Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

27/6/14

Ο Μίλαν Κούντερα ψάχνει τη σοφία στην ασημαντότητα



Ο Ιωσήφ Στάλιν, με το που ολοκληρωνόταν άλλο ένα κουραστικό μεροκάματο στο Κρεμλίνο, συνήθιζε να μένει λίγο ακόμη με τους συνεργάτες του και να χαλαρώνει αφηγούμενος σύντομες ιστορίες από τη ζωή του. Σαν την ιστορία με τις είκοσι τέσσερις πέρδικες, λόγου χάριν, που αναφέρει ο Νικίτα Χρουστσόφ στα «Απομνημονεύματά» του.

Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης σηκώθηκε μια μέρα, φόρεσε ένα παλιό παλτό με κουκούλα, έβαλε και τα σκι του, άρπαξε κι ένα ντουφέκι και βγήκε για κυνήγι. Εκανε με τα πόδια δεκατρία χιλιόμετρα. Κάποια στιγμή είδε κάτι πέρδικες να κουρνιάζουν σε ένα δέντρο. Κάθησε και τις μέτρησε. Είκοσι τέσσερις. «Αλλά τι γκίνια! Είχε πάρει μαζί του μόνο δώδεκα φυσίγγια! Ρίχνει, σκοτώνει τις δώδεκα, έπειτα γυρίζει, ξανακάνει τα δεκατρία χιλιόμετρα ως το σπίτι του, και παίρνει άλλα δώδεκα φυσίγγια. Διανύει και πάλι τα δεκατρία χιλιόμετρα και ξαναβρίσκεται μπροστά στις πέρδικες, που είναι κουρνιασμένες ακόμα στο ίδιο δέντρο. Και τελικά τις σκοτώνει όλες»... Δεν γέλασε όμως κανείς... Αντιθέτως, όταν οι σύντροφοι πήγαν έπειτα στα λουτρά, μια μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε και για τουαλέτες - ο καθένας είχε το δικό του ουρητήριο που το είχε φτιάξει και το είχε υπογράψει διαφορετικός καλλιτέχνης, ενώ ο «πατερούλης» κατούραγε αλλού μόνος του -, «φτύναμε από περιφρόνηση» επειδή «έλεγε ψέματα!», όπως ωρυόταν ο Χρουστσόφ, ο οποίος λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του διαδέχθηκε τον ψεύτη, τον Στάλιν, που προσπαθούσε ματαίως να κάνει πλάκα αλλά όλοι τον έπαιρναν μονάχα στα σοβαρά... «Στο λεξιλόγιό μου, το λεξιλόγιο ενός άπιστου», ακούγεται η φωνή του διακριτικότατου αφηγητή στο νέο μυθιστόρημα του 85χρονου Μίλαν Κούντερα υπό τον απολύτως κουντερικό τίτλο Η γιορτή της ασημαντότητας, «μόνο μια λέξη είναι ιερή: η φιλία. Τους τέσσερις φίλους που σας γνώρισα, τον Αλαίν, τον Ραμόν, τον Σαρλ και τον Κάλιμπαν, τους αγαπάω. Γι' αυτό και πήγα μια μέρα το βιβλίο του Χρουστσόφ στον Σαρλ, για να διασκεδάσουν όλοι τους».

Γύρω ακριβώς από αυτή την παράξενη τετραμερή φιλία απλώνει τα αφηγηματικά νήματα του μυθιστορήματός του ο γαλλοτσέχος συγγραφέας με τρόπο που, κατά τ' άλλα, φέρνει στον νου τον παιγνιώδη χαρακτήρα της Commedia dell' arte. Ο Αλαίν, τον οποίο εγκατέλειψε η μητέρα του όταν ήταν παιδί και γι' αυτό ανήκει στους «συγγνωμάκηδες» (excusards), μαγνητίζεται από τους γυμνούς αφαλούς των κοριτσιών και στοχάζεται τις διαφορετικές πηγές της γυναικείας γοητείας προκειμένου να θεμελιώσει μια σύγχρονη θεωρία για τον ερωτισμό.

Ο συνταξιοδοτημένος Ραμόν, ο πλέον βαθυστόχαστος της παρέας που δεν διστάζει να διακηρύξει ότι «η ασημαντότητα είναι η ουσία της ύπαρξης» και ότι «πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε», εξοργίζεται με την ανθρώπινη ουρά μπροστά στο μουσείο που βρίσκεται δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου - πιστεύει ότι όσοι περιμένουν να δουν μια έκθεση με πίνακες του Σαγκάλ στην ουσία πλήττουν - και ανησυχεί για την άρρωστη μητέρα του που αργοπεθαίνει στην Ταρμπ. Ο Κάλιμπαν είναι ένας άνεργος ηθοποιός - του 'μεινε το όνομα από την τελευταία του παράσταση στην οποία ενσάρκωσε τον μελαψό αγροίκο από την Τρικυμία του Σαίξπηρ - ο οποίος επινοεί μια φανταστική γλώσσα, ένα αλλοπρόσαλλο ιδίωμα της πακιστανικής, για να περνάει ευχάριστα η ώρα όταν πηγαίνει να δουλέψει ως σερβιτόρος μαζί με τον Σαρλ που βγάζει τα προς το ζην διοργανώνοντας δεξιώσεις σε σπίτια - όπως αυτή στου Ντ' Αρντελό που αφήνει τους άλλους να πιστεύουν ότι έχει καρκίνο ενώ δεν είναι έτσι. Στον Σαρλ πάλι καρφώνεται η ιδέα να γράψει ένα έργο για κουκλοθέατρο εμπνευσμένο από τη «δολοφονημένη ουτοπία» του περασμένου αιώνα, μια ιδέα που κλώθει στο μυαλό του περισσότερο γιατί μόνο έτσι ευχαριστιέται «αυτό το α-νόητο πράγμα, που τον σαγήνευε ακριβώς επειδή δεν είχε κανένα νόημα»... Η ασημαντότητα που μας περιβάλλει είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας, γράφει ο Μίλαν Κούντερα και μας υπενθυμίζει τις σκέψεις του Χέγκελ για το κωμικό: ότι δηλαδή το πραγματικό χιούμορ είναι αδιανόητο χωρίς την «ατέλειωτη ευδιαθεσία», το ατέρμονο κέφι. Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τι γράφει ο γαλλοτσέχος συγγραφέας και στο βιβλίο του Η τέχνη του μυθιστορήματος ούτως ώστε να συντονιστούμε καλύτερα με το νέο του εγχείρημα: «Στην αρχή του το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα ήταν διασκέδαση κι όλοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι τη νοσταλγούν! Εξάλλου η διασκέδαση δεν αποκλείει διόλου τη σοβαρότητα. Στο Βαλς του Αποχαιρετισμού αναρωτιόμαστε: ο άνθρωπος αξίζει να ζει πάνω σ' αυτή τη γη; Δεν πρέπει μήπως "ν' απελευθερώσουμε τον πλανήτη από τα νύχια του ανθρώπου;". Το να συνενώσω την ακραία σοβαρότητα του ερωτήματος με την ακραία ελαφρότητα της φόρμας, αυτό είναι ανέκαθεν η φιλοδοξία μου. Και δεν πρόκειται για μια φιλοδοξία καθαρά καλλιτεχνική. Η ένωση μιας επιπόλαιης φόρμας και ενός σοβαρού θέματος αποκαλύπτει τα δράματά μας (εκείνα που διαδραματίζονται στα κρεβάτια μας, όπως κι εκείνα που παίζουμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) σ' όλη την τρομερή τους ασημαντότητα». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου ο Κούντερα συμπληρώνει: «Προσφέροντάς μας την όμορφη ψευδαίσθηση του ανθρώπινου μεγαλείου, το τραγικό μάς δίνει κάποια παρηγοριά. Το κωμικό είναι πιο σκληρό: μας αποκαλύπτει βάναυσα την ασημαντότητα των πάντων». Σε ένα άλλο κείμενό του που περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη Συνάντηση, υπό τον τίτλο «Η κωμική απουσία του κωμικού» ο Κούντερα, αναλύοντας τη συμπεριφορά ορισμένων ηρώων από τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι, αναφέρεται σε «ένα γέλιο χωρίς κωμική αιτία», στον κόσμο που «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε», δηλαδή «τον κόσμο του χωρίς χιούμορ γέλιου». Το νέο του βιβλίο πάντως εμπίπτει σε αυτό που έλεγε ο Γκόγκολ, ένας μελαγχολικός χιουμορίστας του δέκατου ένατου αιώνα: «Αν κοιτάζουμε προσεκτικά και για πολλή ώρα μιαν αστεία ιστορία, γίνεται όλο και πιο λυπηρή».

Πηγή: http://www.tovima.gr/