Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

30/5/11

Είναι βαρετός ο Φίλιπ Ροθ;


Τελικά είναι καλός ή κακός και βαρετός συγγραφέας ο Φίλιπ Ροθ; Εχουν δίκιο οι Σουηδοί που του έχουν αρνηθεί το Νομπέλ Λογοτεχνίας και η κριτικός Κάρμεν Καλίλ, η οποία παραιτήθηκε από την επιτροπή που του απένειμε το Μan Βooker Ιnternational; Είναι αλήθεια ότι η πρώην γυναίκα του Κλερ Μπλουμ, όταν ήρθε στην Αθήνα, παραδέχθηκε ότι είναι ανυπόφορος τύπος και μισογύνης; Οπως κάθε μεγάλος συγγραφέας, ο Αμερικανός Φίλιπ Ροθ προκαλεί με τα θέματά του και την προσωπική στάση ζωής. Τα τελευταία χρόνια αρέσκεται να έχει ως ήρωες γέρους επικεντρώνοντας στα προβλήματα που έχουν με νεαρές ερωμένες. Ορισμένοι κρίνουν ότι επαναλαμβάνεται, άλλοι θυμίζουν ότι είναι ο συγγραφέας που σκιαγράφησε με οξυδέρκεια την Αμερική στον 20ό αιώνα. Τι είναι τελικά σήμερα ο Φίλιπ Ροθ, ένας δεινόσαυρος της λογοτεχνίας ή ένας πεζογράφος που προκαλεί;

Η συζήτηση για το έργο του Ροθ φούντωσε όταν του απονεμήθηκε το βραβείο Μan Βooker Ιnternational για το σύνολο του έργου του. Ανάμεσα στους 13 συνυποψηφίους του ήταν ο Τζον Λε Καρέ, ο Αμίν Μααλούφ, ο Ντέιβιντ Μαλούφ, η Μάριλιν Ρόμπινσον, ο Φίλιπ Πούλμαν. Η Κάρμεν Καλίλ, ένα από τα τρία μέλη της κριτικής επιτροπής, υπέβαλε την παραίτησή της μετά την ανακοίνωση του νικητή λέγοντας: «Δεν ξέρω πώς βρέθηκε ο Ροθ εξαρχής στη μακρά λίστα, δεν τον θεωρώ συγγραφέα. Γράφει συνέχεια για το ίδιο θέμα, τον εαυτό του. Γυρίζεις τις σελίδες του και σε κάθε φυλλομέτρημα ακούς το σούρσιμο από τα ρούχα του αυτοκράτορα. Είναι σαν να κάθεται επάνω στο πρόσωπό σου και να μην μπορείς να αναπνεύσεις. Σε είκοσι χρόνια δεν θα τον διαβάζει κανένας».
«Είναι πολύ σχολαστικός και αξιοποιεί εποικοδομητικά την κριτική που του ασκείται» είπε σχολιάζοντας το συμβάν στο «Βήμα» η Τζέιν Ασημακοπούλου , η γενική επιμελήτρια όλων των μεταφράσεων του Ροθ στα ελληνικά. Παράδειγμα το πώς η κριτική για τη μέτρια Ταπείνωση (2009) οδήγησε στο Νέμεσις (2010), «ένα μικρό διαμάντι». Παραδέχεται ότι η θεματολογία του έχει κουράσει πολλούς, η διαφορά όμως είναι ότι «η γραφή του δεν σε αφήνει να πλήξεις. Τα βιβλία του δεν τα παρατάς ποτέ στη μέση». Μας αφηγήθηκε ότι συνάντησε πρόσφατα στην Ελλάδα τη βρετανίδα ηθοποιό Κλερ Μπλουμ, τη δεύτερη σύζυγο του Ροθ. «“Τον γνωρίζετε; ” με ρώτησε μετά τις πρώτες συστάσεις. Της απάντησα ότι τον θεωρώ άνευ συγκρίσεως τον μεγαλύτερο εν ζωή αμερικανό συγγραφέα, αλλά δεν θα ήθελα να τον γνωρίσω. “Πόσο δίκιο έχετε! ” αναφώνησε εκείνη».
Η σχέση του Ροθ με την Μπλουμ έληξε μέσα σε πικρή δυσαρέσκεια και από τις δύο πλευρές, όπως οι περισσότερες από τις σχέσεις του. Η Μπλουμ περιέγραψε μελανά τον γάμο τους στο αυτοβιογραφικό Δραπετεύοντας από το κουκλόσπιτο (1996) και ο Ροθ απάντησε αναλόγως στο Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή (1998). Ενας μισογύνης; Οι γυναικείοι χαρακτήρες του δεν είναι καθόλου κολακευτικοί για το γυναικείο φύλο και βασίζονται σε αναχρονιστικές στερεότυπες ανδρικές προκαταλήψεις, υποστηρίζει μερίδα της κριτικής. Ο βρετανικός Τύπος αναφέρεται στην Καλίλ ως τη φεμινίστρια- ιδρύτρια εκδοτικού οίκου που κυκλοφορεί βιβλία για τη γυναίκα- η οποία ξεσπάθωσε απέναντι στον μισογύνη Ροθ. «Η κριτική μου δεν έχει καμία σχέση με τον φεμινισμό» λέει η ίδια στον «Guardian». «Μπορεί να ίδρυσα τις εκδόσεις Virago πριν από 40 χρόνια, αλλά είμαι άνθρωπος του βιβλίου, οι ενστάσεις μου έχουν λογοτεχνικά ερείσματα». Λίγο όμως απασχολεί την ίδια και τους άλλους όλες αυτές τις ημέρες το πώς γράφει ο Ροθ, αλλά το τι γράφει. «Πράγματι, παρακολουθεί τον εαυτό του σε όλο του το έργο» επισημαίνει μιλώντας στο «Βήμα» η Κατερίνα Σχινά, μεταφράστρια στα ελληνικά του «μεγαλύτερου ζώντος αμερικανού συγγραφέα»: «Το “Σύνδρομο Πόρτνοϊ ” παρακολουθεί τη διαδρομή ενός αμερικανοεβραίου εφήβου προς την ενηλικίωση, το “Ζώο που ξεψυχά” είναι ένα αντίο στη νιότη, η τετραλογία που ξεκίνησε με τον “Καθένα” αποτυπώνει τα στάδια των γηρατειών και της φθοράς». Θεωρεί όμως ότι ο Ροθ δεν περιορίζεται εκεί: «Με το “Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή” και με το “Ανθρώπινο στίγμα” η οπτική του ανοίγεται και γράφει το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα».
Αν κατάφερε κάτι η δήλωση της κυρίας Καλίλ δεν είναι να της εξασφαλίσει λίγα λεπτά δημοσιότητας, όπως γράφτηκε στον Τύπο, αλλά να προσφέρει υπηρεσίες στον Φίλιπ Ροθ. Διότι, αν είχε κανείς την εντύπωση ότι οι Αμερικανοί, απογοητευμένοι από την καθυστέρηση του Ροθ να τους φέρει ένα Νομπέλ, παρόπλισαν το γέρικο άλογο προωθώντας στην κούρσα για το Νομπέλ τον νεότερο Τζόναθαν Φράνζεν, η δημόσια συζήτηση περνά το μήνυμα ότι ο Φίλιπ Ροθ είναι εδώ και είναι ο εν ενεργεία «μεγάλος αμερικανός συγγραφέας»: άνδρας, λευκός και υπό συζήτηση μισογύνης, όπως οι προκάτοχοί του αμερικανοί νομπελίστες Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ και Τζον Στάινμπεκ, ο πλέον κατάλληλος για να συμπληρώσει την αλυσίδα, μετά την παραφωνία της εξαιρετικής αφροαμερικανίδας Τόνι Μόρισον.

«Ηταν κατάλληλος για το βραβείο»

Ο Ρικ Γκεκόσκι (φωτογραφία),πρόεδρος της κριτικής επιτροπής που απένειμε στον Ροθ το βραβείο,δείχνει σίγουρος για την επιλογή του Ροθ και εξηγεί στο «Βήμα»:

- Πού βασίστηκε η επιλογή του Ροθ για το Μan Βooker Ιnternational;
«Ο Ροθ είναι αξιοσημείωτος συγγραφέας: Πρώτα από όλα λόγω της πορείας της καριέρας του· τόσο το πρώτο βιβλίο του, το Αντίο Κολόμπους (1959) όσο και το τελευταίο, το Νέμεσις (2010),είναι βιβλία μεγάλης λογοτεχνικής αξίας,μολονότι τα χωρίζουν 50 χρόνια.Δεύτερον,ο Ροθ βελτιώνεται στο τέλος της ώριμης ηλικίας και τα μυθιστορήματά του από το 1986 και μετά γίνονται όλο και καλύτερα,σε αντίθεση με τους περισσότερους συγγραφείς που χειροτερεύουν με τα χρόνια.Τρίτον,πιστεύω ότι έχει γράψει πέντε ή έξι βιβλία που μπορούμε να τα αποκαλέσουμε αρι στουργήματα». - Πώς αισθάνεστε ως πρόεδρος της κριτικής επιτροπής για την παραίτηση και τις δηλώσεις της Κάρμεν Καλίλ;
«Λυπάμαι πολύ για την παραίτησή της και για τον τρόπο με τον οποίο μίλησε για τον νικητή,δείχνει έλλειψη σεβασμού στο πρόσωπο και στη διαδικασία.Τα λογοτεχνικά βραβεία σπάνια απονέμονται ομόφωνα και όταν οι κριτές είναι μονάχα τρεις, όπως στην περίπτωσή μας,η ομοφωνία έρχεται ακόμη πιο δύσκολα. Ο Τζάστιν Κάρτραϊτ και εγώ ήμασταν όμως πεπεισμένοι ότι ο Φίλιπ Ροθ ήταν ο κατάλληλος για να κερδίσει το βραβείο».

Πηγή: Το Βήμα 30/05/2011

28/5/11

Ο νεοφιλελευθερισμός κατά της ανθρωπότητας


Σε μία ακαλαίσθητη έκδοση από τον οίκο Λιβάνη, με γράμματα σε διαστάσεις νυχτερινής επιγραφής, με το κακόγουστο λογότυπο της λέξεως ΣΟΚ να θυμίζει αόριστα ΠΑΣΟΚ (αποτρέποντάς σε από το ν' αγοράσεις το βιβλίο) και με την υπενθύμιση «Διεθνές best seller» κάτω από τον υπότιτλο, σε αξιοπρέπεστατη πάντως μετάφραση, κυκλοφόρησε και στα ελληνικά το όντως πολύκροτο έργο της καναδής δημοσιογράφου και ακτιβίστριας (επίτιμης διδάκτορος, επίσης, του King College της Νέας Σκωτίας) Naomi Klein. Το μέγεθός του, 718 σελίδες στα ελληνικά, συναγωνίζεται τη φήμη του αλλά και την αγοραστική του επιτυχία: μαζί με την Αυτοκρατορία, των Negri και Hardt, είναι το πιο πολυσυζητημένο, μεταφρασμένο και διαβασμένο πολιτικό βιβλίο της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Σε αντίθεση όμως με την απογοητευτική Αυτοκρατορία, της οποίας οι πολλές θεωρητικές αστοχίες θα φαίνονταν μετέωρες πριν περάσει δεκαετία, το έργο της Naomi Klein αποδεικνύεται, θα το πω απερίφραστα κι εκ των προτέρων, ένα από τα πολυτιμότερα εργαλεία για τον προσανατολισμό στην παρούσα παγκόσμια πραγματικότητα. Δεν θα πρέπει να υπάρχει πολίτης του σύγχρονου κόσμου που να μην το έχει διαβάσει, υποστηρίζω - πράγμα που καθόλου δεν υπονοεί, φυσικά, ότι δεν επιδέχεται κριτική (και θα δούμε σε ποια σημεία). Αν συμφωνούμε όμως κατ' αρχήν πως προαπαιτούμενο της πολιτικής ιδιότητας είναι η καλή γνώση της Ιστορίας, ιδίως της πρόσφατης, αυτή είναι η πρώτη, και ίσως η σπουδαιότερη, υπηρεσία που το βιβλίο προφέρει στον αναγνώστη του: εξονυχιστική πληροφόρηση, στηριγμένη σε επιτόπια δημοσιογραφική έρευνα όσο και σε μελέτη αρχείων και πηγών δύσκολα προσιτών στο ευρύ κοινό (που υποβάλλει κάποιον βαθμό συλλογικής εργασίας πίσω του), αναφορικά με το τι έχει συμβεί στον κόσμο μας τούτες τις τελευταίες, σκοτεινές και δυσεξιχνίαστες, τέσσερις δεκαετίες. Τι ακριβώς συνέβη στη Χιλή και στις χώρες του «Νοτίου Κώνου» της αμερικανικής ηπείρου, τι εξελισσόταν παράλληλα και σε αμοιβαία τροφοδότηση στην οικονομική σχολή του Πανεπιστημίου του Σικάγου και στα εργαστήρια επιστημονικών βασανιστηρίων της CIA, τι έγινε στην Ινδονησία μετά την καθοδηγούμενη από τις ΗΠΑ μαζική σφαγή των κομμουνιστών, τι διαδραματίστηκε στο κοινοβουλευτικό σκηνικό Ηνωμένων Πολιτειών και Βρετανίας εγκαινιάζοντας μιαν αλυσίδα πολιτικών εξελίξεων σε όλες τις αναπτυγμένες λεγόμενες χώρες (δηλαδή: που ελέγχουν μονοπωλιακά τον παγκόσμιο πλούτο, κρατώντας στα χέρια τους τη μοίρα των λαών), τι συνέβη στην Κίνα μετά τη «στροφή» του Τενγκ Σιαοπίνγκ και σε Ρωσία και Πολωνία μετά την«περεστρόικα», τι συνέβη στη Νότιο Αφρική μετά την πτώση του απαρτχάιντ, τι διακυβεύτηκε στη χρηματιστηριακή κρίση της Νοτίου Ασίας, τι έγινε στο Ιράκ, στο Πακιστάν και πάλι στο Ιράκ ύστερ' από τη διάλυση της χώρας, στο Ισραήλ και στα κατεχόμενα εδάφη, τι συνέβη μετά το τσουνάμι στον Ινδικό, ιδίως στη Σρι Λάνκα και τις Μαλδίβες, καθώς και στη Νέα Ορλεάνη μετά το τρομακτικό πλήγμα του τυφώνα, τι συνέβη στο Μεξικό μετά την προσχώρησή του στη NAFTA, τι εξακολουθεί να συμβαίνει στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτείων, ιδίως μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δίνοντας τον βηματισμό σε όλες σχεδόν τις κοινωνίες ενός ραγδαία ομογενοποιούμενου κόσμου...
Σε πρώτο επίπεδο, λοιπόν, το βιβλίο της Naomi Klein διαβάζεται ως βιβλίο πρόσφατης Ιστορίας - που ανταποκρίνεται μάλιστα στο πρώτιστο καθήκον του επαρκούς ιστορικού, να υποδείξει ένα οδηγητικό νήμα ικανό να δέσει τις πολλές επιμέρους αλληλουχίες συμβάντων σε μία ενοποιημένη αφήγηση... Σ' ένα δεύτερο επίπεδο, μπορεί και οφείλει να διαβάζεται ως συντριπτική τεκμηρίωση του τεράστιου, ανεξαγόραστου εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας και της ίδιας της ζωής, συγκρίσιμου μόνο με τη ναζιστική θηριωδία αλλά και πάλι πολύ πιο κολοσσιαίων διαστάσεων, που αντιπροσώπευσε η μεταπολεμική αμερικανική ηγεμονία: τον ανατριχιαστικό φάκελο μιας δίκης κατά των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που οφείλει να διεξαχθεί εν πρώτοις στις συνειδήσεις όλων των κατοίκων του πλανήτη, για να εξουσιοδοτήσει εν συνεχεία τα μέσα δράσης και προπαντός την ανυποχώρητη βούληση ν' αγωνιστούν για τη συντριβή του τέρατος αυτού που γέννησε ο καπιταλισμός στο απόγειο της κυριαρχίας του.
Δεν ξέρω αν η συγγραφέας είχε στο μυαλό της αυτή ακριβώς τη δεύτερη ανάγνωση· εκείνο που πιο απερίφραστα πάντως σκοπεύει, ένα τρίτο επίπεδο ανάγνωσης που αντιπροσωπεύει και την καταδηλωμένη οπτική της, είναι μια μεθοδική αποκάλυψη-καταγγελία του λεγόμενου νεοφιλελευθερισμού: του οικονομικού δόγματος του Μίλτον Φρίντμαν (που ήταν ο ίδιος θαυμαστής των κοινωνικών θεωριών του Φρίντριχ Χάγιεκ), το οποίο εκπονήθηκε στα ερευνητικά εργαστήρια του Πανεπιστημίου του Σικάγου ήδη από τη δεκαετία του 1950, εφαρμόστηκε πιλοτικά με προσωπική εμπλοκή του ίδιου του Φρίντμαν στη Χιλή του Πινοτσέτ, για να υιοθετηθεί ως επίσημο κυβερνητικό δόγμα από τον Ατλαντικό άξονα επί Ρίγκαν και Θάτσερ και να επιβληθεί σε ολόκληρο τον κόσμο από μια χούφτα ζηλωτών-μαθητών του Φρίντμαν (με τη στήριξη, δεν χρειάζεται να το πω, των αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων...). Αποτέλεσμα ήταν η παράδοση ολόκληρου του πλανήτη, κρατικών μορφωμάτων, λαών και γήινων οικοσυστημάτων στον απόλυτο έλεγχο λίγων εταιρειών-γιγάντων, σε στρατηγική σύμπραξη με τους διαχειριστές του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου (που, όλως τυχαίως, βρίσκεται συσσωρευμένο σε λίγα δυτικά κέντρα) και τα θεσμικά του όργανα καταναγκασμού -Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου- οδηγώντας σε μια αλυσίδα ανείπωτα καταστροφικών συνεπειών: οδύνη, επιδημίες, βασανισμούς, ακρωτηριασμούς κι εξοντώσεις σε αστρονομική κλίμακα, εκτοπισμό, λιμοκτονία, εκπόρνευση, πολιτισμική κατάρρευση και κοινωνική εξαθλίωση για δισεκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη, ραγδαία επεκτεινόμενη φτώχεια και ανισότητα, ανάλωση των περιβαλλοντικών πόρων και μη αναστρέψιμη βιοκλιματική καταστροφή...
Το πιο εφιαλτικό σε αυτή την ιστορία, στο οποίο δίνει ειδική έμφαση η συγγραφέας (εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου), είναι ότι όλη αυτή η αποκαλυψιακή καταστροφή δεν ήταν το αθέλητο αποτέλεσμα μιας εσφαλμένης θεωρητικής σύλληψης: ήταν εξαρχής μέσα στις προβλέψεις, και μάλιστα στον συνειδητό σχεδιασμό των αρχιτεκτόνων του νεοφιλελευθερισμού. Γνώριζαν καλά ότι μαζικές κρίσεις ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εφαρμογή των μοντέλων τους, έβλεπαν εξαρχής τις κρίσεις ως «ευκαιρίες» και, ως εκ τούτου, τις μεθόδευσαν -και τις μεθοδεύουν- ψυχρά και συστηματικά. Διορατική είναι επίσης η επισήμανση του άκρως «επιστημονικού», ακριβώς θετικιστικού, τρόπου σκέψης του Φρίντμαν και των οπαδών του («Ο Φρίντμαν οδηγήθηκε στα οικονομικά εξαιτίας της αγάπης του για τους αριθμούς και τα συστήματα...», σελ. 78 κ.ε.). Το νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα βασίζεται σε μια κλειστή μαθηματική αξιωματική, αντικείμενο εκστατικού θαυμασμού από τους πιστούς του, που ενοχλείται αφόρητα από την ύπαρξη πραγματικών δρώντων, ανθρώπων με υλικές ανάγκες, αισθήματα, αποβλέψεις, απροσχεδίαστους τρόπους δράσης και κίνητρα αλληλεγγύης, παράγοντες τους οποίους πρέπει ακριβώς ν' αποκλείσει. Και πώς αλλιώς να τους αποκλείσει κάποιος όταν καλείται να εφαρμόσει το μοντέλο στην πρακτική ζωή, παρά εξοντώνοντάς τους απλά και καθαρά; Οι διορατικές εκείνες σελίδες όπου η συγγραφέας πασχίζει να μπει στο εργαστήρι του οικονομολόγου, να καταλάβει τον τρόπο σκέψης του, μαρτυρούν όχι μόνο τη φενάκη που ενυπάρχει στη σύλληψη της «οικονομίας» ως αυτοτελούς, θετικής επιστήμης, αλλά και, βαθύτερα, την καταγωγική συνάφεια επιστημονικού (ακριβέστερα, μαθηματικού) πνεύματος και όλων των μορφών τυραννίας και ολοκληρωτισμού που γέννησε ο 20ός αιώνας. (Ο Φρίντμαν θα προσυπέγραφε υποθέτω -μ' ενθουσιασμό βέβαια, και όχι με θλίψη- τη ρήση του Αντρέ Γκορζ: «[στον ύστερο καπιταλισμό] τα εμπορεύματα παράγουν ανθρώπους».)
Δεν μπορώ, και δεν χρειάζεται να υπεισέλθω εδώ σε όλο το διαπλεκόμενο κουβάρι των εφιαλτικών ιστοριών που ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας το βιβλίο. Το αφηγηματικό χάρισμα δεν είναι η μικρότερη από τις αρετές της συγγραφέως, και είναι ένα από τα στοιχεία που δίνουν την ομολογουμένως ασυνήθιστη αποτελεσματικότητά του στο εγχείρημά της. Τα όσα λέει είναι ούτως ή άλλως σημαντικά· ακόμη σημαντικότερα όμως είναι, νομίζω, όσα χωρίς να λέει ρητά (ή ενδεχομένως να έχει η ίδια σκεφτεί) μας επιτρέπει να σκεφτούμε. Την κατάρριψη της φιλελεύθερης αυταπάτης από δύο πλευρές, για παράδειγμα. Βεβαίως ο νεοφιλελευθερισμός, ένα οικονομικό δόγμα, είναι κάτι αρκετά διαφορετικό από τον κλασικό φιλελευθερισμό, μια πολιτική θεωρία περί αστικών δικαιωμάτων, ωστόσο διατηρούν ως κοινό έδαφος κάποιες σκληρά ιδεολογικές παραδοχές (που έχουν πληγεί ήδη από την εποχή του Μαρξ). Πρώτον, ότι οικονομική ελευθερία και πολιτική ελευθερία είναι συνεχόμενες κι επάλληλες (αλληλοενισχυτικές) έννοιες. Στην πραγματικότητα, ο όρος «ελευθερία» έχει ριζικά διαφορετική σημασία στο οικονομικό και στο πολιτικό πλαίσιο αναφοράς: στο πολιτικό σημαίνει αυτοκαθορισμό και συλλογική λήψη των αποφάσεων, έννοια που αληθεύει εξ ορισμού για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας· στο οικονομικό, απεναντίας, σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβαλλοντικών όρων προς ίδιον όφελος, αυξανόμενη κατ' ευθείαν αναλογίαν προς την κατοχή κεφαλαίου, αληθεύει εξόχως ανίσως δηλαδή μεταξύ των μελών μιας συλλογικότητας (και χωρίς την εν λόγω ανισότητα θα έχανε το περιεχόμενό της). Εμπράκτως, η οικονομική «ελευθερία» είναι θανάσιμος εχθρός της πολιτικής ελευθερίας, και αυτό αποδεικνύεται θεαματικά από τις πολιτικές προϋποθέσεις (και συνέπειες) του νεοφιλελευθερισμού: δικτατορίες, παραβιάσεις εκλογικών αποτελεσμάτων, αστυνομοκρατία και ολοκληρωτικός έλεγχος των συνειδήσεων είναι παντού το βασικό ρεπερτόριο μέσων για την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου προγράμματος. Δεύτερον, που είναι η άλλη όψη του πρώτου, το ιδεολόγημα ότι ο (νεο)φιλελευθερισμός επιζητεί «λιγότερο κράτος». Στην πραγματικότητα, επιζητεί περιστολή μόνο μίας, πολύ ειδικής λειτουργίας του κράτους: των μηχανισμών αναδιανομής. Ποιος αλήθεια εκδίδει το χρήμα κι εγγυάται την αξία του ώστε να παιχτεί το παιχνίδι της «φιλελεύθερης» αγοράς, ποιος διασφαλίζει τα συμβόλαια και τους τίτλους ιδιοκτησίας και εκμετάλλευσης, ποιος ρυθμίζει τις νομισματικές αντιστοιχίες (που είναι ωμές σχέσεις διακρατικής επιβολής σε αφηρημένη μορφή), ποιος προστατεύει κυρίως την ιδιωτική ιδιοκτησία και κρατάει σε καταστολή την εργασιακή δύναμη - αν όχι ένα ισχυρό κράτος; Εκείνο που οι αφελείς κριτικοί του νεοφιλελευθερισμού στις ημέρες μας (περιλαμβανομένου πολύ μεγάλου κομματιού της Αριστεράς) δεν στάθηκαν ικανοί να δουν, είναι ότι ο νεοφιλελευθερισμός δεν σήμαινε αποδυνάμωση του ισχυρού παρεμβατικού κράτους τής προηγούμενης περιόδου (του λεγομένου «προνοίας») αλλά μια μεταβολή στρατηγικής εκ μέρους του. Τα στοιχεία της Naomi Klein δείχνουν αφοπλιστικά πόση και τι είδους κρατική βία χρειάστηκε ώστε να παραδοθεί ο παγκόσμιος έλεγχος στις γιγάντιες εταιρείες - το κράτος εκχώρησε σε αυτές, τελικά, εκείνο που είχε προηγουμένως υφαρπάξει από την ίδια την κοινωνία.
Και φτάνουμε έτσι στην τελευταία σειρά σκέψεων, που αφορούν πλέον τους περιορισμούς τής ίδιας της συγγραφέως. Η Naomi Klein δομεί την αφήγησή της σαν ένα μυθιστόρημα τρόμου με πρωταγωνιστή έναν εγκληματικό αντι-ήρωα: τον Μίλτον Φρίντμαν και τα Chicago boys του. Το ερώτημα είναι: πώς το θλιβερό ανθρωπάριο που άκουγε στ' όνομα Μίλτον Φρίντμαν στάθηκε ικανό να επιβάλει τα διεστραμμένα οράματά του πρώτα στις ισχυρότερες κυβερνήσεις του δυτικού κόσμου κι εν συνεχεία, μέσα από κλιμακούμενες μεθοδεύσεις, σε ολόκληρη την ανθρωπότητα; Είτε θα πρέπει να ήταν προικισμένο με υπεράνθρωπες (εωσφορικές) δυνάμεις ή θα πρέπει να υπήρχε κάποιος δομικός λόγος γι' αυτό - πράγμα που σημαίνει, και αν η συγκεκριμένη φιγούρα δεν υπήρχε, ένας «Φρίντμαν» θα είχε δημιουργηθεί...
Ολα δείχνουν προς τη δεύτερη εκδοχή. Ο νεοφιλελευθερισμός ήταν μια αλλαγή στρατηγικής του αναπτυγμένου καπιταλισμού, όχι όμως και μια αλλαγή στόχων, οι οποίοι από γενέσεως καπιταλισμού παραμένουν αμετάβλητοι: απεριόριστη εκμετάλλευση του ανθρώπου και της φύσης χάριν της μεγιστοποίησης του ατομικού κέρδους, και ακόμη πιο πέρα, χάριν της αέναης κερδοφορίας του κεφαλαίου/ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία προσλαμβάνει πλέον τη μορφή «αντικειμενικού» μηχανισμού που καθυποτάσσει στην κίνησή του τα ίδια τα ενεργούμενά της. Η παραπάνω αλλαγή στρατηγικής υπαγορεύτηκε από τη δομική κρίση που πλήττει τον καπιταλισμό ήδη από τη δεκαετία του 1970, συνέπεια μερικώς της περιβαλλοντικής εξάντλησης αλλά προπαντός τής γενικευμένης εφαρμογής του αυτοματισμού, κρίση η οποία επιδεινώνεται διαρκώς έκτοτε και μεταφράζεται σε ανυποχώρητα πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους τού κεφαλαίου. Δεν θα συνεχίσω εδώ αυτή την ανάλυση,1 αλλά είναι προφανές ότι για να εξηγηθεί ικανοποιητικά η ανάδυση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου χρειάζεται μια μακροϊστορική κατανόηση του καπιταλισμού, έργο που φαίνεται ότι ξεπερνάει τη Naomi Klein. Της λείπει εμφανώς η βαθιά μαρξιστική παιδεία που θα της επέτρεπε ν' αναπλαισιώσει σ' ένα ευρύτερο κοινωνιοϊστορικό συμφραζόμενο τα σπουδαία ευρήματά της - πράγμα που εξηγεί γιατί στο βάθος ολόκληρης της πραγμάτευσής της υποφώσκει μια κεϊνσιανή νοσταλγία. Ισως αυτό εξηγεί επίσης γιατί από την παγκόσμια επισκόπησή της απουσιάζει εντυπωσιακά η Ευρωπαϊκή Ενωση (εκτός από μια εν παρόδω αναφορά στο Μάαστριχτ): το κεϊνσιανό παρελθόν της Ευρώπης, ένας μύθος που όπως φαίνεται έχει ακόμα ισχύ στους ριζοσπάστες του Νέου Κόσμου, την εμποδίζει να δει σε αυτήν ένα από τα πιο ανησυχητικά, οιονεί ολοκληρωτικά μορφώματα των ημερών μας που, μέσω των Συμφώνων Σταθερότητας και Ανταγωνιστικότητας, αναπαράγει το νεοαποικιακό μοντέλο μέσα στην ίδια την καρδιά του αναπτυγμένου λεγόμενου κόσμου. Δεν αντιλαμβάνεται προφανώς η συγγραφέας μας ότι κεϊνσιανισμός-νεοφιλελευθερισμός έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους απ' όσα η ρητορική τους επιτρέπει ν' αντιληφθούμε, ως δύο διαδοχικές στρατηγικές του καπιταλισμού, προκειμένου ν' αποφύγει μια επικείμενη κατάρρευση σε εναλλασσόμενα ιστορικά περιβάλλοντα. Και, για να παραφράσω τη γνωστή φράση του Max Horkheimer περί καπιταλισμού και ολοκληρωτισμού (στη ναζιστική εκδοχή του, τότε): όποιος δεν θέλει να μιλήσει για καπιταλισμό, καλά θα έκανε να σωπαίνει και για τον νεοφιλελευθερισμό.

Πηγή: Φώτης Τερζάκης
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=276826

21/5/11

Γνωριμία με τον Θοδωρή Καλλιφατίδη

Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε η εκδήλωση γνωριμίας με τον Ελληνοσουηδό συγγραφέα Θοδωρή Καλλιφατίδη την περασμένη Τετάρτη 18 Μαίου στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ στη Λεμεσό. Η εκδήλωση έγινε με τη στήριξη της Σουηδικής πρεσβείας στην Κύπρο του βιβλιοπωλείου Public και τη συνεργασία των Λεσχών Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον".


9/5/11

Θοδωρής Καλλιφατίδης-Συγγραφέας Μέρος 5

Θοδωρής Καλλιφατίδης-Συγγραφέας Μέρος 4

Θοδωρής Καλλιφατίδης-Συγγραφέας Μέρος 3

Θοδωρής Καλλιφατίδης-Συγγραφέας Μέρος 2

Θοδωρής Καλλιφατίδης-Συγγραφέας Μέρος 1

Θοδωρής Καλλιφατίδης Μία συνέντευξη



Θοδωρής Καλλιφατίδης
Συνέντευξη
  • Τα ελληνικά του είναι τέλεια. Μόνο λιγάκι χαμηλόφωνα, πιο αραιά και κόβονται απότομα. Δεν είναι το ελαφρότατο αξάν που προδίδει τη μακρά απουσία. Είναι η βαθιά επιθυμία του να διαβεβαιώσει τον άλλον πως είναι σαν όλο τον κόσμο, «εντελώς όπως όλος ο κόσμος», όπως ο Ξένος του Καμύ. Στα βιβλία του είναι πιο κοφτερός. Πιο ασφαλής. Περισσότερο Ελληνας επειδή αντικρίζει «μια νέα πατρίδα έξω απ' το παράθυρό του».
Ο Θοδωρής Καλλιφατίδης είναι ένας από τους πιο γνωστούς συγγραφείς της Σουηδίας. Εχει γράψει δεκάδες βιβλία, πάμπολλα άρθρα, δίνει συνεχώς διαλέξεις, συνεντεύξεις, έχει τιμηθεί με βραβεία, διπλώματα, μετάλλια. Είναι επιφανής αλλά και αγαπητός. Εντούτοις, έπειτα από 25 βιβλία στα σουηδικά και 40 χρόνια ζωής στη Σουηδία, θεωρείται ακόμη μετανάστης συγγραφέας. Ενας επιτυχημένος ξένος. Κι ας έχει πουλήσει πάνω από 1.000.000 αντίτυπα. «Οσο περισσότερο ζύγωνα τη Σουηδία τόσο πιο ξένο μ' έκαναν. Με την πάροδο του χρόνου έγινα ακόμη πιο ξένος».
  • Εχετε παράπονο από τη δεύτερη πατρίδα σας, τη Σουηδία

Δεν μπορώ να το ονομάσω παράπονο. Μάλλον φυσιολογικό είναι να συγκαταλέγομαι στην κατηγορία των μεταναστών συγγραφέων. Πριν από μερικά χρόνια αποτελούσα μόνος μου ολόκληρη την κατηγορία. Με έχουν δεχτεί οι Σουηδοί, με γνωρίζουν, έχω μεγάλη και θερμή επαφή με το αναγνωστικό κοινό μου. Ομως θυμάμαι πάντα ποιος ήταν εκείνος που έφυγε. Ο καλύτερος τρόπος να δεχθείς αυτό που έγινες είναι να θυμάσαι αυτό που ήσουν.
  • Ζείτε όμως και εργάζεστε εκεί πάνω από 40 χρόνια. Ο μετανάστης παραμένει πάντα μετανάστης;
Στη Σουηδία δεν υπάρχει μακρά παράδοση στη μετανάστευση. Το φαινόμενο ξεκίνησε γύρω στο 1962, όταν περίπου πήγα κι εγώ. Σε άλλες χώρες δεν ισχύει αυτό, στη Γαλλία, για παράδειγμα, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να θεωρήσουν Γάλλο τον Ιονέσκο. Στη Σουηδία θεωρούμαι (και είμαι) μετανάστης πρώτης γενιάς και ποτέ δεν θα γίνω στα μάτια τους Σουηδός. Σημασία για την ταυτότητά σου έχει το τι θεωρείς εσύ τον εαυτό σου, όχι οι άλλοι.
  • Η γλώσσα καθορίζει την ταυτότητά μας. Εσείς γράφετε λογοτεχνία και στις δύο γλώσσες. Αρχικά στα σουηδικά, από το 1992 και στα ελληνικά. Αυτός ο «διχασμός» επηρέασε την προσωπικότητά σας;
Είναι πράγματι δύσκολο να διατηρήσεις στο ίδιο επίπεδο δύο διαφορετικές γλώσσες, ιδιαίτερα όταν μαθαίνεις τη μία ενήλικος. Ομως εγώ είμαι το ζωντανό παράδειγμα ότι μπορεί κάποιος να τα καταφέρει. Η προσπάθεια να μάθω σουηδικά ήταν μεγάλη, επίμονη, μακρόχρονη. Δεν είναι εύκολο να γράψεις λογοτεχνία σε μια άλλη γλώσσα, χωρίς να παραμελήσεις τη δική σου. Αναγκάστηκα να εμβαθύνω στα σουηδικά για λόγους επιβίωσης, πραγματικής και πνευματικής. Ωστόσο, αν και αισθάνομαι Ελληνας πέρα για πέρα, υπήρξαν αλλαγές στον χαρακτήρα μου και στον τρόπο σκέψης μου, διά μέσου της νέας γλώσσας μου. Μιλάω πολύ πιο ήρεμα, δεν χειρονομώ, δεν φανατίζομαι, είμαι λιγότερο εκρηκτικός. Προσπάθησα να μεγαλώσω τον κόσμο μου αγκαλιάζοντας μια νέα γλώσσα, μια νέα πατρίδα.
  • Σε ποια γλώσσα ονειρεύεστε;
Τα πρώτα χρόνια στα ελληνικά. Μετά άρχισα να βλέπω όνειρα βουβά. Φαίνεται πως γινόταν μια διαδικασία μέσα μου για να ενσωματώσω βαθύτερα τη νέα γλώσσα.
  • Αυτό δείχνει ότι υποστήκατε ένα σοκ. Πώς τα καταφέρατε, ωστόσο, να εισχωρήσετε στη μυστική ζωή μιας νέας γλώσσας ώστε να τη μετατρέψετε σε λογοτεχνία;
Στην πραγματικότητα κατάλαβα τι σημαίνει στα σουηδικά η λέξη «τάφος», όταν έχασα τον πατέρα μου. Τότε ένιωσα τη βαθύτερη σημασία, το πλήρες νόημα της σουηδικής λέξης. Η γνώση μιας λέξης δεν είναι αυτόματα βίωμα, δεν μεταφέρεται αβίαστα στη γραφή σου. Στα σουηδικά ο ήλιος είναι θηλυκός, μια ξανθιά ωραία κοπέλα. Εγώ πάντα τον βλέπω σαν ένα αγόρι, δεν είναι εύκολο να το αλλάξω αυτό. Υπάρχουν δεκάδες λέξεις στα σουηδικά για το χιόνι, το τρεχούμενο νερό, δεν μπορεί κανένας να σου τα διδάξει αυτά. Απαιτείται χρόνος και διαίσθηση για να εμβαθύνεις, ακόμα έχω δυσκολίες καμιά φορά. Πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου προσπαθώντας να μάθω και να αγαπήσω κάτι άλλο.
  • Πόσο «άλλοι» είναι οι Σουηδοί; Ισχύει η θεωρία της ψυχρότητας των βορείων;
Οι Σουηδοί είναι πιο συναισθηματικός λαός από εμάς. Και πιο ρομαντικός. Αγαπούν τρομερά τη φύση, γνωρίζουν τα ονόματα όλων των δέντρων, των φυτών, των λουλουδιών. Και ο έρωτας είναι γι' αυτούς ιερός, χωρίς περιορισμούς, απόλυτα φυσιολογικός ακόμα και σε έναν γέρο στα 90 του. Επίσης, στο θέμα της κοινωνικής ισότητας και της ισότητας των δύο φύλων είναι πολύ μπροστά. Και στον σεβασμό της ανεξαρτησίας των παιδιών. Τα κοινά στοιχεία των Σουηδών με εμάς είναι η πλούσια μυθολογία, η προφορική παράδοση, οι αγροτικές ρίζες, τα λαϊκά παραδοσιακά τραγούδια που λένε τρυφερές και πονεμένες ιστορίες.
  • Νιώθετε ποτέ μοναξιά στη Σουηδία;
Η επιφανειακή απομόνωση των πρώτων χρόνων σε μια ξένη χώρα μεταβλήθηκε με τα χρόνια σε εσωτερική. Ομως και από τη φύση μου είμαι άνθρωπος που δεν αγαπά τον συνωστισμό. Ούτε οι Σουηδοί τον αντέχουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι αντικοινωνικοί. Εχουν την ανάγκη της φυσικής απόστασης, η Σουηδία είναι πολύ μεγάλη και απλωμένη χώρα.
  • Στο βιβλίο σας «Φίλοι και εραστές», που κυκλοφορεί τώρα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, μιλάτε για τα θέματα που σας απασχολούν συχνά στο έργο σας. Για τη μοναξιά, τον ξεριζωμό, την αγάπη, την απιστία, τον θάνατο. Υπάρχει νομίζω μια αυτοβιογραφική πλευρά σε όλα τα έργα σας.
Εχετε δίκιο. Πάντα υπάρχει ένα κομμάτι του εαυτού μου μέσα στα βιβλία μου, δεν έχω κανένα δισταγμό να χρησιμοποιήσω βιώματα στα γραπτά μου. Δεν μπορώ να γράψω αλλιώς. Οπως δεν μπορώ να γράψω για πράγματα που δεν πιστεύω. Ο,τι γράφω το υποστηρίζω και στη ζωή μου.
  • Ο ήρωας του βιβλίου συγχώρησε την απιστία της νεκρής γυναίκας του. Εσείς θα μπορούσατε να συγχωρήσετε την απιστία;
Ο άλλος δεν είναι κτήμα μας. Οποιος δεν μπορεί να συγχωρήσει την απιστία σημαίνει ότι δεν έχει μάθει να αγαπάει. Δεν αγαπάμε υπό όρους γραπτού η άγραφου συμβολαίου.
  • Εχετε γράψει ότι κάποτε είχατε μια φίλη που έλεγε ότι ο Ντοστογιέφσκι την έκανε άνθρωπο και ο Τσέχοφ γυναίκα. Και ότι εσάς ο πατέρας σας σάς έκανε άνθρωπο και η μητέρα σας συγγραφέα.
Εγινα συγγραφέας στην Κατοχή, κρατώντας το χέρι της μάνας μου, παρακολουθώντας μια εκτέλεση στο χωριό μου, σε ηλικία 5 ετών. Όταν γύρισα σπίτι, έγραψα για τα μάτια του ανθρώπου που πέθαινε. Από τότε, συνδέω πάντα τη συγγραφή με τη μητέρα μου. Γι' αυτό και όταν πέθανε νόμιζα ότι δεν θα μπορούσα να ξαναγράψω ποτέ πια, σε σημείο που σκεφτόμουν να μην το τολμήσω καν. Τα μάγια λύθηκαν όταν αποφάσισα να γράψω ακριβώς γι' αυτό, για τη μητέρα μου, στο βιβλίο «Μητέρες και γιοι».
  • Μήπως φοβόσασταν ότι με τον θάνατο της μητέρας σας θα χάνατε τη μοναδική πλέον επαφή σας με την πατρίδα σας, δηλαδή με τον εαυτό σας;
Εχετε απόλυτο δίκιο. Με τα χρόνια, όταν επέρχονται όλες οι αφαιρέσεις, ξαφνικά παραμένει ένα πράγμα: η γλώσσα σου και η μητέρα σου.
  • Στο «Φίλοι και εραστές» λέτε ότι η σημασία του αποχωρισμού δεν είναι να γυρίσεις τη σελίδα του βιβλίου της ζωής αλλά να την ξαναδιαβάσεις. Αυτό κάνατε κι εσείς;
Για να ολοκληρωθεί ο κύκλος της ζωής, πρέπει το παρελθόν και το μέλλον να είναι ευθείες παράλληλες. Είναι λάθος να θέλουμε να ξεχάσουμε τα περασμένα, είτε γιατί πονούν είτε από ανάγκη να πάμε παρακάτω. Δεν μπορούμε όμως να κλείνουμε τα κεφάλαια της ζωής μας διά της βίας.
  • Τον φοβάστε τον θάνατο;
Εχω αρχίσει να ασκούμαι καθώς μεγαλώνω.
  • Τι από όλα όσα έχουν γραφτεί για σας δεν θα ξεχάσετε ποτέ;
Μια κριτική σε μια μεγάλη σουηδική εφημερίδα. Εγραφαν ότι ο Καλλιφατίδης έκανε δώρο στη Σουηδία μία ακόμα επαρχία, την Ελλάδα.


Η ΕΘΑΛ σε συνεργασία με την Πρεσβεία της Σουηδίας στην Κύπρο, τα καταστήματα Public και τις Λέχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενεί στον Τεχνοχώρο στις 18 Μαίου το συγγραφέα Θεόδωρο Καλλιφατίδη.