατιού με τα ελικοειδή σχέδια στο προσκέφαλο, υποβάλλουν την αίσθηση μιας συγκεχυμένης βιαιότητας. Ο Γρηγοριάδης γίνεται με εξαιρετική λεπταισθησία αρωγός στην προσπάθεια της ηρωίδας να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στιγμή της επίγνωσης, σημείο χωρίς επιστροφή, αποσιωπώντας ό,τι εκείνη φοβάται να συνειδητοποιήσει. Ομως οι δόλιες αποκρύψεις του συγγραφέα προσδίδουν παραδόξως ένα κρίσιμο βάρος σε ό,τι μένει κρυφό. Οι διάσπαρτοι υπαινιγμοί που παρασιωπούν τον θάνατο της κόρης, προετοιμάζουν βραδυφλεγώς τη συνταρακτική σκηνή όπου προβάλλει το νεκρό της κορμί, κακοποιημένο, δεμένο στα κάγκελα του κρεβατιού. Σκηνή στην κατακλείδα της οποίας η ποίηση υποθάλπει με τρόπο μοναδικό τη φρίκη. «Εσταζε ακόμη το ζουμερό κορμί της ζουμί που της το στράγγισαν». Και η μυρωδιά του αίματος ανεξάλειπτη, αλάνθαστος ιχνηλάτης της μνήμης.
Ανάλογης ισχύος με την είσοδο της μητέρας στην κρεβατοκάμαρα είναι η περιγραφή στις αρχικές σελίδες του καθαρισμού του μαρμάρινου τραπεζιού στο μπαλκόνι. Μολονότι ο αναγνώστης αγνοεί ακόμα τον θάνατο, η σκηνή παραπέμπει αναδρομικά στη φροντίδα ταφόπλακας. Αξίζει να προσεχθεί η εξαίσια υπαινικτικότητα του σχετικού παραθέματος: «Το μάρμαρο είχε απορροφήσει τη σκουριά, οι βάσεις στα μεταλλικά κηροπήγια έσταζαν ακόμη, το λιωμένο κερί σχημάτιζε ανάγλυφα σχήματα γύρω τους». Αυτή την άγρια αίσθηση εγκατάλειψης μόνον ένας νεκρός θα μπορούσε να αφήσει πίσω του.
Ο Γρηγοριάδης προσδίδει στις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας μια αθωότητα απατηλή, που δεν αργεί να μεταστραφεί σε μακάβρια αποτυπώματα. Μέσα από τη φειδώ των εικόνων και των λέξεων αντηχεί ένα αβάσταχτο μοιρολόι, στο οποίο έχει σιγήσει κάθε απόηχος ελπίδας. Ανατρέχοντας στη στιγμή που ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της κόρης της για να αντικρίσει μια όψη της ερεβώδη, η μητέρα αντιλαμβάνεται πως τότε απέκτησε ακαριαία ανοσία στην παρηγοριά. Το ξεκλείδωμα της πόρτας την κλείδωσε ανέκκλητα σε μία απόκοσμη ερημία, όπου θα παρέμενε ισοβίως ανέγγιχτη, απρόσιτη. Στη μνήμη της η πόρτα δεν έπαψε ποτέ να τρίζει εφιαλτικά, κλείνοντάς την εξακολουθητικά έξω από τη ζωή. Οι τωρινές της κινήσεις μέσα στο σπίτι, δύσκολες και τρεμάμενες, μεταφέρουν την εντύπωση του πνιγμού, σαν να πρέπει να εξιλεωθεί για την κάθε ανάσα της μέσα στον ίδιο χώρο όπου η κόρη της υποχρεώθηκε σε μια βάναυση εκπνοή. Η αλγεινή επίδραση του σπιτιού υποδεικνύεται πλαγίως, όταν η ηρωίδα ανακαλεί τις διαρκείς μετακινήσεις της στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος επέλεξε από νωρίς τον ρόλο του δραπέτη, με την επικουρία του Λιμενικού. Τα εφήμερα σπίτια του παρελθόντος αποκτούν κατά την ανάκλησή τους μια παραδείσια πρόσοψη. «Ο χώρος τότε δεν με δέσμευε». Διαπίστωση στην οποία ενυπάρχει ένας επώδυνος παραλληλισμός, διότι η μητέρα ξέρει από καιρό πως δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει από το σπίτι της κόρης της. «Φως πολύ μάς περιέλουζε», σκέφτεται για μακρινές ημέρες, οι οποίες ξαφνικά καταποντίστηκαν μέσα σε μια μαύρη τρύπα, μέσα σε ένα σπίτι όπου το περίφημο αττικό φως είχε εξοβελιστεί από ένα διαρκές λυκόφως. «Νύχτωνε έξω, μα πιο πολύ μέσα στο σπίτι». Η έλλειψη φωτός αναρριπίζει την απώλεια, το βίαιο άδειασμα του χώρου. «Εβλεπα ακόμα και στο σκοτάδι, όμως δεν έβλεπα αυτό που θα έπρεπε να δω».
Για να αντέξει την αναλγησία της όρασης που περιφρονεί τη διάπυρη επιθυμία της να δει εκείνη που δεν υπήρχε, η ηρωίδα αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα, κάνοντας χώρο στην ψευδαίσθηση. Το πένθος της δεν είναι παρά μια παραισθητική αναμονή χάρη στην οποία η απουσία αποκτά χαρακτήρα παροδικό. Μόνο φτάνοντας στο τέρμα της ψευδαίσθησής της είναι σε θέση να αναλογιστεί νηφάλια την αναγκαιότητα του ψεύδους. «Ηταν μια φυσική αντίδραση που ξεπήδησε μέσα μου, ανάβλυσε το ψέμα από μιαν ακαθόριστη πηγή, ίσως για να με προστατέψει, ίσως γιατί ήμουν καθηλωμένη σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν λειτουργούσε πια κανένα σημάδι του».
Ο Γρηγοριάδης κατευθύνει δεξιοτεχνικά την ηρωίδα του προς την αναγνώριση της απώλειας, τοποθετώντας στο γειτονικό διαμέρισμα ένα κορίτσι, το οποίο εξαιτίας μιας άγνωστης πάθησης δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Οταν κλείσει τα είκοσι θα πεθάνει, στην ίδια ηλικία δηλαδή που και η κόρη της κατήλθε στον τάφο. Η στοργική, χαμογελαστή φιγούρα του κοριτσιού που αντιστέκεται γενναία στην αυτολύπηση, έχει καταφανώς αλληγορική υφή. Στο άρρωστο, λυμφατικό κορμί του μοιάζει να έχει σαρκωθεί η νεκρή, η οποία αναδύεται από τον κάτω κόσμο στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στον Νέο Κόσμο για να αναψύξει τη μητέρα της.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθότι εξόχως δραματοποιημένη, η ταύτιση που επιχειρεί η μητέρα ανάμεσα σε εκείνη και την κόρη της. Πέρα από την επανειλημμένως τονισμένη φυσιογνωμική τους ομοιότητα, η ηρωίδα, μετά τον θάνατο της κόρης της, ξαναγίνεται κόρη η ίδια, με την έννοια ότι η συντριβή της επισύρει την αγωνία της εβδομηντάχρονης μητέρας της. Η αποτυχία της να προστατεύσει την κόρη της μετατρέπεται σε δική της ανάγκη προστασίας υπό τη σκέπη μιας μητέρας αποδεδειγμένα καλύτερης από την ίδια. Η ταύτιση φτάνει σε οριακό σημείο, όταν η αφηγήτρια αντικαθιστά τα μαύρα με ρούχα της κόρης της και πηγαίνει στο μπαρ όπου άλλοτε δούλευε εκείνη. Η μίμηση γίνεται βαθμιαία όλο και πιο νοσηρή, καθώς το επίμονο αίσθημα της μεταμφιεσμένης σε κόρη μητέρας ότι κάποιος την παρακολουθεί στους νυχτωμένους δρόμους, μπορεί να εκληφθεί όχι μόνον ως φόβος, αλλά και ως προσμονή. Μόνον ο δολοφόνος της κόρης της μπορεί να την απαλλάξει από την ενοχή, κάνοντάς της ό,τι ακριβώς έκανε σε εκείνη, σκοτώνοντάς τη δηλαδή. Το βουβό κάλεσμά της προς τον άφαντο όσο και πανταχού παρόντα λυτρωτή της, κορυφώνεται στο επιλογικό γεύμα, όταν η ηρωίδα εναποθέτει στο μαρμάρινο τραπέζι ένα επιπλέον πιάτο, υπό τύπον σπονδής στον δολοφόνο. Ολη η ιεροτελεστία του γεύματος αποτυπώνει τη σπαρακτική άρνηση της λήθης.
Ο κύκλος της αυταπάτης ολοκληρώνεται στο καθηλωτικό φινάλε. Το νεκροκρέβατο γίνεται το λίκνο μιας ανάστροφης, μυσταγωγικής γέννησης. Η νεκρή υποστασιοποιείται σε μια «ανεπαίσθητη σάρκινη ύπαρξη» για να εισδύσει στη μήτρα της μητέρας της και να μείνει εκεί, για πάντα προφυλαγμένη. Αν η ηρωίδα βρήκε στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά του διαμερίσματος τον τρόπο να συναντηθεί με την κόρη της, ο αναγνώστης, καταδυόμενος στις ογδόντα τρεις σελίδες του αφηγήματος, βρίσκει έναν πανέμορφο λογοτεχνικό τόπο.

Λίνα Πανταλέων Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία 22 Ιανουαρίου 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου