Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

25/6/12

"Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα"



Μια επανέκδοση σημαντική, γιατί όσο κι αν το περιεχόμενο είναι αυτό που πάντα μετράει, το “περιτύλιγμα” βοηθάει πάντα το περιεχόμενο να συναντήσει μ’ ευνοϊκότερους όρους τον αποδέκτη του. Δεύτερη ευκαιρία λοιπόν, για ένα κλασικό πια βιβλίο. Το Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, κυκλοφόρησε το 1994 (στην Ελλάδα το 1997), αποτέλεσε μεγάλη εκδοτική επιτυχία, μεταφέρθηκε στο σινεμά (με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι), τιμήθηκε με βραβεία μεταξύ των οποίων το Ευρωπαϊκό Αριστείο Γραμμάτων (1997) και παρέδωσε στη λογοτεχνική ιστορία την συγκινητικά παλαιάς κοπής, βραδυκίνητη κι ευγενική φιγούρα του Περέιρα. Φιγούρα που -και με το πέρασμα της δεκαπενταετίας-κατοχυρώνεται σαν εμβληματική μιας αντίστροφης μαθητείας, μιας αφύπνισης ή συνειδησιακής μεταβολής στην κόψη διαχρονικών (και εναγώνιων από τη μέση του 20ου αιώνα και μετά) για την τέχνη ζητημάτων.
Είμαι λαϊκός, ξεκαθαρίζει ο Ταμπούκι, αυτός ο τόσο εστέτ ιδιοσυγκρασιακά συγγραφέας, σε συνέντευξη στο LIRE που παρατίθεται στο επίμετρο της έκδοσης, και συνεχίζει: το Ολοκαύτωμα τάραξε όλη μου τη νεότητα και δεν θα πάψω να προσπαθώ να καταλάβω πώς ο αφανισμός ενός λαού από έναν άλλο λαό εμφανίστηκε στο τέλος μιας θετικιστικής εποχής σημαδεμένης από την πίστη στην πρόοδο. Όμως πάνω απ’ όλα και σε πείσμα όλων, αγαπώ τον άνθρωπο και πιστεύω σ’ αυτόν. Δίχως την πίστη στον άνθρωπο δεν υπάρχει καμία τέχνη. Η λογοτεχνία δίνει μια αφηγηματική φόρμα στην μεταμέλεια, θα πει σ’ άλλο σημείο, και με τον Περέιρα δείχνει πωςη λογοτεχνία μπορεί να αίρει και τις αντιφάσεις και μπορεί να γίνεται λαϊκή και εστέτ την ίδια στιγμή.
Μια κάπως ντεμοντέ λοιπόν φιγούρα, στην Λισαβόνα του 1938: ο Περέιρα, υπέρβαρος, καρδιοπαθής και δυσκίνητος, ένας άνθρωπος που ίδρωνε από τη ζέστη και από τη δυσφορία, πρώην αστυνομικός συντάκτης σε εφημερίδες της Λισαβόνας, τώρα συντάκτης των πολιτιστικών σελίδων της συντηρητικής και συμπλέουσας με το σαλαζαρικό καθεστώς εφημερίδας, Λισμπόα. Χήρος και νοσταλγός του παρελθόντος ο Περέιρα, πιστεύει στη λογοτεχνία (προτιμώντας πάντα την γαλλική), πιστεύει στο πορτρέτο της νεκρής γυναίκας του (και το συμβουλεύεται τακτικά κάθε βράδυ), πιστεύει και στην ανάσταση της ψυχής (αλλά όχι -ελπίζει πως όχι- της σάρκας). Μα πάνω απ’ όλα ο Περέιρα, μέσα σε μια πόλη μουδιασμένη κάτω από τη σκιά του καθεστώτος, στοχάζεται τον θάνατο. Αλλά είναι βεβαίως και η πόλη, και είναι ακόμα και η εποχή. Ένα πλαίσιο που στο βιβλίο δίνεται με καίριες και λειτουργικές μονοκοντυλιές: η Πορτογαλία –μια χώρα ολόκληρη που σιωπούσε κάτω από το καθεστώς του Σαλαζάρ, ο Εμφύλιος στην Ισπανία τόσο κοντά, ο φασισμός στην Ιταλία και οι αλαλαγμοί του Μαρινέτι όχι και τόσο μακριά, η Ευρώπη στα πρόθυρα της αγριότερης περιπέτειάς της παντού… ενόσω μέσα σ’ αυτά, αυτός, ο Περέιρα, σκεφτόταν το θάνατο. Τα διλήμματα θα εμφανιστούν με το πρόσωπο του νεαρού επαναστάτη Μοντέιρο Ρόσσι, που ο Περέιρα προσλαμβάνει για συνεργάτη στις πολιτιστικές σελίδες της