Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

24/5/13

Τι λογοτεχνία θέλουμε;






Του Γ. Ν. Περαντωνάκη

Ένα βασικό ερώτημα που απασχολεί όσους συζητάνε για τη λογοτεχνία είναι αν αυτή αποτελεί έναν κώδικα που αποδίδει την εξωκειμενική πραγματικότητα ή ένα κλειστό σύμπαν που αναφέρεται μόνο στον εαυτό-του. Με άλλα λόγια, ένα μυθιστόρημα λ.χ. παραπέμπει στον κόσμο έξω από αυτό, τον αντανακλά, τον μιμείται; Ή, αντίθετα, είναι μια περίκλειστη κατασκευή που δεν αφορά σε τίποτα έξω από αυτήν;

Ομφαλοσκόπηση ή άνοιγμα της λογοτεχνίας;

Ο Tzvetan Todorov, αφού αφηγείται την προσωπική του μετάβαση από την ιδεολογική ανάγνωση της λογοτεχνίας στη Βουλγαρία στη δομιστική αντιμετώπισή της στο Παρίσι, προσπαθεί να απαντήσει στα παραπάνω ερωτήματα. Και η δική του περίπτωση δεν είναι άσχετη με τους θεωρητικούς του προβληματισμούς, αφού η μαρξιστική θεωρία τής αντανάκλασης, που κυριαρχούσε στις κομμουνιστικές χώρες, πίστευε απόλυτα στη στενή σχέση τού εποικοδομήματος –της λογοτεχνίας συμπεριλαμβανομένης– με την κοινωνική βάση. Ως εκ τούτου το έργο τέχνης συναρτάται με τις εξωλογοτεχνικές του καταβολές και δεν διαθέτει αυτονομία.

Αντίθετα, άλλες θεωρίες τής λογοτεχνίας, αρχής γενομένης από τον φορμαλισμό, πρέσβευαν ότι η λογοτεχνία είναι πρώτιστα γλώσσα, εσωτερικά συνεπής δομή, κατασκευή που δεν παραπέμπει σε κάτι άλλο, που δεν «αναφέρεται» αλλά απλώς «σημαίνει», που δεν είναι αντιγραφή ή προσέγγιση ενός άλλου κόσμου αλλά κατά βάση δημιουργία του. Επομένως, η ηθική, η πολιτική, η ιδεολογία εν γένει, δεν μπορούν να αποτελέσουν κριτήρια αισθητικής, αφού η τέχνη κρίνεται μόνο με τα δικά της μέτρα και σταθμά.

Η πρώτη άποψη απορρέει από τη θεώρηση της τέχνης ως χρηστικού μέσου κατά την αρχαία και μεσαιωνική περίοδο, ενώ η δεύτερη κατάγεται από την ανάδυση ανεξάρτητων υποκειμένων που ξεκίνησε από τον Διαφωτισμό. Η πρώτη στιγματίστηκε από ηθικιστικές ή πολιτικές σκοπιμότητες, από τη στράτευση και την ιδεολογική χρήση τής λογοτεχνίας, γεγονός που την υποβάθμισε σε εργαλείο και όχι σε αυτοσκοπό. Η δεύτερη αντίθετα καταξιώθηκε, αφού προσέδωσε σε κάθε καλλιτέχνημα την αυταξία του ως φορέα τού ωραίου, χωρίς ιδιοτελείς σκοπούς και άλλες ωφελιμιστικές εξαρτήσεις.

Φόρμα ή νόημα;

Ο Τζ. Τοντόροφ, παρόλο που μελετά ψύχραιμα το θέμα, αφήνει να διαφανούν οι επιφυλάξεις του για τις παγιωμένες αντιλήψεις που πρόσκεινται περισσότερο στη δεύτερη άποψη. Εξηγεί, σχετικά νωρίς, ότι ο κύκλος τής τέχνης προφανώς εφάπτεται και ενίοτε τέμνεται από τους κύκλους τής πολιτικής, της κοινωνίας, της θρησκείας, της ηθικής, της οικονομίας και δεν μπορεί να μένει ανεξάρτητος από αυτούς. Έτσι, προτείνει εμφαντικά να απαγκιστρωθεί η μελέτη και η διδασκαλία τής λογοτεχνίας από τη σολιψιστική της εμμονή στη μορφή και να επιστρέψει στην ανάλυση των νοημάτων, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στο γενικότερο διάλογο των ιδεών. Αυτή η πρόταση συνίσταται από δύο παραμέτρους, που αξίζει να συζητηθούν.

Αφενός, ο Τζ. Τοντόροφ κλίνει προς τις απόψεις που θέλουν το νόημα του κειμένου να παράγεται από την πρόθεση του δημιουργού να αποτυπώσει μια συγκεκριμένη στάση ζωής. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το κείμενο έχει εξ αρχής μια συγκεκριμένη στόχευση, που βασίζεται στο πνεύμα, στις ιδέες, στις αντιλήψεις τού λογοτέχνη και συνδέεται στενά με τη ζωή του. Γι’ αυτό φέρνει ως παράδειγμα τη βιογραφία τού Φ. Ντοστογέφσκυ από τον Joseph Frank, η οποία μπορεί να συμβάλει στην ανάδειξη των έργων του.



Η λογοτεχνία υπό το πρίσμα των επιστημών του ανθρώπων

Αφετέρου, εισηγείται δυναμικά να πάψουμε να βλέπουμε το έργο ως ένα κλειστό σύμπαν γλωσσικής αρτιότητας και αυτοπραγμάτωσης και να το δούμε υπό το πρίσμα των επιστημών τού ανθρώπου. Να μην πιστεύουμε ότι έχει τη δική του αλήθεια, που κρίνεται μάλιστα με δικούς της όρους και μόνο, αλλά να τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων και να εξεταστεί με τους όρους με τους οποίους κρίνονται άλλες μορφές αλήθειας, έστω και αν λάβουμε υπόψη μας την ιδιαίτερη υφή κάθε φαινομένου. Το λογοτέχνημα, με άλλα λόγια, δεν είναι αντικείμενο της φιλολογίας για φιλολόγους, αλλά αντικείμενο ενός ευρύτερου διαλόγου για τις ιδέες που ανέκαθεν απασχολούν τον άνθρωπο.

Η πρώτη του θέση ενέχει τον κίνδυνο να εξαρτήσουμε μονοσήμαντα το κείμενο με το περιβάλλον του δημιουργού και να του στερήσουμε έτσι τη δυνατότητα πολλών ερμηνειών και κυρίως μιας διαχρονικής αξίας που δεν εξαρτάται από την εποχή κατά την οποία γράφτηκε. Η δεύτερη αξίζει, αφού ξανασυνδέει τη λογοτεχνία με τον εξωλογοτεχνικό λόγο, με την ηθική και τις αξίες με τις οποίες διασταυρώνεται, και έτσι, χωρίς τις ακρότητες του παρελθόντος, μπορεί να συστήσει την ποίηση και την πεζογραφία αλλά και το θέατρο ως δυναμικά μέσα κοινωνικής σκέψης.

Πηγή:http://www.bookpress.gr/stiles/gialia-oraseos/todorov-logotehnia