Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

27/10/10

Θεόδωρου Γρηγοριάδη "Δεύτερη Γέννα" (2)


Η εμπλοκή του παρελθόντος με το παρόν, τα συχνά δυσδιάκριτα όριά τους, η επίδραση του ενός έναντι του άλλου, έχουν πολλές φορές, αν όχι τις περισσότερες, απασχολήσει τη λογοτεχνία ―πεζογραφία και ποίηση― κι όχι βεβαίως μόνον αυτήν. Η τέχνη, ως πνευματική παραγωγή που μοχθεί, μεταξύ άλλων, να ερμηνεύσει και να χαρίσει «λύσεις», έστω προσωρινές κάποιες φορές, εργάζεται επί ενός πεδίου το οποίο επιστρατεύει μέσα που ο ανθρώπινος νους διαθέτει: λόγο, συναίσθημα, αίσθημα, αισθητική. Δεν είναι λίγες φορές που όλ’ αυτά συναιρούνται σ’ ένα έργο τέχνης, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, δημιουργώντας έτσι ένα σύνολο στο οποίο, κατά την ανάγνωσή του ―κυριολεκτική (στη λογοτεχνία εν γένει) ή μεταφορική (εάν πρόκειται, για παράδειγμα, για τη ζωγραφική ή τη μουσική)― αναφύονται από στιγμή σε στιγμή διαφορετικά στοιχεία.
Σε όλα αυτά τα εν πολλοίς αισθητικά κριτήρια, έρχεται το ειδολογικό κομμάτι τού έργου τέχνης να παίξει τον ρόλο του. Αν περιοριστούμε στη λογοτεχνία που εν προκειμένω μας αφορά, ο σύντομος λόγος, ο μονόλογος, η αποστασιοποιημένη τριτοπρόσωπη ή η «ερευνητική» δευτεροπρόσωπη αφήγηση, για να αναφέρουμε μόνο κάποια στοιχεία, ορίζουν το σύνολο του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, συνάμα, ενδεικτικά, με τα ρεαλιστικά, μεταρεαλιστικά, σουρεαλιστικά, μοντέρνα ή μεταμοντέρνα διακριτικά που ο δημιουργός αναλαμβάνει να προσδώσει στο έργο του.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης κατά τη συγγραφική του διαδρομή, απ’ τις αρχές του ’90 και δώθε, έχει αποδείξει ότι μπορεί να διαπερνά πλείστα όσα στάδια και επίπεδα τόσο του θεωρητικού και του αισθητικού φάσματος της εκφοράς του λόγου και της «αρχιτεκτονικής» των έργων του όσο και της εκάστοτε ιστορίας. Στα πρώτα του βιβλία (π.χ., «Κρυμμένοι άνθρωποι», «Ναύτης», «Ο χορευτής στον Ελαιώνα»), χειρίστηκε αποτελεσματικά τον μαγικό ρεαλισμό διατηρώντας την αφηγηματική παρακαταθήκη του μοντερνισμού, εντάσσοντας στα κείμενά του επιρροές απ’ τον τόπο και τον χρόνο, με αποκορύφωμα τα «Νερά της Χερσονήσου», το πρώτο του βιβλίο που έκανε φανερή χρήση της θεωρητικής του τοποθέτησης για το φύλο, με πρώτα στίγματα στην προηγηθείσα νουβέλα του, υπό τον τίτλο «Εκείνη που είχε εραστή», στη συλλογή «Ο αρχαίος φαλλός». Ενώ το προκείμενο ζήτημα της κυριαρχίας του χωροχρόνου διατηρήθηκε στα βιβλία της δεκαετίας του 2000, ας πούμε απ’ το «Παρτάλι» και μετά, αποφάσισε να κάνει μία στροφή προς έναν μεταμοντέρνο τρόπο λόγου και δομής των κειμένων του, όπως τον έχουμε συνηθίσει από ένα τμήμα της σύγχρονης αγγλοσαξονικής σχολής, την οποία παρεμπιπτόντως μελετά και διδάσκει συστηματικά, επιχειρώντας, με επιτυχία, να θέσει ενώπιον του αναγνώστη το ερώτημα για την αρμονική σύζευξη (συν)αισθηματικής και εγκεφαλικής γραφής.
Το τελευταίο του βιβλίο, η «Δεύτερη γέννα», το οποίο ευρηματικά δεν χαρακτηρίζει ειδολογικά, είναι ένας σπαρακτικός μονόλογος μιας μάνας απ’ την Καβάλα που κατεβαίνει στην Αθήνα για να ετοιμάσει τα γενέθλια της κόρης της η οποία έχει δολοφονηθεί. Η γυναίκα αυτή, την οποία το περασμένο καλοκαίρι ενσάρκωσε θεατρικά η Φιλαρέτη Κομνηνού, πηγαινοέρχεται στο παρόν και το παρελθόν σαν σε μία απόλυτα ενιαία διαδρομή η οποία όμως ενυπάρχει στον κόσμο της, μέσα κι έξω, σπειροειδώς δημιουργώντας κοινά πεδία ανάμεσα στο τώρα και στο τότε. Οι λέξεις της, ο κόσμος της ολόκληρος, τ’ αντικείμενα που την περιβάλλουν, οι άνθρωποι, γίνονται ένα στο στόμα της, στο ίδιο το κείμενο, ώστε είναι δύσκολη για τον αναγνώστη (κριτικό ή όχι) η διάκριση, σ’ αυτό το βιβλίο του Γρηγοριάδη, μεταξύ της πρωτοκαθεδρίας της αισθητικής απόλαυσης και της αφήγησης καθαυτήν.
Η μάνα, πρόσωπο ανέκαθεν τραγικό στην καθ’ ημάς λογοτεχνία, στη «Δεύτερη γέννα» θα πρέπει να ιδωθεί πρωταρχικά ως ολοκληρωμένος χαρακτήρας, και κατόπιν ως γυναίκα. Ο Γρηγοριάδης, για να το ξεκαθαρίσουμε, δεν απολυτοποιεί, όπως πάντα εξάλλου, αυτόν τον χαρακτήρα, ούτε του προσδίδει στοιχεία κι έννοιες αδιαμφισβήτητες. Αυτό που κάνει είναι να διατηρεί σε όλο το κείμενο ―σύντομα και πυκνά― άσβεστο το εξής: ο χαρακτήρας, ιδίως ο γυναικείος, δεν μπορεί να περικλειστεί στα στεγανά που πολλές φορές η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή προσπαθεί να την περιορίσει με χαρακτήρες-καρικατούρες της γυναίκας.
