Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

24/2/12

Ο Ουελμπέκ στον καθρέφτη


Συγγραφέας που στην πατρίδα του χαίρει φήμης ποπ-σταρ κι από τα πλέον εξαγώγιμα «προϊόντα» της σύγχρονης γαλλικής κουλτούρας, ο Μισέλ Ουελμπέκ ισχυρίζεται πως δεν επιθυμούσε τη διασημότητα. «Κατά βάθος, δεν μ' ενδιέφερε ποτέ» εξομολογούνταν στον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στο βιβλίο με την ηλεκτρονική τους αλληλογραφία «Δημόσιος κίνδυνος». «Εάν, για παράδειγμα, λάμβανα κάποιο μικρό επίδομα», συνέχιζε, «σίγουρα θα έγραφα βιβλία, πιθανόν μάλιστα να έγραφα και περισσότερα.
Ομως δεν θα πατούσα ποτέ το πόδι μου σε τηλεοπτικό πλατό». Αλλη είναι η αχίλλειος πτέρνα του: τα χρήματα. Μετά την εκρηκτική επιτυχία που γνώρισε το 1998 με το δεύτερο μυθιστόρημά του, τα «Στοιχειώδη σωματίδια», ο Ουελμπέκ κατάλαβε ότι είχε μια μικρή πιθανότητα να γλιτώσει «από τον κόσμο της εργασίας»: «Ηταν θαυμάσιο, ανέλπιστο. Λοιπόν, ναι, προσπάθησα με νύχια και με δόντια να μεγαλώσω τη σχισμή μέσα από την οποία είχα δει το φως»...
Από την ίδια σχισμή, βέβαια, που τον οδήγησε σ' ένα απίστευτο μπαράζ τηλεοπτικών εμφανίσεων, προέκυψαν και βάσανα. Οσο μελάνι χύθηκε έκτοτε για την αποτίμηση των έργων του, άλλο τόσο έχει ξοδευτεί για τις προβοκατόρικες δηλώσεις του (με κορυφαία εκείνη εναντίον του ισλάμ) ή για την ιδιωτική του ζωή (ως και βιβλίο εξέδωσε η μητέρα του, χαρακτηρίζοντάς τον συστηματικό ψεύτη και απατεώνα). Κι αν κάποιοι τον αντιμετωπίζουν σαν έναν οξυδερκή ανατόμο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, ενός κόσμου που αποπνέει εγωισμό, μηδενισμό, απληστία και θάνατο, για κάποιους άλλους παραμένει ένας υπερτιμημένος μυθιστοριογράφος, που δεν περιγράφει παρά τον ίδιο του τον εαυτό.
Το περασμένο φθινόπωρο, πάντως, χάρη στον «Χάρτη και την επικράτεια», ένα ακόμα «υλιστικό παραμύθι τρόμου» όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, αλλά δίχως ούτε μία σκηνή σεξ, ο Μισέλ Ουελμπέκ απέσπασε, έστω και κατά πλειοψηφία, το σημαντικότερο γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο, το Γκονκούρ. Και πριν από λίγες μέρες, αυτό το τόσο μελαγχολικό μυθιστόρημα, στην πλοκή του οποίου η περσόνα του συγγραφέα, αρκούντως στραπατσαρισμένη, κρατάει έναν δευτερεύοντα αλλά διόλου αμελητέο ρόλο, κυκλοφόρησε από την «Εστία», σε μετάφραση Λίνας Σιπητάνου, και στη χώρα μας.
Κεντρικός πρωταγωνιστής στο «Ο χάρτης και η επικράτεια» είναι ένας μοναχικός «εννοιολογικός» καλλιτέχνης, ονόματι Ζεντ Μαρτέν. Κάποιος που, χάρη στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, έχει βρεθεί τυλιγμένος στον πλούτο, δεδομένου ότι οι πίνακές του, στους οποίους απεικονίζονται ισχυρές προσωπικότητες -από εικαστικούς σαν τους Τζεφ Κουνς και Ντάμιεν Χερστ μέχρι επιχειρηματίες σαν τον Μπιλ Γκέιτς και τον Στιβ Τζομπς- αποτιμώνται στο χρηματιστήριο της τέχνης σε εκατομμύρια ευρώ. Γεννημένος το 1979 από έναν επιτυχημένο αρχιτέκτονα ταπεινής καταγωγής και μια μικροαστή που έβαλε γρήγορα τέλος στη ζωή της χωρίς κανείς να του εξηγήσει τον λόγο, ο Ζεντ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως φωτογράφος, έχοντας προηγουμένως αποκτήσει μια γερή, ασυνήθιστη για τη γενιά του κλασική παιδεία κι όντας πεπεισμένος ότι «η καλλιτεχνική αναπάρασταση του κόσμου είναι εφικτή».
Οι μαγκωμένες σχέσεις του Ζεντ με τον επίσης μονήρη πατέρα του, η έλλειψη της μητρικής στοργής στα παιδικά του χρόνια, το ερωτικό του δέσιμο με μια συμφοιτήτριά του που εκπορνευόταν χωρίς ενοχές, οι καλλιτεχνικοί του πειραματισμοί και η γνωριμία του με μια πανέμορφη Ρωσίδα -στέλεχος του ομίλου Μισελέν- που θ' αποδειχθεί καθοριστική για την καθιέρωσή του στα κύκλωμα της σύγχρονης τέχνης, καλύπτουν όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για την επικείμενη συνάντηση του ήρωα με τον «συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ». Η συνάντησή τους γίνεται στο καταφύγιο του τελευταίου, στην Ιρλανδία, με την προοπτική της συγγραφής ενός κειμένου για τον κατάλογο της νέας έκθεσης που ετοιμάζει ο Ζεντ. Και, μολονότι η εικόνα του αντικοινωνικού, άπλυτου, γεμάτου εκζέματα και πότη «Ουελμπέκ» είναι μάλλον απωθητική, οι δύο άντρες σαν ν' αναγνωρίζουν σταδιακά ο ένας στον άλλο μια αδελφή ψυχή.
Πραγματικοί φίλοι, εν τούτοις, δεν θα προλάβουν να γίνουν. Η επαφή τους θα διακοπεί βίαια με την άγρια δολοφονία του «Ουελμπέκ», την εξιχνίαση της οποίας αναλαμβάνει στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος ένα στέλεχος της δίωξης εγκλήματος, έντιμος, ισορροπημένος στη συναισθηματική του ζωή, συνειδητά άτεκνος και -αλίμονο- φανατικά υπέρμαχος της θανατικής ποινής. Κίνητρο της δολοφονίας αποδεικνύεται πως είναι το χρήμα. Σ' όποια σελίδα, όμως, κι αν σταθείς, για το χρήμα γίνεται λόγος. Για το χρήμα ως κινητήριο δύναμη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, ως μέσο καταξίωσης αλλά κι εκμαυλισμού, ως πηγή μοναξιάς και δυστυχίας, ως συστατικό πυλώνα ενός μαζικού, τυποποιημένου κόσμου, απογυμνωμένου από μαγεία, απολύτως ορθολογικού.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ εγκαταλείπει τον ήρωά του γύρω στα 2040, μέσα σ' ένα τεράστιο κτήμα, αφοσιωμένον στη βίντεο-αρτ πια, σε απόσταση ασφαλείας όμως και από τους ανθρώπους, και από τα ΜΜΕ. Στο μεσοδιάστημα, ο Ζεντ Μαρτέν έχει χάσει τον μοναδικό του συγγενή χωρίς καν να προλάβει να τον αποχαιρετήσει, η Ελβετία έχει θησαυρίσει κρατώντας το μονοπώλιο στην «αγορά» της ευθανασίας, η Γαλλία έχει μετατραπεί σε ιδανικό προορισμό αγροτουρισμού και η δυτική Ευρώπη, στο σύνολό της, έχει βιώσει πολύ χειρότερες οικονομικές κρίσεις από εκείνην του 2008.
«Ζούσαμε μια περίοδο ιδεολογικά αλλόκοτη», διαβάζουμε, «όπου ο καθένας έμοιαζε πεπεισμένος ότι ο καπιταλισμός ήταν καταδικασμένος, και μάλιστα στο εγγύς μέλλον, ότι ζούσε τα τελευταία του χρόνια, χωρίς ωστόσο τα κόμματα της άκρας αριστεράς να καταφέρνουν να προσελκύσουν κάποιον πέρα από τη συνήθη πελατεία τους των ευέξαπτων μαζοχιστών. Ενα πέπλο στάχτης έμοιαζε να πλανιέται στα μυαλά των ανθρώπων». Οι προβλέψεις δε που ήθελαν την τέχνη να εξελίσσεται σε «αξία-καταφύγιο» έχουν διαψευστεί για τα καλά. Αντίθετα, η κερδοσκοπία στον κλάδο είχε γίνει «ακόμα πιο έντονη, πιο άναρχη και πιο φρενήρης». Το μέλλον για τον Ουελμπέκ διαγράφεται εφιαλτικό.

Ο κόσμος ενός ισόβιου γέρου


Το τελευταίο μυθιστόρημα του Μισέλ Ουελμπέκ κατάφερε να μη γίνει ένα ακόμα σκάνδαλο για τα γαλλικά γράμματα. Από τον «Χάρτη και την επικράτεια» λείπουν οι προκλητικές δηλώσεις, άρα και οι οργισμένες αντιδράσεις του παρελθόντος· ούτε υπεράσπιση του σεξουαλικού τουρισμού, ούτε πορνογραφία, ούτε αντιισλαμικό μένος. Μόνο ένα μάλλον ανώδυνο ξεμπρόστιασμα κάποιων επιφανών μελών της γαλλικής κοινωνίας, το οποίο προσπερνά έτσι κι αλλιώς αδιάφορα ο μη Γάλλος αναγνώστης, και κάποια αποσπάσματα αντιγραμμένα από τη Wikipedia, που προκάλεσαν μια εντελώς ανόητη κατηγορία για λογοκλοπή. Απενοχοποιημένη, η επιτροπή του βραβείου Γκονκούρ στεφανώνει επιτέλους τον πιο πολυσυζητημένο Γάλλο συγγραφέα των δύο τελευταίων δεκαετιών.
Πάντα στα μυθιστορήματά του ο Ουελμπέκ δουλεύει κατά βάση με αυτοβιογραφικό υλικό, φτιάχνοντας τον κόσμο του από τη δική του δύσκολη ζωή, την οικογενειακή του παθολογία, τις εμμονές και τα πάθη του, τις απολαύσεις και τη μιζέρια του. Στο «Χάρτη και την επικράτεια» όμως, κάνει ένα βήμα παραπάνω, γίνεται ο ίδιος μέρος της μυθιστορηματικής πλοκής με μια σχετικά σύντομη αλλά ουσιαστική εμφάνιση στο βιβλίο. Ενας Ουελμπέκ γερασμένος και κουρασμένος, αποσυρμένος από τον κόσμο και τη γραφή, μανιοκαταθλιπτικός και αλκοολικός, που εντρυφά στους κοινωνικούς μεταρρυθμιστές του 19ου αιώνα και διαβάζει μεγαλοφώνως Τοκβίλ, που τελικά πέφτει θύμα του πιο διαδεδομένου, του πιο κοινότοπου κινήτρου εγκλήματος, του χρήματος.
Καθρέφτης
Ομως, ο Ουελμπέκ καθρεφτίζεται σε περισσότερα πρόσωπα μέσα στο μυθιστόρημα, στους δύο άλλους βασικούς ήρωες, τον ζωγράφο και φωτογράφο Ζεντ Μαρτέν, κεντρικό ήρωα του βιβλίου, αλλά και τον υπό συνταξιοδότηση αστυνομικό Ζασελέν, κουρασμένο κι αυτό, άτεκνο, που περιγράφει την αστυνομική έρευνα όπως ο ίδιος ο Ουελμπέκ τη λογοτεχνική δραστηριότητα. Ισως ακόμα και στον σκύλο Μισού, το στείρο μπισόν, χωρίς ορμές και απολαύσεις, που παραμένει το ισόβιο παιδί του Ζασελέν και της Ελέν.
Στο κέντρο της μυθιστορηματικής σύλληψης του Ουελμπέκ βρίσκεται ο καλλιτέχνης Ζεντ Μαρτέν, ένα πρόσωπο πολύ κοντινό σε άλλους, παλαιότερους, ήρωες του συγγραφέα. Ορφανός από μητέρα, συναισθηματικά κενός, χαμηλών τόνων, με σχεδόν ανύπαρκτη προσωπική ζωή, ο Μαρτέν είναι ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης, μια εξιδανικευμένη περσόνα του ίδιου του Ουελμπέκ, που καταφέρνει να κερδίσει την καλλιτεχνική αναγνώριση και το χρήμα, χωρίς ποτέ να ανακατευτεί με τον κόσμο της τέχνης, χωρίς να εμπνεύσει τόσα μίση όσα ο δημιουργός του, χωρίς στην ουσία να νοιαστεί ποτέ πραγματικά για όλα αυτά.
Με κεντρικό ήρωα έναν εικαστικό καλλιτέχνη, το μυθιστόρημα διερευνά τη σχέση πραγματικότητας και αναπαράστασης («Ο χάρτης είναι καλύτερος από την επικράτεια», είναι ο τίτλος μιας από τις εκθέσεις του Μαρτέν), και πραγματικά ως σύλληψη το έργο του Μαρτέν είναι ιδιοφυές. Αν ο ίδιος φαίνεται να μην αναστοχάζεται γύρω από αυτό, ο Ουελμπέκ με ένα λόγο που θυμίζει (ή μήπως παρωδεί;) σύγχρονη κριτική τέχνης αναδεικνύει όλες τις διαστάσεις του, καθιστώντας το καίρια κριτική του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος και των δυτικών κοινωνιών. Τίποτα δεν ξεφεύγει από το βλέμμα του συγγραφέα, η μανία με τα τοπικά προϊόντα και τα resort που πουλάνε παράδοση και φυσική ζωή, η ωραιοποίηση της επαρχίας με τα αγνά ήθη, οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, τα φθηνά αεροπορικά ταξίδια, η μανία με τα εστιατόρια και το γκουρμέ. Αντλώντας (;) από το διήγημα του Μπόρχες, όπου ο χάρτης καταλήγει να ταυτιστεί με την επικράτεια, ο Ουελμπέκ συντονίζεται με τη θεωρία των ομοιωμάτων του Μπωντριγιάρ. Εκεί περιγράφονται ως εξής οι φάσεις της εικόνας: αντανακλά μια βαθιά πραγματικότητα, συγκαλύπτει και αλλοιώνει μια βαθιά πραγματικότητα, συγκαλύπτει την απουσία μιας βαθιάς πραγματικότητας και, τέλος, υπάρχει χωρίς καμία σχέση με οποιαδήποτε πραγματικότητα. Αυτές ακριβώς είναι και οι φάσεις της τέχνης του Μαρτέν (αντικείμενα, χάρτες, πορτρέτα και συνθέσεις προσώπων από τον κόσμο της εργασίας, ανησυχητικά βιντεογράμματα όπου παραμένει ασαφές το αντικείμενο της αναπαράστασης). Αυτόν τον κόσμο ανατέμνει ανελέητη η πένα του Ουελμπέκ, για να τον εγκαταλείψει στον ακατανίκητο και θριαμβικό κανιβαλισμό της φύσης.
Το έμβλημα της πλήξης
Ο «Χάρτης και η επικράτεια» είναι ένα μυθιστόρημα που ξετυλίγεται υπό το έμβλημα της πλήξης, όπως δηλώνει η προμετωπίδα του από τον Κάρολο της Ορλεάνης: «Ο κόσμος έχει πλήξει μαζί μου. Κι εγώ ομοίως μ’ αυτόν». Και υπό το έμβλημα του γήρατος, της παραίτησης από τη ζωή. Στο πέρασμα προς τα γηρατειά συναντάμε τόσο τον ίδιο τον Ουελμπέκ, όσο και τον Ζασελέν. Αλλά και ο Ζεντ Μαρτέν, που τον παρακολουθούμε από την τρυφερή ηλικία, είναι ένας ισόβιος γέρος· ίσως επειδή η απουσία της μητέρας τον στέρησε από όλα όσα συνιστούν την ουσία της νεότητας, το άνοιγμα στον άλλον, την περιέργεια, τη συμμετοχή στις ανθρώπινες σχέσεις με όλες τις αγωνίες και τους κινδύνους τους. Τις τελευταίες ημέρες ενός εξευτελιστικού για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια γήρατος ζει και ο πατέρας του Μαρτέν, εκπρόσωπος στο μυθιστόρημα της προηγούμενης γενιάς, που ανατράφηκε με σοσιαλιστικές και καλλιτεχνικές ουτοπίες για να καταλήξει να φτιάχνει εξοχικές κατοικίες για ευκατάστατους αστούς. Η σχέση πατέρα και γιου φορτίζει τις πιο συγκινητικές σελίδες του μυθιστορήματος, ενσαρκώνει το τραύμα των σχέσεων μεταξύ των δύο γενεών, και μέσα από μια σιωπηρή συμφιλίωση οδηγεί στο μοναδικό και βίαιο συναισθηματικό ξέσπασμα του κατά τα άλλα απαθούς πρωταγωνιστή.

Πηγή:Καθημερινή