«Βρίσκω την τηλεόραση πολύ εποικοδομητική. Κάθε φορά που κάποιος την ανοίγει, πηγαίνω στο διπλανό δωμάτιο και διαβάζω ένα βιβλίο». Το γνωστό ευφυολόγημα του Γκράουτσο Μαρξ δεν θα μπορούσε να γίνεται πράξη στον κόσμο του Φαρενάιτ 451, καθώς εδώ δεν υπάρχουν βιβλία.
Η φροντισμένη επανέκδοση του περίφημου μυθιστορήματος που δημοσίευσε το 1953 ο Ρέι Μπράντμπερι, σε νέα μετάφραση (Βασίλη Δουβίτσα, εκδ. Άγρα) και με το αυθεντικό εξώφυλλο, έρχεται σε μια στιγμή κομβική για το βιβλίο.
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, τοποθετημένης στην Αμερική του μέλλοντος, είναι ο τριαντάχρονος πυρονόμος Γκάυ Μόνταγκ. Στόχος της ομάδας του Μόνταγκ δεν είναι να σβήνει τη φωτιά, αλλά να τη βάζει, και μάλιστα σε σπίτια όπου διαπράττεται το ειδεχθές έγκλημα της κατοχής… βιβλίων. Η ανάγνωση έχει ουσιαστικά απαγορευτεί και οι πολίτες περιορίζονται στις καθημερινές δουλειές τους, ενώ για διασκέδαση έχουν τις γιγάντιες «οθόνες τοίχου», καθώς και διάφορα ανούσια περιοδικά και κόμικς. Η σύζυγος του Μόνταγκ, η Μίλντρεντ, είναι μια από αυτές τις γνωστές κυράτσες που χαζεύουν όλη μέρα (τηλεόραση) και κατεβάζουν μεγάλες ποσότητες υπνωτικών χαπιών. Οι δύο τους δεν έχουν παιδιά και δεν είναι ερωτευμένοι. Ο Μόνταγκ είναι δυστυχής χωρίς να το έχει συνειδητοποιήσει, γεγονός που διαισθάνεται ένα συμπαθέστατο κορίτσι της γειτονιάς, η Κλαρίς. Η Κλαρίς είναι ένα διαφορετικό παιδί, καθώς σκέφτεται, κι αυτός είναι ο λόγος που την αναγκάζουν να πηγαίνει σε ψυχίατρο. Η Κλαρίς θα μεταδώσει στον Μόνταγκ τον ιο της περιέργειας για την πνευματική καλλιέργεια.
Εν τω μεταξύ οι αποστολές καύσης βιβλίων συνεχίζονται. Ο εντοπισμός μιας γυναίκας με βιβλιοθήκη θα κινητοποιήσει την ομάδα του Μόνταγκ, της οποίας ηγείται ο πυραγός Μπήτυ. Αφότου καταφθάνουν στο σπίτι της και διαπιστώνουν πως αντιστέκεται, αποφασίζουν να καεί μαζί με τα βιβλία της. Ο Μόνταγκ θα προλάβει να κλέψει ένα βιβλίο, προτού η γυναίκα παραδοθεί αυτοβούλως στους 451 βαθμούς Φαρενάιτ της πυράς, όπου καίγονται τα βιβλία. «Ο Μόνταγκ δεν είχε κάνει τίποτα. Το χέρι του τα είχε κάνει όλα, το χέρι του, κινούμενο από έναν δικό του, ανεξάρτητο εγκέφαλο, μια ξεχωριστή συνείδηση και περιέργεια σε κάθε τρεμάμενο δάχτυλο, είχε γίνει κλέφτης». (σ. 66) Η αυτοθυσία της γυναίκας θα συγκλονίσει τον Μόνταγκ και θα τον μεταμορφώσει, καθώς θα πιστέψει πως αυτά τα χάρτινα αντικείμενα εμπεριέχουν κάτι πολύτιμο. Έτσι θα μιλήσει στη σύζυγό του, ζητώντας την κατανόησή της: «Δεν ήσουν μπροστά και δεν είδες. Πρέπει να έχουν κάτι τα βιβλία, κάτι που εμείς δεν μπορούμε να το φανταστούμε, για να κάνουν μια γυναίκα να παραμείνει μέσα σε ένα σπίτι που καίγεται…» (σ. 83) Περιττό να πούμε πως η συζήτηση μαζί της είναι μάταιη, αφού ο Μόνταγκ μιλάει στο κενό (της).
Ποιος είναι όμως ο πραγματικός λόγος για την απαγόρευση των βιβλίων; Παραδόξως, δεν είναι αυτό που θα περιμέναμε, δηλαδή η άνωθεν παρέμβαση μιας στυγνής εξουσίας. Απεναντίας, στην καίρια συζήτηση μεταξύ Μπήτυ και Μόνταγκ, τα πράγματα αποσαφηνίζονται από τον νομιμόφρονα Μπήτυ. Τα βιβλία δεν απαγορεύτηκαν, αλλά πέρασαν στην αφάνεια επειδή εμφανίστηκε η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, το ραδιόφωνο και η τηλεόραση, αλλά και επειδή η κάθε μειονότητα αποφάσιζε να λογοκρίνει όποια σελίδα δεν συμφωνούσε με τις πεποιθήσεις της. «Τότε τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν χαρακτήρα μαζικό», θα πει ο Μπήτυ στον φιλοπερίεργο Μόνταγκ. Και συνεχίζει:
«Βάλε στο νου σου την εικόνα. Ο άνθρωπος του 19ου αιώνα με τα άλογα, τα σκυλιά, τα κάρα του, σε αργή κίνηση. Και μετά, στον 20ό αιώνα, επιταχύνεις την κάμερά σου. Τα βιβλία συμπτύσσονται. Ανάλεκτα. Επιτομές. Τσέπης. Όλα συμπυκνώνονται σε μια ατάκα, σε ένα αναπάντεχο φινάλε […] Βάλε το κεφάλι ενός ανθρώπου να γυρνάει τόσο γρήγορα μέσα σε αυτή τη δίνη που τροφοδοτείται ανεξάντλητα από τα χέρια των εκδοτών, των χειραγωγών, των τηλεπαρουσιαστών, και θα δεις τότε πώς η φυγόκεντρος αποδιώχνει όλες τις αχρείαστες και χρονοβόρες σκέψεις […] Περισσότερα σπορ για όλους, ομαδικό πνεύμα, διασκέδαση, κι έτσι δεν χρειάζεται να σκέφτεσαι, ε; Οργανώνεις, οργανώνεις και υπερ-οργανώνεις υπερ-υπερ-αθλητικές εκδηλώσεις […] Κατάλαβες τώρα, Μόνταγκ; Δεν επιβλήθηκε άνωθεν, από την κυβέρνηση στους αποκάτω. Όλο αυτό δεν ξεκίνησε ούτε από προεδρικό διάταγμα, ούτε από κάποια διακήρυξη, ούτε από λογοκρισία. Όχι! Η τεχνολογία, οι χειραγωγούμενες μάζες και η πίεση των μειονοτήτων ήταν που έγειραν την πλάστιγγα…». (σσ. 88-92)
Επομένως, η απονομιμοποίηση των βιβλίων στον κόσμο του Φαρενάιτ 451 προήλθε από έναν συνδυασμό τεχνικής εξέλιξης των μέσων, ψυχοπνευματικής χειραγώγησης των μαζών και φανατισμού των μειονοτήτων. Κανείς δεν απαγόρευσε τα βιβλία, πέρα από τους ίδιους τους ανθρώπους, που έπαψαν να διαβάζουν για αισθητική απόλαυση, γνώση του κόσμου και καλλιέργεια της φαντασίας, και πέρασαν σε μορφές ψυχαγωγίας με χαμηλό δείκτη πνευματικότητας. Σύμφωνα με τον Μπράντμπερι, η προβαλλόμενη και επιβαλλόμενη «διασκέδαση μέχρι θανάτου» (για να θυμηθούμε τον Νιλ Πόστμαν) ήταν ο βασικός λόγος της αρχικής υποτίμησης και της σχεδόν πλήρους εξάλειψης των βιβλίων. Για να μη γίνει ποτέ πια κανείς «το θύμα ενός πολυδιαβασμένου ανθρώπου», όπως δηλώνει ο σαρδόνιος Μπήτυ.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου παρακολουθούμε τη σταδιακή μεταμόρφωση του Μόνταγκ, που συντελείται και μέσα από τη σχέση του με έναν άλλο σημαίνοντα χαρακτήρα του μυθιστορήματος, τον πρώην καθηγητή λογοτεχνίας Φάμπερ. Η εμπιστοσύνη και η φιλία που θα γεννηθούν μεταξύ των δύο ανδρών θα πυροδοτήσει μια πρώτη αίσθηση ότι τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Στις συζητήσεις τους ο Μόνταγκ θα αντιληφθεί τη διαφορά ανάμεσα στην «πραγματικότητα», την οποία εκπροσωπεί κυρίως η τηλεόραση, και στην «αλήθεια», που ενυπάρχει στα βιβλία. Ο Φάμπερ θα του εξηγήσει πως παρότι τα πράγματα μοιάζουν να πηγαίνουν καλά, ουσιαστικά πηγαίνουν κατά διαόλου: η φαινομενικότητα της ελαφρόμυαλης διασκέδασης έχει κατακλύσει και καταλύσει την πραγματικότητα της τέχνης και της σκέψης, έχοντας γίνει με τη σειρά της η «νέα πραγματικότητα». Η συνέχεια του μυθιστορήματος με το τρίτο και τελευταίο μέρος είναι συναρπαστική και οι εξελίξεις καταιγιστικές, με τον Μόνταγκ να παίρνει εκδίκηση κι έπειτα να καταφεύγει σε μια περιοχή με φιλόξενους εξόριστους, όπως ο Γκρέηντζερ, που έχουν μια θαυμαστή ικανότητα σε σχέση με τα βιβλία. Αλλά η παράθεση περισσότερων λεπτομερειών θα λειτουργούσε αντιστρόφως ανάλογα του επιθυμητού, που είναι η ανάγνωση αυτού του κλασικού (γιατί να φοβόμαστε τη λέξη;) βιβλίου.
Στη διεθνή βιβλιογραφία, όπως και στο οπισθόφυλλο της ελληνικής έκδοσης, το
Φαρενάιτ 451 συγκρίνεται συχνά με τις δύο διασημότερες δυστοπίες του 20ού αιώνα, το
1984 του Τζορτζ Όργουελ και τον
Θαυμαστό καινούριο κόσμο του Άλντους Χάξλεϊ. Αξίζει να διευκρινίσουμε πως αυτά τα τρία βιβλία ανήκουν λιγότερο στη γραμματολογική κατηγορία της επιστημονικής φαντασίας, και περισσότερο σε αυτήν της «εικοτολογικής μυθοπλασίας» (μια διάσημη σύγχρονη συγγραφέας σε αυτό το είδος είναι η Μάργκαρετ Άτγουντ). Κι αυτό διότι εικοτολογούν για ένα συνήθως δυστοπικό μέλλον, όπου ναι μεν μπορεί να εμφανίζονται όντα και μηχανήματα που να διαφέρουν κάπως από τα σημερινά, αλλά πάντα μες στο (ασφαλώς ρευστό) πλαίσιο του νοητού και επιστημονικά εφικτού. Για παράδειγμα, το «Λαγωνικό Ρομπότ» που γρυλίζει και επιτίθεται στον Μόνταγκ είναι ένα τεχνολογικό κατασκεύασμα που μπορούμε κάλλιστα να το διανοηθούμε ακόμα και στις μέρες μας. Επίσης, με τις παρούσες και επερχόμενες αλλαγές στους τρόπους αναπαραγωγής των ανθρώπων και με την κλωνοποίηση ζώων, μπορούμε να διανοηθούμε (όσο κι αν δεν θέλουμε) τις «Τράπεζες Εμβρύων» και τους «Γονιμοποιούς» του Χάξλεϊ.
Το
1984 του Όργουελ είναι ένα κλασικό βιβλίο επιτήρησης και καταστολής διά της ωμής βίας. Οι απαγορεύσεις, οι καταδίκες και οι τιμωρίες προέρχονται από έναν πανίσχυρο εξουσιαστικό μηχανισμό. Απεναντίας, ο
Θαυμαστός καινούριος κόσμος του Χάξλεϊ είναι ένα κλασικό βιβλίο επιτήρησης και καταστολής διά του προκαθορισμού. Εδώ οι σχέσεις εξουσίας είναι λιγότερο βίαιες, αλλά πιο αδιόρατες και ύπουλες, αφού ναι μεν ο προκαθορισμός των τάξεων δεν προκαλεί δυστυχία, αλλά ούτε και επιτρέπει την ελευθερία. Αν πάει να ξεφύγει κανείς, υπάρχει το περίφημο ναρκωτικό «σόμα», και όχι π.χ. βασανιστήρια. Ο Μπράντμπερι, στο
Φαρενάιτ 451, πασχίζει να συγκεράσει αυτές τις δύο διαφορετικές, μα και αλληλοσυμπληρούμενες, κοσμοεικόνες. Από τη μία, έχουμε την κατασταλτική πολιτική ενάντια στα βιβλία, την καύση τους αλλά και την απειλή καύσης των ανθρώπων που τα κατέχουν κρυφά. Εδώ, ισχύει ένα μότο οργουελικού τύπου: «Η χειραγώγηση των μαζών επιτυγχάνεται με την καταπίεσή τους».
Από την άλλη, έχουμε την απεριόριστη ελευθερία των νέων ενημερωτικών και ψυχαγωγικών μέσων που έχουν κατακλύσει την κουλτούρα του Φαρενάιτ 451, προσφέροντας στους ανθρώπους αστόχαστη διασκέδαση, δημιουργώντας ανθρώπινα όντα ασυναίσθητα απέναντι σε μια πιο υπαρξιακή, τραγική αίσθηση του κόσμου και του εαυτού (το τραγικό προϋποθέτει σύγκρουση). Εδώ ισχύει ένα μότο χαξλεϊκού τύπου: «Η χειραγώγηση των μαζών επιτυγχάνεται με την αποχαύνωσή τους». Και στις τρεις περιπτώσεις, πάντως, έχουμε έναν βασικό χαρακτήρα που καταλήγει να διαφέρει και πασχίζει να ξεφύγει από τη μέγκενη του συστήματος. Το ζοφερό κλίμα του Φαρενάιτ 451 ευτυχώς μετριάζεται από τη διάχυτη ειρωνεία, ωστόσο δεν φτάνει στα ύψιστα επίπεδα της σάτιρας που απολαμβάνουμε τόσο στο Εμείς του Γιεβγκιένι Ζαμιάτιν (που μεταξύ άλλων επηρέασε τον Όργουελ), όσο και στο Έρεβον του Σάμιουελ Μπάτλερ (που μεταξύ άλλων επηρέασε τον Χάξλεϊ).
Πόσο προφητικό έχει αποδειχτεί το πολυμεταφρασμένο βιβλίο του Μπράντμπερι, εξήντα χρόνια μετά; Είναι αλήθεια πως, τουλάχιστον στον Δυτικό κόσμο, η ελευθερία λόγου είναι σχεδόν απόλυτη και η λογοκρισία εν πολλοίς λογοκριμένη. Ιδίως με την έλευση του Διαδικτύου και την απελευθέρωση πολλών πνευματικών δικαιωμάτων (εδώ είναι το κομβικό σημείο ως προς την ανάγνωση), ο εικονικός και πραγματικός κόσμος μας έχει στη διάθεσή του, για πρώτη φορά στην ιστορία, σχεδόν όλη την επιστημονική, θεωρητική και καλλιτεχνική δημιουργία με το πάτημα ενός πλήκτρου. Όλα είναι πλέον (δυνάμει) γνωστά και κανείς (φαινομενικά) δεν μας περιορίζει στο να τα ξέρουμε. Όσο και να προσπαθεί ένα ισχυρό κράτος να κρύψει τι κάνει, είναι δύσκολο να τα καταφέρει: απόδειξη η Wikileaks και παρόμοιοι θεσμοί, ανεξάρτητα από την τελική επιτυχία ή αποτυχία των σκοπών τους. Ο καθένας μας μπορεί πια να διαβάσει, να μάθει και να δημοσιεύσει σχεδόν ό,τι θέλει.
Συνάμα, το χάσμα ανάμεσα στην υψηλή και στη μαζική κουλτούρα, έτσι όπως αναδεικνύεται γενικά στο μυθιστόρημα του Μπράντμπερι και ειδικά στη συζήτηση μεταξύ Μόνταγκ και Φάμπερ, εξακολουθεί να υπάρχει. Η μηδενιστική περιγραφική άποψη ότι όλες οι διακρίσεις έχουν ισοπεδωθεί και ότι βιώνουμε μια κατάσταση όπου τα πάντα συνδυάζονται με τα πάντα, συνυπάρχει με την ουμανιστική κανονιστική άποψη πως δεν είναι όλα ίδια, υπάρχει το ουσιώδες και το επουσιώδες, και πως οι άνθρωποι του πνεύματος οφείλουν στον εαυτό τους και στους άλλους να αναδείξουν αυτές τις διαφορές και να πείσουν τους ανθρώπους να μην ξεχνούν τις παραδόσεις, να μην εφησυχάζουν και να μην ευτελίζουν τον ελεύθερο χρόνο τους. Όπως το θέτει με απαράμιλλη ευστοχία ο Μπήτυ, παίρνοντας όμως το μέρος της εξουσίας που χειραγωγεί:
«Άσε τον κόσμο να κερδίζει σε διαγωνισμούς που του ζητούν να θυμηθεί τους στίχους γνωστών τραγουδιών ή τις πρωτεύουσες των πολιτειών ή το πόσο καλαμπόκι παρήγαγε η Άιοβα πέρυσι. Φόρτωσέ τους με ανώδυνα δεδομένα, τάισέ τους με ένα κάρο “γεγονότα”, που στο τέλος θα νιώσουν χορτασμένοι, αλλά και “φωστήρες” με τόση πληροφορία. Θα νιώσουν τότε ότι σκέφτονται, θα πάρουν μια αίσθηση της κίνησης χωρίς να έχουν κινηθεί ούτε ρούπι». (σ. 97)
Από τη μία λοιπόν κραδαίνουμε (και δικαίως) το λάβαρο της απόλυτης ελευθερίας, από την άλλη αντικρίζουμε ένα από τα κυριότερα αποτελέσματά της, δηλαδή τη μαζική αποχαύνωση. Αν πιστέψουμε τις ετήσιες στατιστικές, μαθαίνουμε ότι οι μισοί Έλληνες δεν διαβάζουν κανένα βιβλίο (ως «βιβλίο» θεωρείται το λογοτεχνικό και θεωρητικό βιβλίο, δηλαδή αυτό που δεν είναι υποχρεωτικό ανάγνωσμα για επαγγελματικούς λόγους, οδηγός για κάτι κ.λπ.), ενώ το υπόλοιπο σαράντα τοις εκατό διαβάζει κάτω από δέκα βιβλία τον χρόνο. Δηλαδή, εννιά στους δέκα Έλληνες έχουν μικρή έως μηδαμινή σχέση με βιβλία. Αυτά δεν συμβαίνουν σε μια αναλφάβητη χώρα, αλλά σε μια χώρα με εκατομμύρια πτυχιούχους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή ανθρώπους με την αποδεδειγμένη πνευματική ικανότητα, αλλά και την αποδεδειγμένη απροθυμία να διαβάζουν μη επαγγελματικά βιβλία. Επομένως, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην «επαγγελματική μόρφωση» και στην «ατομική καλλιέργεια», έτσι όπως διαφαίνεται και στο Φαρενάιτ 451, παραμένει τεράστια. Το ίδιο ισχύει, αλλά σε μικρότερο βαθμό, στις λοιπές Δυτικές κοινωνίες.
Επομένως ο Μπράντμπερι έχει πέσει μέσα στις βασικές προβλέψεις του: μπορεί να μην υπάρχει καταστολή και λογοκρισία, όμως υπάρχει μια ακατάβλητη μαζική λατρεία για την εικόνα, την ανάγνωση περιοδικών ποικίλης ύλης, τα αθλητικά. Όπως επισημαίνει στα επιλογικά του κείμενα:
«Αν ο κόσμος με τις ευρείες οθόνες επιλέγει να βάζει γκολ και καλάθια κι ύστερα να πνίγεται μέσα στο MTV, δεν χρειάζονται πλέον οι Μπήτυ για να ανάβουν την κηροζίνη ή να καταδιώκουν τον αναγνώστη. Αν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση υφίσταται τήξη του πυρήνα και αφανισμό μέσα από τις ρωγμές και τις τρύπες εξαερισμού της σχολικής αίθουσας, ποιος ύστερα από λίγο θα το καταλάβει ή θα νοιαστεί;». (σ. 270)
Αυτά τα επιλογικά κείμενα αξίζει να διαβαστούν για το λυρικό και στοχαστικό τους βλέμμα: ο Μπράντμπερι περιγράφει γλαφυρά πώς έγραψε το εν λόγω «μυθιστόρημα της δεκάρας» (επειδή ήταν φτωχός, το έγραψε ρίχνοντας δεκάρες σε νοικιασμένες γραφομηχανές του πανεπιστημίου…), ενώ εκφράζει και την ορθότατη θέση για την απελευθέρωση της αισθητικής από παρεμβάσεις που δεν έχουν καλλιτεχνικές στοχεύσεις. Ας αναφέρουμε ότι η ελληνική έκδοση συμπεριλαμβάνει το τελευταίο κείμενο που δημοσίευσε ο Μπράντμπερι, μία ημέρα πριν πεθάνει, με τον τίτλο «Πάρε με κοντά σου».
Υπάρχει άραγε κάποιο έσχατο πρόβλημα σε αυτή την κοσμοεικόνα που υποδηλώνει ο Μπράντμπερι; Πιστεύουμε πως υπάρχει: είναι ο αισιόδοξος ανθρωπισμός της, είναι η πίστη πως είμαστε δομικά φτιαγμένοι για υψηλά πράγματα, για θαυμαστές δημιουργίες, για ιδιαίτερες ζωές, και πως κάποιοι «κακοί» έρχονται και μας πετσοκόβουν, μας ευνουχίζουν, μας καθηλώνουν. Όση αλήθεια κι αν ενέχει (και όντως ενέχει) αυτή η κοσμοεικόνα που αναδύεται από το Φαρενάιτ 451, κρύβει και κάποιες αυταπάτες για τις ανθρώπινες δυνατότητες και προοπτικές. Ο άνθρωπος δεν ζητά μονάχα ελευθερία, ζητά σε ίσες ή και μεγαλύτερες δόσεις ασφάλεια και σταθερότητα. Η κοσμοεικόνα του Μπράντμπερι ταιριάζει αρκετά με τη ρουσοϊκή κοσμοεικόνα, σύμφωνα με την οποία, αρκεί να αποφενακίσουμε τον πολιτισμό μας και τότε οι κρυφές αρετές μας θα αναδυθούν στην επιφάνεια. Μια τέτοια κοσμοεικόνα φέρνει στον νου την αφελή (και ανθρωπολογικά εσφαλμένη, μα πολιτικά χρήσιμη) θέση του Τρότσκι πως σε μια μελλοντική (εννοείται, κομουνιστική) κοινωνία «ο μέσος ανθρώπινος τύπος θα φτάσει στα ύψη ενός Αριστοτέλη, ενός Γκαίτε ή ενός Μαρξ»… Τι θα έκανε ένας μέσος σύγχρονος άνθρωπος αν δεν έβλεπε τηλεόραση; Θα γινόταν αυτομάτως κάτι σπουδαίο;
Όλα αυτά δεν σημαίνουν φυσικά πως δεν ταυτιζόμαστε απόλυτα με τον κεντρικό ήρωα και τη θαυμαστή προσπάθειά του να διασώσει τα βιβλία και την ανάγνωση. Γενικότερα μιλώντας, όταν μας επιβάλλουν κάτι ωμά, ξέρουμε ποιος είναι ο αντίπαλος και ενδεχομένως μπορούμε να βρούμε τρόπους να τον αντιμετωπίζουμε. Όταν αντίπαλος γίνεται ο ίδιος μας ο εαυτός, τότε όλα περιπλέκονται αφάνταστα. Το Φαρενάιτ 451 του Ρέι Μπράντμπερι είναι ένα σπουδαίο βιβλίο για τη λογοκρισία, όχι τόσο για τη λογοκρισία που επιβάλλει ένα ολοκληρωτικό καθεστώς, όσο για τη λογοκρισία που εφαρμόζουμε εμείς, καθημερινά, στον βαθύτερο εαυτό μας. Η πρώτη είναι απαράδεκτη, όμως η δεύτερη μπορεί να αποδειχτεί πιο επικίνδυνη. Ο Μπράντμπερι υπογραμμίζει τις ευθύνες που φέρουμε με τις επιλογές μας, ακόμα κι αν αυτές είναι σε μικρό ή μεγάλο βαθμό κατευθυνόμενες. Με άλλα λόγια, μας ζητά να αντιστεκόμαστε. Μέχρις εσχάτων.