Αυτό που ο Γρηγοριάδης καταφέρνει είναι ν’ αποδώσει την εικόνα ενός προσώπου, που τυγχάνει να ’ναι γυναίκα, αφήνοντας απέξω όλα τα υφολογικά κλισέ που συναντούμε ένθεν κακείθεν, όπου η γυναίκα περιορίζεται σε αντιαισθητικές περιγραφές και μικροαστικές επιδείξεις, όσον αφορά και τον ψυχισμό της και την παρουσία της στο αφηγηματικό παρόν. Κοντολογίς, μέσα σε ενενήντα σελίδες, ο συγγραφέας διαγράφει μία παλινδρόμηση απ’ το ένδον στο έξω της ηρωίδας του, καθιστώντας την έναν χαρακτήρα ολοκληρωμένο, τουλάχιστον για το διακύβευμα της πλοκής του βιβλίου του, ενώ, την ίδια στιγμή, συναντούμε έργα όπου οι εξαντλητικές περιγραφές και οι πληκτικές αφηγήσεις οδηγούν σ’ ένα αμφίβολο αποτέλεσμα, αναφορικά με το χτίσιμο του χαρακτήρα, το αισθητικό υπόβαθρο και το σύνολο της πλοκής.
Πιο συγκεκριμένα, ο Γρηγοριάδης μοιάζει να κάνει μια αναδρομή ―όχι πισωγύρισμα― σε όλα σχεδόν τα προηγούμενα έργα του. Ήρωες από παλαιότερα βιβλία του κάνουν κι εδώ την εμφάνισή τους, ιδέες κι έννοιες επανέρχονται στο προσκήνιο επιτείνοντας την άποψη πως ο λόγος ενός δημιουργού, το ύφος και αισθητική του μπορούν να πηγαινοέρχονται αναδεικνύοντας ένα έργο συνεχές. Να σημειώσουμε βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, ότι η επιλογή του Γρηγοριάδη στην εξέλιξη του μονολόγου του προτυπώνει, τρόπον τινά, και ό,τι μόλις παρατέθηκε.
Τι συμβαίνει όμως με την απουσία (ή την αδήριτη παρουσία, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) του αντρικού φύλου; Η μάνα, ενώ παλεύει να ισορροπήσει ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ίδια στιγμή καρκινοβατεί μεταξύ του δολοφόνου της κόρης της και του δικού της «δολοφόνου», που, εκτός απ’ την ίδια τη ζωή, είναι και ο άντρας της. Ακριβώς σ’ αυτό το σημείο είναι που ο Γρηγοριάδης βάζει το στοίχημα και το κερδίζει: χωρίς ούτε μια στιγμή να διαλύει την εικόνα του άντρα, σκιαγραφεί πλήρως το ψυχογράφημα της γυναίκας. Ταυτόχρονα, μοιάζει να δικαιολογεί τις επιλογές ενός συζύγου που, απ’ τη μια, έφυγε μακριά παρατώντας τη γυναίκα, αλλά, απ’ την άλλη, λάμβανε σχεδόν αδιάλειπτα τη φωνή της συνείδησής της.
Η γλώσσα που χρησιμοποιείται κινείται παράλληλα με την εσωτερική και αφηγηματική διαδρομή της ηρωίδας. Όπου η τραγική μάνα ανακαλεί γεγονότα και σκέψεις συναισθηματικά φορτισμένα, η γλώσσα μοιάζει ν’ αποτελεί το κυρίαρχο εργαλείο. Απ’ την άλλη, όταν καταλαγιάζει η ένταση, οι αφηγηματικές επιλογές, η δραματοποίηση μέσω κινήσεων και πολλές φορές διαλόγων λαμβάνει στοιχεία (αυτο)σαρκασμού, αποφεύγοντας καθ’ όλη την πορεία οποιαδήποτε μεμψιμοιρία και (αυτο)λύπηση. Και πάλι: η ενότητα λόγου, δομής, έμψυχων και άψυχων αντικειμένων, χώρου και χρόνου είναι αναντίρρητα το μεγάλο πλεονέκτημα της «Δεύτερης γέννας». Σχεδόν σε όλα τα σημεία φαίνεται πως όλα τα περιγραφόμενα αποτελούν ένα συνεχές όλον το οποίο μπορεί να διασπαστεί μόνο εκ των ενόντων: απ’ την αλλαγή πλεύσης του εσωεξωτερικού μονολόγου της μάνας ― η ίδια, επομένως, η ηρωίδα είναι που καθοδηγεί τη γλώσσα που ο συγγραφέας τής αποδίδει.
Σε έργα αυτού του είδους, όπως προσπάθησα να αναλύσω παραπάνω, το «παιχνίδι» με τον παραλήπτη είναι ακατάπαυστο. Ο Γρηγοριάδης δεν φείδεται προσφοράς είτε κανείς προτάσσει την αναγνωστική απόλαυση είτε την κριτική ματιά και την αισθητική ικανοποίηση ― εάν προγραμματικά υποθέσουμε ότι εν προκειμένω αυτά είναι που ξεχωρίζουν.
Αν βασικό μέλημα της κειμενικής πρόσληψης παραμείνει η έκπληξη, το απρόοπτο και ο συγκλονισμός απ’ τα αφηγούμενα, ο συγγραφέας ικανοποιεί όλες αυτές τις εκφάνσεις. Αν βασική αναγνωστική προϋπόθεση είναι η συνολική δυναμική ενός έργου, ο συγγραφέας καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αναγνωστικό σύμπαν διάστικτο από τέτοιου είδους ομορφιά.
Το μόνο που μένει, κατά τη δική μου άποψη, είναι η επιβεβαίωση της πορείας του Θεόδωρου Γρηγοριάδη με την αφήγηση ως κερδισμένο στοίχημα και το υπόβαθρο των βιβλίων του ως έναν διαρκή και ανοδικό πειραματισμό.

Δημήτρης Αθηνάκης Εφημερίδα Αυγή 22 Νοεμβρίου 2009

Στη φωτογραφία η Φιλαρέτη Κομηνού από την παράσταση του έργου που δόθηκε στις 24 Αυγούστου στο Φεστιβάλ Φιλίππων στην Καβάλα σε σκηνοθεσία Θοδωρή Γκόνη  

Το βιβλίο "Δεύτερη Γέννα" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη συζητήθηκε στις 4 Νοεμβρίου 2010.

16/10/10

Διαβάζουμε τη "Δεύτερη Γέννα" του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (1)


Το σώμα ριγμένο στο πάτωμα, άυπνο, τα μάτια «άβαφα από καιρό», τα ρούχα σκούρα, γύρω της βρομιά και ακαταστασία, το άλλοθι της παρουσίας της στον χώρο, κάπου κοντά ενεδρεύει η κρεβατοκάμαρα, απ' έξω η Συγγρού και η Ακρόπολη, Νέος Κόσμος, άλλος κόσμος. Το σκηνικό του δράματος ελάχιστο, ανύπαρκτο σχεδόν. Μια γυναίκα μέσα σε ένα διαμέρισμα και μια απουσία. Μια εξαρχής ματαιωμένη συνάντηση. Η γυναίκα περιμένει την κόρη της να επιστρέψει στο σπίτι για να γιορτάσουν μαζί τα εικοστά πρώτα γενέθλιά της. Θα την περιμένει μέχρι το τρίτο μέρος του βιβλίου, όπου λαμβάνει χώρα το γενέθλιο γεύμα απούσας της εορτάζουσας. Διότι μετά το «Να φτιάξω το σπίτι» και το «Να πάω για ψώνια» (τα δύο πρώτα μέρη), οικιακές εργασίες εθελοτυφλίας που σαρώνουν την πραγματικότητα, απλώνεται η άβυσσος του πουθενά, ένας τόπος απροσπέλαστος, αδιανόητος. Εκεί έχει ριζώσει εκείνη που δεν πρόκειται να έρθει. «Αυτό το πουθενά ήταν τόσο, μα τόσο ατέρμονο, τόσο οριστικό και ανεξήγητο, που μ' έπιανε τρέμουλο κάθε φορά που το σκεφτόμουν». Η εξορία της κόρης στο πουθενά είναι για τη μητέρα «ένα σπάνιο αίνιγμα που φτιάχτηκε πριν από τη λύση του», ένα αιχμηρό ερωτηματικό που την πετσοκόβει.
Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αποδίδει εκπληκτικά τη μύχια κοσμογονία που συνταράσσει την ηρωίδα του, με λέξεις προσφυώς ξεδιαλεγμένες, οι οποίες ηχούν βαριές, σαν να ανήκουν σε πένθιμο εμβατήριο βγαλμένο μέσα από έναν ατημέλητο, πηγαίο προφορικό λόγο. Χαρακτηριστική η πρώτη φράση που ψελλίζει η μητέρα ενώπιον του αναγνώστη: «Στην αρχή είδα λίγο φως». Αργότερα θα φανούν και τα υπόλοιπα, πρωτίστως οι υποδόριες χαρακιές του πένθους. Ομως η αφηγήτρια βρίσκεται πολύ πέρα από το πένθος. Αυτό που της συμβαίνει, της συμβαίνει εδώ και καιρό. Οι αντοχές της για θρήνους έχουν πια στερέψει. Το κουράγιο που της απομένει αρκεί μόνο για να βάλει την τελεία στο μνήμα της κόρης της, πράξη που θα διαρκέσει ένα αφηγηματικό τριήμερο. Η τακτοποίηση του στοιχειωμένου διαμερίσματος είναι ο αναγκαίος περισπασμός μέχρι να αποτολμήσει να συγυρίσει και να συναρμολογήσει τη θρυμματισμένη της μνήμη. Μνήμη που, όπως λέει η ίδια σε κάποιο σημείο, ξεχνά τα γεγονότα, αλλά όχι και τον συναισθηματικό τους αντίκτυπο. Ο εξοντωτικός ψυχικός πόνος είναι αυτός που αναπότρεπτα θα την οδηγήσει ξανά πίσω στα γεγονότα. Βέβαια η επίμοχθη τυφλότητα της ηρωίδας απέναντι στην αφόρητη οικειότητα του σπιτιού, δεν την προστατεύει από περιοχές ανείπωτα οδυνηρές, όπως η κρεβατοκάμαρα, λόγου χάριν, όπου τα λερωμένα σεντόνια, σκόρπιες λωρίδες σκισμένου υφάσματος και κυρίως τα κάγκελα του κρεβατιού με τα ελικοειδή σχέδια στο προσκέφαλο, υποβάλλουν την αίσθηση μιας συγκεχυμένης βιαιότητας. Ο Γρηγοριάδης γίνεται με εξαιρετική λεπταισθησία αρωγός στην προσπάθεια της ηρωίδας να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο τη στιγμή της επίγνωσης, σημείο χωρίς επιστροφή, αποσιωπώντας ό,τι εκείνη φοβάται να συνειδητοποιήσει. Ομως οι δόλιες αποκρύψεις του συγγραφέα προσδίδουν παραδόξως ένα κρίσιμο βάρος σε ό,τι μένει κρυφό. Οι διάσπαρτοι υπαινιγμοί που παρασιωπούν τον θάνατο της κόρης, προετοιμάζουν βραδυφλεγώς τη συνταρακτική σκηνή όπου προβάλλει το νεκρό της κορμί, κακοποιημένο, δεμένο στα κάγκελα του κρεβατιού. Σκηνή στην κατακλείδα της οποίας η ποίηση υποθάλπει με τρόπο μοναδικό τη φρίκη. «Εσταζε ακόμη το ζουμερό κορμί της ζουμί που της το στράγγισαν». Και η μυρωδιά του αίματος ανεξάλειπτη, αλάνθαστος ιχνηλάτης της μνήμης.
Ανάλογης ισχύος με την είσοδο της μητέρας στην κρεβατοκάμαρα είναι η περιγραφή στις αρχικές σελίδες του καθαρισμού του μαρμάρινου τραπεζιού στο μπαλκόνι. Μολονότι ο αναγνώστης αγνοεί ακόμα τον θάνατο, η σκηνή παραπέμπει αναδρομικά στη φροντίδα ταφόπλακας. Αξίζει να προσεχθεί η εξαίσια υπαινικτικότητα του σχετικού παραθέματος: «Το μάρμαρο είχε απορροφήσει τη σκουριά, οι βάσεις στα μεταλλικά κηροπήγια έσταζαν ακόμη, το λιωμένο κερί σχημάτιζε ανάγλυφα σχήματα γύρω τους». Αυτή την άγρια αίσθηση εγκατάλειψης μόνον ένας νεκρός θα μπορούσε να αφήσει πίσω του.
Ο Γρηγοριάδης προσδίδει στις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας μια αθωότητα απατηλή, που δεν αργεί να μεταστραφεί σε μακάβρια αποτυπώματα. Μέσα από τη φειδώ των εικόνων και των λέξεων αντηχεί ένα αβάσταχτο μοιρολόι, στο οποίο έχει σιγήσει κάθε απόηχος ελπίδας. Ανατρέχοντας στη στιγμή που ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματος της κόρης της για να αντικρίσει μια όψη της ερεβώδη, η μητέρα αντιλαμβάνεται πως τότε απέκτησε ακαριαία ανοσία στην παρηγοριά. Το ξεκλείδωμα της πόρτας την κλείδωσε ανέκκλητα σε μία απόκοσμη ερημία, όπου θα παρέμενε ισοβίως ανέγγιχτη, απρόσιτη. Στη μνήμη της η πόρτα δεν έπαψε ποτέ να τρίζει εφιαλτικά, κλείνοντάς την εξακολουθητικά έξω από τη ζωή. Οι τωρινές της κινήσεις μέσα στο σπίτι, δύσκολες και τρεμάμενες, μεταφέρουν την εντύπωση του πνιγμού, σαν να πρέπει να εξιλεωθεί για την κάθε ανάσα της μέσα στον ίδιο χώρο όπου η κόρη της υποχρεώθηκε σε μια βάναυση εκπνοή. Η αλγεινή επίδραση του σπιτιού υποδεικνύεται πλαγίως, όταν η ηρωίδα ανακαλεί τις διαρκείς μετακινήσεις της στο πλευρό του συζύγου της, ο οποίος επέλεξε από νωρίς τον ρόλο του δραπέτη, με την επικουρία του Λιμενικού. Τα εφήμερα σπίτια του παρελθόντος αποκτούν κατά την ανάκλησή τους μια παραδείσια πρόσοψη. «Ο χώρος τότε δεν με δέσμευε». Διαπίστωση στην οποία ενυπάρχει ένας επώδυνος παραλληλισμός, διότι η μητέρα ξέρει από καιρό πως δεν θα μπορέσει ποτέ να δραπετεύσει από το σπίτι της κόρης της. «Φως πολύ μάς περιέλουζε», σκέφτεται για μακρινές ημέρες, οι οποίες ξαφνικά καταποντίστηκαν μέσα σε μια μαύρη τρύπα, μέσα σε ένα σπίτι όπου το περίφημο αττικό φως είχε εξοβελιστεί από ένα διαρκές λυκόφως. «Νύχτωνε έξω, μα πιο πολύ μέσα στο σπίτι». Η έλλειψη φωτός αναρριπίζει την απώλεια, το βίαιο άδειασμα του χώρου. «Εβλεπα ακόμα και στο σκοτάδι, όμως δεν έβλεπα αυτό που θα έπρεπε να δω».
Για να αντέξει την αναλγησία της όρασης που περιφρονεί τη διάπυρη επιθυμία της να δει εκείνη που δεν υπήρχε, η ηρωίδα αποστρέφει το βλέμμα της από την πραγματικότητα, κάνοντας χώρο στην ψευδαίσθηση. Το πένθος της δεν είναι παρά μια παραισθητική αναμονή χάρη στην οποία η απουσία αποκτά χαρακτήρα παροδικό. Μόνο φτάνοντας στο τέρμα της ψευδαίσθησής της είναι σε θέση να αναλογιστεί νηφάλια την αναγκαιότητα του ψεύδους. «Ηταν μια φυσική αντίδραση που ξεπήδησε μέσα μου, ανάβλυσε το ψέμα από μιαν ακαθόριστη πηγή, ίσως για να με προστατέψει, ίσως γιατί ήμουν καθηλωμένη σε έναν κόσμο μέσα στον οποίο δεν λειτουργούσε πια κανένα σημάδι του».
Ο Γρηγοριάδης κατευθύνει δεξιοτεχνικά την ηρωίδα του προς την αναγνώριση της απώλειας, τοποθετώντας στο γειτονικό διαμέρισμα ένα κορίτσι, το οποίο εξαιτίας μιας άγνωστης πάθησης δεν θα μεγαλώσει ποτέ. Οταν κλείσει τα είκοσι θα πεθάνει, στην ίδια ηλικία δηλαδή που και η κόρη της κατήλθε στον τάφο. Η στοργική, χαμογελαστή φιγούρα του κοριτσιού που αντιστέκεται γενναία στην αυτολύπηση, έχει καταφανώς αλληγορική υφή. Στο άρρωστο, λυμφατικό κορμί του μοιάζει να έχει σαρκωθεί η νεκρή, η οποία αναδύεται από τον κάτω κόσμο στον πέμπτο όροφο μιας πολυκατοικίας στον Νέο Κόσμο για να αναψύξει τη μητέρα της.
Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα, καθότι εξόχως δραματοποιημένη, η ταύτιση που επιχειρεί η μητέρα ανάμεσα σε εκείνη και την κόρη της. Πέρα από την επανειλημμένως τονισμένη φυσιογνωμική τους ομοιότητα, η ηρωίδα, μετά τον θάνατο της κόρης της, ξαναγίνεται κόρη η ίδια, με την έννοια ότι η συντριβή της επισύρει την αγωνία της εβδομηντάχρονης μητέρας της. Η αποτυχία της να προστατεύσει την κόρη της μετατρέπεται σε δική της ανάγκη προστασίας υπό τη σκέπη μιας μητέρας αποδεδειγμένα καλύτερης από την ίδια. Η ταύτιση φτάνει σε οριακό σημείο, όταν η αφηγήτρια αντικαθιστά τα μαύρα με ρούχα της κόρης της και πηγαίνει στο μπαρ όπου άλλοτε δούλευε εκείνη. Η μίμηση γίνεται βαθμιαία όλο και πιο νοσηρή, καθώς το επίμονο αίσθημα της μεταμφιεσμένης σε κόρη μητέρας ότι κάποιος την παρακολουθεί στους νυχτωμένους δρόμους, μπορεί να εκληφθεί όχι μόνον ως φόβος, αλλά και ως προσμονή. Μόνον ο δολοφόνος της κόρης της μπορεί να την απαλλάξει από την ενοχή, κάνοντάς της ό,τι ακριβώς έκανε σε εκείνη, σκοτώνοντάς τη δηλαδή. Το βουβό κάλεσμά της προς τον άφαντο όσο και πανταχού παρόντα λυτρωτή της, κορυφώνεται στο επιλογικό γεύμα, όταν η ηρωίδα εναποθέτει στο μαρμάρινο τραπέζι ένα επιπλέον πιάτο, υπό τύπον σπονδής στον δολοφόνο. Ολη η ιεροτελεστία του γεύματος αποτυπώνει τη σπαρακτική άρνηση της λήθης.
Ο κύκλος της αυταπάτης ολοκληρώνεται στο καθηλωτικό φινάλε. Το νεκροκρέβατο γίνεται το λίκνο μιας ανάστροφης, μυσταγωγικής γέννησης. Η νεκρή υποστασιοποιείται σε μια «ανεπαίσθητη σάρκινη ύπαρξη» για να εισδύσει στη μήτρα της μητέρας της και να μείνει εκεί, για πάντα προφυλαγμένη. Αν η ηρωίδα βρήκε στα ογδόντα πέντε τετραγωνικά του διαμερίσματος τον τρόπο να συναντηθεί με την κόρη της, ο αναγνώστης, καταδυόμενος στις ογδόντα τρεις σελίδες του αφηγήματος, βρίσκει έναν πανέμορφο λογοτεχνικό τόπο.

Λίνα Πανταλέων Βιβλιοθήκη Ελευθεροτυπία 22 Ιανουαρίου 2010

11/10/10

Θα βοηθήσει η κρίση την ελληνική λογοτεχνία;

Γνωστοί εκδοτικοί οίκοι κλείνουν, μεγάλα βιβλιοπωλεία παλεύουν να επιβιώσουν, οι πωλήσεις πέφτουν δραματικά. Η κρίση πλήττει ήδη και τον χώρο του βιβλίου. Μήπως όμως σ΄ αυτό το γκρίζο τοπίο υπάρχουν και κάποια αισιόδοξα μηνύματα; ΄Η τουλάχιστον κάποιοι λόγοι να χαμογελάσουμε, έστω διφορούμενα;

Δεν ξέρω πώς θα είναι το ελληνικό κράτος, όταν με το καλό (με το καλό;) βγει από την ξένη κηδεμονία. Δεν ξέρω ούτε πώς θα είναι, συνολικά, ο εκδοτικός χώρος, του οποίου αρκετά τμήματα είναι άλλωστε μικρογραφίες του ελληνικού κράτους. Μπορώ όμως, σε ό, τι αφορά το λογοτεχνικό βιβλίο, να μαντέψω ορισμένες εξελίξεις που δρομολογεί ήδη η κρίση και που δεν μου φαίνονται τόσο άσχημες. Εν πρώτοις, θα υπάρξει δραστική μείωση της παραγωγής ελληνικών μυθιστορημάτων. Οι αναγνώστες ούτε που θα το πάρουν χαμπάρι, γιατί έτσι κι αλλιώς τα περισσότερα ελληνικά μυθιστορήματα που βγαίνουν κάθε χρόνο δεν τα διαβάζει σχεδόν κανένας και για ελάχιστα από αυτά μπορεί κανείς να πει ότι αδικούνται από την τόση αδιαφορία. Οι εκδότες όμως θ΄ ανασάνουν με ανακούφιση, απαλλαγμένοι πια από τα δικά τους τοξικά ομό λογα, και θα σκεφτούν ίσως να κάνουν σοβαρότερες επενδύσεις.

Μίλησα ειδικά για τα μυθιστορήματα επειδή σήμερα οι περισσότεροι συγγραφείς που εκδίδουν βιβλία είναι ανερχόμενοι αστέρες, τουλάχιστον κατά τη δική τους εκτίμηση (αν είναι σχετικά μετριόφρονες, γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που νομίζουν πως καταυγάζουν ήδη την οικουμένη). Κι ένας ανερχόμενος αστέρας δεν μπορεί να επιτρέψει στον εαυτό του κάτι ταπεινότερο από ένα μυθιστόρημα, και δη πολυσέλιδο. Κάτι τέτοιο θ΄ ανέκοπτε την εφόρμησή του στα μεσούρανα. Στην Ελλάδα, όσο νεότερος και πιο άγνωστος είναι ένας λογοτέχνης τόσο ογκωδέστερα βιβλία γράφει, βέβαιος εκ των προτέρων, με το δίκιο του, για τη φιλική χαλαρότητα του επιμελητή (αν υπάρχει) και την πατρική ανοχή του εκδότη.

Νά λοιπόν ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: η αποσυμφόρηση των πάγκων των βιβλιοπωλείων, των οποίων η σημερινή υπερπροσφορά παραλύει τον υποψήφιο αγοραστή, θα επιτευχθεί όχι μόνο με τη μείωση του αριθμού των καινούργιων τίτλων αλλά και με την αναγκαστική δίαιτα στην οποία θα υποβληθούν τα μυθιστορήματα. Τέρμα, τουλάχιστον, τα μεγα-πρωτόλεια! Θα μου πείτε, με αυτούς τους περιορισμούς θα χαθούν ταλέντα. Μικρό το κακό. Η ελληνική λογοτεχνία βγάζει τόσο πολλά ταλέντα, αν πιστέψουμε μερικούς κριτικούς και περισσότερους ρεπόρτερ του βιβλίου, ώστε όσα κι αν χαθούν, πάλι πολλά θα μείνουν. Αφήστε που με τα λογοτεχνικά ταλέντα στην Ελλάδα συμβαίνει ό, τι και με τα ποδοσφαιρικά: μένουν σχεδόν πάντα ταλέντα. Το πρώτο βιβλίο τους είναι συνήθως το ζενίθ της σταδιοδρομίας τους.

Σχετικά με τη ροζ λογοτεχνία, οι πρώτες ενδείξεις είναι ότι η κρίση την ευνοεί ή τουλάχιστον δεν τη θίγει. Καθόλου παράξενο, αφού το ρήμα-σλόγκαν αυτής της λογοτεχνίας είναι «ξεχνιέμαι». Δεν βλέπω όμως ευοίωνο το μέλλον της, για έναν άλλο λόγο. Πάνω που τα βιβλία αυτά πήγαιναν να γίνουν σαλονάτα, πάνω που οι συγγραφείς τους είχαν αρχίσει ν΄ αλώνουν με συνεντεύξεις και δηλώσεις τις σοβαρές πολιτιστικές σελίδες, η κρίση ετοιμάζεται ν΄ αναχαιτίσει την πορεία τους προς ένα με κόπους και αγώνες κατακτημένο στάτους. Γιατί απειλεί να τους σφραγίσει στην κοινή συνείδηση με μια γνωστή παροιμία, όπως τη διατύπωναν οι βυζαντινοί ημών πρόγονοι: «Ο κόσμος εποντίζετον και η εμή γυνή εκτενίζετον».

Γενικά, η λογοτεχνία μας θ΄ αποκτήσει κάτι από τη σεμνότητα και ταπεινότητα που, όπως αποδείχτηκε, είναι αδύνατο να έχει η επαγγελματική κατηγορία από την οποία εκπορεύτηκε αυτό το σύνθημα. Οι παλιότερες γενιές συγγραφέων μας μάς κληροδότησαν άφθονους ύμνους για το έθνος ή τον λαό, όπου το συλλογικό μεγαλείο χώνευε κάθε ατομική ιδιαιτερότητα κι έπνιγε κάθε ψίθυρο αυτοκριτικής. Οι νεότερες γενιές τράβηξαν στο άλλο άκρο και αποθέωσαν τον ατομικισμό, πρώτα ανακαλύπτοντας την αισθητική του κωλοπαιδισμού, αργότερα σκαλίζοντας ολοένα την ιλύ των εσώψυχων, ώσπου να βρουν εκεί μέσα το τρυφερό, μαγαρισμένο λουλούδι που ήταν ο πυρήνας του εαυτού τους. Εδώ δεν χρειάζονται μαντικές ικανότητες για να προβλέψει κανείς τη συνέχεια. ΄Ηδη πριν από την κρίση, και τολμώ να πω προαισθανόμενο την κρίση, το πιο ανήσυχο κομμάτι της λογοτεχνίας μας είχε αρχίσει να βλέπει τον κόσμο πέρα από τα όρια του εγώ και του αυτάρεσκα κλειστού εμείς, πέρα ή και κόντρα σ΄ αυτό που θέλει να πιστεύει ο καθένας για τον εαυτό του και την κοινότητά του. Το γραφείο Πολ Τόμσεν & Σία φανέρωσε και στο υπόλοιπο κομμάτι, καθώς και στο πλατύ κοινό, ότι ο μοντέρνος εαυτός μας ήταν μια πλαστογραφία και η εθνική μαγκιά μας ευφημισμός για μια αναπηρία.

Tέλος, όλα δείχνουν ότι θα έχουμε την πρώτη μαζική μετανάστευση μορφωμένων κι επαγγελματικά καταρτισμένων Ελλήνων μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ανάμεσά τους θα υπάρχουν ίσως και νέοι συγγραφείς, ενώ σίγουρα θα υπάρχουν άλλοι που θα γίνουν μια μέρα συγγραφείς. Και τότε θα επαναληφθεί αυτό που συνέβη τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου: η λογοτεχνία μας θα γίνει πραγματικά μοντέρνα χάρη στους ελληνικούς (αθάνατε Καβάφη!) συγγραφείς της Διασποράς.

Σημ: Άρθρο του Δημοσθένη Κούρτοβικ από τα "Νέα" στις 9/10/10  Τα Νέα - Βιβλιοδρόμιο

9/10/10

Πάνε τα βιβλία στον Παράδεισο;

Ευλογία ή βάσανο μια μεγάλη ιδιωτική βιβλιοθήκη; ΄Η μήπως το διαδίκτυο την έχει κάνει περιττή; Ο Ζακ Μπονέ, φανατικός αναγνώστης βιβλίων, προσεγγίζει το θέμα με χιούμορ, που δεν κάνει όμως λιγότερο συγκινητική την απολογία του υπέρ αυτής της «παλιομοδίτικης» συνήθειας
Δεν θα γινόμουν δεκτός στη λέσχη που ο συγγραφέας αυτού του βιβλίου κι ένας Ιταλός συνάδελφός του σκέφτηκαν κάποια στιγμή να ιδρύσουν, μεταξύ σοβαρού και αστείου κι έπειτα από μπόλικη, είναι αλήθεια, κατανάλωση βότκας: μια λέσχη που τα μέλη της θα είχαν το καθένα στη βιβλιοθήκη του πάνω από είκοσι χιλιάδες τόμους. Η δική μου βιβλιοθηκούλα μετά βίας φτάνει τους οκτώ ή εννιά χιλιάδες τόμους (έχω χρόνια να τους μετρήσω). Αλλά κι έτσι ακόμα ξέρω από πρώτο χέρι τις χαρές και τα βάσανα που περιγράφει ο βιβλιολάγνος μεσιέ Μπονέ, αφού έχουμε την ίδια λόξα. Αλίμονο, μου φαίνεται πως με τον καιρό τα βάσανα γίνονται για μένα περισσότερα από τις χαρές. Κι έχω σοβαρούς λόγους να πιστεύω πως το αίσθημα αυτό δεν είναι άγνωστο ούτε σ΄ εκείνον.

Ο Μπόρχες έλεγε ότι ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη. Ο Παράδεισος αφορά όμως τη μετά θάνατον ζωή, κι εμένα μ΄ ενδιαφέρει, όπως και άλλους φαντάζομαι, τι σημαίνει η βιβλιοθήκη για κάποιον που βαδίζει ακόμα στην επίγεια κοιλάδα των δακρύων. Πιο κοντά στο ιδεώδες μου βρίσκεται, ομολογώ, αυτό που είπε ο Βαλενκούρ, ο διάδοχος του Ρακίνα στη Γαλλική Ακαδημία, όταν έχασε τη βιβλιοθήκη του σε μια πυρκαγιά: «Σε τι θα με είχαν ωφελήσει τα βιβλία μου, αν δεν είχα μάθει να ζω χωρίς αυτά;» ΄Η, αν μου επιτρέπεται να επικαλεστώ ένα δικό μου παλιό απόφθεγμα: «Η βιβλιοθήκη του ώριμου φιλαναγνώστη δεν θα έπρεπε να γεμίζει αλλά ν΄ αδειάζει». Αλλά δεν έχω ακόμα κατακτήσει ένα τέτοιο επίπεδο ωριμότητας και είναι αμφίβολο αν θα υψωθώ ποτέ ώς αυτό. Οπότε, το περισσότερο που θα μπορούσα να κάνω θα ήταν να υπερασπιστώ το πάθος μου με αισθησιακά υποκειμενικούς όρους, όπως θα έκανε ένας φετιχιστής γυναικείων αξεσουάρ ή ένας, υπό διωγμόν πλέον, καπνιστής- ποιος ξέρει άλλωστε αν στο μέλλον δεν βρεθούν υπό διωγμόν και οι βιβλιοθήκες.

Γεγονός είναι ότι δύσκολα μπορεί κανείς να υπερασπιστεί πειστικά μια μυριότομη βιβλιοθήκη την εποχή της εικονοκρατίας και του διαδικτύου. Ο λόγος του θα κινδύνευε να φανεί σκυθρωπός και γεροντίστικος όσο και τα φορτωμένα με βιβλία ράφια σε πολύ κόσμο, ιδίως στους νεότερους. Γι΄ αυτό ο Ζακ Μπονέ, εκδότης, επιμελητής εκδόσεων, κριτικός, συγγραφέας και πάνω απ΄ όλα μανιώδης αναγνώστης βιβλίων, επιλέγει έναν ανάλαφρο, χιουμοριστικό, ακόμα και αυτοειρωνικό τόνο, επιτρέποντας μεγάθυμα στον αμετάπειστο αναγνώστη του να τον θεωρήσει γραφικό ή και ψώνιο. Νομίζω τελικά πως αυτός είναι ο ευφυέστερος τρόπος να μιλήσει κανείς σήμερα για τη γοητεία του τυπωμένου βιβλίου και της βιβλιοθήκης.

Ο Μπονέ δεν ανήκει στην κατηγορία του συλλέκτη βιβλίων, αυτού που κυνηγάει σπάνιες εκδόσεις χωρίς να έχει απαραίτητα σκοπό να τις διαβάσει. Εκείνος καταβροχθίζει τα βιβλία που αποκτά. Αλλά μια βιβλιοθήκη χιλιάδων τόμων, που αυξάνονται διαρκώς, συνεπάγεται ξόδεμα ολοένα περισσότερου χρόνου σε άχαρες δραστηριότητες. Δεν είναι μόνο το ξεσκόνισμα, που στο κάτω κάτω μπορεί να γίνει μηχανικά, αν και η εμπειρία δεν είναι ούτε ευχάριστη ούτε υγιεινή για τα πνευμόνια. Υπάρχουν άλλα, μεγαλύτερα ζόρια, που ο άσχετος και αδιάφορος για ιδιωτικές βιβλιοθήκες ούτε καν τα υποψιάζεται, αλλά αν τα ήξερε θα είχε στη φαρέτρα του πρόσθετα επιχειρήματα για την αδιαφορία του ή και για την αντιπάθειά του.

Για παράδειγμα, πώς να ταξινομήσεις τα χιλιάδες βιβλία, ώστε να μπορείς να βρίσκεις αυτό που θέλεις; Όλα τα συστήματα έχουν τα μειονεκτήματα και τις εξαιρέσεις τους, που όχι σπάνια σε κάνουν να χάσεις το κεφάλι σου ψάχνοντας (μου έχει συμβεί κι εμένα, όπως στον Μπονέ, να ξαναγοράσω ένα βιβλίο που υπήρχε στη βιβλιοθήκη μου, αλλά νόμιζα πως το είχα χάσει, για να μη μιλήσω για τα βιβλία που αγόραζα έχοντας ξεχάσει ότι τα είχα ήδη).

Πώς ν΄ αποφασίσεις ποια βιβλία δεν σου είναι πια απαραίτητα και μπορείς ν΄ απαλλαγείς από αυτά, για να κάνεις χώρο για καινούργια; Πέρα από τους συναισθηματικούς ενδοιασμούς, μπορεί να λαθέψεις στην κρίση σου (μου έχει συμβεί κι εμένα να πετάξω ή να χαρίσω ένα βιβλίο, για να διαπιστώσω εκ των υστέρων ότι το χρειαζόμουν). Ας αφήσουμε το πρόβλημα του χώρου, μιας και η βιβλιοθήκη του βιβλιομανούς επεκτείνεται ταχύτερα από αναρριχητικό φυτό και μπορεί ν΄ απλώσει τα ράφια της ώς την κουζίνα ή ακόμα και το μπάνιο, γεννώντας ένα αίσθημα ασφυξίας στους ενοίκους, μηδέ του κατόχου της εξαιρουμένου. Και τι γίνεται αν ένα ζευγάρι χωρίσει και δεν μπορεί να συμφωνήσει ποια βιβλία ανήκουν σε ποιον;

Φυσικά, το διαδίκτυο τα κάνει όλα αυτά να φαίνονται αστεία, κι ευτυχώς ο Μπονέ βλέπει το ζήτημα, τουλάχιστον με το ένα μάτι, και από αυτή τη σκοπιά. Δεν είμαστε εχθροί του διαδικτύου, εμείς που λατρεύουμε (μαζοχιστικά, έστω) τη βιβλιοθήκη μας. Κάθε άλλο, αναγνωρίζουμε τις τεράστιες δυνατότητές του και τις αξιοποιούμε, στον βαθμό που μας ενδιαφέρουν. Αλλά, πώς να το πούμε. Το διαδίκτυο είναι συγχρόνως υπερβολικά άυλο και υπερβολικά μηχανικό. Ενώ η βιβλιοθήκη μας είναι το χειροπιαστό, φιλικό στο ψηλάφημα ψυχικό παρελθόν και παρόν μας, οι δείκτες της εσωτερικής εξέλιξής μας. Τα βιβλία που διαβάσαμε και αγαπήσαμε είναι η υλική ανάμνηση συγκινήσεων που μας σημάδεψαν και μας καθόρισαν. Και αν πότε πότε απορούμε, όταν τα ξαναδιαβάζουμε, γιατί μας έκαναν κάποτε τόσο μεγάλη εντύπωση, αν σπαζοκεφαλιάζουμε για τις ίδιες τις παλιές σημειώσεις μας στο περιθώριο, αυτό τα κάνει ακόμα πιο πολύτιμα: μας υπενθυμίζουν ότι η ιστορία μας έχει ξεχασμένα κεφάλαια, που, όπως τα ξεχασμένα κεφάλαια της μεγάλης Ιστορίας, αλλάζουν τη συνολική εικόνα και την προοπτική της, όταν ανασύρονται από τη λήθη κι ερευνώνται.

΄Επειτα, είναι και το άλλο. Η αναζήτηση στο διαδίκτυο είναι υπερβολικά στοχευμένη. Σου δίνεται αμέσως αυτό που ψάχνεις να βρεις, μαζί με ό, τι συναφές. Πρακτικότατο και χρησιμότατο, αναμφίβολα. Αλλά χωρίς τη σαγήνη της εξερευνητικής περιπέτειας και χωρίς τα ερεθίσματα της έκπληξης, της απροσδόκητης ανακάλυψης, που μπορεί να σου προσφέρει η περιήγηση σε μια βιβλιοθήκη ή ένα βιβλιοπωλείο ή ακόμα κι ένα μεμονωμένο βιβλίο. Ορίστε, άρχισα να διολισθαίνω σε παλιομοδίτικους μελοδραματισμούς. Το ίδιο συμβαίνει και στον μεσιέ Μπονέ. Τι να κάνουμε, κανένας δεν μπορεί να πηδήξει έξω από τον ίσκιο του, που λένε και οι Γερμανοί.

Το διάβασμα βιβλίων μπορεί να είναι μια έξη, αλλά είναι η μόνη έξη με άρωμα αθανασίας. Υπάρχει μια ιστορία για έναν μελλοθάνατο Γάλλο, τον καιρό της Τρομοκρατίας, ο οποίος διάβαζε ένα βιβλίο μέσα στο κάρο που τον πήγαινε στην γκιλοτίνα και πριν ανέβει στο ικρίωμα σημάδεψε τη σελίδα όπου είχε φτάσει. Αυτός κι αν πίστευε πως ο Παράδεισος είναι μια βιβλιοθήκη, όπου θα συνέχιζε το διάβασμα από εκεί που το είχε σταματήσει!

Δημοσίευση από: "Τα Νέα"- Βιβλιοδρόμιο

5/10/10

Η πιανίστρια -Ελφρίντε Γέλινεκ (Επιλογές)

"Βιέννη, η πόλη της μουσικής! Μόνο ό,τι έχει καταξιωθεί μέχρι τώρα θα καταξιωθεί και μελλοντικά σε αυτή την πόλη. Τα κουμπιά πετάγονται από την παχιά κοιλιά της κουλτούρας, που, όπως κάθε πτώμα που παραμένει στο νερό χωρίς να ανασυρθεί, φουσκώνει χρόνο με το χρόνο ακόμα περισσότερο... Βιέννη, απλώς ανοίγεις τα παράθυρα και ίσως τις πόρτες, κι αμέσως εισβάλλει η αρμονία και απλώνεται σαν δηλητηριώδες αέριο μέχρι τις τελευταίες γωνίες και σημεία..."
"Ο χρόνος περνάει κι εμείς περνάμε μαζί του. Κάτω από ένα γυάλινο καπάκι τυριών είναι κλεισμένες μαζί, η Έρικα με το λεπτό προστατευτικό κουκούλι της και η μαμά της. Το καπάκι σηκώνεται μόνο αν κάποιος από έξω πιάσει το γυάλινο χερούλι και το τραβήξει. Η Έρικα είναι ένα έντομο κλεισμένο μέσα σε κεχριμπάρι. Άχρονο, χωρίς ηλικία. Η Έρικα δεν έχει ιστορία και δεν δημιουργεί ιστορίες. Αυτό το έντομο έχει χάσει από καιρό την ικανότητα να σκαρφαλώνει και να σέρνεται. Η Έρικα είναι ψημένη μέσα στο ταψί του απείρου".

"Η Έρικα παραδέχεται στο γράμμα της ότι θέλει να χαθεί και να διαλυθεί ολοκληρωτικά κάτω απ' αυτόν. Οι καλοριζωμένες επιδόσεις της στην υπακοή χρειάζονται μεγαλύτερη ένταση! Και μια μητέρα δεν είναι το παν, αν και συνήθως έχουμε μόνο μία. Είναι και παραμένει κατά κύριο λόγο μητέρα, όμως ένας άντρας θέλει επιπρόσθετα πιο ανεβασμένες επιδόσεις."


Το βιβλίο "Η πιανίστρια" της Ελφρίντε Γέλινεκ συζητήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2010

Σημ: Το μεγαλύτερο μέρος της ανάρτησης είναι "δανεισμένο" από το πολύ καλό ιστολόγιο βιβλίων
http://alexis-chryssanthie.blogspot.com/