Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

30/12/14

Ζώντας σαν ένας άλλος



Του Αναστάση Βιστωνίτη

«Ο εκπληκτικός πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), ως φανταστική επινόηση, ξεπερνά οποιοδήποτε δημιούργημα του Μπόρχες». Τα παραπάνω λέγονται από τον Χάρολντ Μπλουμ στο βιβλίο του Ο Δυτικός Κανόνας. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς παρόμοιο έπαινο για έναν συγγραφέα που όσο ζούσε εξέδωσε μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα, το Μήνυμα.
Κατά την προσφιλή θεωρία του Μπλουμ περί προγόνων και απογόνων, ο Πεσσόα, όπως και ο Νερούδα, ανήκει σε αυτούς που διάβασαν βιωματικά, θα λέγαμε, τον γενάρχη της αμερικανικής ποίησης Γουόλτ Γουίτμαν και μας συνδέουν μαζί του. Τα θεωρητικά σχήματα του Μπλουμ παρουσιάζονται βεβαίως πολύ πιο περίπλοκα, όμως αυτή είναι η ουσία της ανάλυσής του, που φυσικά εξυπηρετεί πρωτίστως τις μπλούμειες θεωρίες. Ο Πεσσόα δεν έγραψε μόνο ποιήματα αλλά και εξαίσια πεζογραφήματα, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει το ογκώδες Βιβλίο της ανησυχίας, που το έγραφε επί 22 χρόνια, από το 1913 ως το 1935, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος.

Ενας μετα-Ρεμπό

Το Βιβλίο της ανησυχίας, μικρά αποσπάσματα από το οποίο είχε δημοσιεύσει σε περιοδικά όσο ζούσε ο συγγραφέας, είχε σκοπό να το εκδώσει με την υπογραφή Μπερνάρντο Σοάρες. Ηταν ένα από τα ετερώνυμα που χρησιμοποιούσε αυτή η μυστηριώδης μορφή της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Πεσσόα πεθαίνοντας άφησε πίσω του ένα μπαούλο με ανέκδοτα χειρόγραφα γραμμένα από τους διάφορους ετερώνυμους που είχε δημιουργήσει: τον Αλβαρο ντε Κάμπος, τον Αλμπέρτο Καρέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις - και πάει λέγοντας...

Η ετερωνυμία (καμία σχέση με την ψευδωνυμία), παραπέμποντας στα πολλά πρόσωπα του ίδιου ανθρώπου, ήταν σαν να έκανε πράξη την πασίγνωστη φράση του Ρεμπό «(το) εγώ είναι ένας άλλος», μολονότι η απάντηση-παραλλαγή του Πεσσόα με τα λόγια του Μπερνάρντο Σοάρες, όπως το επισημαίνει στον εμπεριστατωμένο πρόλογό της και η μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα, διαφοροποιεί τον Πορτογάλο από τον Γάλλο: «Ζω είναι ένας άλλος». Ο Πεσσόα λοιπόν είναι το γοητευτικό φάντασμα ενός μετα-Ρεμπό που δεν εγκαταλείπει ούτε την πόλη ούτε τη χώρα του.

Αναπόφευκτα, αυτό μας οδηγεί αλλού: στη διαπίστωση ότι η σχέση του Πεσσόα με τη λογοτεχνία της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι απείρως σημαντικότερη από την όποια σχέση του με τον Γουίτμαν όπου επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο Χάρολντ Μπλουμ. Εξάλλου, αν σημειώσει κανείς τα ονόματα συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, από τον Ομηρο και τον Βιργίλιο ως τον Ουγκό, τον Ρουσό και τον Λεοπάρντι που απασχολούν τον Πεσσόα, τη σχέση αυτή εύλογα θα τη θεωρούσε αυτονόητη.

Το κρόνιο αίσθημα

Τι είναι όμως το Βιβλίο της ανησυχίας; Ημερολόγιο του ετερώνυμου Μπερνάρντο Σοάρες ή «μυθιστόρημα» του Πεσσόα γι' αυτόν τον ασήμαντο βοηθό λογιστή που ψάχνει τον κόσμο και τον εαυτό του στη Λισαβόνα των αρχών του 20ού αιώνα; Και πώς να αποφασίσει ο αναγνώστης για το ποια εκδοχή είναι η σωστότερη όταν ο ίδιος ο Πεσσόα χαρακτηρίζει τον Σοάρες όχι ως ετερώνυμο αλλά ως «ημι-ετερώνυμό του;». Ενα είναι βέβαιο, ούτως ή άλλως: ότι κι εδώ έχουμε τον Πεσσόα, τον ποιητή που εν πολλοίς αυτοβιογραφούμενος εκφράζεται σε πρόζα μιλώντας για τα πάντα και σχολιάζοντας τα πάντα: τι λένε άλλοι συγγραφείς, τι βλέπει και πώς το βλέπει, τι είναι το ένα και το άλλο: «Αναζητώ - δεν βρίσκω. Θέλω και δεν μπορώ» γράφει (σελ. 294 του πρώτου τόμου).

Αν αυτό θυμίζει το «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω» του Μπέκετ, αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: η αδυναμία και η μάχη εναντίον της με την επίγνωση ότι εξ ορισμού πρόκειται για χαμένη μάχη αποτελούν μείζον χαρακτηριστικό του μοντερνισμού, και αποκορύφωμά του είναι το έργο εν προόδω, όπως συμβαίνει με όλα τα κείμενα του Πεσσόα, του Τζόις, του Μπέκετ και τόσων άλλων. Ολοι τους έγραφαν σε διάφορες παραλλαγές ένα και μοναδικό έργο. Ολοκληρωμένο, ημιτελές, αποσπασματικό - δεν έχει σημασία. Οπως δεν έχει σημασία και το γεγονός ότι ορισμένοι νεότεροι θεωρητικοί δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Πεσσόα καταχρηστικά - για να μην πει κανείς: πρωθύστερα - ως μεταμοντέρνο, ή μεταμοντερνιστή αν προτιμάτε, πράγμα που θυμίζει το σαρκαστικό σχόλιο του Ουμπέρτο Εκο: ότι με λίγη καλή θέληση θα μπορούσαμε και τον Ομηρο να τον χαρακτηρίσουμε μεταμοντέρνο.

Η λέξη «ανησυχία» του τίτλου σηματοδοτεί και το κλίμα που κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Δεν είναι το φροϋδικό Angst, δεν είναι η ανησυχία για το ενδεχόμενο, αυτό που επικρέμαται και μας απειλεί ή εκείνο που φοβόμαστε ότι θα συμβεί, αλλά το σύνολο της πραγματικότητας που βαραίνει τις μύχιες σκέψεις και τις εκφάνσεις του βίου. Είναι, ακόμη, η δυσθυμία, η μελαγχολία, δηλαδή το κρόνιο αίσθημα το οποίο συναντά κανείς την ίδια εποχή - και σε άλλο επίπεδο - στα δοκίμια του Μπένγιαμιν, όπως με οξύτητα το περιγράφει στο έξοχο δοκίμιό της Under the Sign of Saturn η Σούζαν Σόντακ, που περιέχει πάμπολλα στοιχεία του μποντλερικού spleen, δηλαδή το βάρος μιας αίσθησης τόσο συντριπτικής ώστε η επίδρασή της στον ψυχισμό να είναι τέτοια που να σου δίνει την εντύπωση ότι οι συνέπειές της δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να αποβούν μοιραίες.

Ο «οίστρος του θανάτου»

Οι τρεις παρακάτω φράσεις είναι απολύτως μποντλερικές: «Η ιδέα του ταξιδιού μού φέρνει ναυτία. / Εχω δει όλα όσα ποτέ μου δεν είχα δει. / Εχω ήδη δει όλα όσα δεν είδα ακόμα» (σελ. 174 του πρώτου τόμου). Και ξεκινώντας έτσι, ο Πεσσόα αρχίζει στη συνέχεια να μιλάει για το θέμα της πλήξης, επίσης με μποντλερικό τρόπο αλλά ενσωματώνοντας ταυτοχρόνως στοιχεία μιας κατατονικής ομολογίας της αποτυχίας, ομολογίας που εύκολα θα την υιοθετούσαν οι υπαρξιστές, όπως για παράδειγμα όταν γράφει: «Νιώθω για τη ζωή μια αόριστη ναυτία και η κίνησή μου την επιτείνει», ή «Η ζωή για μένα είναι μια υπνηλία που δεν φτάνει στον εγκέφαλο». Εχει κάποιος την εντύπωση ότι αυτά δεν τα λέει ο Μπερνάρντο Σοάρες (Πεσσόα) αλλά ο Ροκαντέν της σαρτρικής Ναυτίας. Ο ίδιος, πολλές σελίδες αργότερα, θα γράψει: «Με πονάει το κεφάλι μου και το Σύμπαν». Κι άλλοτε, μέσα σε μια σκοτεινή έξαρση, θα πει με το πάθος και την απελπισία του δύσθυμου, του επιζώντος, του κατατρεγμένου και του καταραμένου, θα απευθύνει τη σκοτεινή και ταραγμένη του επίκληση στον Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας: «Δέσποτα Βασιλιά της Αποστασιοποίησης και της Παραίτησης, Αυτοκράτορα του Θανάτου και του Ναυαγίου, όνειρο ζωντανό που περιπλανιέται μεγαλοπρεπές, ανάμεσα στα ερείπια και τους δρόμους του κόσμου». Και λίγο πιο κάτω θα τον δει σε ένα αλλόκοσμο τοπίο θανάτου: «Πηγαίνει ο Βασιλιάς να δειπνήσει με τον Θάνατο, στο αρχαίο παλάτι του, στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα στα βουνά, μακριά από τη ζωή, ξένος στον κόσμο». Τα παραπάνω είναι από το «κεφάλαιο» - αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κεφάλαια τα τμήματα αυτού του βιβλίου - Πένθιμο εμβατήριο για τον βασιλιά Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας, όπου βέβαια δεν πρόκειται για κανέναν Λουδοβίκο καμιάς Βαυαρίας, αλλά για την παράφορη και παραληρηματική σχεδόν έξαρση κάποιου που έχει καταληφθεί από τον κατά τον Εμπειρίκο «οίστρο του θανάτου».

Παραβιάζει κανείς ανοιχτές πόρτες λέγοντας ότι ο Πεσσόα ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα που τον ανακαλύψαμε μισόν αιώνα σχεδόν μετά τον θάνατό του (υποψιάζεται όμως ότι ως έναν βαθμό αυτό ήταν και δική του επιθυμία). Τίποτε δεν χάνεται τελικά. Το Βιβλίο της ανησυχίας κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία το 1982. Στο διάστημα των δέκα επόμενων χρόνων εκδόθηκε και στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ηταν καιρός να δει το φως της δημοσιότητας και στη χώρα μας, όπου το έργο του Πεσσόα αρχίζει να αποκτά ένα διόλου ευκαταφρόνητο - και φανατικό - κοινό. Και είναι ευτύχημα που μεταφράστηκε σε ωραία ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα, η οποία συνοδεύει τη δίτομη έκδοση με έναν καλογραμμένο και κατατοπιστικό πρόλογο.

Πηγή: http://www.tovima.gr/


12/12/14

Βιβλιοτρόπιο Δελτίο 33 Δεκέμβριος 2014



Μια υπουργός πολιτισμού που διαβάζει ελάχιστα, η ιδιάζουσα περίπτωση του Γιόζεφ Ροτ, το νέο ζωτικό φαινόμενο της λογοτεχνίας, καθώς και μία συνέντευξη με τη Ήβη Μελεάγρου είναι μερικά από τα θέματα που περιλαμβάνονται στο 33ο τεύχος του Βιβλιοτροπίου για τον μήνα Δεκέμβριο.

Καλή ανάγνωση….

4/12/14

Χαρούκι Μουρακάμι: «Το νόημα της ζωής βρίσκεται στις επιλογές»


Ο ιάπωνας συγγραφέας, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του», μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα»



Ο Χαρούκι Μουρακάμι ανήκει στα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας πεζογραφίας. Παρά το γεγονός ότι το όνομά του συζητείται έντονα κάθε χρόνο για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ούτε εφέτος το πήρε. Αυτό πάντως φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τους «τζογαδόρους» της λογοτεχνίας παρά τον ίδιο.

Ο ιάπωνας συγγραφέας, 65 ετών σήμερα, δεν εξαργυρώνει την επιτυχία κυνηγώντας τη δημοσιότητα και δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις. Δέχθηκε όμως, με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος, να μιλήσει αποκλειστικά στο «Βήμα της Κυριακής» και μέσω της εφημερίδας να απευθυνθεί στους έλληνες αναγνώστες του - υπάρχουν θαυμαστές του στη χώρα μας που φτιάχνουν ακόμη και λίστες (κλασικής, τζαζ και ροκ κατά κύριο λόγο) μουσικής βασισμένες στα βιβλία του.

Το ογκωδέστατο «1Q84», επί παραδείγματι, το λογοτεχνικό magnum opus του ιδίου που προηγήθηκε, αρχίζει με τη «Συμφωνιέτα» του Λέος Γιάνατσεκ, ενώ στο δέκατο τρίτο μυθιστόρημά του που μόλις κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, μια παράξενη, εγκιβωτισμένη ιστορία «μεταβίβασης» του θανάτου συνοδεύεται, τρόπον τινά, από την ήρεμη και λυπητερή μελωδία του κομματιού «Le mal du pays» (περιέχεται στη συλλογή «Années de pèlerinage» με σουίτες για πιάνο) του Φραντς Λιστ. Ετσι εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (2013) που μετέφρασε η Μαρία Αργυράκη από την ιαπωνική γλώσσα, μια ιστορία για τη δύσκολη πορεία του ανθρώπου προς την ωριμότητα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την κυριολεκτική ενηλικίωση ενός ατόμου.

Βέβαια, «όταν γράφω μυθιστορήματα παίρνω βοήθεια από διάφορες πλευρές. Από τη μουσική, από τις γάτες, από τα πηγάδια, το ψυγείο, τη Νέα Σελήνη. Γιατί δεν μπορώ να τα γράψω βασισμένος μόνο στις δικές μου δυνάμεις» εξήγησε ο Χαρούκι Μουρακάμι. Το νέο του λογοτεχνικό εγχείρημα είναι διαφορετικό από το προηγούμενο, σαφώς πιο συμπυκνωμένο, αλλά ο ίδιος δεν έχει την αίσθηση ότι συντελείται κάποια «στροφή» στο έργο του.  «Ως τώρα γράφω όπως νιώθω τη δεδομένη στιγμή, μυθιστορήματα διαφορετικού μεγέθους και είδους».

«Υπάρχουν μέσα μου διάφορες ιστορίες που θέλουν να γραφούν και το μόνο που κάνω είναι να τις βγάζω στην επιφάνεια και να τους δίνω τη γραπτή μορφή τους. Ποτέ μου δεν έχω σκεφτεί να αφηγηθώ ιστορίες κάποιου συγκεκριμένου είδους. Τα πάντα ακολουθούν μια φυσική διαδικασία. Απλώς βάζω στο χαρτί αυτούσιο αυτό που βγαίνει από μέσα μου. Την επόμενη φορά, πιστεύω, θα γράψω κάτι που θα έχει εντελώς διαφορετική μορφή. Είναι πολύ πιθανόν» ανέφερε ο ιάπωνας συγγραφέας που απ' ό,τι φαίνεται δεν πονοκεφαλιάζει με τις κατηγοριοποιήσεις του έργου του.

Τον ρωτήσαμε πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τις έννοιες του «μεταμοντερνισμού» αλλά και του «μαγικού ρεαλισμού» που επιστρατεύονται συχνά προκειμένου να καταταχθούν και να ερμηνευτούν τα βιβλία του στα οποία κυριαρχούν οι παράλληλες πραγματικότητες, τα πολλά επίπεδα της μνήμης και της φαντασίας αλλά και τα δαιδαλώδη ανθρώπινα όνειρα. «Για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας, δεν αντιλαμβάνομαι τις έννοιες "μαγικός ρεαλισμός" και "μεταμοντερνισμός". Εγώ απλώς γράφω τις ιστορίες που υπάρχουν βαθιά μέσα μου. Αν θέλετε να τους βάλουμε οπωσδήποτε έναν -ισμό, τότε νομίζω μόνο το "Μουρακαμισμός" ταιριάζει αφού πρόκειται για κάτι εξ ολοκλήρου δικό μου. Εγώ προσωπικά πάντως ονομάζω το στυλ των μυθιστορημάτων μου sushi-noir» υπογράμμισε με μια περιπαικτική διάθεση ο Χαρούκι Μουρακάμι.

Κρατήστε το αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού σας. Ο ήρωάς του, ο Τσουκούρου Ταζάκι - του οποίου το αμφίσημο όνομα, το ιδεόγραμμα στα ιαπωνικά δηλαδή, επελέγη από τον πατέρα του να σημαίνει «φτιάχνω, κατασκευάζω» και ο οποίος λατρεύει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς - ήταν «μέτριος σε όλα, ή μάλλον λίγο άχρωμος». Αντιθέτως οι φίλοι του - δύο αγόρια, ο Ακα και ο Αο, και δύο κορίτσια, η Σίρο και η Κούρο - προερχόμενοι από οικογένειες της ανώτερης μεσοαστικής τάξης της Ναγκόγια, είχαν τυχαία ένα μικρό κοινό σημείο μεταξύ τους: ένα ιδεόγραμμα που υποδήλωνε κάποιο χρώμα: κόκκινο, γαλάζιο, άσπρο και μαύρο αντιστοίχως.

Η παρέα ήταν ενωμένη και αγαπημένη. Στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, στο δεύτερο έτος του ήρωα στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, η ζωή του Τσουκούρου Ταζάκι αλλάζει άρδην. Η παρέα αποφασίζει τον «διωγμό» του, χωρίς καλά-καλά να του εξηγήσει την αιτία, και ο ίδιος μέσα σε έξι μήνες φθάνει κυριολεκτικά στα πρόθυρα του θανάτου! Το εξωφρενικό είναι ότι ούτε ο ίδιος ενδιαφέρθηκε να μάθει ποτέ την αιτία - ώσπου σε ηλικία 36 ετών τον παρακολουθούμε αποφασισμένο, σπρωγμένο από τη μεγαλύτερή του Σάρα με την οποία διατηρεί σχέση, να διαλευκάνει το μυστήριο για να προχωρήσει στη ζωή του.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι στήνει μια καφκικής έμπνευσης ιστορία, κάτι που δεν το κάνει, βέβαια, για πρώτη φορά. Ο συγγραφέας φαίνεται να παίρνει την πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και από «εξωτερική» που είναι στις συμβατικές περιπτώσεις, να τη μετατρέπει σε «εσωτερική» ας πούμε, μοιάζει δηλαδή ο «δολοφόνος» εν προκειμένω, να μην είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό του ήρωα!

«Ο Τσουκούρου Ταζάκι δεν ήθελε να μάθει τον λόγο της "απόρριψής" του ίσως επειδή φοβόταν να τον αντιμετωπίσει. Η Σάρα όμως τον προέτρεψε να το κάνει. Οπως καταλαβαίνετε, αυτό για τον Τσουκούρου ήταν μια μύηση στην ωριμότητα. Επιπλέον, για να βρει τον λόγο της απόρριψής του έπρεπε να περάσει μέσα από τον περίπλοκο και σκοτεινό λαβύρινθο της ψυχής του. Η επίσκεψή του στη Φινλανδία για να συναντήσει την Κούρο, αποτελεί ένα είδος "λίμπο" (σ.σ.: μεταιχμιακή κατοικία των αβάφτιστων ψυχών στον κάτω κόσμο σύμφωνα με τη μεσαιωνική αντίληψη της Καθολικής Εκκλησίας) χωρίς βέβαια να προσάπτω τέτοιο χαρακτηρισμό στην πραγματική Φινλανδία» αστειεύτηκε ο συγγραφέας. «Ο Τσουκούρου αυτονομείται ως άτομο μόνο αφού επιστρέψει από αυτό το ταξίδι. Οσον αφορά τις ιστορίες μυστηρίου, δεν χρησιμοποιώ συνειδητά τη μέθοδό τους, τώρα όμως που μου το επισημαίνετε το θεωρώ πολύ πιθανό! Ισως να οφείλεται στο γεγονός ότι έχω διαβάσει με μεγάλο ενδιαφέρον αρκετές ιστορίες μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας» απάντησε ο Χαρούκι Μουρακάμι.

Ο Χάιντα, ένας μικρότερος συμφοιτητής του Τσουκούρου Ταζάκι που επίσης εξαφανίζεται απροειδοποίητα στο μυθιστόρημα, του λέει κάποια στιγμή ότι τον «συλλογισμό τον προξενεί ο πόνος, όχι η ηλικία». Φαίνεται, είπαμε στον συγγραφέα, ότι αυτό που αποκαλούμε γνώση ή και σοφία εν πάση περιπτώσει, δεν σχετίζεται με την ευτυχία σε αυτή την ιστορία. Αραγε ισχύει εν γένει αυτό; Τον απασχολεί καθόλου; «Στα μυθιστορήματά μου στην ουσία δεν με αφορά η ανθρώπινη ευτυχία ή δυστυχία. Το πραγματικό νόημα της ζωής βρίσκεται στις επιλογές, πιστεύω. Οπότε δίνω μεγάλη έμφαση στη φύση της επιλογής. Οχι στο αποτέλεσμα. Οι επιλογές μας τις περισσότερες φορές γίνονται μέσα σε μια ανεμοθύελλα συγκυριών, στο σκοτάδι του παραλόγου. Παρ' όλα αυτά - φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε πάνω σε αυτό - καλούμαστε υποχρεωτικά να αναλάβουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και εγώ δεν ενδιαφέρομαι να μάθω το αποτέλεσμα αλλά μάλλον το είδος της επιλογής. Πολλές φορές οι επιλογές μας δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές προθέσεις μας εξαιτίας κάποιας εξάρτησης ή κάποιων συναισθημάτων μας» είπε ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο πλέον «δυτικός» ιάπωνας συγγραφέας σήμερα (και δεινός μεταφραστής των μεγάλων της αγγλόφωνης λογοτεχνίας), κάτι που στην πατρίδα του είναι λόγος κριτικής, είναι λόγος να θεωρείται ο ίδιος «παρίας» ή και «απόκληρος» ακόμη-ακόμη. «Δεν τα πήγαινα καλά με το καλλιτεχνικό σύστημα στην Ιαπωνία και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω από τη χώρα για να δουλέψω, κάτι που νομίζω πως μου βγήκε σε καλό. Εχω την εντύπωση πως δεν τα πάω καθόλου καλά με τα συστήματα γιατί είμαι άτομο που σκέφτεται με τον δικό του τρόπο. Οταν οι κανόνες του συστήματος έρθουν σε αντιπαράθεση με τους προσωπικούς μου κανόνες, θα προτιμήσω φυσικά τους δικούς μου» σχολίασε ο ίδιος. Ο Χαρούκι Μουρακάμι δεν είναι αυτό που λέμε ένας «πολιτικός συγγραφέας» με τη στενή σημασία του όρου. Συμφωνεί και αυτός με μια τέτοια προσέγγιση. «Νομίζω πως είμαι ένα πολιτικά υγιές άτομο. Αποφεύγω όμως όσο μπορώ να κάνω πολιτικές δηλώσεις. Γιατί από τη στιγμή που θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου θα έχω την ευθύνη να υποστηρίξω μέχρι τέλους τους ισχυρισμούς μου. Δεν θα μπορέσω να ξεμπερδέψω εύκολα λέγοντας "δεν βαριέσαι, λόγια του αέρα...".  Μάλλον αδυνατώ να αναλάβω τέτοια ευθύνη. Εξάλλου, πιστεύω πως ένας συγγραφέας πρέπει να αρθρώνει τον πολιτικό του λόγο εξ ολοκλήρου μέσα από το έργο του. Το ιδανικό θα ήταν να το επιτύχει όχι επιλέγοντας κάποιο συγκεκριμένο θέμα, αλλά με τον τρόπο που θα γράψει οποιοδήποτε κείμενό του» συμπλήρωσε.

Μοιράστηκε, τέλος, μαζί μας κομμάτια της «ελληνικής εμπειρίας» του. «Αρκετά από τα πρώτα κεφάλαια του "Νορβηγικού Δάσους" τα έγραψα στην Ελλάδα. Νομίζω το 1987 ήταν, όταν άρχισα να το γράφω, χειμωνιάτικα, στη Μύκονο. Τέλος σεζόν, ούτε ένας τουρίστας στην περιοχή! Είχα νοικιάσει για μερικούς μήνες ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου και από το παράθυρο έβλεπα λιβάδια με πρόβατα που έβοσκαν. Οταν κουραζόμουν να κάθομαι στο γραφείο και να δουλεύω κατέβαινα σε κάποιο μπαράκι στην πόλη για ένα ποτήρι κρασί. "Mykonos Bar" το έλεγαν, νομίζω. Σύχναζα σε αρκετά μπαράκια εκεί, τα θυμάμαι ακόμη. Πριν από τη Μύκονο είχα μείνει και στις Σπέτσες για έναν μήνα. Είχα δουλέψει και εκεί αρκετά. Στην Αθήνα έτρεξα μια φορά στον Μαραθώνιο, στα μέσα της δεκαετίας του '80. Το χάρηκα πραγματικά. Και πριν από αυτό, το 1983 μάλλον, έτρεξα μόνος μου την αντίστροφη διαδρομή, από το Καλλιμάρμαρο στον Μαραθώνα. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, με αφόρητη ζέστη. Μετά όμως απόλαυσα την μπίρα μου στο χωριό του Μαραθώνα». Εχει γράψει αναλυτικά για αυτό στο βιβλίο του «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο» (Ωκεανίδα, 2011) όπου παραλληλίζει την κοπιώδη άθληση με τη συγγραφή.

* Ευχαριστούμε θερμά τη μεταφράστρια του συγγραφέα, την κυρία Μαρία Αργυράκη, για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

Πηγή: www.tovima.gr