Στο νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μάρκαρη, όλα ακολουθούν τις εξελίξεις των καιρών μας. Ο αστυνόμος Χαρίτος αντικατέστησε, επιτέλους, το Μιραφιόρι του, αλλά εκτός από το να ανακαλύπτει δολοφόνους, αυτή τη φορά πρέπει να έρθει αντιμέτωπος και με τις αιτίες που γεννούν την έκνομη συμπεριφορά. Στην Ελλάδα της κρίσης είναι περισσότερες απ’ όσες θα εξηγούσαν οι παραδοσιακές σχολές της κοινωνιολογίας.
Κάθε βιβλίο είναι, πριν απ’ όλα, η σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και τους αναγνώστες του. Και ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένας συγγραφέας που έχει διαμορφώσει πολύ ειδικές σχέσεις και με τους ήρωές του και με τους αναγνώστες του. Αλλά μάλλον δεν θα είναι αυτός ο βασικός λόγος για τον οποίο έχει ήδη κατακτήσει μια θέση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ούτε γιατί με κάθε βιβλίο του μπαίνει για πολλές εβδομάδες στις λίστες των μπεστ σέλερ. Ο κατ’ αρχήν λόγος είναι γιατί κατάφερε να απενοχοποιήσει τους Έλληνες αναγνώστες στη σχέση τους με το αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά και να εντάξει τα σύγχρονο ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας στο ύφος και τη θεματολογία του αστυνομικού.
Ο Πέτρος Μάρκαρης κινείται –και ίσως από κάποιους θα μπορούσε να κατηγορηθεί γι’ αυτό– στο πεδίο «λογοτεχνία-ρεπορτάζ». Σε όλα τα βιβλία του υπάρχουν στοιχεία της πόλης και της καθημερινής συμπεριφοράς των κατοίκων της Αθήνας (αφού εκεί κυρίως συμβαίνουν οι ιστορίες του), αναγνωρίσιμοι κοινωνικοί χαρακτήρες, κινηματογραφική αποτύπωση των δρόμων και της ζωής κάθε συνοικίας. Η πρότερη θητεία του στο θεατρικό κείμενο αλλά και η αρωγή του σε κινηματογραφικά σενάρια (των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου) δίνει και στη λογοτεχνία του κινηματογραφική δομή, σεναριακό ύφος και περιγραφές των προσώπων και των χώρων με λεπτομέρειες θεατρικού κειμένου:
(...) με ρωτάει ένας νεαρός με μαύρο μακό μπλουζάκι, που πάνω του γράφει «love is life» και με σκουλαρίκι στο δεξί αυτί (σ. 213). (…) Οι προβλέψεις μου επαληθεύονται μόλις στρίβουμε τη Μενάνδρου. Τα σεντόνια με τα εμπορεύματα καλύπτουν όχι μόνο τα στενά πεζοδρόμια, αλλά κι ένα κομμάτι από τις δυο πλευρές του δρόμου. Μένει σκάρτη μισή λωρίδα, για τους πεζούς και τα αυτοκίνητα. Το μάτι μου θολώνει από τις πολλές τσάντες. (...) Η φασαρία του δρόμου σού παίρνει τ’ αφτιά, με άλλους πωλητές να φωνάζουν και άλλους να συνεννοούνται σε διάφορες γλώσσες, ενώ οι οδηγοί ουρλιάζουν και κορνάρουν δαιμονισμένα. (σ. 144).
Είναι τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά της γραφής που προσφέρουν αμεσότητα, γλαφυρότητα και κυρίως οικειότητα στους αναγνώστες των βιβλίων του. Είναι όμως αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και το στοιχείο της επιτυχίας του; Μάλλον όχι – ή, καλύτερα, όχι μόνον αυτό.
Το μεγάλο ατού του είναι ότι έχει την ευφυΐα και την παιδεία να αφουγκράζεται πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες και τύπους της ελληνικής κοινωνίας, πολλές και διαφορετικές συμπεριφορές και στάσεις, να αντιλαμβάνεται τις διαφορετικές φωνές, να τις καταγράφει και να σχηματίζει μ’ αυτό τον τρόπο μια ζωντανή κάθε φορά τοιχογραφία της πραγματικότητας. Κι είναι σαν να διευκολύνει κάθε φορά τους αναγνώστες, ν’ αναγνωρίσουν στις σελίδες των βιβλίων του κομμάτια μιας δικής του ψυχαναλυτικής εξομολόγησης, με έντονη την παρουσία του χιούμορ:
«Μα δε μου λες; Γιατί το έχεις ανοιχτό αυτό το ρημάδι και μας ζαλίζει, αφού δεν τ’ ακούς;» με ρωτάει αγανακτισμένη.«Δεν μου χρειάζεται. Ξέρω πώς θα πάω».«Τότε γιατί δεν το κλείνεις;»Τραβάω το Σέατ στο πεζοδρόμιο και σβήνω τη μηχανή. «|Για να τονώνω το εγώ μου», της λέω.«Τι θα πει αυτό;»«Όλη μέρα ακούω τον καθένα να μου λέει το μακρύ του και το κοντό του. Τη μια μου λέει ο Γκίκας τι να κάνω, την άλλη ο υπουργός. Αυτή εδώ είναι η μόνη που μου λέει τι να κάνω κι εγώ την έχω γραμμένη. Αυτό μου ανεβάζει το ηθικό. Όποιος βολεύεται σε μια θέση, χρειάζεται κι ένα GPS για να εκτονώνεται. Κατάλαβες τώρα;» (σ. 69).
Το θέμα του τελευταίου του βιβλίου είναι προφανές από τον τίτλο: Ληξιπρόθεσμα δάνεια. Και μοιάζουν με δάνεια που θα κάνουν καιρό να αποπληρωθούν, αφού στο εξώφυλλο ήδη σημειώνεται ότι είναι το πρώτο μέρος της Τριλογίας της κρίσεως. Μια τόσο έντονη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση όπως αυτή που ζει το τελευταίο διάστημα η χώρα μας δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει αδιάφορο έναν επί της ουσίας πολιτικό συγγραφέα, όπως ο Π. Μάρκαρης. Θέμα του λοιπόν, αυτή τη φορά, η κρίση, οι τράπεζες, τα δάνεια, οι οφειλές, οι πιστωτικές κάρτες, αφίσες που γεμίζουν την πόλη της Αθήνας με το σύνθημα «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ», και θύματα, με ειδεχθή μάλιστα τρόπο, έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Παρόντα και σ’ αυτό το βιβλίο όλα τα γνωστά πρόσωπα του λογοτεχνικού του σύμπαντος με πρώτο τον αστυνόμο Χαρίτο, την Ανδριανή (τη γυναίκα του), την Κατερίνα (την κόρη του) και τον Φάνη (τον γαμπρό του), τους δημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ και τους συνεργάτες του στη ΓΑΔΑ. Πρόσωπα τα οποία είναι φανερό –ιδιαίτερα σ’ αυτό το βιβλίο– ότι τα νιώθει πια σαν μέλη της οικογένειάς του, ότι περνάει καλά μαζί τους, ότι απολαμβάνει ενόσω γράφει το ύφος που έχει πια επιλέξει για τα βιβλία του, ότι διασκεδάζει και ο ίδιος με το παιχνίδι της ατάκας στο οποίο επιδίδεται διά στόματος των ηρώων του και, το κυριότερο, κατορθώνει να δημιουργήσει μια επίσης ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ηρώων και αναγνωστών. Είναι μια εξοικείωση που ακουμπάει στο στοιχείο της συνέχειας και της εξέλιξης μιας ιστορίας, σαν τα παλιά μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες, δημιουργώντας μια σχέση με το μυθιστόρημα που τείνει να εκλείψει. Κι όπως θα ρωτούσαμε για γνωστούς και φίλους που έχουμε να δούμε καιρό, έτσι ενδιαφερόμαστε για το ότι ο αστυνόμος Χαρίτος άλλαξε επιτέλους το Μιραφιόρι, ότι η Κατερίνα με τον Φάνη παντρεύτηκαν ή ότι η Ανδριανή πέρασε ένα ισχυρό ψυχολογικό σοκ, βλέποντας κάποιον να πέφτει από το μπαλκόνι.
ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Ο αστυνόμος Χαρίτος, και σ’ αυτό το βιβλίο είναι αποδέκτης όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων, έτσι όπως τις συναντά ο καθένας στην προσωπική και την κοινωνική του ζωή. Γίνεται δέκτης τόσο του κλίματος και του ύφους των αστήρικτων απόψεων του καφενείου, έρχεται όμως αντιμέτωπος και με τη «διαφορετική» ορθολογική άποψη, τη συνήθως μειοψηφική – ίσως γιατί είναι ψύχραιμη και καθόλου βροντερή:
«Είναι σαν το ντόπινγκ στον αθλητισμό. Και στον αθλητισμό, όταν αρχίσεις να παίρνεις αναβολικά, δεν σταματάς. Σπας το ένα ρεκόρ, αλλά μετά χρειάζεται πιο αποτελεσματικά αναβολικά για να το σπάσεις ξανά και ξανά. Κάθε φορά το ρίσκο σου μεγαλώνει, όχι μόνο το ρίσκο να σε πιάσουν αλλά και να καταρρεύσει η υγεία σου. Εσύ όμως ελπίζεις ότι δεν θα είσαι εσύ αυτός που θα καταρρεύσει, αλλά κάποιος άλλος. Το ίδιο περίπου πίστευαν και οι επενδυτές και οι μάνατζερ των hedge funds». Σταματάει μια στιγμή, μετά συμπληρώνει στον ίδιο τόνο. «Αυτό σας το λέει κάποιος που πέρασε από το ντόπινγκ και κατέρρευσε, κύριε αστυνόμε». (...) «Όταν ρωτούσα τον προπονητή μου τι ήταν εκείνα τα χάπια που μου έδινε, απαντούσε: “Μη ρωτάς, είναι βιταμίνες”. Εγώ ήξερα ότι δεν είναι βιταμίνες, αλλά τα έπαιρνα. Έτσι και οι μάνατζερ των hedge funds. Όταν τους ρωτάς, σου λένε πως οι επενδύσεις είναι απόλυτα ασφαλείς. Εσύ ξέρεις ότι δεν είναι, αλλά τους πιστεύεις. Γιατί το κέρδος είναι γλυκό, όπως και τα μετάλλια, κύριε αστυνόμε». (σσ. 134-135).
Και παρακάτω:
«Δεν υπάρχουν κοινωνίες, κύριε Γαλανόπουλε. Υπάρχουν μόνο ομάδες. Επιχειρηματίες που αγωνίζονται για τα συμφέροντά τους, εργαζόμενοι που αγωνίζονται για τα δικά τους, μέσω των συνδικάτων και άλλων οργανώσεων, υπάρχουν μόνο ομάδες που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Η κοινωνία είναι ένα εφεύρημα» (σ. 167).
Σε ένα μυθιστόρημα για την κρίση δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ανατροπές στην καθημερινότητα των λαϊκών τάξεων που βλέπουν τα οικογενειακά εισοδήματα να μειώνονται εξαιτίας των οικονομικών μέτρων, των περικοπών στους μισθούς, της ανεργία που διαρκώς μεγαλώνει. Έτσι, η Ανδριανή, που σε αυτό το μυθιστόρημα είναι πολύ περισσότερο παρούσα από ό,τι στα προηγούμενα και πολύ πιο ενεργή, είναι η μέση νοικοκυρά που διαχειρίζεται το καθημερινό εισόδημα, που βρίσκει λύσεις, που αποτελεί, τελικά, τον αρμό αυτής της κοινωνίας. Εξακολουθεί να είναι η νοικοκυρά που δεν δουλεύει εκτός σπιτιού, που της δίνει ο σύζυγος το χαρτζιλίκι και το απαραίτητο επίδομα για τα έξοδα του σπιτιού. Ο Πέτρος Μάρκαρης έχει πει πολλές φορές ότι στο πρόσωπο της Ανδριανής γίνεται αναφορά, σε μεγάλο βαθμό, στη μητέρα του, αλλά μάλλον αποτυπώνονται οι μητέρες πολλών:
«Μπορείς να μου λύσεις μια απορία; Τα λεφτά που παίρνεις για το σπίτι είναι τα ίδια. Πώς καταφέρνεις να συντηρείς δύο σπίτια με τα ίδια λεφτά;»
«Είναι πολύ απλό. Ανοίγω το πρωί το ραδιόφωνο και ακούω ποια σούπερ μάρκετ κάνουν προσφορές. Επειδή κάνουν κάθε μέρα προσφορές σε άλλα είδη, μπορώ και ψωνίζω με τα ίδια λεφτά. (...) Πώς να τα βγάλω πέρα χωρίς τις προσφορές; Είμαστε η μόνη χώρα που στην κρίση οι τιμές ανεβαίνουν, αντί να πέφτουν» (σ. 223).
«Όταν οι εποχές είναι δύσκολες, ο ένας βοηθάει τον άλλο. Εγώ έτσι μεγάλωσα, Κώστα μου. Όταν κάποιος είχε πρόβλημα, έτρεχε ολόκληρη η γειτονιά» (σ. 234).
Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα καμία κριτική δεν περιγράφει την υπόθεση, μια που θα οδηγούσε στη λύση του αστυνομικού μυστηρίου και θα χανόταν το σασπένς που συνοδεύει την ανάγνωσή τους. Ενα σασπένς που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών, οι οποίοι θα αναγνωρίσουν σε πολλές φράσεις είτε τους ίδιους είτε κάποιους γνωστούς τους, θα γελάσουν, θα θυμώσουν, θα σκεφτούν. Όπως ακριβώς συμβαίνει και την πραγματικότητα γύρω μας.
Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