Συγγραφέας που στην πατρίδα του χαίρει φήμης ποπ-σταρ κι από τα πλέον εξαγώγιμα «προϊόντα» της σύγχρονης γαλλικής κουλτούρας, ο Μισέλ Ουελμπέκ ισχυρίζεται πως δεν επιθυμούσε τη διασημότητα. «Κατά βάθος, δεν μ' ενδιέφερε ποτέ» εξομολογούνταν στον Μπερνάρ-Ανρί Λεβί στο βιβλίο με την ηλεκτρονική τους αλληλογραφία «Δημόσιος κίνδυνος». «Εάν, για παράδειγμα, λάμβανα κάποιο μικρό επίδομα», συνέχιζε, «σίγουρα θα έγραφα βιβλία, πιθανόν μάλιστα να έγραφα και περισσότερα.
Ομως δεν θα πατούσα ποτέ το πόδι μου σε τηλεοπτικό πλατό». Αλλη είναι η αχίλλειος πτέρνα του: τα χρήματα. Μετά την εκρηκτική επιτυχία που γνώρισε το 1998 με το δεύτερο μυθιστόρημά του, τα «Στοιχειώδη σωματίδια», ο Ουελμπέκ κατάλαβε ότι είχε μια μικρή πιθανότητα να γλιτώσει «από τον κόσμο της εργασίας»: «Ηταν θαυμάσιο, ανέλπιστο. Λοιπόν, ναι, προσπάθησα με νύχια και με δόντια να μεγαλώσω τη σχισμή μέσα από την οποία είχα δει το φως»...
Από την ίδια σχισμή, βέβαια, που τον οδήγησε σ' ένα απίστευτο μπαράζ τηλεοπτικών εμφανίσεων, προέκυψαν και βάσανα. Οσο μελάνι χύθηκε έκτοτε για την αποτίμηση των έργων του, άλλο τόσο έχει ξοδευτεί για τις προβοκατόρικες δηλώσεις του (με κορυφαία εκείνη εναντίον του ισλάμ) ή για την ιδιωτική του ζωή (ως και βιβλίο εξέδωσε η μητέρα του, χαρακτηρίζοντάς τον συστηματικό ψεύτη και απατεώνα). Κι αν κάποιοι τον αντιμετωπίζουν σαν έναν οξυδερκή ανατόμο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών, ενός κόσμου που αποπνέει εγωισμό, μηδενισμό, απληστία και θάνατο, για κάποιους άλλους παραμένει ένας υπερτιμημένος μυθιστοριογράφος, που δεν περιγράφει παρά τον ίδιο του τον εαυτό.
Το περασμένο φθινόπωρο, πάντως, χάρη στον «Χάρτη και την επικράτεια», ένα ακόμα «υλιστικό παραμύθι τρόμου» όπως και τα προηγούμενα βιβλία του, αλλά δίχως ούτε μία σκηνή σεξ, ο Μισέλ Ουελμπέκ απέσπασε, έστω και κατά πλειοψηφία, το σημαντικότερο γαλλικό λογοτεχνικό βραβείο, το Γκονκούρ. Και πριν από λίγες μέρες, αυτό το τόσο μελαγχολικό μυθιστόρημα, στην πλοκή του οποίου η περσόνα του συγγραφέα, αρκούντως στραπατσαρισμένη, κρατάει έναν δευτερεύοντα αλλά διόλου αμελητέο ρόλο, κυκλοφόρησε από την «Εστία», σε μετάφραση Λίνας Σιπητάνου, και στη χώρα μας.
Κεντρικός πρωταγωνιστής στο «Ο χάρτης και η επικράτεια» είναι ένας μοναχικός «εννοιολογικός» καλλιτέχνης, ονόματι Ζεντ Μαρτέν. Κάποιος που, χάρη στον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, έχει βρεθεί τυλιγμένος στον πλούτο, δεδομένου ότι οι πίνακές του, στους οποίους απεικονίζονται ισχυρές προσωπικότητες -από εικαστικούς σαν τους Τζεφ Κουνς και Ντάμιεν Χερστ μέχρι επιχειρηματίες σαν τον Μπιλ Γκέιτς και τον Στιβ Τζομπς- αποτιμώνται στο χρηματιστήριο της τέχνης σε εκατομμύρια ευρώ. Γεννημένος το 1979 από έναν επιτυχημένο αρχιτέκτονα ταπεινής καταγωγής και μια μικροαστή που έβαλε γρήγορα τέλος στη ζωή της χωρίς κανείς να του εξηγήσει τον λόγο, ο Ζεντ είχε ξεκινήσει την καριέρα του ως φωτογράφος, έχοντας προηγουμένως αποκτήσει μια γερή, ασυνήθιστη για τη γενιά του κλασική παιδεία κι όντας πεπεισμένος ότι «η καλλιτεχνική αναπάρασταση του κόσμου είναι εφικτή».
Οι μαγκωμένες σχέσεις του Ζεντ με τον επίσης μονήρη πατέρα του, η έλλειψη της μητρικής στοργής στα παιδικά του χρόνια, το ερωτικό του δέσιμο με μια συμφοιτήτριά του που εκπορνευόταν χωρίς ενοχές, οι καλλιτεχνικοί του πειραματισμοί και η γνωριμία του με μια πανέμορφη Ρωσίδα -στέλεχος του ομίλου Μισελέν- που θ' αποδειχθεί καθοριστική για την καθιέρωσή του στα κύκλωμα της σύγχρονης τέχνης, καλύπτουν όλο το πρώτο μέρος του βιβλίου, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για την επικείμενη συνάντηση του ήρωα με τον «συγγραφέα Μισέλ Ουελμπέκ». Η συνάντησή τους γίνεται στο καταφύγιο του τελευταίου, στην Ιρλανδία, με την προοπτική της συγγραφής ενός κειμένου για τον κατάλογο της νέας έκθεσης που ετοιμάζει ο Ζεντ. Και, μολονότι η εικόνα του αντικοινωνικού, άπλυτου, γεμάτου εκζέματα και πότη «Ουελμπέκ» είναι μάλλον απωθητική, οι δύο άντρες σαν ν' αναγνωρίζουν σταδιακά ο ένας στον άλλο μια αδελφή ψυχή.
Πραγματικοί φίλοι, εν τούτοις, δεν θα προλάβουν να γίνουν. Η επαφή τους θα διακοπεί βίαια με την άγρια δολοφονία του «Ουελμπέκ», την εξιχνίαση της οποίας αναλαμβάνει στο τρίτο μέρος του μυθιστορήματος ένα στέλεχος της δίωξης εγκλήματος, έντιμος, ισορροπημένος στη συναισθηματική του ζωή, συνειδητά άτεκνος και -αλίμονο- φανατικά υπέρμαχος της θανατικής ποινής. Κίνητρο της δολοφονίας αποδεικνύεται πως είναι το χρήμα. Σ' όποια σελίδα, όμως, κι αν σταθείς, για το χρήμα γίνεται λόγος. Για το χρήμα ως κινητήριο δύναμη κάθε ανθρώπινης δραστηριότητας, ως μέσο καταξίωσης αλλά κι εκμαυλισμού, ως πηγή μοναξιάς και δυστυχίας, ως συστατικό πυλώνα ενός μαζικού, τυποποιημένου κόσμου, απογυμνωμένου από μαγεία, απολύτως ορθολογικού.
Ο Μισέλ Ουελμπέκ εγκαταλείπει τον ήρωά του γύρω στα 2040, μέσα σ' ένα τεράστιο κτήμα, αφοσιωμένον στη βίντεο-αρτ πια, σε απόσταση ασφαλείας όμως και από τους ανθρώπους, και από τα ΜΜΕ. Στο μεσοδιάστημα, ο Ζεντ Μαρτέν έχει χάσει τον μοναδικό του συγγενή χωρίς καν να προλάβει να τον αποχαιρετήσει, η Ελβετία έχει θησαυρίσει κρατώντας το μονοπώλιο στην «αγορά» της ευθανασίας, η Γαλλία έχει μετατραπεί σε ιδανικό προορισμό αγροτουρισμού και η δυτική Ευρώπη, στο σύνολό της, έχει βιώσει πολύ χειρότερες οικονομικές κρίσεις από εκείνην του 2008.
«Ζούσαμε μια περίοδο ιδεολογικά αλλόκοτη», διαβάζουμε, «όπου ο καθένας έμοιαζε πεπεισμένος ότι ο καπιταλισμός ήταν καταδικασμένος, και μάλιστα στο εγγύς μέλλον, ότι ζούσε τα τελευταία του χρόνια, χωρίς ωστόσο τα κόμματα της άκρας αριστεράς να καταφέρνουν να προσελκύσουν κάποιον πέρα από τη συνήθη πελατεία τους των ευέξαπτων μαζοχιστών. Ενα πέπλο στάχτης έμοιαζε να πλανιέται στα μυαλά των ανθρώπων». Οι προβλέψεις δε που ήθελαν την τέχνη να εξελίσσεται σε «αξία-καταφύγιο» έχουν διαψευστεί για τα καλά. Αντίθετα, η κερδοσκοπία στον κλάδο είχε γίνει «ακόμα πιο έντονη, πιο άναρχη και πιο φρενήρης». Το μέλλον για τον Ουελμπέκ διαγράφεται εφιαλτικό.