εφημερίδας. Παρ’ όλο που καμία από τις νεκρολογίες των συγγραφέων που θα του παραδώσει ο νεαρός δεν θα είναι προς δημοσίευση, αφού καμία από αυτές δεν συμμορφώνεται με την συντηρητική γραμμή της εφημερίδας, ο Περέιρα όλο και περισσότερο συνειδητοποιεί ότι όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να τον επαναφέρει στην τάξη όπως θα ήταν το πιο συνετό, αλλά κλονίζονται σταδιακά και οι δικές του βεβαιότητες. Για την ακρίβεια, ο Περέιρα και όλα όσα μέχρι τότε είναι σίγουρος πως πιστεύει, χάνουν το κέντρο βάρους τους μπροστά στην απερίσκεπτη -όπως την αντιλαμβάνεται αρχικά, συμπεριφορά του Μοντέιρο Ρόσσι. Γιατί αν ο Μοντέιρο Ρόσσι έχει δίκιο, αυτό σημαίνει πως η λογοτεχνία δεν είναι η υπέρτατη αξία, σημαίνει ακόμα ότι η προσήλωσή του στο παρελθόν του κρύβει κάτι από το παρόν και του στερεί το μέλλον, ενώ η ιδεοληψία του με τον θάνατο αδυνατίζει τα αντανακλαστικά του απέναντι στη ζωή. Αν η “απερισκεψία” του Μοντέιρο Ρόσσι είναι δικαιολογημένη, αυτό σημαίνει πως αυτός, ο Περέιρα, έχει στήσει την ψυχή του στη λάθος μεριά και αυτό σημαίνει πως τώρα κινδυνεύει να την χάσει. Πολύ περισσότερο που αρχίζει να τον απασχολεί όλο και πιο επίμονα η έννοια της μετάνοιας, χωρίς να ξέρει ακριβώς τι περιεχόμενο να της δώσει. Μ’ άλλα λόγια τι έχει για να μεταμεληθεί και κυρίως πώς θα γίνει να μην χάσει την ψυχή του.
Στα γραπτά του για τον Πεσσόα (Η νοσταλγία του πιθανού, ΑΓΡΑ, 2007) ο Ταμπούκι, έχει δώσει λεπτομερέστερα αυτό το ιδιαίτερο πλαίσιο που συνιστούσε η Πορτογαλία στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα, με μια μπουρζουαζία γεμάτη  καλές προθέσεις, αλλά αναφομοίωτες γνώσειςκατά συνέπεια, εξαιρετικά καθυστερημένης και αισθητικά εγκλωβισμένης στους νατουραλιστικούς τύπους του Ζολά*, και μια πνευματική ελίτ που για τους λόγους αυτούς, αναζήτησε τη πρωτοπορία σε μονοπάτια αντιδραστικά, εστετίστικα, νοσταλγικά και πεισιθάνατα. Έτσι με τον κουρασμένο και ευγενικό Περέιρα δεν χτίζει απλώς έναν ήρωα που δεν έχει, παρ’ όλη την αντίληψη και την ευαισθησία του, έτοιμα και ισχυρά αντανακλαστικά απέναντι στον καιρό του, αλλά συνοψίζει και το πνεύμα μιας εποχής που εκπνέει και μιας πνευματικής κληρονομιάς που βρίσκεται μπροστά σε καινούργια διλήμματα. Με τον παράγοντα Πεσσόα δε να αχνοφαίνεται στο βάθος, θα κατευθύνει και την αργή συνειδητοποίηση του Περέιρα προς την λύση της. Αφού, όπως εξηγεί ο δόκτωρ Καρντόζο στον Περέιρα, ενημερώνοντάς τον για τις καινούργιες θεωρίες των γάλλων ιατροφιλόσοφων, είναι μια αρκετά αφελής ψευδαίσθηση αυτή της μιας και μοναδικής ψυχής, όπως τη θέλει η χριστιανική παράδοση, και μπορούμε πια να διακρίνουμε στην προσωπικότητα μια συνομοσπονδία διαφορετικών ψυχών, που ελέγχεται από ένα ηγεμονικό εγώ, και άρα μπορεί ο Περέιρα να δει τον κλονισμό του σαν μια αργή διάβρωση, σανα υπάρχει τώρα ένα καινούργιο ηγεμονικό εγώ που τίθεται επικεφαλής της συνομοσπονδίας των ψυχών του. Ενεργός ο απόηχος της πεσσοϊκής ετερωνυμίας σ’ αυτήν την διατύπωση της κοόρτης των ψυχών που απαρτίζουν την προσωπικότητα, και μπορεί αυτή η γωνία να επιβάλλεται από μόνη της, αφού πρόκειται για τον Ταμπούκι, αυτόν που σύστησε (και σαν συγγραφέας, όπως ο ίδιος ομολογεί, συστάθηκε από) τον Πεσσόα, αυτή την πολλαπλή και τερατώδη κακή συνείδηση, που ενώ γεννήθηκε σε μια καθαρά ιδιωτική διάσταση, ίσως οικογενειακή και παιδική, σίγουρα υπαρξιακή, μετατράπηκε σε οπτική του κόσμου, απέκτησε οντολογικές διαστάσεις, βρήκε ευνοϊκό περιβάλλον ανάπτυξης σε μια συγκεκριμένη εποχή και κουλτούρα, και παρεμπόδισε την ευθύγραμμη αριστοτελικο-καρτεσιανή πορεία στην οποία έτρεχε ο δυτικός πολιτισμός*. Αν όμως το μεγάλο τρόπαιο της τερατώδους αυτής κακής συνείδησης είναι ένας εαυτός που δεν είναι πια αδιαίρετος, με την κρίση του Περέιρα ο Ταμπούκι ισχυρίζεται πως, η απώλεια της συνάφειας στον άνθρωπο, αυτή η δυσεπίλυτη και διαβρωτική εσωτερική πολυφωνικότητα, δεν οδηγεί απαραίτητα και στην απώλεια της ψυχής, αλλά αντίθετα στην απελευθέρωση και ανασύστασή της. Και (δεδομένης της τελικής χειρονομίας του Περέιρα), η κληρονομιά αυτού του αντιδραστικού Πεσσόα, αυτού του εκλεκτού της αρνητικής κουλτούρας του 20ου αιώνα, μπορεί κάλλιστα να τέμνεται με την ορθόδοξη ανθρωπιστική προοπτική της ευρωπαϊκής παράδοσης και να απαντά με θετικούς και εμπράγματους όρους στα ηθικά διλήμματα.
Έτσι κι αλλιώς, μέσα από τον λογοτεχνικό ορίζοντα της εποχής (στον οποίο ο Περέιρα, αυτός ο πιστός της λογοτεχνίας, προσπαθεί κάθε τόσο να προσανατολιστεί), η προοπτική της ευρωπαϊκής παράδοσης και τα αισθητικά ή ανθρωπιστικά διλήμματα που την διαπερνούν, είναι η ερώτηση που συγκροτεί το εγχείρημα. Και τα διλήμματα εδώ ο Ταμπούκι τα αντιμετωπίζει σαν λυμένα από χέρι. Αφού η ανθρωπιστική προοπτική δεν είναι κάτι που τίθεται υπό αίρεση, ακόμα και για όσο ο Περέιρα διστάζει να αναλάβει δράση. Και αφού η αισθητική προοπτική είναι απλώς ο τρόπος, ώστε να φανεί η ανθρωπινότητα, ο υπαρξιακός πυρήνας, το σπάραγμα που ελλοχεύει εντός, όσο κι αν πρώτ’ απ’ όλα επιβάλλει την απόσταση. Μια απόσταση, που εδώ ο Ταμπούκι, χειρίζεται αριστοτεχνικά. Δεν είναι απλώς μια τριτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά μια αφήγηση που επικάθεται σε μια προηγούμενη: αυτή του Περέιρα, που έχει δώσει κατάθεση, μαρτυρία, ομολογία κάπου -αδιάφορο πού. Η επαναλαμβανόμενη χρήση του “ισχυρίζεται ο Περέιρα” λειτουργεί καίρια και αινιγματικά, επιβάλλοντας την απόσταση και αίροντάς την ίδια στιγμή. Η δε αφήγηση που την χρησιμοποιεί, μακράν του να γίνεται περιγραφική, δεν γίνεται καν εξομολογητική όντας πάντα υπαινικτική και απόλυτα επιλεκτική και ευρηματική στις λεπτομέρειες που θα επιλέξει για να φωτίσουν την εικόνα, την ψυχική κατάσταση, την αγωνιώδη εκκρεμότητα. Η σύμβαση της τόσο αποστασιοποιημένης προσέγγισης λειτουργεί εδώ υποδειγματικά και καταλυτικά, σαφώς στοχεύοντας στη δημιουργία ατμοσφαιρικότητας, αλλά κυρίως πετυχαίνοντας να αποδώσει (σπαρακτικά -είναι η λέξη) το εσωτερικό τοπίο.
Το εσωτερικό τοπίο, που είναι εξ’ ορισμού και ο τελικός προορισμός. Και η αφύπνιση του Περέιρα, έτσι αντιηρωϊκά και χαμηλόφωνα ιστορημένη, σαν μια πολύ μικρή, ιδιωτική και βελούδινη προσωπική επανάσταση, δίνει απαντήσεις ουσιαστικές και τελεσίδικες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου