Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

29/11/12

Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά (2)


Ο Όσκαρ Σελ είναι ένας εννιάχρονος «αλλόκοτος» νεαρός που ζει με τη μητέρα του σε ένα διαμέρισμα στο Μανχάταν. Στο απέναντι κτίριο ζει η γιαγιά του, από τη μεριά του πατέρα του, που έχει επιζήσει από το βομβαρδισμό της Δρέσδης. Οι άντρες της οικογένειας απόντες. Ο παππούς, επιζών κι αυτός της Δρέσδης, γλύπτης που «έχασε» κάποτε τις λέξεις του και έκτοτε επικοινωνεί με σημειώματα γραμμένα σε τετράδια, τοίχους, πατώματα, σώματα. Εγκατέλειψε τη γιαγιά όταν αυτή του ανακοίνωσε πως είναι έγκυος: η εγκυμοσύνη ήταν εκτός των κανόνων πάνω στους οποίους βάσιζαν την κοινή τους ζωή. 
Ο πατέρας, πάλι, σκοτώθηκε στην αεροπορική επίθεση στους δίδυμους πύργους. 
Ο Όσκαρ έχει εξαιρετική ευφυΐα, φοράει μόνο άσπρα, αποφεύγει τα παιδιά της ηλικίας του και προτιμά την παρέα των μεγάλων, κρατάει σε ένα ντοσιέ εικόνες από τα Πράγματα Που Του Έχουν Συμβεί, δυσκολεύεται να κοιμηθεί και να διαχειριστεί τα συναισθήματά του, φτιάχνει κοσμήματα και σχεδιάζει ευφάνταστες εφευρέσεις, συλλέγει σπάνια νομίσματα και πεταλούδες που πέθαναν από φυσικά αίτια, χαρακτηρίζει τα συμβάντα «εξαιρετικά» και «απίστευτα», γράφει γράμματα στους επιστήμονες που θαυμάζει, ψάχνει στο Διαδίκτυο τις άγνωστες λέξεις, διαβάζει Στίβεν Χόκινγκ και θυμώνει με τη μητέρα του που πότε-πότε γελάει. 
Μετά το θάνατο του πατέρα του, βουλιαγμένος στην απελπισία της παράλογης απουσίας του, βρίσκει μέσα στα πράγματά του ένα γαλάζιο φάκελο που γράφει πάνω Μπλακ και περιέχει ένα κλειδί. Ο Όσκαρ φοράει το κλειδί στο λαιμό του κι αποφασίζει να ψάξει όλους τους 472 Μπλακ και τις 161.999.999 κλειδαριές που βρίσκονται στη Νέα Υόρκη. Αρνείται πεισματικά να ακολουθήσει τη συμβουλή του μισητού θεραπευτή του που προτείνει «Νομίζεις πως μπορεί να βγει κάτι καλό από το θάνατο του πατέρα σου;». Εκείνος προτιμά να προσπαθήσει να τον ξανανιώσει κοντά του. 
Jonathan-Safran-FoerΟ συγγραφέας, προκειμένου να στήσει την ιστορία του, χρησιμοποιεί τρεις αφηγητές που όλοι αγωνίζονται να εκφράσουν τα συναισθήματά τους: τον Όσκαρ, που τριγυρίζει στην πόλη και περιγράφει σχεδόν αποστασιοποιημένα την καθημερινότητά του και την αποστολή του να ταιριάξει το κλειδί· τη γιαγιά, που του γράφει γράμματα προσπαθώντας πρωτίστως να καταλάβει η ίδια το διότι όλων αυτών που έκανε και των άλλων που απέφυγε· τον παππού, που γράφει κι αυτός γράμματα αλλά απευθύνεται στο παιδί του που πρόλαβε να εγκαταλείψει αγέννητο και δεν πρόλαβε ποτέ να γνωρίσει. 
Οι άνθρωποι αυτοί υποφέρουν από τις αναίτιες και ανεξήγητες προσχεδιασμένες μαζικές καταστροφές που χαρακτήρισαν την εποχή τους: τον βομβαρδισμό της Δρέσδης όταν ο πόλεμος είχε ήδη κριθεί, την ατομική βόμβα στην ανύποπτη Χιροσίμα και την επίθεση στους δίδυμους πύργους της «αθώας» Νέας Υόρκης. Ο Φόερ συμπλέκει τις τρεις ιστορικές στιγμές, αναδεικνύοντας έτσι την ανημποριά των εμπλεκομένων να συνεχίσουν να ζουν χωρίς πρώτα να δικαιολογήσουν με κάποιο τρόπο στις συνειδήσεις τους το παράλογο των αδικαίωτων θανάτων. 
Πέρα όμως από τους ήρωες του βιβλίου, θεωρώ πως το σχόλιο του συγγραφέα πάνω στο «εξαιρετικό» και το «απίστευτο» της αναίτιας τραγωδίας αφορά όλους εμάς τους πολίτες του σύγχρονου πολιτισμένου κόσμου που στερημένοι από το παρωχημένο στις μέρες μας μαξιλαράκι της πίστης, σε θρησκείες, ιδεολογίες, ηθικές, δυσκολευόμαστε όλο και περισσότερο να διαχειριστούμε συναισθηματικά και να αποδεχτούμε στο τέλος το αμετάκλητο και μαζί αδιανόητο της μαζικής βίας. 
O λόγος του Φόερ είναι ευθύς και λιτός, δεν καταδέχεται να εκβιάσει το συναίσθημα με λέξεις παρά το εκμαιεύει μέσα από τα γεγονότα, δεν επιτρέπει στους ήρωές του να κλάψουν για να τους λυπηθούμε και δε μας παραπλανά με «λογοτεχνίστικες» ευκολίες. 
Μόνο στο τέλος, αφού τα τακτοποιεί όλα όσο καλύτερα του επιτρέπεται, αφήνει μια χαραμάδα για να μπορούμε να συνεχίσουμε να ονειρευόμαστε παρόλη τη Δρέσδη, τη Χιροσίμα, τη Νέα Υόρκη: πως αν τα πράγματα είχαν γίνει διαφορετικά τότε όλοι θα μπορούσαμε να ήμαστε «σώοι κι ασφαλείς». 

Φράσεις από το βιβλίο.
«Μερικές φορές σκέφτομαι πόσο αλλόκοτο θα ήταν να υπήρχε ένας ουρανοξύστης που θα κινιόταν πάνω κάτω ενώ το ασανσέρ του θα έμενε ακίνητο».
«Δεν είχα κάνει κάτι κακό. Και αν είχα κάνει, δεν το καταλάβαινα. Και σίγουρα δεν το είχα κάνει επίτηδες».
«Πού όμως βρίσκεται η αρχή; Και ποια είναι τα πάντα;»
«Ελπίζω μια μέρα να έχεις την εμπειρία να κάνεις κάτι που δεν καταλαβαίνεις για κάποιον που αγαπάς».
«Δεν ήθελα να μάθω αν μπορούσε να με αγαπήσει. Ήθελα να μάθω αν μπορούσε να με χρειάζεται».
«Μπορεί και να μη μου άρεσε, απλώς εκείνη τη στιγμή να το είχα ανάγκη».
«Ήξερα όμως, στην πιο προστατευμένη γωνιά της καρδιάς μου, την αλήθεια».
«…μερικές φορές ακούω τα κόκαλά μου να ζορίζονται κάτω από το βάρος όλων των ζωών που δεν έζησα».
«Μα δεν μπορώ να πάρω πίσω τα πράγματα που δεν έκανα ποτέ».
«Υπάρχει κάτι που να του αξίζει λιγότερο να καταστραφεί;».
«Και πώς λες σ’ αγαπώ σε κάποιον που αγαπάς;».

Πηγή: http://www.bookpress.γρ

Εξαιρετικά δυνατά και απίστευτα κοντά (3)


του Δημήτρη Αθηνάκη 
Αρχίζοντας παράδοξα: Πόσες φορές χρειάζεται να δεις και να ξαναδείς μία σελίδα για να καταλάβεις αυτό που διαβάζεις; Στο καινούργιο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Σάφραν Φόερ μπορεί να μείνεις γι’ αρκετή ώρα μπροστά σε μια σελίδα, όχι γιατί υπάρχει η πιθανότητα να μην καταλαβαίνεις γρυ απ’ όσα διαμείβονται εκεί, αλλά γιατί πολύ απλά αποτελούν ένα ανελέητο έργο τέχνης. Αυτό το μυθιστόρημα είναι από κείνα τα βιβλία που είναι δύσκολο για τον αναγνώστη να ξεχωρίσει την αφήγηση καθαυτήν απ’ τα μέσα που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί.
Η ευκολία του Φόερ να γράψει μια αλληγορία πάνω σ’ ένα θέμα που ολοκληρωτικά έχει δημιουργήσει πληγές σε μια κοινωνία είναι εμφανής. Το ίδιο εμφανή είναι και τα συμβολικά στοιχεία που χρησιμοποίησε στην «ανάστατη» αφήγησή του. Επιστρατεύοντας τεχνικές για να ενεργοποιήσει τον νου και το μάτι του αναγνώστη, κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει πολλές δυσκολίες, ο συγγραφέας κατορθώνει να μιλήσει για την 11η Σεπτεμβρίου δίχως να φοβηθεί ούτε λεπτό να εκθέσει την πληγωμένη υπερδύναμη και να εκτεθεί ο ίδιος ως μέλος της.
Ο μικρός και ορφανός από πατέρα πια Όσκαρ αποτελεί τον κεντρικό πυρήνα ενός έργου που παραβάλλει τον βομβαρδισμό της Δρέσδης με την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Αυτή η μανία δεν εδράζεται τόσο στα περιγραφόμενα όσο στον τρόπο που ο Φόερ διαλέγει να χρησιμοποιήσει εικόνες, ενωμένα και ακατανόητα τυπογραφικά στοιχεία, κυκλωμένες ή τεράστιες στο μέγεθος λέξεις ή ακόμα ακόμα και αφηγηματικά τεχνάσματα που ενεργοποιούν το θυμικό του αναγνώστη.
Όταν η εννιάχρονη ιδιοφυΐα εξερευνά το ίντερνετ και διαβάζει Στίβεν Χόκινγκ, τον σημαντικότερο επιστήμονα του καιρού μας, ο Φόερ προτυπώνει αναντίρρητα τα σημεία των καιρών καταθέτοντας μια θέση απ’ την οποία δύσκολα ο ίδιος θα υποχωρούσε. Το ότι εντάσσει και το στοιχείο του μυστηρίου στο κείμενό του, με την αναζήτηση του νοήματος του κλειδιού που βρήκε στο σακάκι του πατέρα του μέσα σ’ έναν φάκελο που περιείχε και μια σελίδα με μια λέξη, ο οποίος σαν να του αναθέτει το κυνήγι του κρυμμένου θησαυρού, είναι ένα τέχνασμα του συγγραφέα αποσκοπώντας να δικαιολογήσει, αφενός, το γεγονός πως το μυαλό του Όσκαρ δεν σταματά στιγμή να λειτουργεί εντατικά και, αφετέρου, να δείξει την απώλεια που το παιδί αδιάλειπτα αισθάνεται.
Και όχι μόνο την απώλεια αλλά και τις βαθιές τύψεις. Είναι εκείνος που δεν απάντησε στα αγωνιώδη τηλεφωνήματα του πατέρα του απ’ το φλεγόμενο κτίριο γιατί φοβόταν. Και είναι τώρα αυτός που αναζητά τη λύση σε ολόκληρη τη Νέα Υόρκη, ψάχνοντας αδιάκοπα έναν τρόπο να συναντήσει τις Ευμενίδες, να διώξει από πάνω του τον πόνο που κουβαλά, τη διαρκή ματαίωση απ’ τον κόσμο που προσπαθεί ο μικρός να καταλάβει και απ’ τον κόσμο που δεν βρίσκει την έξοδο.
Η εμπλοκή του πολιτικού με το ατομικό, δίχως πατριωτικές εξάρσεις και ξενοφοβικούς αφορισμούς, όπως φαίνεται απ’ τα λόγια του μικρού Όσκαρ αλλά και από τα γράμματα του παππού του προς τον πατέρα του που εγκατέλειψε προτού αυτός γεννηθεί αλλά και απ’ τις συνομιλίες μέσω γουόκι-τόκι με τη γιαγιά του που μένει στην απέναντι πολυκατοικία, τα οποία διακόπτουν την ταραγμένη αφήγηση του παιδιού, φωτίζουν εκείνα που αυτό αφηγείται. Ειδικά οι εξιστορήσεις της γιαγιάς είναι που δημιουργούν τις αναλογίες της Δρέσδης και της 11/9, και αναφορικά με τα γεγονότα και σχετικά με τα ανεπούλωτα τραύματα που άφησαν στους εμπλεκόμενους.
Ο αγώνας της μητέρας του Όσκαρ να αναδημιουργήσει τη ζωή της αναζητώντας νέο σύντροφο, τον οποίο γνωρίζει στις συναντήσεις για τα θύματα της επίθεσης, τον οποίο ο μικρός βλέπει ως υποκατάστατο του χαμένου του πατέρα, συνδέεται άμεσα με την προσπάθεια της γιαγιάς να ανασυστήσει τη διαλυμένη οικογένεια, κι αυτό με τη σειρά του να γίνει σύμβολο της ανασυγκρότησης της αμερικανικής κοινωνίας μετά την 11/9.
Η παλινδρόμηση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν είναι ένας τρόπος να δικαιολογηθεί, απ’ τη μια, η προσπάθεια να επουλωθούν, με μια δόση ελαφρότητας, οι πληγές της αμερικανικής κοινωνίας και, απ’ την άλλη, να σκιαγραφηθεί η αναμφίβολη ενότητα και συνέχεια της σκληρής Ιστορίας του περασμένου και των πρώτων χρόνων του τρέχοντος αιώνα. Όπως και να ’χει, το βιβλίο είναι ένας πνιγμένος λυγμός, ένα σιωπηλό πένθος για μια ανεπίστροφη απώλεια.
Κλείνοντας, η αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Όσκαρ Σελ σ’ όσους πληγώθηκαν απ’ τον βομβαρδισμό των Δίδυμων Πύργων είναι η ίδια αγκαλιά που θέλει να προσφέρει ο Φόερ στον αναγνώστη. Χαρά στο κουράγιο της Ελένης Ηλιοπούλου, η οποία κατάφερε να αποδώσει το κείμενο στη γλώσσα μας σε όλο του το εύρος χωρίς ούτε μια στιγμή να αφήσει τον αναγνώστη στην ησυχία του!

14/11/12

Δελτίο Λέσχης Ανάγνωσης"Βιβλιοτρόπιο" Νοέμβριος 2012 (1)

Από σήμερα το ιστολόγιο της Λέσχης Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο" εγκαινιάζει την έκδοση ενός δελτίου που στόχο θα έχει να συγκεντρώνει ειδήσεις, συνεντεύξεις και άρθρα γύρω από το βιβλίο και τους συγγραφείς, οι οποίες έχουν δημοσιευτεί στον τύπο ή στο διαδίκτυο και που κατά την άποψή μας αξίζουν της προσοχής μας. Θα γίνει προσπάθεια το δελτίο να ανανεώνεται κάθε δεκαπενθήμερο.


Στο Δελτίο Νομεβρίου
- Ο Μένης Κουμανταρέας αυτοβιογραφείται μέσα από μια ανέκδοτη ομιλία του
- Ο Ιταλός συγγραφέας βραβευμένος με το βραβείο Premio Strega Νικολό Αμανίτι βρέθηκε στον Ιανό και συνομίλησε με τον Ανταίο Χρυσοστομίδη
- Δεν είναι όλες οι βιβλιοθήλες όπως τις ξέρουμε αυστηρές, απ΄ροσιτες και υποφωτισμένες. Υπάρχουν και οι "ελεύθερες" βιβλιοθήκες
- Το βραβείο Γκονκούρ στο Ζερόμ Φεραρί
- Ένα φωτογραφικό αφιέρωμα στους συγγραφείς και στις γραφομηχανές τους και
Ο Κώστας Κατσουλάρης αναρωτιέται τι είναι ένα καλό βιβλίο;

Δελτίο Λέσχης Ανάγνωσης"Βιβλιοτρόπιο" Νοέμβριος 2012 (1)