Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

15/2/11

Ένα γέλιο θα σας θάψει

Κατερίνα Σχινά


Η Έρση Σωτηροπούλου ανασαίνει μέσα στο παράλογο, γιατί το διακρίνει παντού: χειρονομίες και σχέσεις, πρωτοβουλίες και αναμετρήσεις συντελούνται υπό το κράτος του, σκιασμένες από το χλωμό, θειώδες φως του. Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε τα αφηγήματά της «τραγικές φάρσες» με την έννοια που έδωσε κάποτε στον χαρακτηρισμό ο Ευγένιος Ιονέσκο, θέλοντας να υπογραμμίσει πόσο συγκεχυμένα είναι σήμερα τα όρια ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό, πόσο γελοία και ασήμαντη η περιπέτεια της ύπαρξης – ακόμα πιο γελοία και ασήμαντη όταν υφαίνεται πάνω στον καμβά της σοβαρότητας. Όλα τα βιβλία της ισορροπούν στον μυχό της ειρωνείας – ή μάλλον, καλύτερα, της απουσίας: η συγγραφική της συνείδηση είναι ταυτισμένη με την αποστασιοποίηση. Είναι μια συνείδηση ανευλαβής: σχεδιάζει καμπύλες που συνδέουν σκόρπια σημεία, γνωρίζοντας ότι η ζωή έχει μοιραστεί από καιρό σε ψήγματα ασήμαντα και η διάρκειά της σε μηδαμινά συμβάντα, περιπαίζει τον κόσμο, διακωμωδεί τον εαυτό της με μιαν απόλυτη έλλειψη αυταρέσκειας, αναζητεί, στις φαινομενικά λείες και ακύμαντες επιφάνειες της πραγματικότητας, τις ρωγμές εκείνες απ’ όπου τρυπώνει το αναπάντεχο, το παράδοξο και το ανοίκειο, για να αναστατώσουν τις παγιωμένες βεβαιότητες και μας ξυπνήσουν «από την ύπνωση του εαυτού». Πριν από δώδεκα χρόνια, με αφορμή την έκδοση του «Βασιλιά των φλίπερ», έγραφα πως τα διηγήματά της αναδίνουν το μπεκετικό μηδέν, το μπαροουζικό γκροτέσκο, τη σαρτρική ναυτία. Τίποτα διαφορετικό δεν θα’ λεγα σήμερα. Σε όλα τα βιβλία της,  από τις «Διακοπές χωρίς πτώμα» και το «Εορταστικό τριήμερο στα Γιάννενα», ως την «Χοιροκάμηλο» και το «Ζιγκ ζαγκ στις νεραντζιές», από τη «Φάρσα» ως τον «Βασιλιά των φλίπερ», το «Δαμάζοντας το κτήνος», και τέλος την «Εύα», αυτήν την  περιπλάνηση σε αναζήτηση του ανεύρετου νοήματος που αποτελεί το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά της, η συγγραφέας βεβαιώνει με κάθε τρόπο ότι το νόημα δεν υπάρχει με τον τρόπο που υποδηλώνει ότι υπάρχει. Όπως στους μεγάλους συγγραφείς που πάνω στη φωνή τους η Έρση Σωτηροπούλου ξετυλίγει, ομόφωνα ή αντιστικτικά, τον δικό της σκοπό, ο τόνος της αφήγησης σημαίνει πολύ περισσότερα απ’ ότι το νόημα, «κι αυτή είναι η ζεστασιά που, αρνούμενη στο μεταφυσικό να έχει την τελευταία λέξη, χαρακτηρίζει το παράλογο», όπως παρατηρούσε πριν από χρόνια ένας ερευνητής, γράφοντας για το θέατρο του Μπέκετ.
Η ζεστασιά της Σωτηροπούλου βέβαια, έχει να κάνει με το χιούμορ της.  Πάντοτε κουρδισμένη σε μια σκωπτική τονικότητα, μετεωρίζεται ανάμεσα στα άκρα, παλινδρομεί από τον ένα πόλο στον αντίθετό του, αναμειγνύει ζάχαρη κι αλάτι, κάνει τον αναγνώστη να ευθυμεί και ταυτόχρονα να θλίβεται, μας προσφέρει στο πιάτο τα αταίριαστα, μέσα στην ασυμφιλίωτη και αθεράπευτη αντιπαλότητά τους. Αυτή η ελεύθερη και ασυνεχής της διαγωγή, που χλευάζει ό, τι φαντάζει σοβαροφανές, βαρύ, στομφώδες και αμετακίνητο, ενώ ταυτόχρονα εμμένει σε μια ποιητική του απροσδόκητου – ένα αντικείμενο που μεταμορφώνεται κάτω απ’ τα μάτια μας σε κάτι άλλο, βγαλμένο από όνειρο θαρρείς, μια απροσδιόριστη κίνηση, μια σκέψη, μια φράση προφερμένη άτοπα και κολοβωμένα (ακόμα θυμάμαι εκείνη τη γιαγιά που δεν λέει το «ου» και το «κοταλάκι» της από το Ζιγκ-Ζαγκ στις νεραντζιές) – αποκαλύπτει την αμφισημία των πραγμάτων, καθώς τα αναποδογυρίζει για να δούμε και την άλλη, τη σκοτεινή κι αθέατη πλευρά τους.
Ξαναδιάβασα πρόσφατα τη «Φάρσα», έργο νεανικό, γραμμένο πολύ πριν η Έρση Σωτηροπούλου κλείσει τα τριάντα, που επανεκδόθηκε πρόσφατα. Δεν είμαι το ίδιο πρόσωπο που την απόλαυσε είκοσι οκτώ χρόνια πριν. Τότε, διάβαζα το βιβλίο ως δυνητική πρωταγωνίστρια και ξεκαρδιζόμουν με τις φάρσες των νεαρών ηρωίδων του∙ σήμερα, παρ’ ότι εξακολουθώ να γελάω το ίδιο χορταστικά, στέκομαι απορημένη και μερικές φορές έκθαμβη μπροστά σε μια γλώσσα που είτε εξαρθρώνεται είτε παίζει με τις λέξεις, παραμορφώνοντας το νόημά τους, ενώνοντας τα διακριτά και διαχωρίζοντας τα ταυτόσημα, ανακαλύπτοντας μακρινές αναλογίες, κάνοντας αισθητές, χάρη στο παιχνίδι των συνηχήσεων ή τις ομοφωνίας τις πιο απροσδόκητες συγγένειες, ενσωματώνοντας καθαρεύουσα, λογιοσύνη, δημοτικό τραγούδι, λαϊκή γλώσσα των φωτορομάντζων σε μια βέβηλη καθομιλούμενη συνθηματικής οξύτητας. Είναι μια γλώσσα που παράγει πνευματικό ηλεκτρισμό, σχολιάζοντας και αδιάκοπα υπονομεύοντας την εξουσιαστική της δομή∙ μια γλώσσα που ευνοεί τις μυστηριώδεις έλξεις, τις συμπάθειες και τις διεγερτικές σχέσεις∙ μια γλώσσα ταχυδακτυλουργική και δόλια, που διασκεδάζει, μέσα σ’ ένα παραλήρημα συνδυαστικής και τερατογόνου φαντασίας, να ζευγαρώνει το κάθε τι με το οτιδήποτε. Ο Νάνος Βαλαωρίτης πολύ εύστοχα παρατηρεί στον πρόλογο του βιβλίου, που τον έγραψε τον Αύγουστο του 1981 για να συνοδέψει την πρώτη έκδοση, ότι η Φάρσα «είναι το πρώτο ελληνικό έργο που συνειδητοποιεί ότι από τη γλώσσα αρχίζει η καταπίεση, είτε είναι αυτή ιδεολογική είτε είναι συγκινησιακή».
Χρειάζονται όμως δυο λόγια για το κεντρικό εύρημα του βιβλίου, γλωσσοκεντρικό και συνάμα αντεξουσιαστικό, γι’ αυτή την «ανταρσία» την οποία προοιωνίζεται, σύμφωνα με τον Νάνο Βαλαωρίτη πάντα, ο τηλεφωνικός κλεφτοπόλεμος. Η Φάρσα είναι η ιστορία δύο κοριτσιών, δυο φιλενάδων που μόλις έχουν δρασκελίσει την θύρα εξόδου από την εφηβεία.  Οι φίλες, κλεισμένες σ’ ένα ουδέτερο φοιτητικό διαμέρισμα, διασκεδάζουν σε βάρος ανυποψίαστων άγνωστών τους μικροαστών, που τους ψαρεύουν από τον τηλεφωνικό κατάλογο  κι ύστερα δεν τους αφήνουν σε χλωρό κλαρί, τηλεφωνώντας τους διαρκώς και περιλούζοντάς τους με τις μεγαλύτερες εξωφρενικότητες:
-          Τον κύριο Οικονόμου παρακαλώ
-         
-          Ζιζίκα Καυτατζόγλου από το Αρχαιολογικό Μουσείο
-         
-          Τι ώρα θα επιστρέψει;
-         
-          Τίποτα το ιδιαίτερο. Ο κ. Έφορος ήθελε να ζητήσει από τον κύριο Οικονόμου να εκτεθεί στο μουσείο μας και…
-         
-          Ναι, ο ίδιος αυτοπροσώπως. Άδειασε μια θέση πλάι σ’ έναν κούρο της προκλασικής περιόδου κι εμείς ευθύς σκεφτήκαμε το σύζυγό σας. Οι ώρες λειτουργίας του μουσείου είναι…
Ή:
-          Τον κύριο Χατζηδημητρίου παρακαλώ.
-         
-          Από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων.
-         
-          Πρόκειται για την ανατίναξη ενός φράγματος
-         
-          Το φράγμα; Κοντά στον Έβρο, αλλά ξυπνήστε τον κυρία μου, σας ικετεύω…
-         
-          Η ώρα είναι ακατάλληλη; Μα ξέρετε είναι απόλυτος ανάγκη…
-         
-          Κινδυνεύουν χιλιάδες γυναικόπαιδα, ορδές αφιονισμένων Τούρκων ετοιμάζονται να επιτεθούν και…
Ή:
-          Τον κύριο Εμμανουήλ θα ήθελα παρακαλώ.
-         
-          Αντιγόνη Παπαβαζεκοπούλου από το περιοδικό «Η Κιβωτός του έθνους».
-         
-          Αν δεν κάνω λάθος είσθε Κύπριος…
-         
-          Όχι; Τότε θα πρόκειται για κάποιο λάθος… Με συγχωρείτε, λυπάμαι πολύ…
-         
-          Υπάρχει ένα ποιηματάκι για σας στο περιοδικό μας.
-         
(….)
-          Μα πώς δεν έχετε σχέση; Τι πράγματα είναι αυτά; Αρνείσθε τον αιμοδότην σας, την πατρίδα, το εθνικό έλεος, το ιερόν χώμα με τη σβουνιά και τα φυσικά λιπάσματα χωρίς χημ…
-         
-          Δεν είσθε Κύπριος; Πώς τολμάτε να μην είσθε Κύπριος; Τι είδους θράσος είναι αυτό κύριε Εμμανουήλ; Μήπως προτιμάτε να είσθε Αφρικανός σαν τον Σκιπίωνα και να πίνετε το αίμα των αδελφών σας; Όχι πείτε μου! Μήπως προτιμάτε να σβήνετε την δίψα σας με αίμα μικρών παιδιών όπως το ρουφώσιν οι μασόν…

Οι φάρσες, βέβαια, είναι για τη Ρένα και την Τίτι (φίλες; αντίπαλες; δυο αλληλοσυμπληρούμενα εγώ, ή μήπως ένα εγώ σε δύο ενσαρκώσεις;) η άμυνα απέναντι σε έναν κόσμο που απεχθάνονται, ένα κόσμο τακτοποιημένο που τον περιγελούν αλλά και τον φοβούνται, όπως φοβούνται πάντα οι νέοι τη στέγνια των μεγάλων, τον κίνδυνο της παραίτησης που εμφανίζεται ως σύνεση, κι εκείνη την «ωριμότητα»  που συνεπάγεται ολοσχερή παράδοση των όπλων και εγκατάλειψη στην σκυθρωπή τελμάτωση της ζωής. Οι φάρσες είναι ένας τρόπος να αποδομήσουν τα μουχλιασμένα και υποκριτικά εθνικοπατριωτικά ιδεώδη, την αρχαιομανή μας ρητορεία και τη χλαμυδοφόρο απαιδευσία μας, κι έτσι να απαλλαγούν από το ασήκωτο βάρος του παρελθόντος: σε μια εξαιρετικά εύγλωττη στιγμή του βιβλίου, όταν μια από τις ηρωίδες, ακολουθώντας άσκοπα έναν νεαρό βρίσκεται κάτω από την Ακρόπολη, νιώθει να συντρίβεται μέχρι ναυτίας από την αλαζονικά άχρονη παρουσία των ερειπίων της, από την «χυδαία επιμονή του Παρθενώνα να παρουσιάζεται έτσι όπως είναι».  Τέλος, είναι ένα είδος θωράκισης απέναντι στην κρατική εξουσία, που μολονότι εμπαίζεται και περιφρονείται δεν παύει να προκαλεί ένα μικρό μούδιασμα φόβου και απώθησης.
Η Ρένα και η Τίτι, λοιπόν χλευάζουν, γελοιοποιούν αυτόν τον κόσμο, τον αποσαθρώνουν, όχι μονάχα δια του τηλεφώνου, αλλά και δια της παρουσίας τους σε οικογενειακές συνάξεις, όπου θείες, μανάδες και λοιποί θα προσπαθήσουν να τις ευπρεπίσουν (βλέπε να τις υποτάξουν), ώστε να ταιριάξουν με την περιρρέουσα  ατμόσφαιρα που την ορίζουν γνωστοί και φίλοι, ο «γραμματέας της περιηγητικής λέσχης», η «χήρα του εργολάβου οικοδομών», ο «τέως πρόεδρος του Μετοχικού Ταμείου», ο «επίτιμος γενικός γραμματέας του Υποθηκοφυλακείου» και άλλοι, και άλλοι, συναγμένοι για να υποβάλλουν τα συλλυπητήριά τους στην πενθούσα οικογένεια . Χωρίς, ωστόσο, να αποφεύγουν την ενοχή – ίδιον και αυτή της μεταιχμιακής, μετεφηβικής συνθήκης – που γεννιέται από την επιθυμία της πατροκτονίας και την συμβολική της πραγμάτωση δια της ενηλικίωσης: «Σκότωσες τον πατέρα σου, σκότωσες τον πατέρα σου», ουρλιάζει κάποια στιγμή η Τίτι στη Ρένα σ’ ένα αμοιβαίο παραλήρημα ταύτισης και ταυτόχρονου αμοιβαίου αποχωρισμού, όπου χώρος, χρόνος και πρόσωπα συγχέονται σε μιαν ιλιγγιώδη δίνη μπροστά στην οποία ο αναγνώστης στέκεται δίβουλος: είναι απλώς μια άγρια φαντασίωση ή πρόκειται για ψυχωσικό επεισόδιο; Αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πυκνό, ασφυκτικά και αστραφτερά πολύσημο, το μυθιστόρημα της Έρσης Σωτηροπούλου παίζει ταυτόχρονα, με ευελιξία εντυπωσιακή, σε όλα τα κλαβιέ∙  επιτρέπει ξέφρενες μεταμορφώσεις και απεριόριστες αναμείξεις, ζευγαρώνει τα ανόμοια και καταργεί κάθε οροθέτηση. «Ω ασυνείδητο, σαν αντανάκλαση εντός μας να κατέλθεις/ Και τα χαρτιά, τα λεξικά, τα φύλα να μπερδέψεις  (…) Το όμοιο είναι το αντίθετο», έγραφε ο Ζυλ Λαφόργκ στο «Παράπονο του Πιερότου».
Θα μπορούσε, λοιπόν, η «Φάρσα» να διαβαστεί και σαν μυθιστόρημα ενηλικίωσης, σαν την αφήγηση μιας διαβατήριας τελετής. Αιώνια και αθεράπευτα στοιχειωμένες από το αντίθετό τους, οι ηρωίδες (τείνω να πω η ηρωίδα, όχι γιατί κάποια στιγμή η Τίτι εξαφανίζεται, ίσως στραγγαλισμένη από την επιστήθια φίλη της, αλλά κυρίως γιατί η ανέλιξη της πλοκής επιβεβαιώνει την ταύτιση των δύο προσώπων) είναι το άθροισμα των παραιτήσεων και των αναβαθμίσεων μέσα από τις οποίες μεγαλώνουν. Μέχρι ένα σημείο η ζωή τους ήταν ένα ταξίδι από τροπικότητα σε τροπικότητα και από κατηγορία σε κατηγορία∙ οι προσδιορισμοί τους ήταν ασταθείς και οι χαρακτηρισμοί τους μεταβατικοί∙ η διαδρομή τους ήταν σαν μια απογραφή όλων των προσωπείων, όλων των σκηνογραφιών.  Καθώς όμως το μυθιστόρημα βαδίζει προς το τέλος, καθώς η αφήγηση μοιάζει να επιταχύνεται και να πυκνώνει συνεχώς, η ηρωίδα που απομένει, η Ρένα, καταλαβαίνει ότι είναι αδύνατον να περιφρονεί τα πάντα χωρίς ταυτόχρονα να εξουθενώνεται η ίδια.  Διαρκώς μετατονιζόμενες, οι φάρσες της θα καταλήξουν σε μια περιπαθή Ομολογία, που μοιάζει με ένα λεπτό σοβαρότητας στη μέση της μασκαράτας, με ένα αληθινό βλέμμα που λάμπει πίσω από τη μάσκα. Για πρώτη φορά έχουμε μια ολοκληρωμένη τηλεφωνική συνδιάλεξη, όπου ακούγεται, επιτέλους, και ο έτερος συνομιλητής – και το γιατί είναι ολοφάνερο, αφού η συνομιλία αυτή, δεν είναι παρά μια ιδιαίτερα ρεαλιστική σκηνή τηλεφωνικού σεξ. Είναι η κορύφωση της αφήγησης, ένα είδος ανακουφιστικής εκτόνωσης, ο οριστικός ενταφιασμός της μοναχικότητας της εξέγερσης, μέσα από τη διπλή της κατάφαση, τον έρωτα –  έστω και τηλεφωνικα.

Η ΕΘΑΛ και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν την Έρση Σωτηροπούλου ΄την Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011 στις 7.00μμ στον Τεχνοχώρο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου