Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

29/4/11

Εκδήλωση με τον Θεόδωρο Καλλιφατίδη

Η ΕΘΑΛ σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Σουηδίας στην Κύπρο, τα καταστήματα Public και τις Λέχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενεί στον Τεχνοχώρο στις 18 Μαίου το συγγραφέα Θεόδωρο Καλλιφατίδη.



19/4/11

Ουμπέρτο Έκο: "Μας θρέφουν οι θεωρίες συνομωσίας" - Μία συνέντευξη



Ο ιταλός συγγραφέας μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα» για τον αντισημιτισμό, τον ρατσισμό και την επίδραση των χαλκευμένων «Πρωτοκόλλων των Σοφών της Σιών» στην εποχή μας.
Τριάντα χρόνια μετά το «Ονομα του ρόδου» που υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες παγκοσμίως (και στη χώρα μας), και αφού μεσολάβησαν στο μεταξύ άλλα τέσσερα μυθιστορήματα, ο Ουμπέρτο Εκο εξέδωσε τον περασμένο Οκτώβριο το «Κοιμητήριο της Πράγας»που θα κυκλοφορήσει στις 8 Απριλίου και στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση της Εφης Καλλιφατίδη. Ο Εκο μας μεταφέρει τώρα στον 19ο αιώνα των συνωμοσιών και των κατασκόπων δίνοντάς μας την εξαίρετη τοιχογραφία μιας άλλης Ευρώπης και του πώς ο αντισημιτισμός της εποχής κυριάρχησε σε μεγάλο μέρος της κουλτούρας της.

Πώς δημιουργήθηκαν τα πλαστά «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» από την Οχράνα, τη μυστική αστυνομία του τσάρου, και πώς σε τούτο το κλίμα κινήθηκαν κατάσκοποι, δολοφόνοι, ελευθεροτέκτονες, μέλη αποκρυφιστικών οργανώσεων αλλά και της Καθολικής Εκκλησίας. Στο Παρίσι, στην Ιταλία, στην Πράγα εκτυλίσσεται η υπόθεση αυτού του συναρπαστικού βιβλίου που διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα αλλά και σαν περιήγηση στη σκοτεινή πλευρά του ευρωπαϊκού 19ου αιώνα, ο οποίος στοίχειωσε και τον επόμενο. Επικοινωνήσαμε με τον συγγραφέα που με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου στα ελληνικά μάς παραχώρησε τη συνέντευξη που ακολουθεί αποκλειστικά για «Το Βήμα».

- Στο τελευταίο σας μυθιστόρημα «Το Κοιμητήριο της Πράγας» αναφέρεστε ανάμεσα στα άλλα στην πλαστογραφία,στους ελευθεροτέκτονες και στην ένωση της Ιταλίας.Το κέντρο του μυθιστορήματος όμως νομίζω ότι είναι ο αντισημιτισμός.Πώς επηρέασε ο αντισημιτισμός τη ζωή και την κουλτούρα της σύγχρονης Ευρώπης; «Ο αντισημιτισμός σήμερα μοιάζει να μην είναι όσο ισχυρός υπήρξε πριν από τον Β Δ Παγκόσμιο Πόλεμο (με εξαίρεση προφανώς τις αραβικές χώρες όπου παραμένει αξεδιάλυτα αναμεμειγμένος με τον αντισιωνισμό). Αυτό όμως φοβάμαι πως είναι μόνο μια ψευδαίσθηση. Για τούτο είναι σημαντικό να συνεχίζουμε να αγωνιζόμαστε εναντίον του ρατσισμού».

- Χαρακτηρίζετε τον Σιμόνε Σιμονίνι,τον κεντρικό- φανταστικό- χαρακτήρα του βιβλίου σας,«τον πιο μισητό άνθρωπο στον κόσμο».Πώς τον συνδέετε με τα άλλα,υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα του μυθιστορήματος;
«Ο παππούς Σιμονίνι υπήρξε ιστορικός χαρακτήρας ή τουλάχιστον υπάρχει ένα ιστορικό ντοκουμέντο, μια επιστολή προς τον ηγούμενο Μπαρουέλ υπογεγραμμένη από τον κάπτεν Σιμονίνι, όπως λέω στο μυθιστόρημά μου. Ο εγγονός του Σιμονίνι είναι ο μόνος φανταστικός χαρακτήρας στο μυθιστόρημά μου, στον οποίο απέδωσα πράξεις που έγιναν όντως από ιστορικά πρόσωπα».

- Η υποτιθέμενη συνάντηση των Σοφών της Σιών έλαβε χώρα στο εβραϊκό κοιμητήριο της Πράγας.Υπάρχει κάποιο υπόβαθρο γι΄ αυτό; «Η συνάντηση στο κοιμητήριο της Πράγας εφευρέθηκε από τον Γκέντσε (έναν πραγματικό γερμανό κατάσκοπο και πλαστογράφο) στο μυθιστόρημά του Βiarritz. Στο δικό μου μυθιστόρημα λέω, αντιθέτως, πως εφευρέθηκε από τον Σιμονίνι και στη συνέχεια αντιγράφηκε από τον Γκέντσε. Εκείνο που αληθεύει ιστορικά είναι πως η συνάντηση αυτή αναφέρθηκε ως πραγματική από πολλές πηγές κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, σε όλες τις περιπτώσεις που περιλαμβάνω στο μυθιστόρημα. Επιπλέον, πολλές από τις προθέσεις που αποδίδονται στους εβραίους στο κοιμητήριο κατά κάποιον τρόπο χρησιμοποιήθηκαν στα Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών».
- Είναι αυτό μια μεταφορά για όσα συμβαίνουν σήμερα; «Νομίζω ότι κάθε μυθιστόρημα συνιστά μια μεταφορά για τα όσα συμβαίνουν σήμερα. Συν τοις άλλοις όλες οι μηχανορραφίες που αποδίδω στους πλαστογράφους και στις μυστικές υπηρεσίες του 19ου αιώνα είναι ίδιες με αυτές των οποίων είμαστε μάρτυρες σήμερα (λ.χ. η περίπτωση με τα WikiLeaks)».

- Εχετε γράψει παλαιότερα ένα συναρπαστικό δοκίμιο με τίτλο «Ψευδή Πρωτόκολλα».Αυτό ήταν ο πυρήνας του μυθιστορήματός σας; «Λίγο-πολύ, ναι».

- Πιστεύετε ότι οι συνωμοσίες ορίζουν την Ιστορία; Κι αν αυτό ίσχυε τον 19ο αιώνα,τι ισχύει σήμερα; «Είμαι εναντίον της παράνοιας των συνωμοσιών (δείτε το Εκκρεμές του Φουκό ). Δεν λέω πως δεν υφίστανται συνωμοσίες αλλά πως όταν επιτυγχάνουν τότε δημοσιοποιούνται και το ίδιο συμβαίνει όταν αποτυγχάνουν. Η δολοφονία του Ιούλιου Καίσαρα ήταν αποτέλεσμα συνωμοσίας, αυτό είναι βέβαιο, αλλά το σχέδιο αποκαλύφθηκε όταν δολοφονήθηκε ο Καίσαρας. Ο Κατιλίνας εξύφανε μια συνωμοσία, όμως αυτή αποκαλύφθηκε όταν την κατήγγειλε ο Κικέρων. Η συνωμοσιολογική παράνοια δεν συνίσταται στην πεποίθηση ότι υπήρξε μια και μόνη συνωμοσία αλλά ότι όλος ο ρους της Ιστορίας κυριαρχείται από μια μυστηριώδη και συνεχή παγκόσμια συνωμοσία. Γι΄ αυτό και είναι μια μορφή παράνοιας».

- Στο «Κοιμητήριο της Πράγας» διαπλέκονται πλήθος ιστορικά γεγονότα όπως η Υπόθεση Ντρέιφους, η Παρισινή Κομμούνα (και πάνω από αυτά πόλεμοι, συνωμοσίες, ίντριγκες και δολοφονίες). Είχατε κάποιο ιστορικό πρόσωπο κατά νουν όταν δημιουργούσατε το πορτρέτο του κεντρικού σας χαρακτήρα Σιμόνε Σιμονίνι;
«Είχα πολλά πρόσωπα κατά νουν. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από διάφορους Σιμονίνι».

- Είστε ένας εξαιρετικά δημοφιλής συγγραφέας στην Ελλάδα και χιλιάδες αναγνώστες ανυπομονούν να διαβάσουν το νέο σας βιβλίο.Θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να τους πείτε ποιο ήταν το κίνητρο να γράψετε το νέο σας μυθιστόρημα; «Από τη μια μεριά το κίνητρο ήταν ηθικό, ακριβώς γιατί πιστεύω πως ο ρατσισμός εξακολουθεί να είναι επικίνδυνος. Από την άλλη ήταν η αγάπη μου για το μυθιστόρημα τύπου feuilleton (σε συνέχειες)».

- Σχεδιάζετε μήπως να επισκεφθείτε σύντομα την Ελλάδα; «Πάντοτε ονειρεύομαι να επιστρέψω στην Ελλάδα αλλά προς το παρόν όλον μου τον χρόνο τον τρώνε οι συνεντεύξεις».

«Για εβραϊκή καπιταλιστική συνωμοσία μίλησαν τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι»

Σε συνέντευξή του τον περασμένο Νοέμβριο ο Ουμπέρτο Εκο είχε πει ότι τα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών» διαμορφώθηκαν μέσω μιας συσσώρευσης αντισημιτικών στερεοτύπων. Ποιο από αυτά είναι πλέον επικίνδυνο σήμερα;

«Αυτό που σίγουρα επιβιώνει σήμερα είναι η παράνοια ενός παγκόσμιου σχεδίου,ακόμη κι αν δεν αποδίδεται στους εβραίους αλλά σε άλλα μυστήρια κέντρα μιας παγκόσμιας συνωμοσίας. Δείτε στο Διαδίκτυο ή επισκεφθείτε κάποιο βιβλιοπωλείο που εξειδικεύεται σε αποκρυφιστικά θέματα. Η παγκόσμια συνωμοσία είναι ένα φάντασμα που εξακολουθεί να στοιχειώνει πολλούς ανθρώπους. Ακόμη και ο αντισημιτισμός των ημερών μας παίρνει τη μορφή της αποκάλυψης μιας εβραϊκής-καπιταλιστικής συνωμοσίας- και για εβραϊκή καπιταλιστική συνωμοσία μίλησαν τόσο ο Χίτλερ όσο και ο Μουσολίνι».

-Και στο «Εκκρεμές του Φουκό» αναφέρεστε στα Πρωτόκολλα. Αλλά δίνετε μεγαλύτερη έμφαση στο τελευταίο σας βιβλίο.Γιατί νομίζετε ότι υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που πιστεύουν ότι τα Πρωτόκολλα δεν είναι πλαστογραφημένα αλλά αυθεντικά; «Ισχύει η προηγούμενη απάντησή μου όπως και η αναφορά του αρχηγού της Οχράνα (σ.σ. της μυστικής αστυνομίας που ίδρυσε ο τσάρος Αλέξανδρος Β΄). Οι δικτάτορες πάντοτε χρειάζονται την εικόνα του Εχθρού για προσφέρουν το αίσθημα της ταυτότητας στους οπαδούς τους.Δείτε τον Καντάφι που ορίζει την εξέγερση των νεαρών Λίβυων ως επακόλουθο μιας συνωμοσίας της Αλ Κάιντα από την οποία έχουν παρασυρθεί οι επαναστατημένοι νέοι.Εν πάση περιπτώσει, στους ανθρώπους αρέσει να νιώθουν ισχυρότεροι μέσα στις προκαταλήψεις τους. Μια διάσημη αντισημίτρια συγγραφέας,η Νέστα Γουέμπστερ, έγραψε το 1924: “Ισως τα Πρωτόκολλα να είναι πλαστά, αλλά αφού λένε τι (εγώ, η Νέστα Γουέμπστερ νομίζω πως) είναι αληθινό, τότε θα πρέπει να θεωρούνται γνήσια” . Τέλειο...».

«Εγώ τους Εβραίους τούς έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου για χρόνια»
Προδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα από το δεύτερο κεφάλαιο του μυθιστορήματος (Από το Ημερολόγιο του Σιμόνε Σιμονίνι)

ΠΟΙΟΣ ΕΙΜΑΙ;
24 Μαρτίου 1897 Νιώθω κάποια αμηχανία τώρα που κάθομαι να γράψω,λες και ξεγυμνώνω την ψυχή μου,κατόπιν της εντολήςόχι, για τον Θεό! ας πούμε της συμβουλής- ενός Γερμανού (ή Αυστριακού,αλλά είναι το ίδιο) Εβραίου.Ποιος είμαι; Ισως να ήταν πιο χρήσιμο να αναρωτηθώ για τα πάθη μου,παρά για τα γεγονότα της ζωής μου.Ποιον αγαπώ; Δεν μου έρχονται στο νου πολλοί αγαπημένοι...

Ποιον μισώ; Τους Εβραίους,νιώθω την παρόρμηση να πω,αλλά το γεγονός ότι υπέκυψα τόσο δουλικά στις παροτρύνσεις αυτού του Αυστριακού (ή Γερμανού) γιατρού δείχνει ότι δεν έχω τίποτα εναντίον των καταραμένων των Εβραίων.

Για τους Εβραίους ξέρω μόνον όσα μου δίδαξε ο παππούς:«Είναι ο κατεξοχήν άθεος λαός», με δασκάλευε.«Ξεκινούν από την έννοια ότι το καλό πρέπει να πραγματοποιηθεί εδώ και όχι μετά θάνατον. Ετσι, δρουν αποκλειστικά για την κατάκτηση αυτού του κόσμου».

Τα παιδικά μου χρόνια τα βάραινε το φάντασμά τους. Ο παππούς μού περιέγραφε εκείνα τα μάτια που σε κατασκοπεύουν, τόσο ψεύτικα που σε κάνουν να πανιάζεις,εκείνα τα γλοιώδη χαμόγελα,εκείνα τα χείλη ύαινας που ανασηκώνονται πάνω από τα δόντια, εκείνα τα βαριά, διεφθαρμένα, άσκημα βλέμματα, εκείνες τις πάντα ανήσυχες ρυτίδες ανάμεσα στη μύτη και στα χείλη, που χαράχτηκαν από το μίσος, εκείνη τη μύτη τους, γαμψή σαν αρπακτικού πτηνού....Και το μάτι, αχ, το μάτι... Στριφογυρνάει πυρετωδώς, με κόρες στο χρώμα του φρυγανισμένου ψωμιού,αποκαλύπτοντας αρρώστιες του ήπατος, χαλασμένου από τις εκκρίσεις που προκάλεσε ένα μίσος δε καοκτώ αιώνων,και χάνεται μέσα σε χίλιες μικρές ρυτίδες που τονίζονται με την ηλικία- ήδη στα είκοσί μου,ο Ιουδαίος είναι σταφιδιασμένος σαν γέρος.... Και όταν ήμουν αρκετά μεγάλος για να καταλάβω, μου υπενθύμιζε ότι ο Εβραίος,πέρα από ματαιόδοξος σαν Ισπανός, αδαής σαν Κροάτης, ερωτύλος σαν Λεβαντίνος, αχάριστος σαν Μαλτέζος, θρασύς σαν τσιγγάνος, βρόμικος σαν Αγγλος, λιγδιάρης σαν Καλμούχος, αυταρχικός σαν Πρώσος και συκοφάντης σαν αυτούς που είναι από το Αστυ,είναι και μοιχός,εξαιτίας του ασυγκράτητου πόθου του- ο οποίος οφείλεται στην περιτομή που τους κάνει να έχουν πιο εύκολα στύσεις,με μια τερατώδη δυσαναλογία ανάμεσα στο νανισμό του σώματός τους και τη σπηλαιώδη χωρητικότητα εκείνης της μισοακρωτηριασμένης τους προεξοχής.

Εγώ τους Εβραίους τους έβλεπα κάθε βράδυ στον ύπνο μου για χρόνια.

Ευτυχώς,δεν τους συνάντησα ποτέ, εκτός από την πουτανίτσα στο γκέτο του Τορίνο, τότε που ήμουν νεαρός (αλλά δεν αντάλλαξα πάνω από δυο λέξεις μαζί της)...

Τους Γερμανούς τους γνώρισα και δούλεψα και γι΄ αυτούς: το κατώτερο είδος ανθρώπων που μπορεί να διανοηθεί κανείς.Ο Γερμανός παράγει κατά μέσο όρο τον διπλάσιο όγκο περιττωμάτων από έναν Γάλλο.Υπερβολική δραστηριότητα των εντέρων και ελλιπής του εγκεφάλου,πράγμα που αποδεικνύει την κατωτερότητα της φυσιολογίας τους. Την εποχή των βαρβαρικών εισβολών, οι γερμανικές ορδές διάνθιζαν τη διαδρομή τους με παράλογες ποσότητες σωματικών εκκριμάτων.Εξάλλου,ακόμα και κατά τους προηγούμενους αιώνες,ο Γάλλος ταξιδιώτης καταλάβαινε αμέσως αν είχε διασχίσει τα σύνορα της Αλσατίας,χάρη στο αφύσικο μέγεθος των περιττωμάτων που έβλεπε κατά μήκος των δρόμων...

Ο Γερμανός ζει σε μια κατάσταση διαρκούς εντερικής αμηχανίας,που οφείλεται στην υπερβολική μπίρα και στα χοιρινά λουκάνικα που καταβροχθίζει.Τους είδα ένα βράδυ,στη διάρκεια του μοναδικού ταξιδιού μου στο Μόναχο,σ΄ εκείνους τους ιερόσυλους ναούς τους,γεμάτους καπνούς, όπως τα εγγλέζικα λιμάνια,να ζέχνουν λίπος και λαρδί· κάθονταν ακόμα και δύο δύο,εκείνος κι εκείνη,με τα χέρια σφιγμένα γύρω από κάτι μπουκάλια μπίρας που θα ξεδιψούσαν ακόμα και μιαν αγέλη παχύδερμων,μύτη με μύτη,σ΄ έναν κτηνώδη ερωτικό διάλογο,σαν δύο σκυλιά που μυρίζονται,με τα θορυβώδη και άχαρα γέλια τους,την ασαφή λαρυγγική ευθυμία τους,γυαλίζοντας από το μόνιμο λίπος που καλύπτει τα πρόσωπα και τα σώματά τους, σαν το λάδι στην επιδερμίδα των αρχαίων αθλητών του ιπποδρόμου.

Γεμίζουν το στόμα με το Geist τους,που πάει να πει πνεύμα,αλλά είναι το πνεύμα του ζύθου τους· τους αποβλακώνει από νέους και εξηγεί γιατί πέρα απ΄ τον Ρήνο,δεν δημιουργήθηκε ποτέ κάτι ενδιαφέρον στην τέχνη,εκτός από ορισμένους πίνακες με αποτρόπαια μούτρα και από ποιήματα θανατηφόρας ανίας.Κι ας μη μιλήσουμε για τη μουσική τους: δεν λέω για εκείνον τον ατζαμή και πένθιμο Βάγκνερ που τώρα ξετρελαίνει ακόμα και τους Γάλλους,μα από το λίγο που έχω ακούσει,και οι συνθέσεις εκείνου του Μπαχ τους στερούνται εντελώς αρμονίας,είναι ψυχρές σαν μια χειμωνιάτικη νύχτα,ενώ οι συμφωνίες εκείνου του Μπετόβεν είναι ένα όργιο βαρβαρότητας.
Πηγή: Το Βήμα

16/4/11

Απόσυρση βιβλίων από αμερικάνικες βιβλιοθήκες


Τα βιβλία που συγκέντρωσαν τα περισσότερα αιτήματα απόσυρσης από τις αμερικανικές δημόσιες και σχολικές βιβλιοθήκες ανακοίνωσε, όπως κάθε χρόνο, ο Σύνδεσμος Αμερικανικών Βιβλιοθηκών (American Library Association-ALA).
Οι περιγραφές ερωτικών σκηνών, η άσεμνη και προσβλητική γλώσσα, η ακαταλληλότητα του βιβλίου για την ηλικία στην οποία απευθύνεται, η θρησκευτική οπτική, τα ναρκωτικά, η βία, η ομοφυλοφιλία και οι φυλετικές διακρίσεις είναι κατά σειρά οι λόγοι για τους οποίους οι αναγνώστες –συνήθως γονείς– ζητούν στις τοπικές τους βιβλιοθήκες να αποσύρουν κάποια βιβλία.
Οι λόγοι ποικίλλουν βεβαίως από Πολιτεία σε Πολιτεία, ανάλογα τη σύνθεση των τοπικών κοινωνιών.
Στην κορυφή της λίστας παραμένει, για πέμπτη συνεχή χρονιά από το 2005, το And Tango Makes Three των Πίτερ Παρνέλ και Τζάστιν Ρίτσαρντσον, ένα βιβλίο για παιδιά που βασίζεται σε πραγματική ιστορία.
Αφηγείται την ιστορία δυο αρσενικών πιγκουίνων στον ζωολογικό κήπο του Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης, οι οποίοι ανέθρεψαν σε κοινή φωλιά έναν νεοσσό που τους δόθηκε. «Προβάλλει την ομοφυλοφιλία και είναι ακατάλληλο για παιδιά» είναι σταθερά η αιτιολογία απομάκρυνσης του βραβευμένου βιβλίου από τις βιβλιοθήκες.
Το μόνο κλασικό βιβλίο στη λίστα για το 2010 είναι Ο θαυμαστός καινούργιος κόσμος του Αλντους Χάξλεϊ, το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του 1932 για μια δυστοπική κοινωνία βασισμένη στη γενετική τεχνολογία, που θεωρείται το αριστούργημα του συγγραφέα. Στην ίδια λίστα βρίσκουμε τους Αγώνες πείνας της Σούζαν Κόλινς και το Λυκόφως της Στέφενι Μέγερ λόγω της βίας που απεικονίζουν αλλά και το Για πενταροδεκάρες, η οδύσσεια μιας δημοσιογράφου στην πραγματικότητα της σύγχρονης φτώχειας της Μπάρμπαρα Ερενράιχ, επειδή κάνει λόγο για ναρκωτικά, έχει θρησκευτική και πολιτική οπτική και άσεμνη γλώσσα.
Ο Σύνδεσμος –ο οποίος στο τέλος κάθε Σεπτεμβρίου διοργανώνει εβδομάδα υπέρ της ελευθερίας της ανάγνωσης στηλιτεύοντας την επιζήμια πρακτική της λογοκρισίας– είναι βεβαίως κατά των απαγορεύσεων.
Οι προγραφές βιβλίων, που θυμίζουν τον Κατάλογο Απαγορευμένων Βιβλίων του Βατικανού ή σκοταδιστικές πρακτικές ανελεύθερων δικτατορικών καθεστώτων, μόνο βήμα προόδου δεν μπορεί να αποτελούν για την κοινωνία της γνώσης. Το αισιόδοξο νέο για την ελευθερία της ανάγνωσης είναι ότι το 2010 τα αιτήματα αυτά στις ΗΠΑ μειώθηκαν σε 348 (από 460 το 2009).
«Είμαστε μέλη μιας πλουραλιστικής και περίπλοκης κοινωνίας και πρέπει να έχουμε ελεύθερη πρόσβαση σε μια ευρεία γκάμα απόψεων για την ανθρώπινη ύπαρξη προκειμένου να προωθηθεί η κριτική σκέψη και η αλληλοκατανόηση» δήλωσε η Μπάρμπαρα Τζόουνς, διευθύντρια του Συνδέσμου, τονίζοντας ότι, ενώ ο Σύνδεσμος υποστηρίζει το δικαίωμα κάθε αναγνώστη να επιλέξει ή να απορρίψει ένα βιβλίο για τον εαυτό του ή για την οικογένειά του, διαφωνεί με το να δίνεται η εξουσία σε όσους έχουν αντιρρήσεις για ένα συγκεκριμένο βιβλίο να απαγορεύουν την πρόσβαση σε αυτό σε άλλους αναγνώστες.
Πηγή: Το Βήμα 14/4/2011

14/4/11

Εκστρατεία ανάγνωσης από τα Public και το ΕΚΕΒΙ


Αυξήθηκαν πολύ οι τίτλοι των βιβλίων που κυκλοφορούν την τελευταία δεκαετία, όμως εντέλει διαβάζουμε λιγότερο, αποκάλυψε η πρόσφατη Γ΄ Πανελλήνια Έρευνα Αναγνωστικής Συμπεριφοράς του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Μπορεί οι αναγνώστες –συστηματικοί ή ευκαιριακοί– να αυξάνονται επίσης, σύμφωνα με την έρευνα, τα βιβλία που διαβάζουμε όμως κατά μέσο όρο μειώθηκαν (μόλις 5,6 βιβλία το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999), ενώ οι νέοι διαβάζουν όλο και λιγότερο.

Τι φταίει; Δουλεύουμε πολύ και δεν υπάρχει χρόνος, λένε οι μεγαλύτεροι. Εχουμε πιεστικό διάβασμα και δεν μένει καιρός για ελεύθερη ανάγνωση, λένε οι μαθητές. Δεν υπάρχουν χρήματα λόγω της κρίσης, λένε όλοι. Και οι αριθμοί συμφωνούν. Πτώση 8,3% σημείωσε ο κλάδος του βιβλίου το 2009. Αντιθέτως, στην Ευρώπη η κρίση δημιούργησε περισσότερους αναγνώστες: 10% άνοδο είχαν οι πωλήσεις βιβλίου στη Γερμανία και 8% στη Μεγάλη Βρετανία.

Τι συμβαίνει στην Ελλάδα; Δεν έχουμε κουλτούρα αναγνώστη. Κάπου εδώ τα καταστήματα Public ανέλαβαν την πρωτοβουλία, όπως παρουσίασαν σε συνέντευξη Τύπου την Τρίτη, μιας εκστρατείας ανάγνωσης προκειμένου να αναπτυχθεί το ενδιαφέρον του κοινού για το βιβλίο.

Ετσι, από τον Απρίλιο ως τον Δεκέμβριο του 2011 –και με προοπτική συνέχισης της εκστρατείας τα επόμενα χρόνια– αναλαμβάνουν μια μεγάλη καμπάνια προβολής του βιβλίου μέσα από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, στα μέσα μαζικής μεταφοράς, με πόρτα-πόρτα διανομή φυλλαδίων και προβολή του βιβλίου στους διαθέσιμους διαφημιστικούς χώρους της πόλης. Στόχος είναι το βιβλίο να γίνει συνήθεια, να δημιουργηθεί ένα κίνημα αναγνωστών στο οποίο χωρούν όλοι, βιβλιοφάγοι και μη.

«Με κεντρικό μήνυμα “Κάποιο βιβλίο μιλάει για σένα; To έχεις διαβάσει;”, η εκστρατεία των Public στοχεύει στο να παρακινήσει κάθε άνθρωπο να ανακαλύψει το βιβλίο που τον εκφράζει και να απολαύσει το ταξίδι μέσα στις σελίδες του», είπε ο Χρήστος Καλογεράκης, εμπορικός διευθυντής των Public.

Εκδότες, συγγραφείς, μεταφραστές, επιμελητές, βιβλιοθήκες, λέσχες ανάγνωσης και φορείς συμμετέχουν στην εκστρατεία. Πολλοί συγγραφείς και καλλιτέχνες επιστρατεύτηκαν ως πρεσβευτές σε αυτή την αποστολή: ο Αναστάσης Βιστωνίτης, η Λένα Διβάνη, η Άλκη Ζέη, ο Ανδρέας Μήτσου, ο Αλέξης Σταμάτης, ο Πέτρος Τατσόπουλος, ο Ευγένιος Τριβιζάς, ο Αλέξης Ζήρας, ο Κωνσταντίνος Τζούμας, ο Μίμης Ανδρουλάκης, η Αναστασία Μουτσάτσου και άλλοι, πολλοί από τους οποίους ήταν παρόντες στην παρουσίαση της πρωτοβουλίας αυτής. Το «παρών» έδωσαν και εκδότες, μεταξύ άλλων ο Θανάσης Καστανιώτης, η Εύα Καραϊτίδη της Εστίας, ο Θάνος Ψυχογιός, η Άννα Πατάκη, ο Νίκος Μεγαπάνος από την Ωκεανίδα, η Πόπη Γκανά από το Μελάνι, η Κέλλυ Ιωαννίδου από τον Καλέντη.

Στις πόλεις που δραστηριοποιούνται τα Public σκοπεύουν να εντείνουν τις θεματικές εκδηλώσεις τους και να οργανώσουν σεμινάρια και εργαστήρια για το βιβλίο. Από τις ενδιαφέρουσες προτάσεις τους είναι η δημιουργία δανειστικών βιβλιοθηκών σε χώρους αναμονής (τράπεζες, νοσοκομεία), η δημιουργία ελληνικής διαδικτυακής κοινότητας για το βιβλίο, της Public Book Face, και η διοργάνωση για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε κεντρικά σημεία πόλεων, μιας βραδιάς γιορτής και δωρεάν ανταλλαγής βιβλίων στα πρότυπα του διεθνώς επιτυχημένου θεσμού World Book Night.

Οι ιδέες δεν είναι άσχημες. Τα αποτελέσματα θα τα δούμε στην πορεία. Θα καταφέρει η εκστρατεία να ξεκολλήσει το ελληνικό κοινό από τις οθόνες της τηλεόρασης προκειμένου να διαβάσει ένα βιβλίο;
«Στηρίζουμε την εκστρατεία των Public και αποφασίσαμε να τη θέσουμε υπό την αιγίδα μας, να δώσουμε χώρο σε νέες ιδέες, στην επιθυμία να πετύχουμε, γιατί η χώρα το χρειάζεται», είπε χαιρετίζοντας την πρωτοβουλία η διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ  Κατρίν Βελισσάρη.

Πηγή Το Βήμα

12/4/11

«Tηλεορασοποίηση»και στο βιβλίο

 
Του Λουκά Αξελού
 
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταγράψει κανείς σε ένα σύντομο σημείωμα ζητήματα, προβλήματα και διλήμματα από τον χώρο του βιβλίου και της κίνησης των ιδεών χωρίς να τα αδικήσει. Για όσους συστηματικά ασχολούνται με τον χώρο αυτό είναι, πλέον, σαφές ότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια υλοτόμησαν –κυριολεκτικά– το «παραδοσιακό δάσος», με τις νέες λεωφόρους των σύγχρονων τεχνολογιών που δημιούργησαν τα ογκώδη νέα συγκροτήματα αλλά και τις σύγχρονες «εκδοτικές παράγκες».
Ασφαλώς τα ζητήματα που αναδεικνύει η νέα εκδοτική-πολιτιστική πραγματικότητα δεν είναι ανεξάρτητα από τη συνολική πορεία των πραγμάτων στην ευρύτερη κοινωνικοπολιτική σφαίρα. Η κυριαρχία της λογικής των αγορών, η υποβάθμιση του ουσιαστικού γνωσιολογικού και αισθητικού υποβάθρου, η πλήρης αποσύμπλεξη της ηθικής από την πολιτική και η ανάδειξη ενός πολυπολιτισμικού τσελεμεντέ ως αποκλειστικής συνταγής της «νέας σύγχρονης σκέψης», δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον ευρύτερο χώρο του βιβλίου και της κυκλοφορίας των ιδεών.
«Tηλεορασοποίηση»και στο βιβλίο
Οι άνθρωποι που σήμερα κυριαρχούν και χειρίζονται τις τύχες του βιβλίου έχουν από καιρό ήδη παραβιάσει την συνδυαστική αρχή της ανάγκης ισορροπίας ανάμεσα στην πολιτισμική δημιουργία και την εμπορική αποτελεσματικότητα και λειτουργούν ως καλοί ή κακοί μαθητές της σχολής του Σικάγου.
Κοινός πλέον τόπος είναι ότι η επιβολή των σύγχρονων τεχνολογιών, η επικράτηση των οπτικοακουστικών ΜΜΕ, αλλά και ο τρόπος «γραφής» των κειμένων, αποτελούν μια πραγματικότητα που εν μέρει ανατρέπει τους παραδοσιακούς τρόπους πρόσληψης της γνώσης. Η «τηλεορασοποίηση» επηρέασε δραστικά όχι μόνον τον ημερήσιο και περιοδικό Τύπο, αλλά και το βιβλίο. Αργά αλλά σταθερά, οι εφημερίδες και τα περιοδικά γνώμης εκτοπίζονται και είναι εμφανής η μειωμένη αντίσταση στη «λογική» της εικόνας και των αριθμών. Τώρα πια θεωρείται φυσικό να κατασκευάζουμε και βιβλία. Και νομίζω ότι δεν υπερβάλλω όταν επισημαίνω ότι τα τελευταία χρόνια δεκάδες βιβλία «φτιάχτηκαν» στην προσπάθεια του ανταγωνισμού και της νεοπλουτίστικης άποψης κάποιων συγγραφέων και εκδοτών που έχουν μπερδέψει την κυκλοφορία ιδεών με την κυκλοφορία των επιταγών και στοχεύουν, μέσω της συσσώρευσης χάρτινων «φερέτρων», να μονοπωλήσουν το βιβλίο στην Ελλάδα.
Μα θα αντιτάξει κανείς: Όλα τα κακά συμβαίνουν σε αυτόν τον τόπο; Προφανώς όχι. Φαινόμενα αντίστοιχα προηγήθηκαν και στη Βόρεια Ευρώπη και Αμερική που πολλοί έχουν ως αποκλειστικό πρότυπο. Η επικράτηση όμως των μεγάλων εκδοτικών συγκροτημάτων δεν είχε ως αποτέλεσμα το «τέλος της ιστορίας», ούτε όπως κάποιοι αφελώς φαντάζονται, εξαφάνισε την υπόλοιπη εκδοτική πανίδα και χλωρίδα, τμήματα της οποίας πέρασαν στην «Αντίσταση», ανοίγοντας ένα παρατεταμένο ιδεολογικοπολιτικό αντάρτικο, σχηματίζοντας θύλακες συνειδητών αναγνωστών, που εν τοις πράγμασι «συμμετέχουν στον αγώνα», ενισχύοντας τις εκδοτικές εκείνες εστίες που εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν το βιβλίο ως κατεξοχήν διαρκές πολιτισμικό αγαθό.
Η λογική της ποιότητας
Ίσως εδώ, πρέπει να κάνω κάτι σαφές. Η κριτική μου στη «συγκέντρωση και συγκεντροποίηση», δεν αποτελεί συνηγορία υπέρ του ελάσσονος και κατ’ επέκτασιν «καταγγελία» του μείζονος. Δεν υποστήριξα ποτέ εξιδανικευμένες απόψεις επιστροφής στην «αρχική συγγραφική-εκδοτική αθωότητα», πολλώ δε μάλλον στάθηκα πάντα κριτικός στην απαράδεκτη τσαπατσουλιά και προχειρότητα πολλών «αθώων μικροβιοτεχνών».
Το πρόβλημα λοιπόν έγκειται στο να κατανοήσουμε σήμερα τα όρια δράσης του σύγχρονου εκδοτικού «χόμο καταφέρτζικους». Ιδιαίτερα μάλιστα όταν αυτό αφορά στον ίδιο τον πολιτισμό μας. Πιο απλά: με βάση τα «στατιστικά» δεδομένα θα υποκλιθούμε στην λογική των αριθμών ή με το συνεπαγόμενο κόστος θα αντιτάξουμε την λογική του ποιος-ποιον, την λογική της ποιότητας, αφού πάντα η ποιότητα ήταν, είναι και θα είναι το τελικό κριτήριο για την αξία ενός έργου;
Είναι, διερωτώμαι, ένδειξη πολιτισμικής αναβάθμισης ο «εξορθολογισμός» του βιβλίου διά της εξαφανίσεως των μικρών εκδοτικών οίκων και της μετατροπής ακόμα και άξιων συγγραφέων σε μαζικούς παραγωγούς τυποποιημένων έργων; Τι άραγε επιδιώκουμε εν τέλει; Τη φαστφουντοποίηση και του βιβλίου, ενός «πνευματικού εδέσματος» με κατεξοχήν απαιτήσεις γευσιγνωσίας;
Μήπως ήρθε η ώρα να αλλάξουμε τρόπο πνευματικής διατροφής;
Όλοι όσοι επιζητούν την επικράτηση μιας διαφορετικής λογικής στο τι τρώμε, οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο συλλογισμός τους είναι ανεπαρκής, αν δεν θέσουν αφετηριακά το ζήτημα και στο τι διαβάζουμε.
Η ανακύκλωση σκουπιδιών είναι, ως απεδείχθη, χρήσιμη στην οικονομικοκοινωνική σφαίρα, παράγοντας νέα προϊόντα. Η ανακύκλωση σκουπιδιών όμως στις ιδέες παράγει μόνον σκουπίδια.
 
 

8/4/11

Έρευνα Αναγνωσιμότητας απο το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου στην Ελλάδα


Ενθαρρυντικά για την ανάγνωση στη χώρα μας είναι τα αποτελέσματα της Γ΄ Πανελλήνιας Έρευνας Αναγνωστικής Συμπεριφοράς και Πολιτιστικών Πρακτικών που πραγματοποίησε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) σε συνεργασία με την εταιρεία Metron Analysis (η οποία επιλέχθηκε μετά από διαγωνισμό), από τον Νοέμβριο έως τον Δεκέμβριο του 2010 .
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1.500 ατόμων άνω των 15 ετών σε όλη τη χώρα, σταθμισμένο ως προς το φύλο, την ηλικία, την αστικότητα (κατανομή σε αστικές και αγροτικές περιοχές) που ελέγχθηκε εκ των υστέρων ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο, με προσωπικές συνεντεύξεις στα νοικοκυριά. Την ευθύνη για τη σύνταξή του ερωτηματολογίου είχε το ΕΚΕΒΙ.
Τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας έχουν ως εξής:

1. Σε σύγκριση με τις δυο προηγούμενες έρευνες, του 1999 και του 2004, ο πυρήνας των μέτριων ως συστηματικών αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν περισσότερα από 10 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει αξιοσημείωτη σταθερότητα, αντιπροσωπεύοντας το 8,1% των ερωτώμενων, έναντι του 8,6% το 2004 και 8,5% το 1999. Με βάση τις εκτιμήσεις για τον αριθμό του πληθυσμού άνω των 15 ετών της ΕΣΥΕ, το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει έναν καθόλου ευκαταφρόνητο αριθμό 780.000 αναγνωστών (έναντι 700.000 το 1999), σε όλη τη χώρα, που αποτελούν το «αφοσιωμένο» κοινό του βιβλίου. Η επανάληψη του μεγέθους αυτού σε τρεις διαδοχικές πανελλήνιες έρευνες, με διαφορετικά δείγματα, στο διάστημα μιας δεκαετίας, είναι ένα από τα πιο σημαντικά ευρήματα της έρευνας, μειώνοντας στο ελάχιστο την πιθανότητα μεθοδολογικού σφάλματος. Χωρίς να σημαίνει ότι ο αριθμός των συστηματικών αναγνωστών είναι ιδιαίτερα υψηλός σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως π.χ. η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία ή οι Σκανδιναβικές χώρες, φαίνεται να διαψεύδεται έτσι, οριστικά, η «προκατάληψη» ότι οι αναγνώστες βιβλίων στη χώρα μας είναι μόνο μερικές δεκάδες χιλιάδες.


2. Σε σύγκριση με το 2004, το ποσοστό των ασθενέστερων αναγνωστών, δηλαδή όσων δήλωσαν ότι διάβασαν από 1-9 βιβλία κατά τους τελευταίους 12 μήνες, παρουσιάζει αύξηση στο 34,2% του πληθυσμού, έναντι 25,4% το 2004 και 29,3% το 1999. Με βάση τις εκτιμήσεις για το μέγεθος του πληθυσμού, το ποσοστό αυτό αντιπροσωπεύει έναν αριθμό άλλων 3.380.000 αναγνωστών, ανεβάζοντας το συνολικό ποσοστό όσων δήλωσαν ότι διαβάζουν έστω και ένα βιβλίο στο 42,3% (έναντι 34% το 2004 και 37,8% το 1999).


3. Σύμφωνα με τη διεθνή μεθοδολογία, όσοι δήλωσαν ότι δε διάβασαν κάποιο βιβλίο κατά τους τελευταίους 12 μήνες, είναι πιθανόν ότι διάβασαν, παρόλα αυτά, βιβλία είτε για το επάγγελμα, είτε για τις σπουδές τους (προαιρετικό, μη υποχρεωτικό διάβασμα), ή συμβουλεύτηκαν βιβλία για πρακτικούς σκοπούς (οδηγούς μαγειρικής, εκλαϊκευμένα ιατρικά βιβλία, άλλους οδηγούς, κλπ.). Μετά από ειδική, επιπλέον ερώτηση, το ποσοστό αυτών των αναγνωστών αναδείχθηκε στο 16,9% (έναντι 22,2% το 2004). Έτσι, το ποσοστό όσων δήλωσαν ότι δε διάβασαν απολύτως κανένα βιβλίο, μειώθηκε στο 40,7% (έναντι 43,8% το 2004).


4. Το εκπαιδευτικό επίπεδο παραμένει, σύμφωνα με τα ευρήματα και της νέας έρευνας, ο κυριότερος παράγοντας που καθορίζει τη στάση του κοινού απέναντι στο βιβλίο. Ακολουθούν η αστικότητα (για τα άτομα ανώτερης-ανώτατης εκπαίδευσης), το φύλο (για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης), η γλωσσομάθεια και η προηγούμενη διαμονή σε χώρες του εξωτερικού για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης. Ωστόσο, η κυριότερη δικαιολογία για όσους δήλωσαν ότι δεν διαβάζουν καθόλου γενικά βιβλία ήταν η έλλειψη χρόνου (39%), γεγονός που φαίνεται να επιβεβαιώνεται από το γεγονός της επιμήκυνσης του μέσου χρόνου εργασίας στον γενικό πληθυσμό, σε σύγκριση με προηγούμενες έρευνες (45,4ώρες την εβδομάδα, το 2010). Ο μέσος χρόνος εργασίας ήταν 41ώρες την εβδομάδα για όσους διαβάζουν 10 βιβλία και πάνω το χρόνο, 43 ώρες την εβδομάδα για όσους διαβάζουν 1-9 βιβλία, και 48,4 ώρες την εβδομάδα για όσους δε διαβάζουν καθόλου βιβλία.


5. Και στην νέα έρευνα επιβεβαιώνεται ότι οι γυναίκες είναι αυτές που διαβάζουν περισσότερο από τους άνδρες, αφού το 9,4% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο (έναντι 6,8% των ανδρών). Ωστόσο, η κατεξοχήν υπεροχή τους αναδεικνύεται στο πεδίο των ασθενέστερων αναγνωστών; Το 40,2% των γυναικών δήλωσαν ότι διαβάζουν από 1-9 βιβλία το χρόνο, έναντι μόνο 28% των ανδρών. Όσον αφορά την ηλικία των αναγνωστών, εάν πάρουμε ως μέτρο το ποσοστό του δε διαβάζω βιβλία, αυτό αυξάνεται όντως με την αύξηση της ηλικίας των ερωτώμενων, και μάλιστα μετά τα 55 χρόνια (50%-60%, σε σύγκριση με 40,7% για τον μέσο όρο). Εάν, όμως, αναζητήσουμε τις προσφιλέστερες ηλικίες για όσους διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο, τέτοιες αναδεικνύονται οι ηλικίες 35-44 ετών (12,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες) και 45-54 ετών (13,1% μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες), σε αντίθεση με τις νεότερες ηλικίες 15-24 και 25-34 ετών, όπου το ποσοστό των αφοσιωμένων αναγνωστών περιορίζεται στα επίπεδα του 7%, προς όφελος της «χαλαρότερης» ανάγνωσης 1-9 βιβλίων το χρόνο.


6. Οι δημοφιλέστερες κατηγορίες βιβλίων στις προτιμήσεις του αναγνωστικού κοινού παρέμειναν, κατά σειρά, η ελληνική (73%) και η ξένη λογοτεχνία (61%) – κατά 79% το μυθιστόρημα, και μετά τα υπόλοιπα λογοτεχνικά είδη -, και ακολουθούν η ιστορία (29%), η ψυχολογία (22%) και τα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου (17%). Η ελληνική και η ξένη λογοτεχνία κυριαρχούν σε όλες τις ηλικίες αναγνωστών και είναι οι μόνες κατηγορίες που αυξάνουν τη δημοτικότητα τους στο αναγνωστικό κοινό, σε σύγκριση με το 2004, ενώ όλες οι υπόλοιπες κατηγορίες βιβλίων παρουσιάζουν, συγκριτικά, μείωση ενδιαφέροντος. Ενδιαφέρον είναι ότι η σειρά των προτιμήσεων στην κορυφή αλλάζει όσον αφορά τους «μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες», για τους οποίους η ξένη λογοτεχνία ισοβαθμεί με την ελληνική (80% των προτιμήσεων). Οι γυναίκες διαβάζουν περισσότερο από τους άντρες βιβλία λογοτεχνίας (μυθιστορήματα, διηγήματα και ποίηση), ψυχολογίας και θρησκείας, ενώ σε όλες τις άλλες θεματικές κατηγορίες (όπως π.χ., η ιστορία, η φιλοσοφία, τα ταξίδια, οι κοινωνικές επιστήμες, οι αρχαίοι συγγραφείς, το πολιτικό βιβλίο, ο αποκρυφισμός, οι τέχνες, οι θετικές επιστήμες), οι άντρες είναι αυτοί που υπερτερούν.


7. Όσον αφορά το σύνολο των πολιτιστικών πρακτικών που κατέγραψε η έρευνα, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά ότι οι αναγνώστες βιβλίων έχουν μεγαλύτερη πολιτιστική συμμετοχή από τον μέσο όρο, σε σχέση με όλες τις δραστηριότητες (ανάγνωση εφημερίδων και περιοδικών, ακρόαση ραδιοφώνου, παρακολούθηση κινηματογράφου, θεάτρου, συναυλιών, εικαστικών εκθέσεων, επισκέψεις σε αρχαιολογικούς χώρους και μουσεία, κλπ., χρήση Ίντερνετ και νέων τεχνολογιών), ακόμα και ως προς τις εξόδους στα μαγαζιά, σε εστιατόρια, καφέ, μπαρ, κέντρα με ζωντανή μουσική, και ως προς την άθληση σε γυμναστήρια. Αρνητική συσχέτιση παρουσιάζει η ένταση της ανάγνωσης μόνο σε σχέση με τις ώρες τηλεθέασης, που μετρήθηκε να είναι 3 ώρες και 18' στον γενικό πληθυσμό, 2 ώρες και 45' σε όσους διαβάζουν 1-9 βιβλία και 2 ώρες και 11' σε όσους διαβάζουν περισσότερα από 10 βιβλία το χρόνο.


 


Ανακεφαλαιώνοντας, τα κυριότερα συμπεράσματα στα οποία μας οδηγεί η νέα έρευνα για την ανάγνωση, όσον αφορά τόσο τους επαγγελματίες και όσους ασχολούνται με τον σχεδιασμό και την εφαρμογή της πολιτικής για το βιβλίο, είναι τα εξής:

  • Η διατήρηση σταθερού του πυρήνα των μέτριων ως συστηματικών αναγνωστών και η αύξηση του εύρους της «βάσης» τους, στο σκέλος των ασθενών αναγνωστών (όσων διαβάζουν 1-9 βιβλία το χρόνο). Η τελευταία αυτή εξέλιξη συνδέεται, προφανώς, με την απόκτηση αναγνωστικής συνείδησης από ένα μέρος των αναγνωστών που διαβάζουν βιβλία μόνο για χρηστικούς σκοπούς (πρακτικούς, εκπαιδευτικούς ή επαγγελματικούς λόγους), αφού τα ποσοστά των αντίστοιχων κατηγοριών μειώνονται. Το γεγονός αυτό ίσως σημαίνει ότι στη συνείδηση όλο και περισσότερων αναγνωστών, «βιβλίο» δεν είναι μόνο η λογοτεχνία.
  • Στην ερώτηση «Θα λέγατε ότι διαβάζετε περισσότερα ή λιγότερα βιβλία, σε σύγκριση με πριν από ένα χρόνο», οι μέτριοι ως συστηματικοί αναγνώστες απάντησαν «περισσότερα» (ενώ οι ασθενείς αναγνώστες και ο μέσος όρος: «λιγότερα»).
  • Το βιβλίο φτάνει στην υψηλότερη θέση των βαθμού προτίμησης, μέσα σε μια δεκαετία, σε σύγκριση με τις εφημερίδες και τα περιοδικά. Η ανάγνωση εφημερίδων εξακολουθεί να βρίσκεται στην πρώτη θέση των προτιμήσεων, ισοβαθμώντας όμως, σχεδόν, με το βιβλίο (28% και 27%, αντίστοιχα), ενώ τα περιοδικά βρίσκονται στην τρίτη θέση (14%). Η δημοτικότητα των εφημερίδων και των περιοδικών, όμως, βαίνει διαρκώς μειούμενη ανάμεσα στις τρεις διαδοχικές έρευνες του ΕΚΕΒΙ, ενώ αυτή του βιβλίου, αντίθετα, αυξάνεται. Η δημοτικότητα της τηλεόρασης, επίσης, η οποία θεωρείται ότι τυπικά «ανταγωνίζεται» το βιβλίο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, σημειώνει μικρή κάμψη (άνοδο μόνο μεταξύ των μη-αναγνωστών).
  • Η σχέση των αναγνωστών με τα βιβλιοπωλεία (με τα μικρά, ανεξάρτητα βιβλιοπωλεία, αλλά και με τα μεγάλα βιβλιοπωλεία & αλυσίδες) παραμένει σταθερή όσον αφορά την ενημέρωσή τους και τη χρήση τους ως πηγές αγοράς των βιβλίων. Όσον αφορά την ενημέρωση των αναγνωστών, η ιδιωτική ενημέρωση από φίλους ή συγγενείς παραμένει το κυριότερο κανάλι ενημέρωσης, μειώνεται ο ρόλος των κριτικών και των διαφημίσεων στον Τύπο και ενισχύεται ο ρόλος του διαδικτύου (που παρουσιάζει σημαντικά μεγαλύτερη διείσδυση στα ελληνικά νοικοκυριά σε σύγκριση με το 2004).
  • Σύμφωνα με τη συγκριτική ανάγνωση των αποτελεσμάτων της έρευνας, προκύπτει –για άλλη μια φορά- ένα προφίλ αναγνωστικού κοινού που η σχέση του με το βιβλίο δεν φαίνεται να καθορίζεται από τα δεδομένα μιας κοινωνικής και πολιτιστικής ελίτ που αντιλαμβάνεται το βιβλίο ως προνόμιο και την ανάγνωση ως στοιχείο διάκρισης (πρβλ. Pierre Bourdieu), αλλά από ένα ζωντανό, πολύμορφο, και βουλιμικό- «παμφάγο» (omnivorous) αναγνωστικό κοινό (πρβλ. Richard Α. Peterson, κ.α.), που κατά 60% συνδυάζει την ανάγκη του για αναγνωστική απόλαυση με αυτές για γνώση και πληροφόρηση, και ταυτόχρονα, για ψυχαγωγία και «διαφυγή» (και μάλιστα, οι γυναίκες εμφανίζονται να ξεπερνούν τους άντρες σε στην ανάγνωση για γνώση και πληροφόρηση, ενώ, αντίθετα, οι άντρες τις γυναίκες στην ανάγνωση για ψυχαγωγία και διαφυγή). Πρόκειται, επομένως, για ένα αναγνωστικό κοινό που είναι σε θέση να συνδυάζει την πολυγλωσσία και τα ταξίδια στο εξωτερικό με την ισχυρή προτίμηση για την ελληνική μουσική, την ανάγνωση του Βήματος και της Καθημερινής με αυτή του ΠρώτουΘέματος όσον αφορά τις κυριακάτικες εφημερίδες, την αναφορά ονομάτων συγγραφέων της λεγόμενης ευπώλητης λογοτεχνίας (Coelho, Μαντά, Hislop), δίπλα στα ονόματα κλασικών ή σύγχρονων κλασικών συγγραφέων όπως οι Καζαντζάκης, Παπαδιαμάντης, Ντοστογιέφσκι, κ.ά., και την έντονη προτίμηση για το ιστορικό μυθιστόρημα & το μυθιστόρημα εποχής, ακόμα και για τους «μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες».

Ο μέσος όρος των αναγνωσμένων βιβλίων μειώνεται (5,6 βιβλία, το 2010, έναντι 7 βιβλίων το 1999 -οι μισοί από όσους δήλωσαν ότι διαβάζουν βιβλία, διάβασαν έως 3 βιβλία, έναντι 4 το 1999). [Και τα καλά νέα, αντίστοιχα: λόγω της αύξησης των ποσοστών αλλά και του μεγέθους του πληθυσμού, ο μέσος αυτός όρος των 5,6 βιβλίων ανάγεται σε 24,6 εκ. αναγνωσμένα αντίτυπα το χρόνο, έναντι μόνο 15 εκ. το 1999.] Σε συνδυασμό με την αύξηση των ωρών εργασίας και τη μείωση του ελεύθερου χρόνου, που φαίνεται ότι είναι από τους παράγοντες που επηρεάζουν σημαντικά την ανάγνωση (για όσους εργάζονται περισσότερες από 40 ώρες την εβδομάδα, που είναι πλέον το 47,3% των εργαζομένων), η εξέλιξη αυτή είναι πιθανόν ότι έχει τάσεις να ενταθεί.
  • Η μετατόπιση των «καλύτερων ηλικιών» για το βιβλίο, όσον αφορά τους μέτριους ως συστηματικούς αναγνώστες, στις ηλικίες 35-54 ετών (έναντι του 25-44 ετών πριν από μια δεκαετία). Φαίνεται λοιπόν ότι αρχίζουν να χαρακτηρίζονται από μια «χαλαρότερη» σχέση με την ανάγνωση, όχι μόνο οι σχολικές (15-18 ετών) και πανεπιστημιακές ηλικίες (19-24 ετών), αλλά και οι αμέσως επόμενες (25-34 ετών). Η εξέλιξη αυτή φαίνεται να συνδέεται αφενός με την παρακολούθηση ενός προγράμματος σπουδών που δεν ενθαρρύνει την ελεύθερη ανάγνωση, στο Λύκειο και το Πανεπιστήμιο, και αφετέρου με την εργασιακή αβεβαιότητα που επέρχεται αμέσως μετά, για τους νέους, στην ηλικία των 20 και ως τα μέσα της ηλικίας των 30.
  • Ο περιορισμός της αγοραστικής συμπεριφοράς του κοινού στα 11,6 ευρώ το μήνα για αγορά βιβλίων, κατά άτομο (19,9 ευρώ για τους συστηματικότερους αναγνώστες). Αντίθετα, φαίνεται να αυξάνεται ο ιδιωτικός δανεισμός βιβλίων από φίλους και συγγενείς και, κατά δεύτερο λόγο, από τις βιβλιοθήκες (19% των αναγνωστών απάντησαν ότι τις επισκέπτονται, έναντι 13% το 1999).
  • Η μείωση, γενικά, των ποσοστών του «καθόλου», σε ότι αφορά τις κυριότερες πολιτιστικές πρακτικές και πρακτικές του ελεύθερου χρόνου των ερωτώμενων (κινηματογράφος, θέατρο, εκθέσεις φωτογραφίας, συναυλίες, έξοδοι, ταξίδια,κλπ), με την αντίστοιχη αύξηση, όμως, του ποσοστού του «σπάνια» -και όχι υπέρ μιας ενεργότερης συμμετοχής στις δραστηριότητες αυτές. Ταυτόχρονα, μια σειρά από άλλες δραστηριότητες του λεγόμενου «υψηλού» πολιτιστικού προφίλ, παρουσιάζουν μείωση συμμετοχής (όπερα-κλασική μουσική, παρουσιάσεις βιβλίων, ιδιωτικές γκαλερί, αρχαιολογικοί χώροι). Φαίνεται, δηλαδή, ότι ακόμα και όταν η ευαισθησία του ελληνικού κοινού δείχνει να έχει αυξηθεί ως προς τις δραστηριότητες αυτές, αντικειμενικοί παράγοντες, ενδεχομένως (όπως λ.χ. οι οικονομικοί, λόγω της μείωσης του εισοδήματός του, ή η μείωση του ελεύθερου χρόνου του), δεν του επιτρέπουν την ουσιαστικότερη συμμετοχή σ’ αυτές. Τα ερωτήματα αυτά, ωστόσο, δεν εντάσσονται στους στόχους και δεν ήταν δυνατόν να απαντηθούν πλήρως στο πλαίσιο της παρούσας έρευνας. Θα πρέπει να διερευνηθούν πληρέστερα, μέσω υποθέσεων εργασίας και αντίστοιχων ταξινομήσεων, στο πλαίσιο μιας κατάλληλης έρευνας χρήσης ελεύθερου χρόνου (Time Use Survey), από την ΕΛ.ΣΤΑΤ., στο πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών χωρών και της Eurostat.
Πηγη: Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ)