Η Ελφρίντε Γέλινεκ συντηρεί διαδικτυακή σελίδα, http://elfriedejelinek.com, εδώ και 15 χρόνια και είχε μέχρι σήμερα γύρω στους 800.000 επισκέπτες. Είναι ένα είδος ιδιωτικού εκδοτικού οίκου άνευ εμπορικού ενδιαφέροντος. Η συγγραφέας απαγορεύει την ανατύπωση και επιτρέπει την αναδημοσίευση αποσπασμάτων ή παραθεμάτων αποκλειστικά και μόνο με την δική της άδεια.
Οταν πήρατε το βραβείο Νομπέλ πολλοί συνάδελφοί σας ξεδίπλωσαν τις μεγαλύτερες κακίες εναντίον σας. Πώς επέδρασε αυτό στην ψυχική ισορροπία σας; Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο από τότε παρουσιάζεστε δημοσίως όλο και λιγότερο;
Ναι, είμαι ευάλωτη και εύθικτη στις προσβολές. Εχω έναν αρρωστημένο ναρκισσισμό όπως και πολλά μοναχοπαίδια. Πρόκειται για βαθιά διαταραχή της προσωπικότητας και, δυστυχώς, δεν υπάρχει θεραπεία για να απαλλαγεί κανείς από αυτό το κουσούρι. Σίγουρα είναι και αυτός ένας λόγος, όχι ο μόνος, που δεν βγαίνω πια πολύ στη δημοσιότητα.
Κυρία Γέλινεκ, επαναλαμβάνετε διαρκώς ότι αποφεύγετε τους ανθρώπους και τη δημοσιότητα, αλλά η προσωπική σας σελίδα στο Διαδίκτυο δείχνει ότι βρίσκεστε στο επίκεντρο της ζωής. Σχολιάζετε ανελλιπώς την επικαιρότητα, επιτίθεστε στην υπουργό Εσωτερικών της Αυστρίας που προωθεί την απέλαση αλλοδαπών, γράφετε δοκίμια και άρθρα για συναδέλφους καλλιτέχνες. Τα κείμενά σας αλλά και τα θεατρικά έργα σας δεν δείχνουν συγγραφέα αποτραβηγμένη από τα εγκόσμια. Το αντίθετο μάλιστα, δημιουργείτε την εντύπωση ότι παρακολουθείτε τα πάντα με εγρήγορση και συμμετοχή.
Ναι, αλλά αυτό είναι σύνηθες στις εργασίες μου: μια ζωή γνωρίζω την επικαιρότητα από δεύτερο χέρι, από την περιγραφή των μέσων επικοινωνίας. Φοβάμαι πως δεν υπάρχει πια αυθεντική εικόνα των πραγμάτων, βλέπει κανείς τα πάντα φιλτραρισμένα μέσα από τη γνώμη που έχει ήδη γι' αυτά. Ισως μόνο σπάνια, όπως για παράδειγμα ο Χάντκε, ο οποίος είναι κατά κάποιο τρόπο το αντίθετο από μένα, ο αντίποδάς μου. Πιστεύει στην πρωτογενή τοποθέτηση. Να δει κάτι έτσι όπως κανείς δεν το έχει δει έως τότε, κάτι που εγώ θεωρώ αδύνατο. Ο Χάντκε όμως το πετυχαίνει.
Επίσης, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα προσωπικής παρέμβασης παρότι οι άνθρωποι πολύ θα ήθελαν να το πιστέψουν. Το σύστημα είναι τόσο κλειστό που κάτι τέτοιο δεν μπορεί πλέον να λειτουργήσει.
Κάποτε είπατε πως ο καπιταλισμός αποδείχθηκε τελικά νικητής.
Οι εξελίξεις όμως δείχνουν ότι ο καπιταλισμός μάλλον έχασε την αξιοπιστία του. Σε ένα από τα τελευταία θεατρικά σας κάνετε σκέψεις για την κατάρρευση της οικονομίας.
Ο καπιταλισμός νίκησε και είχε όλες τις δυνατότητες. Τώρα μας δείχνει εντυπωσιακά σε ποια κρίση μπορεί να φτάσει όταν δεν βάζει κανείς όρια στις ελεύθερες αγορές και εμπιστεύεται τον νεοφιλελευθερισμό. Συμβαίνει λοιπόν τώρα μια αρκετά παράξενη και κωμική αντιστροφή: στις μητέρες-χώρες του καπιταλισμού το κράτος καλείται να κρατικοποιήσει ή να στηρίξει τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις. Το βρίσκω πολύ αστείο (είναι και το θέμα της πρόσφατης θεατρικής μου κωμωδίας), αλλά δυστυχώς το τραγικό είναι ότι πλήττονται τόσο πολλοί άνθρωποι από την κατάσταση αυτή.
«Το ξεκίνημα της ιστορίας μου είναι η πόλη που πεθαίνει, η πόλη που λόγω της οικονομικής κρίσης αρχίζει να ξεφτάει, αρχίζουν να πεθαίνουν οι άκρες της», λέει η Γέλινεκ στο «Βιβλιοδρόμιο». «Τέτοια συγκεκριμένα παραδείγματα υπάρχουν σε όλο τον κόσμο. Πρόκειται λοιπόν για φθορά, στασιμότητα, εντροπία και τέλος για θάνατο. Οχι και ό,τι καλύτερο».
Η Ελφρίντε Γέλινεκ έγραφε και δημοσίευε σταδιακά στο Διαδίκτυο τον «Φθόνο» επί τρία ολόκληρα χρόνια, από τον Απρίλιο του 2007, με τον χαρακτηρισμό «ιδιωτικό μυθιστόρημα».
Η ίδια το περιγράφει ως ακατάσχετο παραλήρημα των πολλαπλών νευρώσεών της, τις ρίζες των οποίων τοποθετεί στην παιδική της ηλικία. Στα δεινά της, όπως λέει, συνέβαλαν ο υψηλής μόρφωσης πατέρας της, χημικός στο επάγγελμα, ο οποίος κατέληξε σε ψυχιατρείο, η συναισθηματικά παγωμένη και αχόρταγη για κυριαρχία μητέρα της, η οποία ήθελε να επιβεβαιωθεί ως επιτυχημένη προαγωγός αναδεικνύοντας το παιδί της σε μουσική ιδιοφυΐα και, τέλος, η φοίτησή της σε καθολική σχολή καλογραιών για τις οποίες το μοναδικό που μετρούσε ήταν η πειθαρχία και η υπακοή. Ολα αυτά η Ελφρίντε Γέλινεκ, γεννημένη το 1946 στην πολίχνη Muerzzuschlag της Αυστρίας, τα εσωτερίκευσε τόσο ώστε να βρίσκονται διαρκώς παρόντα στο έργο της. «Είμαι ένα ζόμπι, δεν είμαι ζωντανή», είχε πει η Γέλινεκ παλαιότερα στη γερμανική εφημερίδα «Die Zeit» μετά την έκδοση του προκλητικού βιβλίου της «Λαγνεία».
Εχει καθόλου αλλάξει η σκοτεινή οπτική γωνία σας;
Oχι. Εξάλλου στο νέο μυθιστόρημά μου υπονοώ τον φθόνο των νεκρών για τους ζωντανούς.
Yστερα από τα μυθιστορήματα «Λαγνεία» (1989) και «Απληστία» (2000), η Γέλινεκ αφιερώνει ακόμη ένα βιβλίο της σε βιβλική αμαρτία. Την αρχή κάθε κεφαλαίου διακοσμεί η περίφημη ροζέτα του Ιερώνυμου Μπος, στην οποία απεικονίζονται τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα.
Κεντρικές φιγούρες του μυθιστορήματος είναι δύο, η «εγώ» συχνά και «Ε.Γ.» και η Μπριγκίτε Κ. Ηδη από το τρίτο κεφάλαιο παρεμβαίνει συνέχεια η αφηγήτρια που σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται τα δικά της παθήματα. Το ερώτημα για την τύχη της πρωταγωνίστριας τίθεται επιτακτικά γιατί η ως επί το πλείστον κακόκεφη αλλά παντογνώστρια αφηγήτρια την τυραννάει και τη στριμώχνει ολοένα.
Η Γέλινεκ εντάσσει και πάλι την ιστορία της στην Αυστρία, στο τρισάθλιο Μπρουκ αν ντερ Μουρ. Η Μπριγκίτε Κ., μια μαραμένη δασκάλα βιολιού, ζει στο απωθητικά «ειδυλλιακό» τοπίο μιας πόλης που πεθαίνει. Φθίνει ο πρώην ανθηρός κόμβος ενεργειακών εγκαταστάσεων, έργο του χιτλερικού Χέρμαν Γκέρινγκ, ενώ ο τουρισμός είναι σε άνοδο με τη δημιουργία χιονοδρομικού κέντρου. Η Μπριγκίτε Κ. ντύνεται πολύ πιο κομψά από ό,τι σηκώνει το περιβάλλον της. Ο άνδρας της όμως το σκάει με την κατά πολύ νεώτερη γραμματέα του. Γυναίκα και βουνό εγκαταλείπονται από τους πρώην επικαρπωτές τους, το αρσενικό και τη βιομηχανία. Η απαξίωση και ο ευτελισμός δημιουργούν ένα είδος μελαγχολικού μαγνητισμού.
Το σύστημα δεν αφήνει περιθώρια στην Μπριγκίτε Κ. αλλά ούτε στη Γέλινεκ.
Δεν αντιμετωπίζετε ποτέ με συμπάθεια τους πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων σας;
Οχι, τους πρωταγωνιστές μου τους βλέπω όπως ένας φυσιοδίφης το αντικείμενό του. Παρατηρεί από απόσταση αλλά κάτω από μικροσκόπιο. Ετσι κι εγώ. Είναι σαν να κάνω πειράματα σε χώρο επώασης και παρακολουθώ τι θα προκύψει. Βέβαια, σαν καλή μισάνθρωπος που είμαι το γνωρίζω πάντα εκ των προτέρων. Το τέλος του μυθιστορήματός μου ήταν από την αρχή σαφές. Κατασκεύασα τη δομή του μυθιστορήματός μου ώστε να ξεχειλίζει σαν ορμητικό ποτάμι σχηματίζοντας μαιάνδρους. Ηθελα, κάτι που δεν το είχα κάνει ποτέ σε βιβλίο, να προσθέτω διαρκώς προσωπικά αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία να παρεκτρέπονται συχνά από την πλοκή. Επομένως, κατηφής η ατμόσφαιρα.
Εχετε πει ότι η δημοσίευση του βιβλίου στο Διαδίκτυο έχει να κάνει με την αγοραφοβία σας. Μήπως είναι και μια πράξη ενάντια στους μηχανισμούς των εκδοτικών κυκλωμάτων;
Αν το μυθιστόρημα κυκλοφορούσε σε μορφή βιβλίου, ο θόρυβος θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερος. Υπήρξαν κάποιες κριτικές, αλλά τίποτα περισσότερο. Ακριβώς όμως αυτά τα γρανάζια των λογοτεχνικών μηχανισμών ήθελα να αποφύγω. Και το πέτυχα, νομίζω. Γι' αυτό και είμαι ευχαριστημένη. Το μυθιστόρημα είναι γραμμένο ειδικά για το Διαδίκτυο, γιατί βεβαίως έπρεπε να προσαρμόσω τη λογοτεχνική μου μέθοδο στο μέσον. Γι' αυτό και την κυρίως ιστορία, την πλοκή δηλαδή, διαδέχονται σχεδόν ημερολογιακά κομμάτια με προσωπικές μου σημειώσεις και γενικές παρατηρήσεις. Υπάρχουν δηλαδή πάμπολλες παρεκβάσεις από την υπόθεση του μυθιστορήματος, λοξοδρομήσεις σχεδόν απαγορευτικές για το στήσιμο ενός στρωτού κειμένου. Εδώ που τα λέμε, για μένα ήταν πάντοτε σπουδαιότερη η γλώσσα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κατά πόσον είναι δυνατόν να μιλήσει από μόνη της ξεσκεπάζοντας την ψεύτικη αυτοπεποίθησή της _ εννοώ τον ιδεολογικό χαρακτήρα της _ ακόμη και χωρίς να το θέλει.
Αναλύετε συχνά τις εξουσιαστικές σχέσεις που δημιουργεί η γλώσσα, αλλά γιατί χαρακτηρίζετε τον «Φθόνο» ιδιωτικό μυθιστόρημα;
Κάπως ειρωνικά το ονομάζω ιδιωτικό μυθιστόρημα, γιατί παραμένει κατά κάποιο τρόπο ιδιοκτησία μου, παρότι μπορεί να το διαβάσει δωρεάν όποιος θέλει. Αυτός ο συγκερασμός ιδιωτικού και δημόσιου με ερέθισε. Μέσω αυτού, βρήκα στην ουσία τη λογοτεχνική φόρμα μου. Επίσης, το ιδιαίτερο είναι ότι μπορώ κάθε ώρα και στιγμή να δημοσιεύσω κάτι και ταυτόχρονα να πάρω άφεση από αυτό, σχεδόν όπως κάνει η Καθολική Εκκλησία μετά την εξομολόγηση.
Πηγή: http://www.tanea.gr/vivliodromio/?aid=4650797
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου