Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

30/12/14

Ζώντας σαν ένας άλλος



Του Αναστάση Βιστωνίτη

«Ο εκπληκτικός πορτογάλος ποιητής Φερνάντο Πεσσόα (1888-1935), ως φανταστική επινόηση, ξεπερνά οποιοδήποτε δημιούργημα του Μπόρχες». Τα παραπάνω λέγονται από τον Χάρολντ Μπλουμ στο βιβλίο του Ο Δυτικός Κανόνας. Δύσκολα θα έβρισκε κανείς παρόμοιο έπαινο για έναν συγγραφέα που όσο ζούσε εξέδωσε μόνο ένα βιβλίο με ποιήματα, το Μήνυμα.
Κατά την προσφιλή θεωρία του Μπλουμ περί προγόνων και απογόνων, ο Πεσσόα, όπως και ο Νερούδα, ανήκει σε αυτούς που διάβασαν βιωματικά, θα λέγαμε, τον γενάρχη της αμερικανικής ποίησης Γουόλτ Γουίτμαν και μας συνδέουν μαζί του. Τα θεωρητικά σχήματα του Μπλουμ παρουσιάζονται βεβαίως πολύ πιο περίπλοκα, όμως αυτή είναι η ουσία της ανάλυσής του, που φυσικά εξυπηρετεί πρωτίστως τις μπλούμειες θεωρίες. Ο Πεσσόα δεν έγραψε μόνο ποιήματα αλλά και εξαίσια πεζογραφήματα, ανάμεσα στα οποία εξέχουσα θέση κατέχει το ογκώδες Βιβλίο της ανησυχίας, που το έγραφε επί 22 χρόνια, από το 1913 ως το 1935, όταν πέθανε από κίρρωση του ήπατος.

Ενας μετα-Ρεμπό

Το Βιβλίο της ανησυχίας, μικρά αποσπάσματα από το οποίο είχε δημοσιεύσει σε περιοδικά όσο ζούσε ο συγγραφέας, είχε σκοπό να το εκδώσει με την υπογραφή Μπερνάρντο Σοάρες. Ηταν ένα από τα ετερώνυμα που χρησιμοποιούσε αυτή η μυστηριώδης μορφή της σύγχρονης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας. Ο Πεσσόα πεθαίνοντας άφησε πίσω του ένα μπαούλο με ανέκδοτα χειρόγραφα γραμμένα από τους διάφορους ετερώνυμους που είχε δημιουργήσει: τον Αλβαρο ντε Κάμπος, τον Αλμπέρτο Καρέιρο, τον Ρικάρντο Ρέις - και πάει λέγοντας...

Η ετερωνυμία (καμία σχέση με την ψευδωνυμία), παραπέμποντας στα πολλά πρόσωπα του ίδιου ανθρώπου, ήταν σαν να έκανε πράξη την πασίγνωστη φράση του Ρεμπό «(το) εγώ είναι ένας άλλος», μολονότι η απάντηση-παραλλαγή του Πεσσόα με τα λόγια του Μπερνάρντο Σοάρες, όπως το επισημαίνει στον εμπεριστατωμένο πρόλογό της και η μεταφράστρια Μαρία Παπαδήμα, διαφοροποιεί τον Πορτογάλο από τον Γάλλο: «Ζω είναι ένας άλλος». Ο Πεσσόα λοιπόν είναι το γοητευτικό φάντασμα ενός μετα-Ρεμπό που δεν εγκαταλείπει ούτε την πόλη ούτε τη χώρα του.

Αναπόφευκτα, αυτό μας οδηγεί αλλού: στη διαπίστωση ότι η σχέση του Πεσσόα με τη λογοτεχνία της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι απείρως σημαντικότερη από την όποια σχέση του με τον Γουίτμαν όπου επικεντρώνει το ενδιαφέρον του ο Χάρολντ Μπλουμ. Εξάλλου, αν σημειώσει κανείς τα ονόματα συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων, από τον Ομηρο και τον Βιργίλιο ως τον Ουγκό, τον Ρουσό και τον Λεοπάρντι που απασχολούν τον Πεσσόα, τη σχέση αυτή εύλογα θα τη θεωρούσε αυτονόητη.

Το κρόνιο αίσθημα

Τι είναι όμως το Βιβλίο της ανησυχίας; Ημερολόγιο του ετερώνυμου Μπερνάρντο Σοάρες ή «μυθιστόρημα» του Πεσσόα γι' αυτόν τον ασήμαντο βοηθό λογιστή που ψάχνει τον κόσμο και τον εαυτό του στη Λισαβόνα των αρχών του 20ού αιώνα; Και πώς να αποφασίσει ο αναγνώστης για το ποια εκδοχή είναι η σωστότερη όταν ο ίδιος ο Πεσσόα χαρακτηρίζει τον Σοάρες όχι ως ετερώνυμο αλλά ως «ημι-ετερώνυμό του;». Ενα είναι βέβαιο, ούτως ή άλλως: ότι κι εδώ έχουμε τον Πεσσόα, τον ποιητή που εν πολλοίς αυτοβιογραφούμενος εκφράζεται σε πρόζα μιλώντας για τα πάντα και σχολιάζοντας τα πάντα: τι λένε άλλοι συγγραφείς, τι βλέπει και πώς το βλέπει, τι είναι το ένα και το άλλο: «Αναζητώ - δεν βρίσκω. Θέλω και δεν μπορώ» γράφει (σελ. 294 του πρώτου τόμου).

Αν αυτό θυμίζει το «Δεν μπορώ να συνεχίσω. Θα συνεχίσω» του Μπέκετ, αναπόφευκτα οδηγούμαστε σε ένα και μοναδικό συμπέρασμα: η αδυναμία και η μάχη εναντίον της με την επίγνωση ότι εξ ορισμού πρόκειται για χαμένη μάχη αποτελούν μείζον χαρακτηριστικό του μοντερνισμού, και αποκορύφωμά του είναι το έργο εν προόδω, όπως συμβαίνει με όλα τα κείμενα του Πεσσόα, του Τζόις, του Μπέκετ και τόσων άλλων. Ολοι τους έγραφαν σε διάφορες παραλλαγές ένα και μοναδικό έργο. Ολοκληρωμένο, ημιτελές, αποσπασματικό - δεν έχει σημασία. Οπως δεν έχει σημασία και το γεγονός ότι ορισμένοι νεότεροι θεωρητικοί δεν δίστασαν να χαρακτηρίσουν τον Πεσσόα καταχρηστικά - για να μην πει κανείς: πρωθύστερα - ως μεταμοντέρνο, ή μεταμοντερνιστή αν προτιμάτε, πράγμα που θυμίζει το σαρκαστικό σχόλιο του Ουμπέρτο Εκο: ότι με λίγη καλή θέληση θα μπορούσαμε και τον Ομηρο να τον χαρακτηρίσουμε μεταμοντέρνο.

Η λέξη «ανησυχία» του τίτλου σηματοδοτεί και το κλίμα που κυριαρχεί από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα. Δεν είναι το φροϋδικό Angst, δεν είναι η ανησυχία για το ενδεχόμενο, αυτό που επικρέμαται και μας απειλεί ή εκείνο που φοβόμαστε ότι θα συμβεί, αλλά το σύνολο της πραγματικότητας που βαραίνει τις μύχιες σκέψεις και τις εκφάνσεις του βίου. Είναι, ακόμη, η δυσθυμία, η μελαγχολία, δηλαδή το κρόνιο αίσθημα το οποίο συναντά κανείς την ίδια εποχή - και σε άλλο επίπεδο - στα δοκίμια του Μπένγιαμιν, όπως με οξύτητα το περιγράφει στο έξοχο δοκίμιό της Under the Sign of Saturn η Σούζαν Σόντακ, που περιέχει πάμπολλα στοιχεία του μποντλερικού spleen, δηλαδή το βάρος μιας αίσθησης τόσο συντριπτικής ώστε η επίδρασή της στον ψυχισμό να είναι τέτοια που να σου δίνει την εντύπωση ότι οι συνέπειές της δεν μπορεί παρά αργά ή γρήγορα να αποβούν μοιραίες.

Ο «οίστρος του θανάτου»

Οι τρεις παρακάτω φράσεις είναι απολύτως μποντλερικές: «Η ιδέα του ταξιδιού μού φέρνει ναυτία. / Εχω δει όλα όσα ποτέ μου δεν είχα δει. / Εχω ήδη δει όλα όσα δεν είδα ακόμα» (σελ. 174 του πρώτου τόμου). Και ξεκινώντας έτσι, ο Πεσσόα αρχίζει στη συνέχεια να μιλάει για το θέμα της πλήξης, επίσης με μποντλερικό τρόπο αλλά ενσωματώνοντας ταυτοχρόνως στοιχεία μιας κατατονικής ομολογίας της αποτυχίας, ομολογίας που εύκολα θα την υιοθετούσαν οι υπαρξιστές, όπως για παράδειγμα όταν γράφει: «Νιώθω για τη ζωή μια αόριστη ναυτία και η κίνησή μου την επιτείνει», ή «Η ζωή για μένα είναι μια υπνηλία που δεν φτάνει στον εγκέφαλο». Εχει κάποιος την εντύπωση ότι αυτά δεν τα λέει ο Μπερνάρντο Σοάρες (Πεσσόα) αλλά ο Ροκαντέν της σαρτρικής Ναυτίας. Ο ίδιος, πολλές σελίδες αργότερα, θα γράψει: «Με πονάει το κεφάλι μου και το Σύμπαν». Κι άλλοτε, μέσα σε μια σκοτεινή έξαρση, θα πει με το πάθος και την απελπισία του δύσθυμου, του επιζώντος, του κατατρεγμένου και του καταραμένου, θα απευθύνει τη σκοτεινή και ταραγμένη του επίκληση στον Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας: «Δέσποτα Βασιλιά της Αποστασιοποίησης και της Παραίτησης, Αυτοκράτορα του Θανάτου και του Ναυαγίου, όνειρο ζωντανό που περιπλανιέται μεγαλοπρεπές, ανάμεσα στα ερείπια και τους δρόμους του κόσμου». Και λίγο πιο κάτω θα τον δει σε ένα αλλόκοσμο τοπίο θανάτου: «Πηγαίνει ο Βασιλιάς να δειπνήσει με τον Θάνατο, στο αρχαίο παλάτι του, στην όχθη της λίμνης, ανάμεσα στα βουνά, μακριά από τη ζωή, ξένος στον κόσμο». Τα παραπάνω είναι από το «κεφάλαιο» - αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει κεφάλαια τα τμήματα αυτού του βιβλίου - Πένθιμο εμβατήριο για τον βασιλιά Λουδοβίκο Β´ της Βαυαρίας, όπου βέβαια δεν πρόκειται για κανέναν Λουδοβίκο καμιάς Βαυαρίας, αλλά για την παράφορη και παραληρηματική σχεδόν έξαρση κάποιου που έχει καταληφθεί από τον κατά τον Εμπειρίκο «οίστρο του θανάτου».

Παραβιάζει κανείς ανοιχτές πόρτες λέγοντας ότι ο Πεσσόα ανήκει στους σημαντικότερους συγγραφείς του 20ού αιώνα που τον ανακαλύψαμε μισόν αιώνα σχεδόν μετά τον θάνατό του (υποψιάζεται όμως ότι ως έναν βαθμό αυτό ήταν και δική του επιθυμία). Τίποτε δεν χάνεται τελικά. Το Βιβλίο της ανησυχίας κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην Πορτογαλία το 1982. Στο διάστημα των δέκα επόμενων χρόνων εκδόθηκε και στις κυριότερες ευρωπαϊκές γλώσσες. Ηταν καιρός να δει το φως της δημοσιότητας και στη χώρα μας, όπου το έργο του Πεσσόα αρχίζει να αποκτά ένα διόλου ευκαταφρόνητο - και φανατικό - κοινό. Και είναι ευτύχημα που μεταφράστηκε σε ωραία ελληνικά από τη Μαρία Παπαδήμα, η οποία συνοδεύει τη δίτομη έκδοση με έναν καλογραμμένο και κατατοπιστικό πρόλογο.

Πηγή: http://www.tovima.gr/


12/12/14

Βιβλιοτρόπιο Δελτίο 33 Δεκέμβριος 2014



Μια υπουργός πολιτισμού που διαβάζει ελάχιστα, η ιδιάζουσα περίπτωση του Γιόζεφ Ροτ, το νέο ζωτικό φαινόμενο της λογοτεχνίας, καθώς και μία συνέντευξη με τη Ήβη Μελεάγρου είναι μερικά από τα θέματα που περιλαμβάνονται στο 33ο τεύχος του Βιβλιοτροπίου για τον μήνα Δεκέμβριο.

Καλή ανάγνωση….

4/12/14

Χαρούκι Μουρακάμι: «Το νόημα της ζωής βρίσκεται στις επιλογές»


Ο ιάπωνας συγγραφέας, με αφορμή την έκδοση του νέου του βιβλίου «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του», μιλάει αποκλειστικά στο «Βήμα»



Ο Χαρούκι Μουρακάμι ανήκει στα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας πεζογραφίας. Παρά το γεγονός ότι το όνομά του συζητείται έντονα κάθε χρόνο για το Νομπέλ Λογοτεχνίας, ούτε εφέτος το πήρε. Αυτό πάντως φαίνεται να ενδιαφέρει περισσότερο τους «τζογαδόρους» της λογοτεχνίας παρά τον ίδιο.

Ο ιάπωνας συγγραφέας, 65 ετών σήμερα, δεν εξαργυρώνει την επιτυχία κυνηγώντας τη δημοσιότητα και δίνει ελάχιστες συνεντεύξεις. Δέχθηκε όμως, με αφορμή την έκδοση του νέου του μυθιστορήματος, να μιλήσει αποκλειστικά στο «Βήμα της Κυριακής» και μέσω της εφημερίδας να απευθυνθεί στους έλληνες αναγνώστες του - υπάρχουν θαυμαστές του στη χώρα μας που φτιάχνουν ακόμη και λίστες (κλασικής, τζαζ και ροκ κατά κύριο λόγο) μουσικής βασισμένες στα βιβλία του.

Το ογκωδέστατο «1Q84», επί παραδείγματι, το λογοτεχνικό magnum opus του ιδίου που προηγήθηκε, αρχίζει με τη «Συμφωνιέτα» του Λέος Γιάνατσεκ, ενώ στο δέκατο τρίτο μυθιστόρημά του που μόλις κυκλοφόρησε στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Ψυχογιός, μια παράξενη, εγκιβωτισμένη ιστορία «μεταβίβασης» του θανάτου συνοδεύεται, τρόπον τινά, από την ήρεμη και λυπητερή μελωδία του κομματιού «Le mal du pays» (περιέχεται στη συλλογή «Années de pèlerinage» με σουίτες για πιάνο) του Φραντς Λιστ. Ετσι εξηγείται ο τίτλος του βιβλίου «Ο άχρωμος Τσουκούρου Ταζάκι και τα χρόνια του προσκυνήματός του» (2013) που μετέφρασε η Μαρία Αργυράκη από την ιαπωνική γλώσσα, μια ιστορία για τη δύσκολη πορεία του ανθρώπου προς την ωριμότητα η οποία δεν ταυτίζεται απαραιτήτως με την κυριολεκτική ενηλικίωση ενός ατόμου.

Βέβαια, «όταν γράφω μυθιστορήματα παίρνω βοήθεια από διάφορες πλευρές. Από τη μουσική, από τις γάτες, από τα πηγάδια, το ψυγείο, τη Νέα Σελήνη. Γιατί δεν μπορώ να τα γράψω βασισμένος μόνο στις δικές μου δυνάμεις» εξήγησε ο Χαρούκι Μουρακάμι. Το νέο του λογοτεχνικό εγχείρημα είναι διαφορετικό από το προηγούμενο, σαφώς πιο συμπυκνωμένο, αλλά ο ίδιος δεν έχει την αίσθηση ότι συντελείται κάποια «στροφή» στο έργο του.  «Ως τώρα γράφω όπως νιώθω τη δεδομένη στιγμή, μυθιστορήματα διαφορετικού μεγέθους και είδους».

«Υπάρχουν μέσα μου διάφορες ιστορίες που θέλουν να γραφούν και το μόνο που κάνω είναι να τις βγάζω στην επιφάνεια και να τους δίνω τη γραπτή μορφή τους. Ποτέ μου δεν έχω σκεφτεί να αφηγηθώ ιστορίες κάποιου συγκεκριμένου είδους. Τα πάντα ακολουθούν μια φυσική διαδικασία. Απλώς βάζω στο χαρτί αυτούσιο αυτό που βγαίνει από μέσα μου. Την επόμενη φορά, πιστεύω, θα γράψω κάτι που θα έχει εντελώς διαφορετική μορφή. Είναι πολύ πιθανόν» ανέφερε ο ιάπωνας συγγραφέας που απ' ό,τι φαίνεται δεν πονοκεφαλιάζει με τις κατηγοριοποιήσεις του έργου του.

Τον ρωτήσαμε πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος τις έννοιες του «μεταμοντερνισμού» αλλά και του «μαγικού ρεαλισμού» που επιστρατεύονται συχνά προκειμένου να καταταχθούν και να ερμηνευτούν τα βιβλία του στα οποία κυριαρχούν οι παράλληλες πραγματικότητες, τα πολλά επίπεδα της μνήμης και της φαντασίας αλλά και τα δαιδαλώδη ανθρώπινα όνειρα. «Για να είμαι απολύτως ειλικρινής μαζί σας, δεν αντιλαμβάνομαι τις έννοιες "μαγικός ρεαλισμός" και "μεταμοντερνισμός". Εγώ απλώς γράφω τις ιστορίες που υπάρχουν βαθιά μέσα μου. Αν θέλετε να τους βάλουμε οπωσδήποτε έναν -ισμό, τότε νομίζω μόνο το "Μουρακαμισμός" ταιριάζει αφού πρόκειται για κάτι εξ ολοκλήρου δικό μου. Εγώ προσωπικά πάντως ονομάζω το στυλ των μυθιστορημάτων μου sushi-noir» υπογράμμισε με μια περιπαικτική διάθεση ο Χαρούκι Μουρακάμι.

Κρατήστε το αυτό στο πίσω μέρος του μυαλού σας. Ο ήρωάς του, ο Τσουκούρου Ταζάκι - του οποίου το αμφίσημο όνομα, το ιδεόγραμμα στα ιαπωνικά δηλαδή, επελέγη από τον πατέρα του να σημαίνει «φτιάχνω, κατασκευάζω» και ο οποίος λατρεύει τους σιδηροδρομικούς σταθμούς - ήταν «μέτριος σε όλα, ή μάλλον λίγο άχρωμος». Αντιθέτως οι φίλοι του - δύο αγόρια, ο Ακα και ο Αο, και δύο κορίτσια, η Σίρο και η Κούρο - προερχόμενοι από οικογένειες της ανώτερης μεσοαστικής τάξης της Ναγκόγια, είχαν τυχαία ένα μικρό κοινό σημείο μεταξύ τους: ένα ιδεόγραμμα που υποδήλωνε κάποιο χρώμα: κόκκινο, γαλάζιο, άσπρο και μαύρο αντιστοίχως.

Η παρέα ήταν ενωμένη και αγαπημένη. Στη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, στο δεύτερο έτος του ήρωα στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο, η ζωή του Τσουκούρου Ταζάκι αλλάζει άρδην. Η παρέα αποφασίζει τον «διωγμό» του, χωρίς καλά-καλά να του εξηγήσει την αιτία, και ο ίδιος μέσα σε έξι μήνες φθάνει κυριολεκτικά στα πρόθυρα του θανάτου! Το εξωφρενικό είναι ότι ούτε ο ίδιος ενδιαφέρθηκε να μάθει ποτέ την αιτία - ώσπου σε ηλικία 36 ετών τον παρακολουθούμε αποφασισμένο, σπρωγμένο από τη μεγαλύτερή του Σάρα με την οποία διατηρεί σχέση, να διαλευκάνει το μυστήριο για να προχωρήσει στη ζωή του.

Ο Χαρούκι Μουρακάμι στήνει μια καφκικής έμπνευσης ιστορία, κάτι που δεν το κάνει, βέβαια, για πρώτη φορά. Ο συγγραφέας φαίνεται να παίρνει την πλοκή ενός αστυνομικού μυθιστορήματος και από «εξωτερική» που είναι στις συμβατικές περιπτώσεις, να τη μετατρέπει σε «εσωτερική» ας πούμε, μοιάζει δηλαδή ο «δολοφόνος» εν προκειμένω, να μην είναι άλλος από τον ίδιο τον εαυτό του ήρωα!

«Ο Τσουκούρου Ταζάκι δεν ήθελε να μάθει τον λόγο της "απόρριψής" του ίσως επειδή φοβόταν να τον αντιμετωπίσει. Η Σάρα όμως τον προέτρεψε να το κάνει. Οπως καταλαβαίνετε, αυτό για τον Τσουκούρου ήταν μια μύηση στην ωριμότητα. Επιπλέον, για να βρει τον λόγο της απόρριψής του έπρεπε να περάσει μέσα από τον περίπλοκο και σκοτεινό λαβύρινθο της ψυχής του. Η επίσκεψή του στη Φινλανδία για να συναντήσει την Κούρο, αποτελεί ένα είδος "λίμπο" (σ.σ.: μεταιχμιακή κατοικία των αβάφτιστων ψυχών στον κάτω κόσμο σύμφωνα με τη μεσαιωνική αντίληψη της Καθολικής Εκκλησίας) χωρίς βέβαια να προσάπτω τέτοιο χαρακτηρισμό στην πραγματική Φινλανδία» αστειεύτηκε ο συγγραφέας. «Ο Τσουκούρου αυτονομείται ως άτομο μόνο αφού επιστρέψει από αυτό το ταξίδι. Οσον αφορά τις ιστορίες μυστηρίου, δεν χρησιμοποιώ συνειδητά τη μέθοδό τους, τώρα όμως που μου το επισημαίνετε το θεωρώ πολύ πιθανό! Ισως να οφείλεται στο γεγονός ότι έχω διαβάσει με μεγάλο ενδιαφέρον αρκετές ιστορίες μυστηρίου και επιστημονικής φαντασίας» απάντησε ο Χαρούκι Μουρακάμι.

Ο Χάιντα, ένας μικρότερος συμφοιτητής του Τσουκούρου Ταζάκι που επίσης εξαφανίζεται απροειδοποίητα στο μυθιστόρημα, του λέει κάποια στιγμή ότι τον «συλλογισμό τον προξενεί ο πόνος, όχι η ηλικία». Φαίνεται, είπαμε στον συγγραφέα, ότι αυτό που αποκαλούμε γνώση ή και σοφία εν πάση περιπτώσει, δεν σχετίζεται με την ευτυχία σε αυτή την ιστορία. Αραγε ισχύει εν γένει αυτό; Τον απασχολεί καθόλου; «Στα μυθιστορήματά μου στην ουσία δεν με αφορά η ανθρώπινη ευτυχία ή δυστυχία. Το πραγματικό νόημα της ζωής βρίσκεται στις επιλογές, πιστεύω. Οπότε δίνω μεγάλη έμφαση στη φύση της επιλογής. Οχι στο αποτέλεσμα. Οι επιλογές μας τις περισσότερες φορές γίνονται μέσα σε μια ανεμοθύελλα συγκυριών, στο σκοτάδι του παραλόγου. Παρ' όλα αυτά - φαντάζομαι θα συμφωνήσουμε πάνω σε αυτό - καλούμαστε υποχρεωτικά να αναλάβουμε την ευθύνη των επιλογών μας. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο και εγώ δεν ενδιαφέρομαι να μάθω το αποτέλεσμα αλλά μάλλον το είδος της επιλογής. Πολλές φορές οι επιλογές μας δεν συμπίπτουν με τις πραγματικές προθέσεις μας εξαιτίας κάποιας εξάρτησης ή κάποιων συναισθημάτων μας» είπε ο Χαρούκι Μουρακάμι, ο πλέον «δυτικός» ιάπωνας συγγραφέας σήμερα (και δεινός μεταφραστής των μεγάλων της αγγλόφωνης λογοτεχνίας), κάτι που στην πατρίδα του είναι λόγος κριτικής, είναι λόγος να θεωρείται ο ίδιος «παρίας» ή και «απόκληρος» ακόμη-ακόμη. «Δεν τα πήγαινα καλά με το καλλιτεχνικό σύστημα στην Ιαπωνία και έτσι πήρα την απόφαση να φύγω από τη χώρα για να δουλέψω, κάτι που νομίζω πως μου βγήκε σε καλό. Εχω την εντύπωση πως δεν τα πάω καθόλου καλά με τα συστήματα γιατί είμαι άτομο που σκέφτεται με τον δικό του τρόπο. Οταν οι κανόνες του συστήματος έρθουν σε αντιπαράθεση με τους προσωπικούς μου κανόνες, θα προτιμήσω φυσικά τους δικούς μου» σχολίασε ο ίδιος. Ο Χαρούκι Μουρακάμι δεν είναι αυτό που λέμε ένας «πολιτικός συγγραφέας» με τη στενή σημασία του όρου. Συμφωνεί και αυτός με μια τέτοια προσέγγιση. «Νομίζω πως είμαι ένα πολιτικά υγιές άτομο. Αποφεύγω όμως όσο μπορώ να κάνω πολιτικές δηλώσεις. Γιατί από τη στιγμή που θα ξεκαθαρίσω τη θέση μου θα έχω την ευθύνη να υποστηρίξω μέχρι τέλους τους ισχυρισμούς μου. Δεν θα μπορέσω να ξεμπερδέψω εύκολα λέγοντας "δεν βαριέσαι, λόγια του αέρα...".  Μάλλον αδυνατώ να αναλάβω τέτοια ευθύνη. Εξάλλου, πιστεύω πως ένας συγγραφέας πρέπει να αρθρώνει τον πολιτικό του λόγο εξ ολοκλήρου μέσα από το έργο του. Το ιδανικό θα ήταν να το επιτύχει όχι επιλέγοντας κάποιο συγκεκριμένο θέμα, αλλά με τον τρόπο που θα γράψει οποιοδήποτε κείμενό του» συμπλήρωσε.

Μοιράστηκε, τέλος, μαζί μας κομμάτια της «ελληνικής εμπειρίας» του. «Αρκετά από τα πρώτα κεφάλαια του "Νορβηγικού Δάσους" τα έγραψα στην Ελλάδα. Νομίζω το 1987 ήταν, όταν άρχισα να το γράφω, χειμωνιάτικα, στη Μύκονο. Τέλος σεζόν, ούτε ένας τουρίστας στην περιοχή! Είχα νοικιάσει για μερικούς μήνες ένα σπίτι στην κορυφή ενός λόφου και από το παράθυρο έβλεπα λιβάδια με πρόβατα που έβοσκαν. Οταν κουραζόμουν να κάθομαι στο γραφείο και να δουλεύω κατέβαινα σε κάποιο μπαράκι στην πόλη για ένα ποτήρι κρασί. "Mykonos Bar" το έλεγαν, νομίζω. Σύχναζα σε αρκετά μπαράκια εκεί, τα θυμάμαι ακόμη. Πριν από τη Μύκονο είχα μείνει και στις Σπέτσες για έναν μήνα. Είχα δουλέψει και εκεί αρκετά. Στην Αθήνα έτρεξα μια φορά στον Μαραθώνιο, στα μέσα της δεκαετίας του '80. Το χάρηκα πραγματικά. Και πριν από αυτό, το 1983 μάλλον, έτρεξα μόνος μου την αντίστροφη διαδρομή, από το Καλλιμάρμαρο στον Μαραθώνα. Μέσα στο κατακαλόκαιρο, με αφόρητη ζέστη. Μετά όμως απόλαυσα την μπίρα μου στο χωριό του Μαραθώνα». Εχει γράψει αναλυτικά για αυτό στο βιβλίο του «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω για το τρέξιμο» (Ωκεανίδα, 2011) όπου παραλληλίζει την κοπιώδη άθληση με τη συγγραφή.

* Ευχαριστούμε θερμά τη μεταφράστρια του συγγραφέα, την κυρία Μαρία Αργυράκη, για τη βοήθειά της στην πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης.

Πηγή: www.tovima.gr



6/11/14

Πρόταση

Το έργο του, η κριτική και η αναπαραγωγή της επαναστατικής κουλτούρας
Άννα Μαχαιρά
Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2014
Σελ. 220



Ο Σταντάλ θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γάλλους λογοτέχνες του 19ου αιώνα, και ορισμένα μυθιστορήματά του, όπως το Κόκκινο και το Μαύρο ή Το Μοναστήρι της Πάρμας, συγκαταλέγονται ανάμεσα στα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο Henry Beyle, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του συγγραφέα, γεννήθηκε τις παραμονές της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, έζησε την Επανάσταση στα παιδικά και νεανικά του χρόνια και πέρασε την ωριμότητά του στον απόηχο της επανάστασης αλλά και της άρνησής της, στα χρόνια που ο ιστορικός Χομπσμπάουμ αποκάλεσε "η Εποχή των Επαναστάσεων".

Η Άννα Μαχαιρά αναζητά στη Διπλή ζωή του Σταντάλ τη σύνδεση ακριβώς του συγγραφέα με την ιστορία. Η αναζήτηση προχωρά σε δύο επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο συγκροτείται από το έργο του Σταντάλ και τον τρόπο με τον οποίο ο λογοτέχνης επεξεργάζεται σε αυτό τα βιώματα του -τον ενθουσιασμό του, τις ελπίδες, τις απέχθειες και τις απογοητεύσεις του- από τη συναρπαστική περίοδο της Επανάστασης και του Ναπολέοντα. Καθώς όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, το έργο επέζησε του δημιουργού του, η Διπλή ζωή αναζητά σε ένα δεύτερο επίπεδο τις εναλλαγές της δεξίωσης του έργου του Σταντάλ από τη λογοτεχνική κριτική και την κοινωνία. Η Άννα Μαχαιρά μας οδηγεί εδώ από την περιορισμένη απήχηση του έργου στην πλειονότητα των συγχρόνων του, αλλά και την απόρριψή του από τον Ουγκώ και τον Φλωμπέρ στην ανάδειξή του, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σε αγαπημένο θέμα της λογοτεχνικής κριτικής από τον Ταιν μέχρι τον Προυστ. Οι μεταπτώσεις της κριτικής συνεχίστηκαν και στον 20ό αιώνα, κατά τον οποίο οι πολυσχιδείς όψεις του έργου του Σταντάλ επέτρεψαν σε εκ διαμέτρου αντίθετα πολιτικά και λογοτεχνικά κινήματα και συγγραφείς -όπως η φιλομοναρχική οργάνωση Action francaise, ο Γκέοργκ Λούκατς και ο Μαξίμ Γκόρκι- να θεωρήσουν ότι βρήκαν σε αυτό τα στοιχεία που αναζητούσαν. Πέρα από τη μελέτη των γραπτών του Σταντάλ και την αξιοποίηση αρχειακού υλικού σχετικού με τη ζωή και το έργο του, η έρευνα για το βιβλίο στηρίχθηκε στη μελέτη της ογκώδους διεθνούς κριτικής βιβλιογραφίας.

Πηγή: http://www.bookpress.gr/

25/9/14

Δεύτερο ΣΑΡΔΑΜ - Η λογοτεχνία αλλιώς σε Λεμεσό και Λευκωσία


Με τη στήριξη του Δικτύου Λεσχών Ανάγνωσις 
Η aRttitude παρουσιάζει
                                       2ο φεστιβάλ ΣΑΡΔΑΜ: Η λογοτεχνία αλλιώς
                                                      03 - 05 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2014
ΛΕΜΕΣΟΣ / ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 03 Οκτωβρίου 2014 / ΘΕΑΤΡΟ ΕΝΑ, Β Δημοτική Αγορά, Λεμεσός / 8.30μμ / Είσοδος 5 ευρώ / Κρατήσεις 99404072
ΛΕΥΚΩΣΙΑ / ΣΑΒΒΑΤΟ 04 Οκτωβρίου 2014 / ΘΕΑΤΡΟ ΕΝΑ (Άλλος Χώρος), Αθηνάς 4, Λευκωσία / 8.30μμ / Είσοδος 5 ευρώ / Κρατήσεις 99404072
·         ΣΑΡΔΑΜ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ – ΛΕΜΕΣΟΣ / ΚΥΡΙΑΚΗ 05 Οκτωβρίου 2014 / 341 CREATIVE SPACES, Αγίου Ανδρέου 341, Λεμεσός / Περιορισμένος αριθμός θέσεων. Δηλώσεις συμμετοχής στο 99404072 μέχρι 30 Σεπτεμβρίου / Επιχορηγημένο κόστος συμμετοχής: 25 ευρώ (το κάθε εργαστήρι)

Η Μαρία Α. Ιωάννου και η aRttitude φέρνουν για δεύτερη χρονιά το κοινό πιο κοντά στη λογοτεχνία, μέσα από σύγχρονους τρόπους συγγραφής και ανάγνωσης, επαναλαμβάνοντας την κύρια εκδήλωση του ΣΑΡΔΑΜ για πρώτη φορά φέτος και στη Λευκωσία και αφιερώνοντας την τελευταία μέρα του φεστιβάλ σε λογοτεχνικά εργαστήρια στη Λεμεσό. Συγγραφείς από την Κύπρο και το εξωτερικό μοιράζονται πρωτότυπους τρόπους συγγραφής και ανάγνωσης, μέσα από ανατρεπτικές αναγνώσεις και εργαστήρια. Κοινό τους χαρακτηριστικό η ανάδειξη του προσωπικού χαρακτήρα της συγγραφής / ανάγνωσης και ο συνδυασμός της λογοτεχνίας με σύγχρονα και κλασικά μέσα έκφρασης, όπως η φωνή, το video, ο σύγχρονος χορός, η μουσική / ο ήχος, το slamming / spoken word και το performance. Η λογοτεχνία εκτός βιβλίου, η λογοτεχνία για μια ακόμη φορά σε κατάσταση Σαρδάμ!
Συμμετέχουν οι: ομάδα aRttitude, με τους συγγραφείς Μαρία Α. Ιωάννου (Κύπρος), Marthia Carrozzo (Ιταλία), Marcal Font i Espi (Ισπανία), τη χορογράφο Εύη Παναγιώτου και τους χορευτές Πέτρο Κονναρή, Julia Brendle, Άντρια Βασιλείου / ομάδα The Noise Family project (Κύπρος) / Δημήτρης Αθηνάκης (Ελλάδα) / Στέλλα Βοσκαρίδου (Κύπρος), με την ηθοποιό Μαρίνα Βροντή / Gianpaolo G. Mastropasqua (Ιταλία)
+ ΣΑΡΔΑΜ ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑ
(α) Εργαστήρι από Δημήτρη Αθηνάκη (Ελλάδα) - Η γόμα ως μολύβι: Από τη δημιουργική γραφή στο δημιουργικό σβήσιμο
11πμ-2μμ
Το εργαστήρι θα προσπαθήσει να δείξει την άτυπη, εσωτερική συνομιλία του γραφιά με τον αναγνώστη του. Την πάλη μεταξύ του «πρέπει να τα πω όλα» και του «θα πω όσα μπορούν να φτάσουν στ’ αυτί του Άλλου». Το σβήσιμο είναι η δυσκολότερη διαδικασία της γραφής. Το να γίνουμε οι επιμελητές του εαυτού μας σημαίνει να γίνουμε οι πρώτοι αναγνώστες μας ― για να μπορούν ν’ ακολουθήσουν κι άλλοι. Το εργαστήρι αυτό θα κάνει μια απόπειρα να εντοπίσει τρόπους να γίνουμε οι πρώτοι (και καλύτεροι) αναγνώστες των έργων μας.
(β) Εργαστήρι από Marcal Font i Espi (Ισπανία) - Reading and Performing Poetry
3μμ-6μμ
Το εργαστήρι θα παρουσιάσει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία και τα χαρακτηριστικά της προφορικής έκφρασης και ανάγνωσης της ποίησης, καθώς και μια εισαγωγή στις ιδιαιτερότητες που αφορούν το poetry performance και spoken word / slamming: τεχνικές αναπνοής, φωνή, τόνος, διάρκεια, άρθρωση, δυναμική κ.α. Όλα τα πιο πάνω θα εμπεδωθούν μέσα από παραδείγματα και εξάσκηση.

Περισσότερες πληροφορίες για το ΣΑΡΔΑΜ και τους συγγραφείς/καλλιτέχνες που συμμετέχουν στο http://www.sardamcy.wordpress.com

Το ΣΑΡΔΑΜ στηρίζουν: Πολιτιστικές Υπηρεσίες Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, Δίκτυο Λεσχών Ανάγνωσις, Βιβλιοπωλεία Κ. Π. Κυριάκου, Plato Educational Services, Inprima, Exertus Services, Veramand Studio Academy.


27/6/14

Ο Μίλαν Κούντερα ψάχνει τη σοφία στην ασημαντότητα



Ο Ιωσήφ Στάλιν, με το που ολοκληρωνόταν άλλο ένα κουραστικό μεροκάματο στο Κρεμλίνο, συνήθιζε να μένει λίγο ακόμη με τους συνεργάτες του και να χαλαρώνει αφηγούμενος σύντομες ιστορίες από τη ζωή του. Σαν την ιστορία με τις είκοσι τέσσερις πέρδικες, λόγου χάριν, που αναφέρει ο Νικίτα Χρουστσόφ στα «Απομνημονεύματά» του.

Ο ηγέτης της Σοβιετικής Ενωσης σηκώθηκε μια μέρα, φόρεσε ένα παλιό παλτό με κουκούλα, έβαλε και τα σκι του, άρπαξε κι ένα ντουφέκι και βγήκε για κυνήγι. Εκανε με τα πόδια δεκατρία χιλιόμετρα. Κάποια στιγμή είδε κάτι πέρδικες να κουρνιάζουν σε ένα δέντρο. Κάθησε και τις μέτρησε. Είκοσι τέσσερις. «Αλλά τι γκίνια! Είχε πάρει μαζί του μόνο δώδεκα φυσίγγια! Ρίχνει, σκοτώνει τις δώδεκα, έπειτα γυρίζει, ξανακάνει τα δεκατρία χιλιόμετρα ως το σπίτι του, και παίρνει άλλα δώδεκα φυσίγγια. Διανύει και πάλι τα δεκατρία χιλιόμετρα και ξαναβρίσκεται μπροστά στις πέρδικες, που είναι κουρνιασμένες ακόμα στο ίδιο δέντρο. Και τελικά τις σκοτώνει όλες»... Δεν γέλασε όμως κανείς... Αντιθέτως, όταν οι σύντροφοι πήγαν έπειτα στα λουτρά, μια μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε και για τουαλέτες - ο καθένας είχε το δικό του ουρητήριο που το είχε φτιάξει και το είχε υπογράψει διαφορετικός καλλιτέχνης, ενώ ο «πατερούλης» κατούραγε αλλού μόνος του -, «φτύναμε από περιφρόνηση» επειδή «έλεγε ψέματα!», όπως ωρυόταν ο Χρουστσόφ, ο οποίος λίγα χρόνια μετά τον θάνατό του διαδέχθηκε τον ψεύτη, τον Στάλιν, που προσπαθούσε ματαίως να κάνει πλάκα αλλά όλοι τον έπαιρναν μονάχα στα σοβαρά... «Στο λεξιλόγιό μου, το λεξιλόγιο ενός άπιστου», ακούγεται η φωνή του διακριτικότατου αφηγητή στο νέο μυθιστόρημα του 85χρονου Μίλαν Κούντερα υπό τον απολύτως κουντερικό τίτλο Η γιορτή της ασημαντότητας, «μόνο μια λέξη είναι ιερή: η φιλία. Τους τέσσερις φίλους που σας γνώρισα, τον Αλαίν, τον Ραμόν, τον Σαρλ και τον Κάλιμπαν, τους αγαπάω. Γι' αυτό και πήγα μια μέρα το βιβλίο του Χρουστσόφ στον Σαρλ, για να διασκεδάσουν όλοι τους».

Γύρω ακριβώς από αυτή την παράξενη τετραμερή φιλία απλώνει τα αφηγηματικά νήματα του μυθιστορήματός του ο γαλλοτσέχος συγγραφέας με τρόπο που, κατά τ' άλλα, φέρνει στον νου τον παιγνιώδη χαρακτήρα της Commedia dell' arte. Ο Αλαίν, τον οποίο εγκατέλειψε η μητέρα του όταν ήταν παιδί και γι' αυτό ανήκει στους «συγγνωμάκηδες» (excusards), μαγνητίζεται από τους γυμνούς αφαλούς των κοριτσιών και στοχάζεται τις διαφορετικές πηγές της γυναικείας γοητείας προκειμένου να θεμελιώσει μια σύγχρονη θεωρία για τον ερωτισμό.

Ο συνταξιοδοτημένος Ραμόν, ο πλέον βαθυστόχαστος της παρέας που δεν διστάζει να διακηρύξει ότι «η ασημαντότητα είναι η ουσία της ύπαρξης» και ότι «πρέπει να μάθουμε να την αγαπάμε», εξοργίζεται με την ανθρώπινη ουρά μπροστά στο μουσείο που βρίσκεται δίπλα στον Κήπο του Λουξεμβούργου - πιστεύει ότι όσοι περιμένουν να δουν μια έκθεση με πίνακες του Σαγκάλ στην ουσία πλήττουν - και ανησυχεί για την άρρωστη μητέρα του που αργοπεθαίνει στην Ταρμπ. Ο Κάλιμπαν είναι ένας άνεργος ηθοποιός - του 'μεινε το όνομα από την τελευταία του παράσταση στην οποία ενσάρκωσε τον μελαψό αγροίκο από την Τρικυμία του Σαίξπηρ - ο οποίος επινοεί μια φανταστική γλώσσα, ένα αλλοπρόσαλλο ιδίωμα της πακιστανικής, για να περνάει ευχάριστα η ώρα όταν πηγαίνει να δουλέψει ως σερβιτόρος μαζί με τον Σαρλ που βγάζει τα προς το ζην διοργανώνοντας δεξιώσεις σε σπίτια - όπως αυτή στου Ντ' Αρντελό που αφήνει τους άλλους να πιστεύουν ότι έχει καρκίνο ενώ δεν είναι έτσι. Στον Σαρλ πάλι καρφώνεται η ιδέα να γράψει ένα έργο για κουκλοθέατρο εμπνευσμένο από τη «δολοφονημένη ουτοπία» του περασμένου αιώνα, μια ιδέα που κλώθει στο μυαλό του περισσότερο γιατί μόνο έτσι ευχαριστιέται «αυτό το α-νόητο πράγμα, που τον σαγήνευε ακριβώς επειδή δεν είχε κανένα νόημα»... Η ασημαντότητα που μας περιβάλλει είναι το κλειδί της σοφίας, είναι το κλειδί της ευδιαθεσίας, γράφει ο Μίλαν Κούντερα και μας υπενθυμίζει τις σκέψεις του Χέγκελ για το κωμικό: ότι δηλαδή το πραγματικό χιούμορ είναι αδιανόητο χωρίς την «ατέλειωτη ευδιαθεσία», το ατέρμονο κέφι. Στο σημείο αυτό ας θυμηθούμε τι γράφει ο γαλλοτσέχος συγγραφέας και στο βιβλίο του Η τέχνη του μυθιστορήματος ούτως ώστε να συντονιστούμε καλύτερα με το νέο του εγχείρημα: «Στην αρχή του το μεγάλο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα ήταν διασκέδαση κι όλοι οι αληθινοί μυθιστοριογράφοι τη νοσταλγούν! Εξάλλου η διασκέδαση δεν αποκλείει διόλου τη σοβαρότητα. Στο Βαλς του Αποχαιρετισμού αναρωτιόμαστε: ο άνθρωπος αξίζει να ζει πάνω σ' αυτή τη γη; Δεν πρέπει μήπως "ν' απελευθερώσουμε τον πλανήτη από τα νύχια του ανθρώπου;". Το να συνενώσω την ακραία σοβαρότητα του ερωτήματος με την ακραία ελαφρότητα της φόρμας, αυτό είναι ανέκαθεν η φιλοδοξία μου. Και δεν πρόκειται για μια φιλοδοξία καθαρά καλλιτεχνική. Η ένωση μιας επιπόλαιης φόρμας και ενός σοβαρού θέματος αποκαλύπτει τα δράματά μας (εκείνα που διαδραματίζονται στα κρεβάτια μας, όπως κι εκείνα που παίζουμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της Ιστορίας) σ' όλη την τρομερή τους ασημαντότητα». Σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου ο Κούντερα συμπληρώνει: «Προσφέροντάς μας την όμορφη ψευδαίσθηση του ανθρώπινου μεγαλείου, το τραγικό μάς δίνει κάποια παρηγοριά. Το κωμικό είναι πιο σκληρό: μας αποκαλύπτει βάναυσα την ασημαντότητα των πάντων». Σε ένα άλλο κείμενό του που περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη Συνάντηση, υπό τον τίτλο «Η κωμική απουσία του κωμικού» ο Κούντερα, αναλύοντας τη συμπεριφορά ορισμένων ηρώων από τον Ηλίθιο του Ντοστογέφσκι, αναφέρεται σε «ένα γέλιο χωρίς κωμική αιτία», στον κόσμο που «είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε», δηλαδή «τον κόσμο του χωρίς χιούμορ γέλιου». Το νέο του βιβλίο πάντως εμπίπτει σε αυτό που έλεγε ο Γκόγκολ, ένας μελαγχολικός χιουμορίστας του δέκατου ένατου αιώνα: «Αν κοιτάζουμε προσεκτικά και για πολλή ώρα μιαν αστεία ιστορία, γίνεται όλο και πιο λυπηρή».

Πηγή: http://www.tovima.gr/




2/4/14

Στο καινούριο και ανανεωμένο "Βιβλιοτρόπιο" ανάμεσα σε άλλα, γίνεται αναφορά σε δύο βιβλία των James Joyce και Τζακ Κέρουάκ και στην αμφισβήτηση του Man Booker Award Επίσης ένα αφιέρωμα στον Στέφαν Τσβάιχ αλλά και μια πολύ σημαντική πρωτοβουλία της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Νορβηγίας Καλή ανάγνωση...



Βιβλιοτρόπιο Δελτίο 25 Απρίλιος 2014

Αδημοσίευτος Beckett


Ένα αδημοσίευτο διήγημα του Σάμουελ Μπέκετ με τίτλο ‘Τα Κόκκαλα της Ηχούς’ (Echo’s Bones) θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στις 17 Απριλίου από τις εκδόσεις Faber & Faber.

Το συγκεκριμένο διήγημα γράφτηκε το 1933, κατόπιν παραγγελίας του επιμελητή Charles Prentice για λογαριασμό των εκδόσεων Chatto & Windus, με σκοπό να συμπεριληφθεί στην συλλογή διηγημάτων ‘Περισσότερες κλωτσιές παρά τσιμπιές’  (More pricks than kicks) και απορρίφθηκε πυξ λαξ με την καθόλου διπλωματική αιτιολόγηση πως ‘είναι εφιαλτικό. Προκαλεί ανατριχίλα και κατάθλιψη και σίγουρα θα μειώσει το αναγνωστικό κοινό στο οποίο απευθύνεται το βιβλίο. Οι αναγνώστες θα φρικιάξουν, θα προβληματιστούν και θα μπερδευτούν. Λυπάμαι που σου λέω κάτι τέτοιο.’

Ο συγκεκριμένος επιμελητής ήταν διαβόητος  για την αυστηρότητα του. Την προηγούμενη χρονιά είχε απορρίψει το πρωτόλειο του Μπέκετ ‘ Όνειρο Αγνής Μέχρι Μέτριας Γυναίκας’ ( Dream of Fair to Middling Woman)με την αιτιολογία ‘πως πάνω από το μισό είναι εντελώς ακατανόητο’ αν και αργότερα παραδέχτηκε πως μπορεί να είχε κάνει λάθος. Αποσπάσματα αυτού του έργου συμπεριλήφθηκαν στο ‘Περισσότερες κλωτσιές παρά τσιμπιές’, ολόκληρο το έργο όμως δημοσιεύτηκε 60 χρόνια αργότερα, το 1992 (μετά το θάνατο του Μπέκετ το 1989).

Σε επιστολή που έστειλε σε φίλο του ο νεαρός Μπέκετ δήλωνε καταρρακωμένος από την απόρριψη: ‘Στη συγκεκριμένη δουλειά έδωσα όσα είχα και γνώριζα….η απόρριψη με αποκάρδιωσε βαθιά.’

Στα ‘Κόκκαλα της Ηχούς’,  μια νουβέλα 13.500 λέξεων,  ο νεκραναστημένος Belacqua Shuah, που στο ένατο διήγημα της συλλογής ‘Περισσότερες κλωτσιές παρά τσιμπιές’ με τίτλο ‘Κίτρινο’ (Yellow) είχε πεθάνει μετά από μια αποτυχημένη χειρουργική επέμβαση, έρχεται αντιμέτωπος με τη ζωή μετά θάνατον.

Την επιμέλεια της νέας έκδοσης έχει αναλάβει ο επικεφαλής του Διεθνούς Ιδρύματος Μπέκετ,  Dr Mark Nixon, που δείχνει κάποια κατανόηση για την αυστηρότητα του πρώτου επιμελητή: ‘ Όντως πρόκειται για μια δύσκολη και σκοτεινή ιστορία. Είναι άγρια και απείθαρχη, όμως με έναν πανέξυπνο τρόπο- πρόκειται για το πιο τζοϋσιανό από τα πρώιμα έργα του Μπέκετ, τόσο λεκτικά όσο και δομικά, χρησιμοποιεί μια πληθώρα υλικών από την επιστήμη και τη φιλοσοφία, τη θρησκεία και τη λογοτεχνία. Συνδέει παραμύθια, γοτθικά όνειρα και κλασσικούς μύθους. Πρόκειται για μια ιστορία φαντασίας γεμάτη γίγαντες, δεντρόσπιτα, μανδραγόρες, στρουθοκαμήλους και μανιτάρια, αντλώντας από τη λαϊκή παράδοση που είχαν κάνει δημοφιλή ο WB Yeats και οι αδελφοί Grimm.’

Εξηγεί επίσης πως ο Μπέκετ  παρέμενε πάντα αρνητικός για τη δουλειά του από τη δεκαετία του ‘30 και σε γενικές γραμμές ήταν απρόθυμος να αναδημοσιεύει έργα του από εκείνη την περίοδο. Η συγκεκριμένη έκδοση αποφασίστηκε δεδομένου ότι ‘Τα Κόκκαλα της Ηχούς’ πρόκειται για ολοκληρωμένο έργο που ο ίδιος ο Μπέκετ είχε επιδιώξει να δει τυπωμένο μετά την παραγγελία του εκδοτικού οίκου Chatto.

Πηγή: www.oanagnostis.gr/


27/2/14

Γραφή...μεγάλων αποστάσεων

Το Δίκτυο Λεσχών «Ανάγνωσις» που αποτελείται από τις Λέσχες Ανάγνωσης «Βιβλιοτρόπιο» και «Πυρείον» σε συνεργασία με το Κέντρο Λόγου και Τεχνών Τεχνοδρόμιο διοργανώνει την εκδήλωση

Γραφή… μεγάλων αποστάσεων 

Μια κουβέντα με τους λογοτέχνες

Κώστα Μακρίδη, Αντρέα Μαλόρη, 
Λουΐζα Παπαλοΐζου και Αιμίλιο Σολωμού

Η συζήτηση θα περιστραφεί γύρω από τη διαδικασία της μυθιστορηματικής γραφής, τις δυσκολίες μετάβασης από τη μικρή στη μεγάλη φόρμα, αλλά και τις ιδιαιτερότητες του μυθιστορήματος στην Κύπρο.


Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014, στις 19:30
Κέντρο Λόγου και Τεχνών Τεχνοδρόμιο (Οδός Γρηγόρη Αυξεντίου 9, 3021, Λεμεσός) 

Πληροφορίες: τηλ. 99 667599, 99 526772



Λίγα λόγια για τους λογοτέχνες 

Κώστας Μακρίδης 
Γεννήθηκε στην Λεμεσό το 1949. Σπούδασε Νομική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και άσκησε την δικηγορία για τρία χρόνια. Το 1978 δημιούργησε το βιβλιοπωλείο-πολιτιστικό κέντρο ΘΕΜΕΛΙΟ, το οποίο από το 1981 λειτούργησε και ως Γκαλερί. Από το 1993 μέχρι σήμερα διευθύνει τον Τεχνοχώρο ΦΑΣΜΑ, που δραστηριοποιείται κυρίως στον τομέα των συλλεκτικών ειδών, με ιδιαίτερη έμφαση στο παλιό Κυπρολογικό βιβλίο.
Μαζί με τον Μάριο Αγαθοκλέους και τον Χριστάκη Κ. Μελίδη εξέδιδαν το λογοτεχνικό περιοδικό Η ΑΜΑΞΑ, ενώ από το 1993 μέχρι το 2001 εξέδιδε την πολιτιστική επιθεώρηση ΔΙΑΔΡΟΜΗ.
Υπήρξε  ιδρυτικό στέλεχος της Κινηματογραφικής Λέσχης Λεμεσού και της  Εταιρείας Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού. Έγραψε, κατά καιρούς, κριτική θεάτρου και κινηματογράφου, καθώς και κείμενα για την τέχνη και την καλλιτεχνική δημιουργία σε εφημερίδες και περιοδικά. Διετέλεσε μέλος κριτικών επιτροπών για τους Αγώνες Σχολικού Θεάτρου, που διοργανώνει ο ΘΟΚ,  μέλος κριτικής επιτροπής για το Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Κυπρίων Σκηνοθετών, ενώ υπήρξε εισηγητής σε σεμινάρια κινηματογράφου που διοργάνωσε το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και άλλοι φορείς.
Εξέδωσε τις ποιητικές συλλογές: ΣΤΑΘΜΟΣ ΑΝΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ 1981, ΑΝΑΤΡΟΠΕΣ 1983 (κρατικός έπαινος), ΑΣΚΗΣΗ ΔΟΛΙΟΦΘΟΡΑΣ 1987, ενώ συμμετείχε στην κοινή έκδοση ΔΕΚΑ ΓΡΑΦΕΣ, το 1981.
Υπό έκδοση βρίσκεται η ποιητική του συλλογή ΑΘΕΑΤΑ ΠΕΔΙΑ και το μυθιστόρημα ΕΥΕΡΓΕΣΙΑ ή ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ.

Ανδρέας Μαλόρης
Ο Ανδρέας Μαλόρης γεννήθηκε στην Αχέλεια της Πάφου. Σπούδασε ιατρική στη Θεσσαλονίκη και στο Johannesburg της Νοτίου Αφρικής και από το 1991 εργάζεται στη Λεμεσό.
Το 1981 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα γράμματα με τη συμμετοχή του στον Πρώτο Πανελλαδικό Λογοτεχνικό Διαγωνισμό της Ε.Φ.Ε.Κ.Θ. όπου και βραβεύτηκε με το Πρώτο Βραβείο Ποίησης.
Το 1983 εξέδωσε την ποιητική συλλογή «Τα τριάντα ποιήματα».
Το 1997 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τα μπαλόνια άφαντα», η οποία και βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο από τις Πολιτιστικές υπηρεσίες του Υπουργείου Παιδείας της Κύπρου.
Το 2003 εξέδωσε τη δεύτερή του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Τίποτα, τίποτα», η οποία επίσης βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο.
Το 2012 εξέδωσε την τρίτη του συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Εκκαθάριση προσωπικού».
Διηγήματα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες ποίησης και διηγήματος. Διηγήματά του έχουν μεταφρασθεί και δημοσιευθεί στα αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, τουρκικά και βουλγαρικά.

Λουίζα Παπαλοΐζου
Η Λουίζα Παπαλοΐζου (1972) γεννήθηκε στη Μόρφου και μεγάλωσε στη Λεμεσό. Σπούδασε στην Αγγλία και στη συνέχεια στην Αμερική όπου έζησε για έντεκα χρόνια. Για το βιβλίο της «Απειλούμενα Είδη» (Εκδόσεις Αφή) τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας Πρωτοεμφανιζόμενου Λογοτέχνη το 2010.

Αιμίλιος Σολωμού
Γεννήθηκε το 1971. Σπούδασε Ιστορία-Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Δημοσιογραφία σε τριτοβάθμια σχολή. Εργάστηκε για πέντε χρόνια (1990-1995) σε πρωινή καθημερινή εφημερίδα. Είναι εκπαιδευτικός στη Μέση Εκπαίδευση. Διηγήματά του δημοσιεύθηκαν σε λογοτεχνικά περιοδικά της Κύπρου και της Ελλάδας. Ορισμένα μεταφράστηκαν στα βουλγάρικα, τα τούρκικα και τα αγγλικά. Εξέδωσε τα μυθιστορήματα Το Σκιάχτρο (2000), Ώσπερ στρουθίον, τάχος επέτασας (2003/το 2013 μεταφράστηκε κυκλοφόρησε στη Βουλγαρία), Ένα τσεκούρι στα χέρια σου (2007, Άνευ/Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος), Το Ημερολόγιο μιας απιστίας (εκδ. Ψυχογιός 2012/Βραβείο Ευρωπαϊκής Ένωσης 2013).


11/1/14

Αλμπέρ Καμύ: Ο άνθρωπος στο μάρμαρο Η αξεδιάλυτη σχέση του συγγραφέα του «Ξένου» και του «Επαναστατημένου ανθρώπου» με τη δημοσιογραφία



του Νίκου Μπακουνάκη 

Δημοσιογραφία και φιλοσοφία συμπληρώνουν ισότιμα τον συγγραφέα Καμύ. Γράφει ο βιογράφος του, Ολιβιέ Τοντ: «Πολλοί συγγραφείς γεννιούνται από τη δημοσιογραφία. Αλλοι τόσοι θάβονται απ' αυτήν. Ο Καμύ ξεκινάει μια αντίστροφη κίνηση. Ξέρει ήδη να στήνει το σκηνικό, να τοποθετεί τα πρόσωπα. Το δίπλωμα της φιλοσοφίας του είναι χρήσιμο: αναζητεί το νόημα κάτω από τα γεγονότα». «Κάποτε ήταν δημοσιογράφος. Τώρα τι είναι; Συγγραφέας! Δηλαδή, κερδίζει τη ζωή του με τα βιβλία;» είχε δηλώσει δυσαρεστημένη η μητέρα της Φρανσίν Φορ, της γυναίκας που παντρεύτηκε ο Καμύ και με την οποία απέκτησε δύο παιδιά.

Ο Καμύ σκοτώθηκε το 1960 σε αυτοκινητικό δυστύχημα. Ηταν 47 ετών. Από τα 47 χρόνια της ζωής του τα 27 τα έζησε στη γενέθλια Αλγερία και τα 20 στη Γαλλία. Η Αλγερία ήταν σίγουρα η μήτρα του συγγραφέα Καμύ. «Οπουδήποτε αλλού θα νιώθω πάντα εξόριστος» έγραφε. Η «συνετή σιωπή» του για τον πόλεμο της Αλγερίας σίγουρα στηρίζεται σε αυτή τη σχέση. Γάλλος της Αλγερίας, όπου είχε γεννηθεί στις 7 Νοεμβρίου 1913, και ταυτόχρονα Μεσογειακός ή καλύτερα συγγραφέας της Μεσογείου. Και η Μεσόγειος στον Καμύ δεν έχει τίποτε από το φολκλόρ της. Είναι νιτσεϊκή. Και καρδιά και κορμί και αγάπη και εξέγερση και ελευθερία και συνείδηση και θάνατος και αυτοκτονία, όλα τα συστατικά του έργου του Αλμπέρ Καμύ.

Για τον Καμύ η Αλγερία είναι τα πάντα: το σχολείο, το πανεπιστήμιο, η κομμουνιστική αφύπνιση αλλά και η απογοήτευση από το κόμμα, το θέατρο, το ποδόσφαιρο, η δημοσιογραφία, η κριτική, το ρεπορτάζ. Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Είναι ακόμη ο πρώτος γάμος αλλά και η φυματίωση στα τέλη του 1930, όταν είναι 17 ετών. Από αυτή την ηλικία συνειδητοποιεί τη θνητότητά του και στο νοσοκομείο διαβάζει Επίκτητο. «Η αρρώστια», λέει ο στωικός φιλόσοφος, «είναι εμπόδιο για το σώμα αλλά όχι κατ' ανάγκη και για τη βούληση». Αν και βρισκόταν πιο κοντά στις αρχαίες αξίες παρά στις χριστιανικές επαγγελίες, το θέμα της διπλωματικής του εργασίας ήταν «Χριστιανική μεταφυσική και νεοπλατωνισμός - Πλωτίνος και Αγιος Αυγουστίνος». Ο δοκιμιογράφος Καμύ και ο φιλόσοφος Καμύ εκδηλώνονται πολύ νωρίς. Αυτή η εργασία θα είναι και το πρώτο του ολοκληρωμένο βιβλίο. Προτού καν κλείσει τα είκοσι. Είναι τότε που διαμορφώνει και την ατομική ηθική του, βασισμένη στο τρίπτυχο: ζωή, δράση, γράψιμο. Αν και βαθιά πολιτικός σε όλο του το έργο και σε όλη τη στάση ζωής του, ο Καμύ απογοητεύτηκε γρήγορα από την πολιτική δράση. Την εποχή που διαγράφεται-παραιτείται από το Κομμουνιστικό Κόμμα Αλγερίας και ενώ στη Γαλλία καταρρέουν οι προσδοκίες του Λαϊκού Μετώπου, γράφει στα σημειωματάριά του: «Οσοι έχουν κάποιο μεγαλείο μέσα τους δεν κάνουν πολιτική».

Στις 14 Μαρτίου 1940 ο Καμύ έφευγε από το Αλγέρι για το Παρίσι. Θα άρχιζε η ζωή του ξένου, του εξόριστου. Στον Πόλεμο δεν στρατεύτηκε, ως οριστικά απαλλαγείς λόγω φυματίωσης, παρ' ότι είχε εμφανιστεί στην επιτροπή στρατολογίας κατόπιν αιτήσεώς του. Κατέκτησε γρήγορα τη λογοτεχνική σκηνή και γνώρισε αμέσως μεγάλη απήχηση. Το 1957 μιλούσε κιόλας για το τέλος της εποχής των ιδεολογιών. Δεν αγνοούσε τα δράματα του καιρού του και έπαιρνε θέση όποτε μπορούσε και όποτε γνώριζε. Αρνήθηκε τον φανατισμό αλλά όχι τη μαχητικότητα και διακήρυττε ότι δεν μπορεί να υπάρχει πολιτική χωρίς ηθική. Ισως αυτό το τελευταίο να είναι το κλειδί της ερμηνείας της αμφισβήτησής του τόσο από τη Δεξιά όσο και από την Αριστερά. Αλλά ακόμη και σε αυτό ο Καμύ αποδεικνύεται εξαιρετικά σύγχρονος.

Η κριτική πληροφόρηση
Συγγραφέας και δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα. Ο δημοσιογράφος Καμύ είναι απόλυτα επίκαιρος, όσο ο συγγραφέας. Ξαναδιαβάζοντάς τον μπορούμε να επεξεργαστούμε έναν ηθικό κώδικα για τη δημοσιογραφία, ιδιαίτερα σήμερα που οι νέες τεχνολογίες και η δική τους γλώσσα φέρνουν μια νέα ηθική, μια άλλη δεοντολογία. Ο Καμύ πίστευε στην «κριτική πληροφόρηση», l' information critique. Μέσα απ' αυτή την οπτική έδωσε τις μάχες εναντίον της αποικιοκρατίας, των ολοκληρωτισμών, της τρομοκρατίας, της βίας. Εδωσε τις μάχες εναντίον του μαξιμαλισμού των pieds-noirs και του μανιχαϊσμού των διανοουμένων του Παρισιού. Οι θέσεις του για τη βία στη σειρά των δημοσιογραφικών άρθρων του «Ούτε θύματα ούτε δήμιοι» («Ni victimes, ni bourreaux») είναι ίσης αξίας με τον στοχασμό που βρίσκουμε, για παράδειγμα, στο μεγάλο δοκίμιο «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» (L' Homme Revolté).

Η αρχή του για την κριτική πληροφόρηση συνδέεται με τον ορισμό που δίνει για τον διανοούμενο: Διανοούμενος είναι πριν απ' όλα αυτός που αντιστέκεται στον καιρό του, c' est avant tout UN HOMME QUI SAIT RÉSISTER 'A L' AIR DU TEMPS. Και το δυσκολομετάφραστο air du temps δεν είναι μια κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά και ένα περιβάλλον (από φίλους, εχθρούς), κάτι που επιβάλλεται σχεδόν αυτόματα, κατηγορηματικά, χωρίς καμία δικαιολογία ή τεκμηρίωση και παρασύρει. (Σκέφτομαι πόσο χρήσιμη είναι αυτή η σκέψη σήμερα.) Για την Αλγερία, ο Καμύ αντιστάθηκε στο air du temps των διανοουμένων του Παρισιού. Τα άρθρα του αυτής της εποχής, στην επιθεώρηση L' Εxpress, έχουν μια θαυμαστή ισορροπία μεταξύ της καταγγελίας της τρομοκρατίας και της βίας και της καταγγελίας της καταστολής. Και κατηγορήθηκε. Ακόμη και ως απολογητής της αποικιοκρατίας. Ευτυχώς που έχουμε τα ρεπορτάζ του για την Καμπυλία, τα Αλγερινά Χρονικά, Les Chroniques algériennes, που συναντούν τις αυτοβιογραφικές σελίδες στον Πρώτο Ανθρωπο. Ξέρουμε τι ακολούθησε. Και ξέρουμε αν δικαιώθηκε ή όχι ο Καμύ.

Το ωραιότερο επάγγελμα
Ο δημοσιογράφος Ζαν Ντανιέλ που γνώρισε πολύ καλά τον Καμύ - συνεργάστηκε μαζί του στην επιθεώρηση Caliban (που διηύθυνε ο Ζαν Ντανιέλ) - έχει πει ότι για τον Καμύ «η δημοσιογραφία δεν ήταν η εξορία, αλλά το βασίλειο». Στο Caliban o Καμύ είχε γράψει ότι η δημοσιογραφία είναι το ωραιότερο επάγγελμα του κόσμου - Le plus beau métier du monde. Ηταν ο άνθρωπος στο μάρμαρο, γιατί του άρεσε να βρίσκεται πάνω στο μάρμαρα όπου στοιχειοθετούνταν οι σελίδες, μαζί με τους μαρμαράδες, τους τυπογράφους, τους λινοτύπες. Στη δημοσιογραφία βρήκε μια κοινότητα. Βρήκε τη συνενοχή.  Είναι πολύ συγκινητικές οι μαρτυρίες αυτών των ανθρώπων. Δείχνουν από μια άλλη πλευρά ότι ο Καμύ δεν έκανε διακρίσεις ανάμεσα στον καλλιτέχνη και στον τεχνίτη, είχε επίσης πίστη στην ισοτιμία των ειδών. Φιλόσοφος, συγγραφέας, δημοσιογράφος. Αξεδιάλυτα.



Ο Τύπος, τα είδη, η δεοντολογία
Ξεκίνησε από την εφημερίδα L' Alger Républicain, το 1935. Ανεπιθύμητος για τη Γενική Κυβέρνηση της Αλγερίας, ο πρώτος ανεπιθύμητος γάλλος δημοσιογράφος. Πέρασε στηνParis-Soir, το 1942, μέσα στην Κατοχή, και φυσικά ήταν πίσω από την παράνομη Combat. Συνέχισε με την Combat, μετά την απελευθέρωση, συνεργάστηκε με την επιθεώρησηCaliban, όπως είδαμε, και για περίπου έναν χρόνο, το 1956, συνεργάστηκε με το περιοδικόL'Express, του Σρεβάν-Σρεμπέρ. Ταυτίστηκε όμως με την Combat. Ηταν η Combat του Καμύ όπως ήταν ο Monde του Μπεβ-Μερύ. Ηταν εφημερίδες γνώμης, που ταυτίζονταν με μια προσωπικότητα.

Η άσκηση της γραφής υπό την πίεση του εφήμερου τον ενέπνεε. Από τα πρώτα άρθρα του στην ελεύθερη Combat είχε θέμα τον Τύπο και τη δημοσιογραφία. Εκεί βρίσκουμε τη φράση ότι «μια χώρα αξίζει συχνά ό,τι αξίζει ο Τύπος της» («un pays vaut souvent ce que vaut sa presse»). Εκεί δίνει σχήμα στην έννοια της δημοσιογραφίας ως κριτικής πληροφόρησης. Πάει ακόμη πιο μακριά. Ορίζει τα δημοσιογραφικά είδη: editorial=une idée, deux exemples, trois feuillets, το ρεπορτάζ=Des faits, de la couleur, des rapprochements.

Στο Caliban έχει γράψει ότι «εκλαΐκευση δεν σημαίνει χυδαιότητα». Εχει γράψει ακόμη ότι «δεν πρέπει να αποπληροφορούμε ούτε να υποπληροφορούμε. Ο κόσμος δεν είναι ούτε ρόδινος ούτε μαύρος. Είναι απλώς περίπλοκος». Εχει γράψει επίσης ότι ο έντιμος Τύπος δεν πρέπει να ρέπει  ποτέ προς τον κιτρινισμό, τη συγκαταβατική παρουσίαση της ζωής των προνομιούχων, την καταστροφολογία.

Πόσο διαφορετική στάση απ' αυτήν του Ζαν-Πολ Σαρτρ, που περιφρονούσε τον Τύπο και το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να εξυπηρετηθεί απ' αυτόν. Μάλιστα είχε πει, κατά μαρτυρία του Ζαν Ντανιέλ, όταν έβγαινε το περιοδικό Le Nouvel Observateur, «μη διστάσετε να καταφύγετε στο αίμα και στο σπέρμα. Σε ό,τι αρέσει στον αστό και ενοχοποιεί την επιθυμία του» («N'hésitez pas à faire dans le sang et dans le sexe. C'est ce qui plaît au bourgeois et culpabilise son plaisir»).

Μερικοί είδαν τις θέσεις του σαν ένα ρέκβιεμ για τη δημοσιογραφία. Είναι όμως μια αξεπέραστη στάση. Η κριτική πληροφόρηση είναι κρίσιμο ζήτημα στις μέρες μας. Οσο και η αντίσταση στο πνεύμα των καιρών.

Το κείμενο αυτό στηρίζεται στη διάλεξη του συγγραφέα του στην εκδήλωση που διοργάνωσαν οι εκδόσεις Καστανιώτη στο Γαλλικό Ινστιτούτο, στις 12 Δεκεμβρίου 2013, για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Αλμπέρ Καμύ.