Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

24/1/12

Χαρτί Vs Οθόνη Σημειώσατε 1

Πριν από πέντε χρόνια, ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζακ Σέιφερ προκάλεσε αίσθηση με ένα άρθρο του στο Slate όπου ανακοίνωνε ότι σταματά τη συνδρομή των Νew Υork Τimesκαι καλούσε τους αναγνώστες να κάνουν το ίδιο. Ο λόγος δεν ήταν κάποιο παράπονο από την εφημερίδα, μια ριζική διαφωνία με τη γραμμή της για παράδειγμα ή με τον τρόπο που κάλυπτε τη θρησκεία, τις μειονότητες ή το Μεσανατολικό. Όχι, ο δημοσιογράφος σταματούσε τη συνδρομή στο χαρτί γιατί είχε ερωτευτεί το σάιτ. Ήταν κομψό, ανατρεπτικό, εύχρηστο, εκπλήρωνε πλήρως τον ενημερωτικό του ρόλο και, το κυριότερο, ήταν δωρεάν.
Ένα χρόνο αργότερα, το έντυπο άρχισε να του λείπει. Αν και περνούσε αρκετό χρόνο περιτρέχοντας την ιστοσελίδα της εφημερίδας, συνειδητοποίησε ότι ξεχνούσε γρήγορα τις πληροφορίες που διάβαζε. Νόμιζε ότι έφταιγε εκείνος, η ηλικία του ή οι συνήθειές του. Μέχρι που έπεσε στα χέρια του μια πρόσφατη έρευνα τριών επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο του Όρεγκον. Οι ερευνητές δημιούργησαν δύο ομάδες: η μία αποτελούνταν από αναγνώστες της χάρτινης έκδοσης των Νew ΥorkΤimesκαι η άλλη από αναγνώστες του nytimes.com.
Οι δύο ομάδες είχαν στη διάθεσή τους 20 λεπτά για να διατρέξουν τα άρθρα της εφημερίδας. Στη συνέχεια απάντησαν σε ένα μικρό ερωτηματολόγιο. Όπως αναφέρεται στο πόρισμα της έρευνας, οι αναγνώστες του χαρτιού θυμόντουσαν πολύ περισσότερα άρθρα από τα μέλη της άλλης ομάδας. Θυμόντουσαν επίσης πολύ περισσότερα θέματα. Επιπλέον, τα κυριότερα σημεία των άρθρων είχαν εντυπωθεί καλύτερα στο μυαλό τους. Σε ένα σημείο ήρθαν ισόπαλοι: θυμόντουσαν εξίσου καλά τους μεγάλους τίτλους.
Πώς εξηγείται αυτή η κυριαρχία της έντυπης μορφής; Μία θεωρία είναι ότι οι ιστοσελίδες δεν ιεραρχούν τα άρθρα με βάση τη σημασία τους, γεγονός που βλάπτει μια από τις βασικές λειτουργίες του Τύπου: το agenda-setting (δηλαδή την άποψη ότι η ιεράρχηση των θεμάτων ασκεί μεγάλη επιρροή στους αναγνώστες). Η ποιότητα της ανάγνωσης επηρεάζεται επίσης από την παρεμβολή διαφημίσεων ανάμεσα στις παραγράφους και από τον τεμαχισμό των άρθρων, που αναγκάζει τον αναγνώστη να κάνει κλικ για να διαβάσει τη συνέχεια. Το χαρτί διευκολύνει τη συγκέντρωση. Και απαιτεί μεγαλύτερο σεβασμό.
Σχεδόν ανακουφισμένος, ο Σέιφερ αποφάσισε να ανανεώσει τη συνδρομή των χάρτινων Νew ΥorkΤimes(στην πραγματικότητα η συνδρομή δεν σταμάτησε ποτέ, αφού η γυναίκα του συνέχισε να την πληρώνει κρυφά!). Η ζωή του έγινε ξαφνικά απλούστερη. Όπως γράφει στο Slate, μπορεί ο ίδιος να εργάζεται τα δεκαπέντε τελευταία χρόνια σε διάφορες ενημερωτικές ιστοσελίδες, όταν όμως είναι να διαβάσει ένα κείμενο άνω των 1.000 λέξεων είτε το τυπώνει είτε αγοράζει την εφημερίδα ή το περιοδικό που το δημοσιεύει. Δεν είναι εχθρός της τεχνολογίας - άλλωστε στο χαρτί δεν υπάρχει η λειτουργία της αναζήτησης! Δεν μπορεί να λειτουργήσει πια χωρίς το διαδίκτυο. Την ίδια ώρα, όμως, δεν μπορεί να αποχωριστεί την παραδοσιακή εφημερίδα.
Η ανάγνωση σε οθόνη στρεσάρει τον εγκέφαλο
ΑΝΑΛΟΓΑερευνητικά αποτελέσματα για την ανάγνωση εφημερίδων έχουν και μελέτες που αφορούν τα βιβλία. Παρά τις προβλέψεις που ήθελαν το κλασικό βιβλίο από χαρτί να είναι θέμα χρόνου να εξαφανιστεί, μόνο αυτό δεν αναμένεται να συμβεί τα επόμενα χρόνια. Ο λόγος που το διάβασμα σε οθόνη ηλεκτρονικού υπολογιστή δεν έχει καταφέρει να αποτελέσει μια πραγματική εναλλακτική λύση -εξ ου, άλλωστε, και το γεγονός ότι οι εκτυπώσεις κειμένων ζουν και βασιλεύουν- είναι ότι η ανάγνωση σε οθόνη στρεσάρει τον εγκέφαλο, ενώ αντίθετα στο χαρτί τον ηρεμεί, σύμφωνα με νέα έρευνα της καθηγήτριας Αν Μάνγκεν του Κέντρου Ερευνών στην Ανάγνωση, του πανεπιστημίου Στάβανγκερ της Νορβηγίας.
Σε άρθρο που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό JournalofResearch in Reading, η Μάνκγεν αναφέρει ότι οι κινήσεις που κάθε λίγο και λιγάκι απαιτούνται στον υπολογιστή, δηλαδή τα συνεχή κλικ στις ηλεκτρονικές σελίδες και η κύλισή τους (σκρόλινγκ), διακόπτουν την εστίαση της προσοχής του αναγνώστη, ο οποίος χάνει την αίσθηση πληρότητας του αναγνωστικού υλικού του, με συνέπεια ο εγκέφαλός του να βιώνει ένα συνεχές στρες.
Από την άλλη, η παραδοσιακή ανάγνωση, που επιτρέπει στον αναγνώστη να πιάνει τις σελίδες και να τις γυρίζει, αισθανόμενος τη φυσική τους υπόσταση, τον βοηθά να νιώθει πιο ήρεμα. Μεγάλη σημασία παίζει και το γεγονός ότι το κείμενο στο βιβλίο ή σε μια τυπωμένη σελίδα δεν μετακινείται, όπως συμβαίνει σε μια ηλεκτρονική σελίδα.
Η Μάνγκεν σημειώνει ότι η ψηφιακή τεχνολογία επιτρέπει μια σειρά από δυναμικές, κινητικές και ευέλικτες μορφές μάθησης. Έτσι, τα νέα παιδιά γενικά διαβάζουν λιγότερα βιβλία από ό,τι στο παρελθόν, όμως συνολικά διαβάζουν περισσότερο, αν συνυπολογισθούν αυτά που διαβάζουν στον υπολογιστή και το κινητό τηλέφωνό τους.
Σουηδοί ερευνητές, σε δικές τους έρευνες, έχουν συμπεράνει ότι στο χαρτί διαβάζουμε καλύτερα και κατανοούμε περισσότερα πράγματα από ό,τι όταν διαβάζουμε ακριβώς το ίδιο κείμενο σε μια οθόνη. Συμφωνούν ότι όταν το βιβλίο ψηφιοποιείται και χάνει τη φυσική του υπόσταση, τότε ο αναγνώστης βιώνει μια αίσθηση απώλειας αναφορικά με τη σφαιρική κατανόηση του κειμένου. Σύμφωνα με τη Μάνγκεν, οι δυνατότητες πολυμεσικού (multimedia) εμπλουτισμού ενός ηλεκτρονικού κειμένου με υπερκείμενο, βίντεο, ήχους και εικόνες, στην πραγματικότητα εμποδίζουν ένα αναγνώστη να δημιουργήσει ένα φανταστικό σύμπαν από τις δικές του νοητικές εικόνες. Αντίθετα, ο αναγνώστης διασπάται και αποσπάται από τις πολυμεσικές ευκαιρίες που έχει στον κομπιούτερ για να κάνει κάτι, να δει ή να ακούσει κάτι άλλο, πέρα από την απλή «μονοδιάστατη» ανάγνωση - η οποία όμως φαίνεται πως έχει τελικά τη δική της αξία από ψυχολογικής και εγκεφαλικής απόψεως.
 

21/1/12

Δουβλινιάδα: Το μέλλον του βιβλίου και οι προκλήσεις της ψηφιακής κοινωνίας

Το µυθιστόρηµα Δουβλινιάδα του Ενρίκε Βίλα-Μάτας, από τους σηµαντικότερους σύγχρονους συγγραφείς της Ισπανίας, είναι ένα από τα προκλητικότερα σχόλια για το παρόν και το µέλλον του βιβλίου και για τις προκλήσεις της ψηφιακής κοινωνίας.

Ποιος µπορεί να βιώσει βαθύτερα το είδος αυτό της εµπειρίας από έναν παραδοσιακό, ας πούµε, εκδότη υψηλής λογοτεχνίας που αποφάσισε να συνταξιοδοτηθεί λίγο πριν χρεοκοπήσει; Γιατί αυτός είναι ο ήρωας του Βίλα-Μάτας, ο εξηντάρης Σαµουέλ Ρίβα, αλκοολικός, απογοητευµένος από τις εµπορικές επιλογές του εκδοτικού κόσµου, ένας από τους τελευταίους εκδότες που ως τη µέρα που συνταξιοδοτήθηκε διάβαζε όλα τα βιβλία που εξέδιδε. Ο κατάλογός του περιελάµβανε µια πλειάδα από τους καλύτερους συγγραφείς της εποχής, όµως ο ίδιος, εκτός από το αλκοόλ, είχε αναπτύξει κι ένα άλλο πάθος: για το ∆ιαδίκτυο, το οποίο σε ώριµη ηλικία τον είχε µεταβάλει σε έναν «χιχικοµόρι» – ο όρος (σηµαίνει «αποµόνωση») και αναφέρεται στους γιαπωνέζους εφήβους που είναι εξαρτηµένοι από το ∆ιαδίκτυο.

Ο Ρίβα έχει µία σύζυγο που τον αγαπά, αλλά δύσκολα ανέχεται την εξάρτησή του από το αλκοόλ, δύο γέροντες γονείς που τους επισκέπτεται µία φορά την εβδοµάδα και ελάχιστους φίλους, µε τους οποίους µοιράζεται την αγάπη του για τα ταξίδια και τις αντίστοιχες εµπειρίες του. Από αυτή τη ρουτίνα θα τον βγάλει ένα όνειρο που τον µεταφέρει στο ∆ουβλίνο, µια πόλη που δεν την είχε επισκεφθεί ποτέ. Οµως είναι η πόλη του Οδυσσέα του Τζόις, ενός µυθιστορήµατος που σηµάδεψε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα και στοίχειωσε και τα δικά του ξύπνια όνειρα. Οργανώνει λοιπόν ένα ταξίδι εκεί, προσκαλώντας κάποιους φίλους του κι ακολουθώντας τα ίχνη του Λέοπολντ Μπλουµ, κύριου χαρακτήρα του τζοϊσικού αριστουργήµατος, του ίδιου του Τζόις, όπως κι ενός άλλου κορυφαίου συγγραφέα της Ιρλανδίας: του Σάµιουελ Μπέκετ. Σκοπός του ταξιδιού; Να οργανώσουν µια επικήδεια τελετή για το τέλος της τυπογραφίας.


Αυτοειρωνεία και µαύρο χιούµορ

Στο βροχερό τοπίο του ∆ουβλίνου, στον µυστηριακό ποταµό Λίφι που στο έργο του Τζόις παίρνει κοσµογονικές σχεδόν διαστάσεις και, σύµφωνα µε τον Ρίτσαρντ Ελµαν, είναι µεταφορικά ο Βόσπορος του Τζόις, η λογοτεχνία ξαναβρίσκει το συµπαντικό της νόηµα και το αίνιγµα της ζωής και της δηµιουργίας την παλιά του γοητεία βαραίνοντας στη συνείδηση ενός ανθρώπου που µπορεί ακόµη να ελέγχει τις µεταπτώσεις του χρησιµοποιώντας την αυτοειρωνεία και το µαύρο χιούµορ. Ποιο είναι εποµένως το νόηµα της λογοτεχνίας; Πού ανήκουν οι δηµιουργοί της, οι έγκλειστοι της µυθοπλασίας οι οποίοι ωστόσο µπορούν να περιπλανώνται µέσω της γραφής στον κόσµο των επινοήσεων και της ανθρώπινης ψυχής;

Πλήθος γνωστών συγγραφέων του 20ού αιώνα παρελαύνουν από τις σελίδες της Δουβλινιάδας. Αν ο αναγνώστης είναι εξοικειωµένος µε το έργο τους εύκολα – κι εύλογα – προβαίνει στις δικές του λεπτές συγκρίσεις παράλληλα µ’ εκείνες του Βίλα-Μάτας. Αυτό όµως δεν είναι υποχρεωτικό προκειµένου να παρακολουθήσει το ξετύλιγµα του νήµατος της αφήγησης και να διεισδύσει στο υπόστρωµά της. Η Δουβλινιάδα έχει µεταφραστεί πολύ ωραία από τη Νάννα Παπανικολάου. Η ποιότητα της µετάφρασης, ειδικά σ’ ένα τέτοιο βιβλίο, παίζει εξαιρετικά σηµαντικό ρόλο, καθώς το µυθιστόρηµα είναι ουσιαστικά ένας ύµνος στη λογοτεχνία και κατ’ εξοχήν στο ύφος, το µόνο αντίδοτο εναντίον της ισοπέδωσης που έχει επιφέρει η οµογενοποίηση της γραφής.
Πηγή: http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=438854

12/1/12

O Eric Hobsbawm ξαναδιαβάζει τον Marx

Ο διαβόητος επενδυτής Τζορτζ Σόρος στη στροφή του αιώνα πλησίασε σε ένα γεύµα τον ιστορικό Ερικ Χόµπσµπαουµ και τον ρώτησε τη γνώµη του για τον Μαρξ. Ο ιστορικός, θέλοντας να αποφύγει µια λογοµαχία, του απάντησε µε έναν γενικό χαρακτηρισµό, για να συµπληρώσει ο µεγαλοεπενδυτής: «Αυτός ο άνθρωπος ανακάλυψε κάτι για τον καπιταλισµό πριν από 150 χρόνια που οφείλουµε να το προσέξουµε». Το 2008 οι «Financial Times» του Λονδίνου είχαν βάλει πρωτοσέλιδο τίτλο «Ο καπιταλισµός σε αναταραχή». Ο Χόµπσµπαουµ δεν έχει αµφιβολία, ο Μαρξ γίνεται και πάλι επίκαιρος. Και αυτή την επικαιρότητά του προσπαθεί να αναδείξει στο βιβλίο του Πώς να αλλάξουµε τον κόσµο. Ο Χόµπσµπαουµ πιστεύει ότι υπάρχουν δύο σοβαροί λόγοι για να ξαναδούµε τη θεωρία του Μαρξ. Ο πρώτος είναι ότι η πτώση του «υπαρκτού» απελευθέρωσε τον Μαρξ από τους πάσης λογής ερµηνευτές του και «κυρίως από την καθολική ταύτισή του µε τη λενινιστική θεωρία και τα λενινιστικά καθεστώτα». Ο δεύτερος λόγος είναι ότι κατά τη εκτίµησή του «ο παγκοσµιοποιηµένος καπιταλιστικός κόσµος που αναδύθηκε τη δεκαετία του 1990 ήταν αλλόκοτα παρόµοιος µε αυτόν που προέβλεπε ο Μαρξ στο “Κοµµουνιστικό µανιφέστο”». Ο Ερικ Χόµπσµπαουµ θέτει το έργο του Μαρξ ατόφιο µπροστά του και προσπαθεί να το δει από την αρχή. ∆ιαπιστώνει ότι πολλά από όσα έγραψε ο Μαρξ «είναι παρωχηµένα και κάποια δεν είναι πλέον αποδεκτά». Καταλήγει ότι πρέπει να απορρίψουµε την ιδέα ότι υπάρχει σηµαντική διαφορά ανάµεσα στον «ορθό» και τον «λάθος» µαρξισµό λέγοντας ότι ο τρόπος που ο µαρξισµός εξετάζει τα πράγµατα θα µπορούσε να αποδώσει διαφορετικά συµπεράσµατα και πολιτικές απόψεις.

Ο Χόµπσµπαουµ θα σταθεί ιδιαίτερα στα σηµεία ανάλυσης του Μαρξ που παραµένουν βάσιµα και ουσιώδη. Το πρώτο αφορά την ανάλυση της παγκόσµιας δυναµικής του καπιταλισµού να αναπτύσσεται καταστρέφοντας όλα όσα προηγήθηκαν, ακόµη και εκείνα από τα οποία ο καπιταλισµός ωφελήθηκε, όπως η δοµή της οικογένειας. Το δεύτερο αφορά την ανάλυση του µηχανισµού της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιτυγχάνεται µε τη γέννηση εσωτερικών αντιφάσεων – ατέρµονες περιόδους εντάσεων και πρόσκαιρες λύσεις.

Πρόκειται για µια δίχως τέλος «δηµιουργική καταστροφή» όπως έλεγε ο Σουµπέτερ, που θα οδηγούσε σε µια υπερβολικά συγκεντρωτική οικονοµία. Οχι όµως όπως την αντιλαµβάνονταν οι σχεδιαστές της σοβιετικής οικονοµίας αλλά όπως τη γνωρίζουµε σήµερα όπου µερικές χιλιάδες άνθρωποι καθορίζουν σε παγκόσµιο επίπεδο την οικονοµία όλου του κόσµου. Το τρίτο σηµείο, που αποτελεί και διαπίστωση του νοµπελίστα οικονοµίας σερ Τζον Χικς, είναι ότι ο µαρξισµός είναι η αναπόφευκτη θεωρία για όλους όσοι προσπαθούν να εντάξουν σε ένα γενικό πλαίσιο τη γενική διαδροµή της Ιστορίας, καθώς είναι αναγκασµένοι να χρησιµοποιήσουν τις µαρξιστικές κατηγορίες ή κάποια τροποποιηµένη εκδοχή τους, εφόσον είναι ελάχιστες οι διαθέσιµες εναλλακτικές εκδοχές.

Το ερώτηµα που θέτει ο Χόµπσµπαουµ µε τον τίτλο του βιβλίου του ανακαλεί τη γνωστή ενδέκατη θέση του Μαρξ για τον Φόιερµπαχ: «Οι φιλόσοφοι δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να εξηγούν τον κόσµο µε τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το πρόβληµα είναι να τον αλλάξουµε», για να διαπιστώσει ότι οι ερµηνευτές του Μαρξ απέτυχαν να τον αλλάξουν. Αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ έπεσε έξω στην πρόβλεψή του ότι η αντικατάσταση του καπιταλισµού θα πραγµατοποιούνταν από την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών», που βασιζόταν στην a priori υπόθεση (και όχι στην ανάλυση του µηχανισµού του καπιταλισµού) ότι η εκβιοµηχάνιση θα δηµιουργούσε πληθυσµούς χειρωνακτών προλετάριων. Ωστόσο, διαπιστώνει ο Χόµπσµπαουµ, η εξαθλίωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στην «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών». Με λίγα λόγια, στην ανάλυση του Μαρξ εντοπίστηκαν ελπίδες για το µέλλον οι οποίες όµως δεν απέρρεαν από αυτήν.


Το εργατικό κίνηµα και το µέλλον του

Μια παρερµηνεία επίσης του Μαρξ ήταν η θέση ότι τα εργατικά κινήµατα πρέπει να γίνουν ή να παραµείνουν επαναστατικά.

Η πράξη απέδειξε ότι «το προλεταριάτο ήταν ή θα γινόταν µια πραγµατικά επαναστατική τάξη ήταν προφανές πως ήταν αβάσιµη». Στις περισσότερες χώρες του αναπτυγµένου καπιταλισµού τα εργατικά κινήµατα συµβίωναν µε το ανθηρό οικονοµικό σύστηµα των αρχών του 20ού αιώνα.

Οι εργάτες, διαπιστώνει ο άγγλος ιστορικός, στη χρυσή εποχή του ρεφορµισµού (1947-2973) ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από ό,τι θα µπορούσαν να φανταστούν και οι πιο αισιόδοξοι εκπρόσωποί τους πριν από το 1914. Μετά το 1970, όµως, οι σοσιαλδηµοκράτες και τα ρεφορµιστικά συνδικάτα έχασαν τα βασικά τους θεµέλια: πρώτον, συρρικνώθηκε η χειρωνακτική εργατική τάξη µε αποτέλεσµα να χάσει τη δυνατότητά της να ενώνει. ∆εύτερον, µε την πτώση του «υπαρκτού» εξέλιπεν ο φόβος του κοµµουνισµού, ο οποίος τροφοδοτούσε τα ρεφορµιστικά συνδικάτα και τρίτον, η κοινωνική πολιτική των κυβερνήσεων άρχισε να µειώνεται και να κερδίζει οφέλη ο οικονοµικός φιλελευθερισµός.

Ο Χόµπσµπαουµ διαπιστώνει όµως ότι και σήµερα εξακολουθεί να υπάρχει χάσµα µεταξύ κοινωνικών οµάδων µε διαφορετικά συµφέροντα, έστω και αν αυτές τις οµάδες δεν τις αποκαλούµε «τάξεις». Το κράτος και οι θεσµοί του είναι αυτοί που διανέµουν το κοινωνικό προϊόν, συνεπώς η πολιτική παραµένει µια απαραίτητη διάσταση του αγώνα.

Οµως η κρίση δεν σηµαίνει και αναπόφευκτη άνοδο της ιδεολογικής Αριστεράς. Ο άγγλος ιστορικός θυµίζει πως µετά την κρίση του 1929 -1933 σηµειώθηκε µια δραµατική αποµάκρυνση από τα εργατικά κινήµατα και την Αριστερά.

Πιο προφανές φαίνεται σε αυτή την εποχή του συνδυασµού της παγκοσµιοποίησης και της µεγάλης µαζικής ανεργίας η ανάπτυξη του πολιτικού εθνικισµού που µπορεί να κολακεύει τα ξενοφοβικά και προστατευτικά αιτήµατα της λαϊκής εργατικής τάξης. ∆εν είναι τυχαίο ότι ο Χόµπσµπαουµ από όλους τους µαρξιστές επιλέγει να µνηµονεύσει αναλυτικά τη σκέψη του Γκράµσι, του µόνου θεωρητικού που ανέπτυξε µια πολιτική θεωρία ικανή να δουλέψει για τον κοινωνικό µετασχηµατισµό χωρίς ιδεοληψίες και ανέφικτα οράµατα.

Ο Χόµπσµπαουµ θα κλείσει το βιβλίο του µε µια αισιόδοξη νότα. Θα πει ότι ανακαλύψαµε και πάλι ότι ο καπιταλισµός δεν είναι η απάντηση αλλά το ερώτηµα και αυτό είναι φανερό από την κατάρρευση των θεωριών του «τέλους της Ιστορίας», την απαξίωση της δήθεν απτόητης νίκης του οικονοµικού και πολιτικού φιλελευθερισµού. Ως ιστορικός θα εκτιµήσει ότι οι απόπειρες του 20ού αιώνα να χειριστεί την ιστορία ως οικονοµικό παιχνίδι µηδενικού αθροίσµατος µεταξύ ιδιωτικού και ∆ηµόσιου απέτυχαν. Οπως απέτυχαν και οι υποσχόµενοι την εναλλακτική λύση του σοσιαλισµού µέσω της επανάστασης της χειρωνακτικής εργατικής τάξης. Και καταλήγει ότι «ένα σύστηµα εναλλακτικό µπορεί να µην είναι στον ορίζοντα, αλλά το ενδεχόµενο της διάλυσης, ακόµη και της κατάρρευσης του υπάρχοντος συστήµατος δεν πρέπει πλέον να αποκλείεται. Καµία πλευρά δεν ξέρει τι θα συνέβαινε ή τι θα µπορούσε να συµβεί στην περίπτωση αυτή». Την πεποίθησή του ότι κάτι µπορεί να αλλάξει τροφοδοτεί η εκτίµηση που δέχονται αριστεροί και δεξιοί ότι η απεριόριστη ανάπτυξη για την επιδίωξη ενός συνεχώς µεγαλύτερου κέρδους αποβαίνει σε βάρος των ανθρώπινων και φυσικών πόρων του πλανήτη.

Πηγή: www. tovima.gr

4/1/12

Τι διάβαζε ο Χίτλερ...


Τις τελευταίες μέρες του χρόνου διάβαζα στο κρεβάτι προτού κοιμηθώ το βιβλίο του Timothy W. Ryback «Η βιβλιοθήκη του Χίτλερ» (σε τέλεια μετάφραση της Αλεξάνδρας Κονταξάκη). Και τι παράξενο: επειδή στο εξώφυλλο υπάρχει η φωτογραφία του, κάθε νύχτα, σβήνοντας το φως, γύριζα το βιβλίο από την πλευρά του οπισθοφύλλου σαν να μην ήθελα να με κοιτάζει ο Χίτλερ ενώ κοιμόμουν.
«Η βιβλιοθήκη του Χίτλερ» έχει υπότιτλο «Τα βιβλία που επηρέασαν τη ζωή του» και διατρέχει τη βιογραφία του μέσα από τις αναγνώσεις της κάθε φάσης της ζωής του. Όμως ο Ryback δεν περιορίζεται σε μια καταγραφή και σχολιασμό των βιβλίων (μερικά από τα οποία είναι αναμενόμενα, άλλα είναι αιφνιδιαστικά): αφηγείται τη ζωή του Χίτλερ σαν να πρόκειται για μυθιστόρημα· και τη ζωή των βιβλίων σαν να πρόκειται για ζωντανά πλάσματα. Στην ουσία πρόκειται για μια φιλοσοφική ανάλυση της μοίρας των βιβλίων, πράγμα που αφορά ιδιαιτέρως εμάς τους συγγραφείς. Φαντάσου, λόγου χάρη, να γίνει ένα από τα βιβλία σου pillow book ενός πολιτικού εγκληματία! Φαντάσου να γίνεις ο αγαπημένος συγγραφέας ενός τέρατος!
Τα βιβλία έχουν τη δική τους διαδρομή, τον δικό τους προορισμό. Το επαναλαμβάνω συχνά σε φίλους συγγραφείς που αγχώνονται μετά την έκδοση ενός βιβλίου τους: ό,τι και να κάνεις, ή να μην κάνεις, habent sua fata libelli – τα βιβλία ζουν τη ζωή τους κι εμείς τη δική μας. Έτσι, ο άνθρωπος που έκαιγε βιβλία διάβαζε –με τον τρόπο του- ένα ή και δύο βιβλία την ημέρα: ο φυτοφάγος, ο ζωόφιλος και φιλόμουσος Χίτλερ ήταν επίσης αχόρταγος αναγνώστης. Αλλά, όπως θα περίμενε κανείς, τα γούστα του καθρέφτιζαν το ποιόν του: διαβάζοντας μπορείς να γεμίσεις το κεφάλι σου σκουπίδια – κι αν είναι ήδη γεμάτο σκουπίδια, τα βιβλία δεν εγγυώνται καλύτερες μέρες. Ο Χίτλερ είχε λοιπόν κάποια «συνέπεια»: προγονολατρεία, αντισημιτισμό, γερμανοκεντρισμό – η «συνέπεια» δεν είναι απαραιτήτως αρετή· συχνά, συχνότατα, αποτελεί σύμπτωμα βαθιάς ψυχικής διαταραχής. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Χίτλερ παρέμεινε απαράλλακτος από το 1915, όταν, ως δεκανέας στο μέτωπο του Μεγάλου Πολέμου διάβαζε μια αρχιτεκτονική ιστορία του Βερολίνου, μέχρι το 1945 όταν η βιβλιοθήκη του λεηλατήθηκε από τους Σοβιετικούς. O Ryback γράφει λοιπόν τέσσερα βιβλία μαζί: το πρώτο είναι η βιογραφία του Χίτλερ και το πώς τα γεγονότα της ζωής του και του κόσμου συνδυάζονται με τις αναγνώσεις του (από τον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ στον «Φρειδερίκο τον Μεγάλο» του Κάρλαϊλ) – το πώς αναζητούσε επικύρωση των πολιτικών του ιδεοληψιών μέσα από τα βιβλία. Κατά κάποιον τρόπο, σχολιάζει ο Ryback, ο Χίτλερ δεν επηρεάστηκε από τα βιβλία: τα επέλεγε (όπως όλοι μας;) με γνώμονα τις ιδέες και την ψυχοσύνθεσή του και τα διάβαζε (όπως όλοι μας;) με τον ίδιο γνώμονα. Δεν διαβάζουμε όλοι το ίδιο βιβλίο: οι αναγνώσεις είναι περίπου όσες και οι αναγνώστες.
Το δεύτερο βιβλίο που περιέχεται σ’ αυτόν τον τόμο του Ryback είναι πληροφοριακό: αραδιάζει τα βιβλία της προσωπικής βιβλιοθήκης του Χίτλερ - όσα διασώθηκαν, όσα διέγραψαν αλλόκοτες τροχιές από χέρι σε χέρι κι όσα μισοκαταστράφηκαν στη θύελλα της ιστορίας. Η προσωπική μας βιβλιοθήκη είναι ένα κάτοπτρο: έτσι, ο εκλεκτικισμός του Χίτλερ αποδεικνύεται παραπλανητικός· στην πραγματικότητα διάβαζε ξανά και ξανά το ίδιο βιβλίο παρότι οι συγγραφείς και οι τίτλοι διέφεραν. Ωστόσο, ανάμεσα στα ιστορικά, εκκλησιαστικά (ο Χίτλερ προσπαθούσε να συναρμολογήσει μια σχέση με την Καθολική εκκλησία), αποκρυφιστικά και στρατιωτικά αναγνώσματα βρίσκουμε ρομαντικά μυθιστορήματα με βοσκοπούλες: όπως η Λένι Ρίφενσταλ έπαιζε σε ταινίες με ορεσίβιους και ροδομάγουλες αρμέχτρες, έτσι κι ο Χίτλερ διάβαζε, λάθρα, τα Άρλεκιν της εποχής.
Το τρίτο βιβλίο του Ryback, που χωράει μέσα σ’ αυτές τις 430 σελίδες, είναι αρχειακό υλικό, αποτέλεσμα μακρόχρονης έρευνας. Ο συγγραφέας, αναζητώντας τα βιβλία του Χίτλερ, βρήκε ανάμεσα στις σελίδες ενός τόμου, μια τρίχα από το μουστάκι του...Στη «Βιβλιοθήκη του Χίτλερ» ζωντανεύει η ιστορία – και μαζί το ερώτημα που απασχολεί τους ιστορικούς: «Τι θα είχε συμβεί αν...» και «Τι θα είχε συμβεί αν δεν...» Η ανθρωπότητα βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί - κι όταν ερευνάμε το παρελθόν γίνεται ολοφάνερη η τυχαία φύση των πραγμάτων.
Το τέταρτο βιβλίο είναι η περιγραφή ενός οικουμενικού κόσμου από σελίδες: οι ιδέες, οι κοσμοθεωρίες και οι προκαταλήψεις οικουμενοποιήθηκαν πριν από την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Και έγιναν υλικό καταστροφικών πολέμων, κοινωνικών επαναστάσεων, εγκλημάτων εναντίον της ανθρωπότητας. Όσο και να διαβάζει κανείς παραμένει στην περιοχή της ημιμάθειας: η ημιμάθεια μπορεί να αποβεί επικίνδυνη αν συνδυαστεί με την εξουσία· αλλά, για όσους από μας δεν κατέχουμε εξουσία, δεν πειράζει – το πολύ-πολύ να γίνουμε γελοίοι.

Πηγή: www.bookpress.gr (Σώτη Τριανταφύλλου)