Μάθε ότι εμείς οι ανόητοι, με τους ανόητους νεκρούς / δεν πεθάναμε για τη σημαία, το βασιλιά και τον αυτοκράτορα / μα για τ’ όνειρο που γεννήθηκε στου βοσκού την παράγκα / και για τη μυστική γραφή του φτωχού
Thomas Kettle, «Στην Κόρη μου Μπέττυ, το Δώρο του Θεού»
Η Ιστορία, ως σύνολο ετερόκλητων εμπειριών, ιδωμένων και αφηγούμενων από διαφορετικές θέσεις, αποτελεί πλούσιο υλικό για τη λογοτεχνία, που αξιοποιεί συγκινησιακά την πολυσημία και την ανακρίβεια και ό,τι προκύπτει από τα κενά και τα ολισθήματα της ιστορικής θεώρησης. Στον αντίποδα της αληθινής Ιστορίας λοιπόν τοποθετεί συχνά την αλήθεια της προσωπικής μαρτυρίας, με τα ιστορικά γεγονότα να λειτουργούν περισσότερο ως δείκτες της μνήμης (του συνειδητού και ασύνειδου) των ηρώων της και συχνά ως σηματοδότες τραυμάτων με άμεσες συνέπειες στο παρόν του αναγνώστη.
Σε αρκετά σύγχρονα ξενόγλωσσα μυθιστορήματα αξιοποιείται το παιχνίδι των πολλαπλών ιστορικών μαρτυριών. Για παράδειγμα, στην Τρομπέτα της Τζάκι Κέι παρακολουθούμε τους άπειρους μάρτυρες-παντογνώστες του θανάτου του τρομπετίστα Μούντι ν’ αποτυπώνουν αμφίβολα στοιχεία για τον θανόντα. Στο Μπλανς και Μαρί του Per Olov Enquist ο συγγραφέας-αφηγητής και ο αφηγητής-ήρωας αλληλομπλέκονται και η ιστορία μετατρέπεται σε ποιητική εικοτολογία μιας ιστορίας προθέσεων.
Στη Μυστική γραφή του Σεμπάστιαν Μπάρυ παρακολουθούμε τις αφηγήσεις δύο ηρώων, της υπερήλικης Ροσίν, εδώ και χρόνια τροφίμου του ψυχιατρείου το Ροσκόμον, που αποφασίζει να καταγράψει στα κρυφά την ιστορία του εγκλεισμού της, και του θεράποντος γιατρού της, του δόκτορος Γκρεν, που την προσεγγίζει για να μάθει το παρελθόν της, θέλοντας, σε δεύτερο επίπεδο, να έρθει σε επαφή με τον ευάλωτό του εαυτό. Πέρα από τη φυσική παρουσία των ηρώων στον ίδιο χώρο, τίποτα δεν τους συνδέει πραγματικά και οι προσωπικές καταγραφές τους εξελίσσονται στο μυθιστόρημα ως ανεξάρτητες διηγήσεις, που διακόπτονται από τους σύντομους και χωρίς ιδιαίτερη ροή διαλόγους τους.
Η εξιστόρηση της Ροσίν είναι ψύχραιμη, στοχαστική και κρυπτική, με τη μοίρα της να σφραγίζεται από τον ιρλανδικό εμφύλιο, τις θρησκευτικές αντιπαλότητες καθολικών και προτεσταντών, τη δυσμενή της θέση στον κόσμο ως γυναίκας και την «κατάρα» της ομορφιάς της και στην πορεία αποκτά όψη μεσαιωνικού παραμυθιού, που κλείνει με τη νίκη του κακού πατήρ Γκοντ, την αφηγήτρια να αποχωρίζεται τον άντρα που αγάπησε, μα και το παιδί της, ως απλός παρατηρητής του κακού της ριζικού. Η αυτo-«αυτοψία» του ψυχιάτρου είναι ενοχική, εξομολογητική και διάφανη και αναλίσκεται στη σχέση του με τη νεκρή του πια γυναίκα, στα λάθη του ως επιστήμονα αλλά και ως συζύγου — μια αφήγηση σκόρπιων σκέψεων η οποία με τη σειρά της θέλγεται από τη στιβαρή παρουσία της σοφής ασθενούς του.
Η έντονη αντίφαση ανάμεσα στην όλο ποιητικότητα αφήγηση της Ροσίν και στην παραληρηματική του Γκρεν δεν μπορεί παρά να είναι εσκεμμένη. Λιγότερο φαίνεται να ενδιαφέρει εδώ η διαφορετικότητα των συγκεκριμένων προσώπων όσο το χάσμα ανάμεσα στις εποχές που εκπροσωπούν, η πατριωτική εποχή της Ροσίν με τα ιδεολογικά της πάθη, η απολιτική και γεμάτη σχετικισμό του νεότερου γιατρού της. Στην πραγματικότητα, ο Γκρεν σχετίζεται με τη Ροσίν —με ποιο τρόπο το μαθαίνουμε στο τέλος—, πραγματική όμως σχέση δεν έχουν: η Ιστορία ήταν ανίκανη να καταγράψει την ιστορία της σχέσης τους.
Η Μυστική γραφή είναι λοιπόν η ιστορία μιας άγραφης ιστορίας, που ως ο μεγάλος ασθενής αφανίστηκε από τα πιο ισχυρά, και για τούτο απεχθή, ανθρώπινα πάθη. Σύμφωνα με τον συγγραφέα Joseph O’Connor, πρόκειται για «ένα μυθιστόρημα περί ανδρισμού: για το κακό που διέπραξαν οι άντρες στις γυναίκες μα και στους εαυτούς τους». Δεν είναι σίγουρο κατά πόσο ο Μπάρυ στόχευσε ιδιαίτερα σε ζητήματα φύλου, σίγουρα αμφισβητεί εκείνο το είδος του ανδρισμού, που και η Κέννεντυ αμφισβητεί στο μυθιστόρημά της Day με το σχιζοειδές παραλήρημα του Άλφρεντ: τον επισφαλή πατριωτισμό. Αντιπρόταση βεβαίως είναι η απλοϊκή μεν πλην όμως ουσιαστική ιδέα της αγάπης· η πένα του Μπάρυ κάνει τον αναγνώστη να αναριγήσει.
«…διάγουμε το βίο μας και διατηρούμε την ψυχική μας ευστάθεια, με μόνο φάρο στο σκοτάδι αυτή τη διπρόσωπη μνήμη, αυτή την αναξιοπιστία, όπως ακριβώς οικοδομούμε την αγάπη μας για την πατρίδα σ’ αυτούς τους χάρτινους κόσμους τους γεμάτους παρανοήσεις και αναλήθεια. Ίσως έτσι να είναι η φύση μας, και ενδεχομένως, με τρόπο ακατανόητο, να είναι κι αυτό το στοιχείο του ανθρώπινου μεγαλείου — ότι είμαστε ικανοί να χτίσουμε τα πιο θαυμάσια και ακλόνητα οικοδομήματά μας σε θεμέλια σαθρά σαν μια χούφτα σκόνη».
Η γλώσσα, στην οποία οφείλει πολλά αυτό το ποιητικά δοσμένο δράμα, είναι ο ουσιαστικός αληθινός μάρτυρας, ένας μάρτυρας της ομορφιάς. Στην ιστορία καθαυτή, η ομορφιά, από άποψη πλοκής και κάθαρσης, έρχεται καθυστερημένα και μοιάζει εντέλει και ειρωνικά με κούφιο σχήμα λόγου. Ο συγγραφέας θα το ξέρει πως οι λέξεις δεν πρόκειται σαφώς ν’ αποκαταστήσουν ή ν’ αντικαταστήσουν την Ιστορία. Μπορούν όμως να θέλξουν. Το πόσους είναι πάντα το ερώτημα της σημαντικής λογοτεχνίας.
Πηγή: http://exwtico.wordpress.com