Οι συναντήσεις των ομάδων, που αυτή τη στιγμή αριθμούν εικοσι τρία μέλη, πραγματοποιούνται κάθε μήνα στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στη Λεμεσό.

26/1/11

Ο αστυνόμος Χαρίτος την ώρα της κρίσης

 Στο νέο αστυνομικό μυθιστόρημα του Μάρκαρη, όλα ακολουθούν τις εξελίξεις των καιρών μας. Ο αστυνόμος Χαρίτος αντικατέστησε, επιτέλους, το Μιραφιόρι του, αλλά εκτός από το να ανακαλύπτει δολοφόνους, αυτή τη φορά πρέπει να έρθει αντιμέτωπος και με τις αιτίες που γεννούν την έκνομη συμπεριφορά. Στην Ελλάδα της κρίσης είναι περισσότερες απ’ όσες θα εξηγούσαν οι παραδοσιακές σχολές της κοινωνιολογίας.

Κάθε βιβλίο είναι, πριν απ’ όλα, η σχέση του συγγραφέα με τους ήρωές του και τους αναγνώστες του. Και ο Πέτρος Μάρκαρης είναι ένας συγγραφέας που έχει διαμορφώσει πολύ ειδικές σχέσεις και με τους ήρωές του και με τους αναγνώστες του. Αλλά μάλλον δεν θα είναι αυτός ο βασικός λόγος για τον οποίο έχει ήδη κατακτήσει μια θέση στην ιστορία της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, ούτε γιατί με κάθε βιβλίο του μπαίνει για πολλές εβδομάδες στις λίστες των μπεστ σέλερ. Ο κατ’ αρχήν λόγος είναι γιατί κατάφερε να απενοχοποιήσει τους Έλληνες αναγνώστες στη σχέση τους με το αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά και να εντάξει τα σύγχρονο ζητήματα της πολιτικής επικαιρότητας στο ύφος και τη θεματολογία του αστυνομικού.

Ο Πέτρος Μάρκαρης κινείται –και ίσως από κάποιους θα μπορούσε να κατηγορηθεί γι’ αυτό– στο πεδίο «λογοτεχνία-ρεπορτάζ». Σε όλα τα βιβλία του υπάρχουν στοιχεία της πόλης και της καθημερινής συμπεριφοράς των κατοίκων της Αθήνας (αφού εκεί κυρίως συμβαίνουν οι ιστορίες του), αναγνωρίσιμοι κοινωνικοί χαρακτήρες, κινηματογραφική αποτύπωση των δρόμων και της ζωής κάθε συνοικίας. Η πρότερη θητεία του στο θεατρικό κείμενο αλλά και η αρωγή του σε κινηματογραφικά σενάρια (των ταινιών του Θόδωρου Αγγελόπουλου) δίνει και στη λογοτεχνία του κινηματογραφική δομή, σεναριακό ύφος και περιγραφές των προσώπων και των χώρων με λεπτομέρειες θεατρικού κειμένου:


(...) με ρωτάει ένας νεαρός με μαύρο μακό μπλουζάκι, που πάνω του γράφει «love is life» και με σκουλαρίκι στο δεξί αυτί (σ. 213). (…) Οι προβλέψεις μου επαληθεύονται μόλις στρίβουμε τη Μενάνδρου. Τα σεντόνια με τα εμπορεύματα καλύπτουν όχι μόνο τα στενά πεζοδρόμια, αλλά κι ένα κομμάτι από τις δυο πλευρές του δρόμου. Μένει σκάρτη μισή λωρίδα, για τους πεζούς και τα αυτοκίνητα. Το μάτι μου θολώνει από τις πολλές τσάντες. (...) Η φασαρία του δρόμου σού παίρνει τ’ αφτιά, με άλλους πωλητές να φωνάζουν και άλλους να συνεννοούνται σε διάφορες γλώσσες, ενώ οι οδηγοί ουρλιάζουν και κορνάρουν δαιμονισμένα. (σ. 144).

Είναι τα στοιχεία και τα χαρακτηριστικά της γραφής που προσφέρουν αμεσότητα, γλαφυρότητα και κυρίως οικειότητα στους αναγνώστες των βιβλίων του. Είναι όμως αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και το στοιχείο της επιτυχίας του; Μάλλον όχι – ή, καλύτερα, όχι μόνον αυτό.


ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΖΩΗ

Το μεγάλο ατού του είναι ότι έχει την ευφυΐα και την παιδεία να αφουγκράζεται πολλούς και διαφορετικούς χαρακτήρες και τύπους της ελληνικής κοινωνίας, πολλές και διαφορετικές συμπεριφορές και στάσεις, να αντιλαμβάνεται τις διαφορετικές φωνές, να τις καταγράφει και να σχηματίζει μ’ αυτό τον τρόπο μια ζωντανή κάθε φορά τοιχογραφία της πραγματικότητας. Κι είναι σαν να διευκολύνει κάθε φορά τους αναγνώστες, ν’ αναγνωρίσουν στις σελίδες των βιβλίων του κομμάτια μιας δικής του ψυχαναλυτικής εξομολόγησης, με έντονη την παρουσία του χιούμορ:

«Μα δε μου λες; Γιατί το έχεις ανοιχτό αυτό το ρημάδι και μας ζαλίζει, αφού δεν τ’ ακούς;» με ρωτάει αγανακτισμένη.
«Δεν μου χρειάζεται. Ξέρω πώς θα πάω».
«Τότε γιατί δεν το κλείνεις;»
Τραβάω το Σέατ στο πεζοδρόμιο και σβήνω τη μηχανή. «|Για να τονώνω το εγώ μου», της λέω.
«Τι θα πει αυτό;»
«Όλη μέρα ακούω τον καθένα να μου λέει το μακρύ του και το κοντό του. Τη μια μου λέει ο Γκίκας τι να κάνω, την άλλη ο υπουργός. Αυτή εδώ είναι η μόνη που μου λέει τι να κάνω κι εγώ την έχω γραμμένη. Αυτό μου ανεβάζει το ηθικό. Όποιος βολεύεται σε μια θέση, χρειάζεται κι ένα GPS για να εκτονώνεται. Κατάλαβες τώρα;» (σ. 69).
Το θέμα του τελευταίου του βιβλίου είναι προφανές από τον τίτλο: Ληξιπρόθεσμα δάνεια. Και μοιάζουν με δάνεια που θα κάνουν καιρό να αποπληρωθούν, αφού στο εξώφυλλο ήδη σημειώνεται ότι είναι το πρώτο μέρος της Τριλογίας της κρίσεως. Μια τόσο έντονη πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική κατάσταση όπως αυτή που ζει το τελευταίο διάστημα η χώρα μας δεν θα μπορούσε ν’ αφήσει αδιάφορο έναν επί της ουσίας πολιτικό συγγραφέα, όπως ο  Π. Μάρκαρης. Θέμα του λοιπόν, αυτή τη φορά, η κρίση, οι τράπεζες, τα δάνεια, οι οφειλές, οι πιστωτικές κάρτες, αφίσες που γεμίζουν την πόλη της Αθήνας με το σύνθημα «ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ», και θύματα, με ειδεχθή μάλιστα τρόπο, έλληνες και ξένοι τραπεζίτες. Παρόντα και σ’ αυτό το βιβλίο όλα τα γνωστά πρόσωπα του λογοτεχνικού του σύμπαντος με πρώτο τον αστυνόμο Χαρίτο, την Ανδριανή (τη γυναίκα του), την Κατερίνα (την κόρη του) και τον Φάνη (τον γαμπρό του), τους δημοσιογράφους του αστυνομικού ρεπορτάζ και τους συνεργάτες του στη ΓΑΔΑ. Πρόσωπα τα οποία είναι φανερό –ιδιαίτερα σ’ αυτό το βιβλίο– ότι τα νιώθει πια σαν μέλη της οικογένειάς του, ότι περνάει καλά μαζί τους, ότι απολαμβάνει ενόσω γράφει το ύφος που έχει πια επιλέξει για τα βιβλία του, ότι διασκεδάζει και ο ίδιος με το παιχνίδι της ατάκας στο οποίο επιδίδεται διά στόματος των ηρώων του και, το κυριότερο, κατορθώνει να δημιουργήσει μια επίσης ιδιαίτερη σχέση μεταξύ ηρώων και αναγνωστών. Είναι μια εξοικείωση που ακουμπάει στο στοιχείο της συνέχειας και της εξέλιξης μιας ιστορίας, σαν τα παλιά μυθιστορήματα που δημοσιεύονταν σε συνέχειες,  δημιουργώντας μια σχέση με το μυθιστόρημα που τείνει να εκλείψει. Κι όπως θα ρωτούσαμε για γνωστούς και φίλους που έχουμε να δούμε καιρό, έτσι ενδιαφερόμαστε για το ότι ο αστυνόμος Χαρίτος άλλαξε επιτέλους το Μιραφιόρι, ότι η Κατερίνα με τον Φάνη παντρεύτηκαν ή ότι η Ανδριανή πέρασε ένα ισχυρό ψυχολογικό σοκ, βλέποντας κάποιον να πέφτει από το μπαλκόνι.


ΑΝΑΤΟΜΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


Ο αστυνόμος Χαρίτος, και σ’ αυτό το βιβλίο είναι αποδέκτης όλων των ιδεολογικών αποχρώσεων, έτσι όπως τις συναντά ο καθένας στην προσωπική και την κοινωνική του ζωή. Γίνεται δέκτης τόσο του κλίματος και του ύφους των αστήρικτων απόψεων του καφενείου, έρχεται όμως αντιμέτωπος και με τη «διαφορετική» ορθολογική άποψη, τη συνήθως μειοψηφική – ίσως γιατί είναι ψύχραιμη και καθόλου βροντερή:
«Είναι σαν το ντόπινγκ στον αθλητισμό. Και στον αθλητισμό, όταν αρχίσεις να παίρνεις αναβολικά, δεν σταματάς. Σπας το ένα ρεκόρ, αλλά μετά χρειάζεται πιο αποτελεσματικά αναβολικά για να το σπάσεις ξανά και ξανά. Κάθε φορά το ρίσκο σου μεγαλώνει, όχι μόνο το ρίσκο να σε πιάσουν αλλά και να καταρρεύσει η υγεία σου. Εσύ όμως ελπίζεις ότι δεν θα είσαι εσύ αυτός που θα καταρρεύσει, αλλά κάποιος άλλος. Το ίδιο περίπου πίστευαν και οι επενδυτές και οι μάνατζερ των hedge funds». Σταματάει μια στιγμή, μετά συμπληρώνει στον ίδιο τόνο. «Αυτό σας το λέει κάποιος που πέρασε από το ντόπινγκ και κατέρρευσε, κύριε αστυνόμε». (...) «Όταν ρωτούσα τον προπονητή μου τι ήταν εκείνα τα χάπια που μου έδινε, απαντούσε: “Μη ρωτάς, είναι βιταμίνες”. Εγώ ήξερα ότι δεν είναι βιταμίνες, αλλά τα έπαιρνα. Έτσι και οι μάνατζερ των hedge funds. Όταν τους ρωτάς, σου λένε πως οι επενδύσεις είναι απόλυτα ασφαλείς. Εσύ  ξέρεις ότι δεν είναι, αλλά τους πιστεύεις. Γιατί το κέρδος είναι γλυκό, όπως και τα μετάλλια, κύριε αστυνόμε». (σσ. 134-135).
Και παρακάτω:

«Δεν υπάρχουν κοινωνίες, κύριε Γαλανόπουλε. Υπάρχουν μόνο ομάδες. Επιχειρηματίες που αγωνίζονται για τα συμφέροντά τους, εργαζόμενοι που αγωνίζονται για τα δικά τους, μέσω των συνδικάτων και άλλων οργανώσεων, υπάρχουν μόνο ομάδες που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Η κοινωνία είναι  ένα εφεύρημα» (σ. 167).
Σε ένα μυθιστόρημα για την κρίση δεν θα μπορούσαν να λείπουν οι ανατροπές στην καθημερινότητα των λαϊκών τάξεων που βλέπουν τα οικογενειακά εισοδήματα να μειώνονται εξαιτίας των οικονομικών μέτρων, των περικοπών στους μισθούς, της ανεργία που διαρκώς μεγαλώνει. Έτσι, η Ανδριανή, που σε αυτό το μυθιστόρημα είναι πολύ περισσότερο παρούσα από ό,τι στα προηγούμενα και πολύ πιο ενεργή, είναι η μέση νοικοκυρά που διαχειρίζεται το καθημερινό εισόδημα, που βρίσκει λύσεις, που αποτελεί, τελικά, τον αρμό αυτής της κοινωνίας. Εξακολουθεί να είναι η νοικοκυρά που δεν δουλεύει εκτός σπιτιού, που της δίνει ο σύζυγος το χαρτζιλίκι και το απαραίτητο επίδομα για τα έξοδα του σπιτιού. Ο Πέτρος Μάρκαρης έχει πει πολλές φορές ότι στο πρόσωπο της Ανδριανής γίνεται αναφορά, σε μεγάλο βαθμό, στη μητέρα του, αλλά μάλλον αποτυπώνονται οι μητέρες πολλών:


«Μπορείς να μου λύσεις μια απορία; Τα λεφτά που παίρνεις για το σπίτι είναι τα ίδια. Πώς καταφέρνεις να συντηρείς δύο σπίτια  με τα ίδια λεφτά;»
«Είναι πολύ απλό. Ανοίγω το πρωί το ραδιόφωνο και ακούω ποια σούπερ μάρκετ κάνουν προσφορές. Επειδή κάνουν κάθε μέρα προσφορές σε άλλα είδη, μπορώ και ψωνίζω με τα ίδια λεφτά. (...) Πώς να τα βγάλω πέρα χωρίς τις προσφορές; Είμαστε η μόνη χώρα που στην κρίση οι τιμές ανεβαίνουν, αντί να πέφτουν» (σ. 223).

Σε μια Αθήνα που έχει πια κατοίκους από πολλές περιοχές του κόσμου, και πολλούς νέους ανθρώπους που δεν ξέρουν τι να κάνουν τα πτυχία τους, ο Πέτρος Μάρκαρης καταγράφει τις ακραίες αντιδράσεις οργανωμένων ομάδων –δολοφονίες και ανυπακοή– αλλά και τις αντιδράσεις των απλών ανθρώπων που έχουν μάθει να αντιδρούν πιο χαμηλόφωνα, αλλά εντέλει πιο αποτελεσματικά, δίνοντας έμφαση σε «λεπτομέρειες» που, τελικά, έχουν σημασία:

«Όταν οι εποχές είναι δύσκολες, ο ένας βοηθάει τον άλλο. Εγώ έτσι μεγάλωσα, Κώστα μου. Όταν κάποιος είχε πρόβλημα, έτρεχε ολόκληρη η γειτονιά» (σ. 234).

Σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα καμία κριτική δεν περιγράφει την υπόθεση, μια που θα οδηγούσε στη λύση του αστυνομικού μυστηρίου και θα χανόταν το σασπένς που συνοδεύει την ανάγνωσή τους. Ενα σασπένς που κρατάει αμείωτο το ενδιαφέρον των αναγνωστών, οι οποίοι θα αναγνωρίσουν σε πολλές φράσεις είτε τους ίδιους είτε κάποιους γνωστούς τους, θα γελάσουν, θα θυμώσουν, θα σκεφτούν. Όπως ακριβώς συμβαίνει και την πραγματικότητα γύρω μας.



Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ

Αστυνόμος Χαρίτος, ένας μικροαστός ήρωας

O συγγραφέας και κριτικός Φίλιππος Φιλίππου ψυχογραφεί τον διασημότερο ντετέκτιβ της ελληνικής λογοτεχνίας.


Tον αστυνόμο Κώστα Χαρίτο του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Διεύθυνσης Ασφαλείας Αττικής τον γνωρίσαμε το 1995 στο μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη Νυχτερινό Δελτίο. Η πρώτη εικόνα που έχουμε από αυτόν είναι του αφηγητή μιας ιστορίας με δυο σφαγμένους Αλβανούς, όταν διαπιστώνουμε πως για τα θύματα αισθάνεται αδιαφορία, στα όρια του ρατσισμού, ενώ στον ύποπτο χωρίς χαρτιά Αλβανό φέρεται ανελέητα· τον βρίζει, μα δεν τον βασανίζει. Γενικά, παρουσιάζει την εικόνα ενός συνηθισμένου ανθρώπου, ενός μέσου Έλληνα που χρησιμοποιεί αγοραίο λεξιλόγιο: αποκαλεί τον Αλβανό «αρχίδι» και χαρακτηρίζει μια δημοσιογράφο «πουτάνα». Από τις πρώτες ακόμα σελίδες του βιβλίου ο πενηντάρης Χαρίτος μάς εισάγει στην προσωπική του ζωή. Η γυναίκα του, η Αδριανή, είναι νοικοκυρά, μαγειρεύει καλά, κυρίως μικρασιάτικα φαγητά (γεμιστά και ιμάμ), και όλη μέρα στήνεται μπροστά στην τηλεόραση· στη βιβλιοθήκη της έχει βιβλία Άρλεκιν και Βίπερ Νόρα. Για να μην ξοδεύει χρήματα, ίσως και από έλλειψη καλλιέργειας, ο Χαρίτος αποφεύγει να βγαίνει έξω για ψυχαγωγία. Αν και σπιτόγατος, δεν βλέπει τηλεόραση, είναι όμως μανιώδης λάτρης των λεξικών: προτιμάει τα λεξικά του Δημητράκου, των Λίντελ-Σκοτ, του Βοσταντζόγλου, του Ανδριώτη και των Τεγόπουλου-Φυτράκη. Η σχέση του με την Αδριανή δεν είναι ιδανική. Αποτελούν ένα μικροαστικό ζευγάρι με όλα τα αρνητικά του είδους. Γκρινιάζουν, συγκρούονται, κι εκείνη, όταν επιθυμεί να της χαρίσει κάτι, τον καλοπιάνει ή τον προκαλεί ερωτικά. Την υπομένει, όπως υπέμενε κάποτε και τον πατέρα του, ενωμοτάρχη της Χωροφυλακής, που τον χτυπούσε για ψύλλου πήδημα. Μεγάλωσε σε αυστηρό περιβάλλον με το σύνθημα «Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια», σημαία κάποτε των εθνικοφρόνων και των πατριωτών της Δεξιάς, και επί χούντας πήρε τα πρώτα μαθήματα σκαιάς συμπεριφοράς προς τους πολίτες.
Ευθύς εξαρχής ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως ο μικροαστός ήρωας, δέσμιος της οικογενειακής ρουτίνας, δεν έχει προσωπικές αναζητήσεις ούτε οράματα. Ζει λιτά, μένει στα σύνορα Παγκρατίου και Βύρωνα και το αυτοκίνητό του είναι Φίατ Μιραφιόρι. Με τον μισθό του δύσκολα τα φέρνει βόλτα και μόνο με αιματηρή οικονομία μπορεί να σπουδάσει την κόρη του, την Κατερίνα. Η νεαρή είναι στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κι έχει έναν φίλο, τον Πάνο. Ο Χαρίτος, όπως κάθε γνήσιος Νεοέλληνας πατέρας που σέβεται τον εαυτό του, δεν είναι ενθουσιασμένος με τον ερωτικό δεσμό της κόρης του, δεν τον εγκρίνει. Μολονότι φαίνεται αντικομμουνιστής παλαιάς κοπής, πολιτικά είναι ουδέτερος, μα δεν εκφράζει τις πολιτικές του απόψεις. Ωστόσο, έχει έναν φίλο, τον Λάμπρο, παλιό κομμουνιστή, ο οποίος του δίνει συμβουλές ως σώφρων γέρος.
Το 2010, δεκαπέντε χρόνια αργότερα, στο μυθιστόρημα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια, ο Μάρκαρης βάζει τον Χαρίτο να «παντρεύει την κόρη του» -από την πρώτη κιόλας σελίδα-, σύμφωνα με τη μικροαστική ελληνική παράδοση. Τον βλέπουμε, λοιπόν, στην εκκλησία, να φοράει τη στολή του, πράγμα σπάνιο, και να καμαρώνει. Έχει αντικαταστήσει το Μιραφιόρι με ένα Σέατ Ίμπιζα και όταν κάποιος τον αποκαλεί «χαζομπαμπά», το αρνείται. Δεν είναι, όμως, πολύ πειστικός. Η Κατερίνα, που τώρα εργάζεται ως ασκούμενη σε δικηγορικό γραφείο, δεν παντρεύεται τον Πάνο, αλλά τον Φάνη, τον γιατρό του Χαρίτου, τον οποίο γνωρίσαμε στην Άμυνα Ζώνης.
Ο Χαρίτος είναι επίγονος ενός άλλου εμβληματικού μικροαστού αστυνομικού, του Γιώργη Μπέκα, ήρωα του Γιάννη Μαρή, που έχει επίσης γυναίκα και κόρη, είναι ντόμπρος, τίμιος, αυθόρμητος και λιγάκι πρωτόγονος. Και οι δύο έχουν ως πρόγονο τον επιθεωρητή Μεγκρέ του Ζορζ Σιμενόν. Η διαφορά τους είναι η εξής: ο Χαρίτος αφηγείται ο ίδιος τις ιστορίες του, ενώ εκείνες του Μεγκρέ και του Μπέκα τις αφηγούνται παντογνώστες αφηγητές σε τρίτο πρόσωπο. Ο Χαρίτος μιλάει για τον εαυτό του, τους συνεργάτες και τους προϊσταμένους του, για όσα τον κουράζουν ή τον αγανακτούν, σχολιάζει με καυστικό χιούμορ τους πάντες και τα πάντα. Κατά κάποιο τρόπο, είναι πλασμένος κατ' εικόνα και ομοίωση του δημιουργού του, του Πέτρου Μάρκαρη. Κι αυτός έχει μια κόρη, κι αυτός είναι παθιασμένος με τα λεξικά, χρήσιμα στη δουλειά του τού μεταφραστή, κι αυτός έχει μικροαστική καταγωγή. Γιατί, όμως, ο συγγραφέας έβαλε ως ήρωά του έναν αστυνομικό σε μια χώρα που οι αστυνομικοί δεν διαθέτουν την έξωθεν καλή μαρτυρία, λόγω του αντικομμουνισμού τους, όχι μόνο την περίοδο του Εμφυλίου και της απριλιανής δικτατορίας, αλλά και της εν γένει αντιδημοκρατικής συμπεριφοράς τους; Ίσως γιατί στην Ελλάδα μόνο ένας αστυνομικός μπορεί να ασχολείται με εγκλήματα και να τα εξιχνιάζει. Πάντως, ο κίνδυνος να γίνει απεχθής στους αναγνώστες εξέλιπε από τη στιγμή που τον προίκισε με τα ελκυστικά χαρακτηριστικά του μικροαστού. Τον έκανε αδιάφθορο και κάπως ευφυή, κάτι που τον κατέστησε αυτομάτως συμπαθητικό. «Δίνεις την εντύπωση ότι είσαι βλάκας και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, αλλά το μυαλό σου δουλεύει ρολόι», του λέει κάποιος στα Ληξιπρόθεσμα Δάνεια.

Πηγή: http://www.lifo.gr/mag/features/2386

Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ

Πέτρος Μάρκαρης στην Book Press

O αστυνόμος Χαρίτος, ο γνωστός ήρωας του Πέτρου Μάρκαρη, κουβαλάει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά του γνήσιου νεοέλληνα, που έχουμε μάθει να… μισούμε, φορτώνοντάς του τα δεινά αυτής της χώρας, αλλά ταυτόχρονα και να αγαπάμε, γιατί κατά βάθος ξέρουμε ότι είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας.
Στο τελευταίο του αστυνομικό μυθιστόρημα, τα «Ληξιπρόθεσμα δάνεια», που είναι και το πρώτο βιβλίο της «Τριλογίας της Κρίσης», ο αστυνόμος Χαρίτος προσπαθεί να εξιχνιάσει δολοφονίες τραπεζικών, ενώ ταυτόχρονα θίγονται επίκαιρα κοινωνικά ζητήματα, από την πρώτη κιόλας σελίδα: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στην ίδρυση μιας τράπεζας»; Μπέρτολτ Μπρέχτ, Η όπερα της πεντάρας 
Στην συνέντευξη που ακολουθεί ο Πέτρος Μάρκαρης μιλάει για τους νεοέλληνες, για την οικονομική κρίση, για το πολιτικό σύστημα, για τη μεγαλύτερη πληγή του σύγχρονου ανθρώπου και για τη γραφή.
Γιατί έχετε επιλέξει να γράφετε αστυνομικά μυθιστορήματα;
Γιατί θεωρώ ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι στις μέρες μας το κατάλληλο είδος για να ασχοληθεί ένας συγγραφέας με τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής του.
Πόσο συνέβαλαν προς αυτήν την κατεύθυνση οι λογοτεχνικές επιρροές σας; Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;
Οι αγαπημένοι μου συγγραφείς είναι πολλοί. Να τους απαριθμήσω μου είναι αδύνατο και λόγω χώρου, αλλά και λόγω δυσκολίας επιλογών. Δυο συγγραφείς με έσπρωξαν, ωστόσο, στο αστυνομικό μυθιστόρημα: ο Ζορζ Σιμενόν, ο οποίος μου έδειξε πώς να χειρίζομαι τους απλούς ανθρώπους, και ο Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν, ο οποίος μου έμαθε πώς να εντάσσω τα πολιτικά θέματα στο αστυνομικό μυθιστόρημα.
Ο αστυνόμος Χαρίτος πώς ακριβώς δημιουργήθηκε; Έχει και δικά σας στοιχεία ή είναι προϊόν μυθοπλασίας; Ποια στοιχεία του πιστεύετε ότι είναι αυτά που τον κάνουν αγαπητό στους αναγνώστες; Ίσως, ο αυτοσαρκασμός του;
Ο Χαρίτος εμφανίσθηκε μια μέρα μπροστά μου, οικογενειακώς. Ήταν μια μικροαστική, ελληνική, οικογένεια, την οποία δεν ήξερα τι να την κάνω. Πέρασε κάποιος χρόνος, ώσπου να καταλάβω ότι ήταν αστυνομικός. Πιστεύω ότι η μικροαστική καταγωγή του, και ο μικροαστικός τρόπος ζωής του είναι που τον εξοικειώνουν τόσο γρήγορα με τους αναγνώστες. Είναι ένας απλός άνθρωπος, γκρινιάρης και όχι ιδιαίτερα ευφυής. Αλλά, έχει ένα δικό του ήθος, ένα πείσμα και το προτέρημα να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Ίσως όμως να συντελεί και το γεγονός ότι ο Χαρίτος ανατρέπει το «αστυνομικό στερεότυπο» του μέσου Ελληνα.
«Τα ληξιπρόθεσμα δάνεια» αποτελούν τον πρώτο βιβλίο της τριλογίας της κρίσεως. Η κρίση στην Ελλάδα, σε τόσο μεγάλες διαστάσεις πιστεύετε ότι ήταν κάτι που μπορούσε να προβλεφθεί και ενδεχομένως να αποφευχθεί;
Θα μπορούσε, αλλά όχι στους τρεις μήνες πριν από την κρίση, όπως πιστεύουν πολλοί. Η κρίση που περνάμε είναι πρώτα κρίση πολιτική και δευτερευόντως κρίση οικονομική, με την έννοια ότι η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της κρίσης του πολιτικού συστήματος. Χρόνια τώρα παρακολουθούμε τη λειτουργία ενός πολιτικού γίγνεσθαι, το οποίο έχει φτάσει στα όρια του, χρόνια τώρα ζούμε σε μια χώρα όπου το μόνο κόστος που υπολογίζεται είναι το πολιτικό. Το παραγωγικό και το δανειακό κόστος δεν το υπολόγιζε κανείς, ούτε το κράτος, ούτε οι πολιτικοί, ούτε εμείς οι πολίτες. Συνεπώς, οι μεγάλες διαστάσεις της κρίσης δεν προκύπτουν αποκλειστικά από την οικονομική διάσταση της, αλλά από τις πολλαπλές, και κυρίως πολιτικές, συνισταμένες της.
Και τώρα τι γίνεται; Θα πιάσουμε πάτο και θα αναγεννηθούμε ή θα μείνουμε εκεί; Μήπως η οικονομική κρίση λειτουργήσει τελικά ως εφαλτήριο για να αναπροσδιορίσουμε τις αξίες μας ή μήπως όλη αυτή η αγανάκτηση θα οδηγήσει σε γενικευμένα φαινόμενα βίας;
Ξέρετε αυτή τη θεωρία ότι «ο φοίνιξ εκ της τέφρας του αναγεννιέται» εγώ δεν την παίρνω στα σοβαρά. Η ιστορία μας διδάσκει ότι κατά κανόνα μας μένει η τέφρα χωρίς την αναγέννηση. Το ερώτημα τίθεται διαφορετικά: έχουμε τις δυνάμεις για μια καθολική αντίδραση απέναντι στις αγκυλώσεις και στις εύκολες λύσεις που μας οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού; Φοβάμαι πολύ λιγότερο την έκρηξη βίας, απ’ ό,τι την κοινωνία των βολεψάκηδων που δημιουργήσαμε και για τη οποία όλοι είμαστε συνένοχοι. Να το πω κυνικά: υπάρχει τόση εκτεταμένη συνενοχή, που τα όρια της βίας είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένα.
Ένα άλλο σταθερό σημείο αναφοράς στα βιβλία σας είναι και η Αθήνα. Και παρόλο που ο αστυνόμος Χαρίτος δυσανασχετεί με την κίνηση στους δρόμους και τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα φαίνεται να υπάρχει μια αγάπη για την πόλη και το κέντρο της. Είναι και δική σας αυτή η αγάπη;
Ναι, εκφράζει τη δική μου αγάπη όχι μόνο για την Αθήνα, αλλά γενικότερα για τις μεγαλουπόλεις. Εγώ λατρεύω τις μεγαλουπόλεις και το κέντρο τους. Μπορεί να δυσανασχετώ, να γκρινιάζω και να οργίζομαι, αλλά όλα αυτά είναι κατά μία έννοια τα ναζάκια του ερωτευμένου, γιατί μου είναι αδύνατο να ζήσω χωρίς τις μεγαλουπόλεις. Το όνειρο του να αποσυρθώ σε κάποιο χωριό και να καλλιεργώ το χωράφι του παππού μου δεν είναι για μένα.
Με αφορμή τις επικείμενες εκλογές, ποια στοιχεία θα αλλάζατε στην Αθήνα, αν γινόσασταν δήμαρχος;
Γιατί ρωτάτε εμένα; Βλέπετε γύρω σας κανέναν πολιτικό ή υποψήφιο της τοπικής αυτοδιοίκησης να ασχολείται με την ποιότητα ζωής των πολιτών και με την ανθρώπινη διάσταση των πόλεων; Όλοι ασχολούνται με το ναι ή όχι στο μνημόνιο. Ότι, η Αθήνα και πολλές άλλες πόλεις προξενούν μια αίσθηση έντονης εγκατάλειψης, ότι οι Δήμοι έχουν ξεπεράσει το στάδιο της αποκομιδής σκουπιδιών και των σιδηροπασσάλων στα πεζοδρόμια για να εμποδίζεται το παρκάρισμα, και χρειάζονται κοινωνική πολιτική και κοινωνικά πρόγράμματα, ότι με τον «Καλλικράτη» τίθενται επί τάπητος σοβαρότατα ζητήματα περιφερειακής ανάπτυξης, από τα οποία οι κάτοικοι των περιφερειών αυτών θα είναι άμεσα εξαρτημένοι, ποιους απασχολούν όλα αυτά; Κανέναν πολιτικό ανεξαρτήτως παρατάξεως, το βλέπετε. Σας παραπέμπω λοιπόν στο πέμπτο ερώτημα σας: Κατά τη γνώμη μου αυτό είναι ένα ξεκάθαρο δείγμα για το αν μπορούμε να βγούμε από την κρίση και να εγκαινιάσουμε μια νέα αφετηρία. Ο «Καλλικράτης» είναι μια νέα αφετηρία. Κοιτάξτε πώς τον αντιμετωπίζουμε.
Ισχύει, κατά τη γνώμη σας, η λαϊκή ρήση ότι «έχουμε τους πολιτικούς που μας αξίζουν»;
Όταν στα είκοσι τρία από τριάντα έξη χρόνια που διαρκεί η Μεταπολίτευση, η Ελλάδα κυβερνήθηκε από τους γόνους δυο πολιτικών οικογενειών, σε ένα καθεστώς θεσμικά κατοχυρωμένης δημοκρατίας, τότε η λαϊκή ρήση, δυστυχώς, επιβεβαιώνεται.
Τελικά, ποια είναι η μεγαλύτερη «πληγή» του σύγχρονου ανθρώπου; Είναι άραγε η παγκοσμιοποίηση, είναι το τραπεζικό σύστημα, είναι η μοναξιά;

Είναι η συστηματική απαξίωση ή/και κατεδάφιση, κάθε ονείρου, κάθε προοπτικής για το μέλλον, και κάθε ουτοπίας, που παρατηρείται σήμερα σε όλα τα κράτη του τέως «δυτικού κόσμου».
Και η γραφή τι πρεσβεύει για εσάς; Είναι ένα μέσο επικοινωνίας με τους άλλους ή μια καθαρά ατομική υπόθεση; Γράφετε για τον εαυτό σας ή για τους δυνητικούς αναγνώστες;
Από τη στιγμή που γίνεσαι επαγγελματίας συγγραφέας, σταματάς να αναρωτιέσαι τι ρόλο παίζει η γραφή για σένα. Σηκώνεσαι το πρωί και κάθεσαι στο γραφείο σου, γιατί αυτό πρέπει να κάνεις, όπως κάθε επαγγελματίας, που ανοίγει το μαγαζί του ή πηγαίνει στο γραφείο του. Ερωτήσεις που αφορούν το ρόλο της γραφής για το συγγραφέα είναι κατάλοιπο ενός παρελθόντος, στο οποίο η συγγραφή ήταν πάρεργο και ο συγγραφέας ξέκλεβε χρόνο από την κύρια απασχόληση του για να γράψει. Αυτό ισχύει σήμερα όλο και λιγότερο. Από την άλλη, γράφεις γιατί έχεις μια ιδέα, η οποία σου αρέσει. Αν το μυθιστόρημα βγει καλό, θα βρει στην πορεία ένα αναγνωστικό κοινό. Αν θα είναι μικρό ή μεγάλο, αυτό δεν το ξέρουν ούτε ο συγγραφέας, ούτε ο εκδότης. Άλλοτε, έχεις μεγάλες προσδοκίες που δεν επαληθεύονται, και άλλοτε έχεις επιτυχία εκεί που δεν την περιμένεις.
Αν ο αστυνόμος Χαρίτος γύρναγε τον χρόνο πίσω θα γινόταν πάλι αστυνομικός; Αν ο Πέτρος Μάρκαρης γύρναγε πίσω τον χρόνο θα ξαναγινόταν συγγραφέας;
Ο Χαρίτος δεν έγινε αστυνομικός από επιλογή, αλλά επειδή καταγόταν από μια φτωχή οικογένεια της υπαίθρου και ο πατέρας του ήταν ενωμοτάρχης. Συνεπώς, η μόνη προοπτική σπουδών ήταν γι’ αυτόν η σχολή της αστυνομίας. Όσο για μένα, πιστεύω ότι πάλι θα γινόμουν συγγραφέας. Είναι το μόνο πράγμα που αγάπησα στη ζωή μου, εκτός από την οικογένεια μου, και το μόνο που πιστεύω ότι μπορώ να κάνω καλά.


Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ

Πέτρος Μάρκαρης: Η κρίση θα μας αφήσει τραύματα

Η Αθήνα ξαφνικά γεμίζει με αφίσες που προτρέπουν όσους χρωστούν στις τράπεζες να μην πληρώνουν τα δάνεια και τις πιστωτικές τους κάρτες. Οχι, αυτό δεν συμβαίνει στ’ αλήθεια, αλλά στο νέο μυθιστόρημα του Πέτρου Μάρκαρη, «Ληξιπρόθεσμα δάνεια» (εκδ. Γαβριηλίδης). Και είναι το λιγότερο. Ο αστυνόμος Κώστας Χαρίτος, γνωστός πια σε είκοσι χώρες όπου έχουν μεταφραστεί και κυκλοφορούν τα βιβλία του Μάρκαρη, θα πρέπει να μάθει πολλά για το χρηματοπιστωτικό σύστημα, και όχι μόνο, μέχρι να ανακαλύψει τον δολοφόνο των τραπεζιτών. Ενα βιβλίο πολιτικό, σημερινό, με αστυνομική πλοκή, το πρώτο της «Τριλογίας της Κρίσης». Στο φόντο η Ελλάδα της κρίσης, του μνημονίου και της τρόικας

Μήπως τα «Ληξιπρόθεσμα δάνεια» προσφέρουν κάποιες ιδέες σε πολίτες για να εκτονώσουν την αγανάκτησή τους προς τις τράπεζες;
Οχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και παγκοσμίως, οι πολίτες έχουν κάθε λόγο να είναι αγανακτισμένοι με τις τράπεζες. Σκεφθείτε μόνο τα δισ. που δόθηκαν από τους φόρους των πολιτών, για να στηριχτούν οι τράπεζες στην κρίση του 2008, και τα οποία θα μπορούσαν να είχαν διατεθεί σε επενδύσεις με πολύ μεγαλύτερο όφελος για τους πολίτες. Στην Ελλάδα, οι τράπεζες έχουν ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την καταναλωτική μανία που μας είχε κυριεύσει. Οσο για το επιχείρημα των τραπεζών ότι και οι πολίτες ήθελαν τον δανεισμό, μου θυμίζει λίγο το επιχείρημα του βιαστή, που προσπαθεί να πείσει για τη συναίνεση του θύματος στον βιασμό».


Αν ακούσετε κάποια παρόμοια με αυτή στο βιβλίο «ανταρσία» κατά των τραπεζών, όπως να μην πληρώνουν πολίτες τα δάνεια ή τις πιστωτικές τους κάρτες, τι θα σκεφτείτε;
«Ας φύγουμε από την Ελλάδα. Μια φίλη μου, Ισπανίδα δημοσιογράφος, και μάλιστα γνωστή, η οποία απολύθηκε από την εφημερίδα και το κανάλι, όπου εργαζόταν, κυριολεκτικά εν μια νυκτί, μου έλεγε ότι πήγε στην τράπεζά της και τους είπε ότι, αν θέλουν μπορούν να πάρουν το σπίτι της, η ίδια δεν έχει να πληρώσει το δάνειο. Η τράπεζα ως σήμερα δεν το έχει πάρει. Ξέρετε γιατί; Γιατί όταν περπατήσετε σε ισπανικές πόλεις θα δείτε γύρω σας αμέτρητες αγγελίες πώλησης ακινήτων, τα οποία κανείς δεν αγοράζει».


Η Ελλάδα της κρίσης, της τρόικας και του μνημονίου αποτελεί το φόντο και την ουσία του μυθιστορήματος. Αυτή η επιλογή όμως δεν περιορίζει, από τον ίδιο τον συγγραφέα, τη «χρονική διάρκεια» του ενδιαφέροντος για το βιβλίο; ‘Η μήπως δεν βλέπετε κανένα φως στο τούνελ;
«Πρώτον, ο Βλασόπουλος ισχυρίζεται στο μυθιστόρημα ότι η τρόικα δε θα φύγει.
Οι συζητήσεις για την επιμήκυνση της διάρκειας του μνημονίου τον βγάζουν αληθινό. Δεύτερον, αυτή η κρίση θα μας αφήσει τραύματα και ως άτομα και ως κοινωνία, από τα οποία θα μας πάρει χρόνο να συνέλθουμε. Αλλωστε, καλό θα είναι να τα θυμούνται και οι επόμενες γενιές, για να μην επαναλάβουν τα ίδια λάθη. Και τρίτον, βλέπω φως στην άκρη του τούνελ, αλλά αισθάνομαι ότι βρίσκεται σε απόσταση εκατό χιλιομέτρων περίπου, που εμείς επιχειρούμε να διανύσουμε με τα πόδια».


Γιατί διαλέξατε για φονικό όπλο ένα σπαθί, στην εποχή των πιο εξελιγμένων όπλων; Υπάρχει συμβολισμός;
«Ο φίλος Τάκης Θεοδωρόπουλος έγραψε σε ένα άρθρο του στα «Νέα» ότι σε ένα μυθιστόρημα που έχει ως θέμα μια τόσο σύγχρονη και επίκαιρη κρίση, ο δολοφόνος χρησιμοποιεί ένα αρχέγονο όπλο, το σπαθί. Η εξήγηση αυτή με καλύπτει απόλυτα, έστω και αν δεν την είχα στο νου μου, όταν έγραφα το μυθιστόρημα».


Η περιήγηση στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα της κρίσης τι παραπάνω προσθέτει στον αναγνώστη που υφίσταται έτσι κι αλλιώς τις συνέπειες; Ο συγγραφέας πρέπει να γράφει για το σήμερα, πριν αυτό «ωριμάσει» στη συνείδησή μας;
«Εσείς περιμένετε να «ωριμάσει» η κρίση στη συνείδησή σας; Στο πετσί σας δεν τη νιώθετε; Ας μιλήσουμε σοβαρά. Δεν είμαι ούτε δημοσιογράφος ούτε κοινωνικός επιστήμων. Είμαι ένας συγγραφέας που δεν τον ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα γενικά ή έστω «πανανθρώπινα» θέματα. Αντίθετα, με ενδιαφέρουν πάρα πολύ θέματα που έχουν να κάνουν με την πολιτική, την κοινωνία και τις επιπτώσεις τους πάνω στη ζωή των ατόμων».


Η αστυνομική πλοκή βοηθά περισσότερο από άλλα αφηγηματικά είδη τον συγγραφέα για να θίξει θέματα του καιρού του;
«Βρίσκω την αστυνομική πλοκή ένα πολύ αποτελεσματικό όχημα, για να μιλήσω για κοινωνικά και πολιτικά θέματα που με απασχολούν. Εξάλλου, σήμερα το αστυνομικό μυθιστόρημα, στην Ευρώπη τουλάχιστον, είναι πια ένα κοινωνικοπολιτικό μυθιστόρημα με αστυνομική πλοκή».


Ο αστυνόμος Χαρίτος θα προλάβει να πάρει σύνταξη πριν από τη λήξη της κρίσης; Εχει άλλα πέντε χρόνια, λέει. ‘Η μήπως θα συνταξιοδοτηθεί με το πέρας της «Τριλογίας της κρίσης»;
«Γιατί θέλετε να βγει στη σύνταξη ο Χαρίτος; Τι θέλετε, να χάσω το ψωμί μου;»


Είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος για τη σημερινή κατάσταση την οποία βιώνουμε;
«Είμαι βαθιά απαισιόδοξος, γιατί βλέπω να μιλάμε διαρκώς για το μνημόνιο, θετικά και αρνητικά, και να μη μιλάμε καθόλου για τις κοινωνικές τομές που χρειαζόμαστε, για την αλλαγή νοοτροπίας, που επίσης έχουμε ανάγκη, και κυρίως για την κρίση του πολιτικού συστήματος. Η κρίση που περνάμε είναι πρώτα μια κρίση πολιτική και κατά δεύτερο λόγο οικονομική, ως συνέπεια της πολιτικής κρίσης της Μεταπολίτευσης».

Ο Ολλανδός...
Η ελληνική κοινωνία έχει εξελιχθεί σε κοινωνία θυλάκων

Ενας ήρωας του βιβλίου, ο Ολλανδός εκπρόσωπος του οίκου αξιολόγησης, υποστηρίζει δημοσίως ότι, από το 1989 κι έπειτα, «δεν υπάρχουν κοινωνίες», παρά «μόνο ομάδες που υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους». Πώς σχολιάζετε την άποψη αυτή;
«Υποθέτω, γιατί δεν το κουβέντιασα μαζί του, ότι εννοεί πως υπάρχει μια διάσπαση του κοινωνικού ιστού σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες κινούνται σήμερα με τη λογική του οικονομικά ισχυρότερου και ότι κάθε ομάδα επιδιώκει να ισχυροποιήσει τη θέση της εις βάρος των οικονομικά πιο αδύνατων.
Σύμφωνα με την αντίληψη του Ολλανδού, η οικονομική ισχύς εξασφαλίζει την ευημερία, άρα είναι θετική εξέλιξη. Αλλά, γιατί να πάμε μακριά; Μήπως η ελληνική κοινωνία δεν έχει εξελιχθεί σε μια κοινωνία θυλάκων, στην οποία ο κάθε θύλακας προσπαθεί να υποστηρίξει τα συμφέροντά του εις βάρος των άλλων θυλάκων;».

Πηγή: http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=12194&subid=2&pubid=40814971#


Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ

"Ληξιπρόθεσμα δάνεια"

Του Κώστα Κατσουλάρη
Όπως έχει με πολλές ευκαιρίες διακηρύξει ο Πέτρος Μάρκαρης, ο λόγος που επέλεξε –σε προχωρημένη ηλικία, ήταν 58 όταν εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο– την αστυνομική λογοτεχνία ήταν επειδή αυτή του προσέφερε τη δυνατότητα να μιλήσει για τα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα της εποχής του.
Μέντορές του, από συγγραφικής άποψης, υπήρξαν ο Ισπανός Μανουέλ Βάσκεζ Μονταλμπάν και ο Γάλλος Ζορζ Σιμενόν, και οι δυο τους διαπρεπείς θεράποντες του είδους. Έτσι, μετά τον «Βασικό Μέτοχο» προ τετραετίας, με θέμα τη διαπλοκή των ΜΜΕ και ελληνικής οικονομικής και πολιτικής ελίτ, κι αφού έκανε ένα διάλειμμα για να μιλήσει για την Πόλη, την ιδιαίτερη πατρίδα του, στο «Παλιά, πολύ παλιά», επιστρέφει τώρα με το πρώτο μέρος μιας «Τριλογίας της κρίσεως».
Στα «Ληξιπρόθεσμα δάνεια», τόσο ο κεντρικός το ήρωας Κώστας Χαρίτος, όσο και τα γύρω πρόσωπα του βιβλίου, ταλανίζονται από τα οικονομικά μέτρα και την προϊούσα πτώχευση της χώρας. Κομμένα δώρα, κομμένες συντάξεις, ακόμη και αυτοκτονίες που ταράζουν την, κατά τ’ άλλα ψύχραιμη σύζυγο του Χαρίτου, αναπαράγουν την σύγχρονη νεοελληνική συνθήκη. Το περιβάλλον, δεν θα μπορούσε να είναι πιο ιδανικό για την ανάπτυξη μιας αστυνομικής ιστορίας, κάτι που ο Μάρκαρης σπεύδει να εκμεταλλευτεί με κάθε μέσο.
Η ιστορία ξεκινά σε μάλλον ιλαρή ατμόσφαιρα, με τον Χαρίτο στον άβολο ρόλο του μπαμπά που παντρεύει την μοναχοκόρη του, και μάλιστα με θρησκευτικό γάμο. Γιατί μια δικηγόρος κι ένας γιατρός να κάνουν μια τέτοια επιλογή; Η απάντηση βρίσκεται μάλλον στο μικροαστικό περιβάλλον του Χαρίτου, τη γυναίκα του Αδριανή, αλλά και το αστυνομικό Σώμα που δεν θα έβλεπε με καλό μάτι το αντίθετο. Το ζευγάρι, πάντως, καμιά στιγμή δεν φαίνεται να αμφισβητεί αυτή του την επιλογή, εκτός κι αν το έχει κάνει σε κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία και δεν το θυμόμαστε.
Όπως και να έχει, από τον άχαρο ρόλο του μπαμπά που παντρεύει την κόρη του θα τον βγάλει η αστυνομική επικαιρότητα: Ένας άγριος φόνος έχει λάβει χώρα στο Κορωπί, με θύμα πρώην τραπεζικό διευθυντή. Ο δολοφόνος έχει αποκεφαλίσει με σπαθί το θύμα του, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο για τα ελληνικά δεδομένα. Κάποιες υποψίες που πέφτουν πάνω στον μαύρο υπηρέτη του θύματος, δεν βρίσκουν αρχικά έδαφος: Τα παιδιά του θύματος θα του προσφέρουν πλήρη κάλυψη. Η υπόθεση θα πάρει άλλη τροπή όταν ένα ακόμη θύμα, τραπεζικός επίσης, βρετανός αυτή τη φορά, βρεθεί δολοφονημένος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο στο γραφείο του. Η αντιτρομοκρατική υπηρεσία αναλαμβάνει δράση, προς ενόχληση του Χαρίτου που δεν πιστεύει ιδιαίτερα το σενάριο της Τρομοκρατίας σε ό,τι αφορά τους συγκεκριμένους φόνους. Εντούτοις, όταν μερικές μέρες μετά η Αθήνα γεμίζει με αφίσες που προτρέπουν τον κόσμο να μην πληρώνει τα δάνειά του και γενικότερα τις υποχρεώσεις του προς τις τράπεζες, η περίπτωση της πολιτικής τρομοκρατίας φαντάζει πιο πιθανή. Ο Χαρίτος, και πάλι όμως διστάζει…
Ο Μάρκαρης γράφει απλά, κατανοητά και αναπτύσσει την ιστορία του χρησιμοποιώντας γνωστές τεχνικές παρόμοιων ιστοριών: Άνοιγμα όλης της βεντάλιας των πιθανών εκδοχών, απόσπαση της προσοχής του αναγνώστη με δευτερεύουσες πλοκές, ενδοϋπηρεσιακές ίντριγκες, ποικίλες ενδείξεις που άλλα φαίνεται να σημαίνουν στην αρχή και αλλού οδηγούν στη συνέχεια. Η αφήγηση είναι ολόκληρη σε πρώτο πρόσωπο και στον ενεστώτα, απολύτως γραμμική και ομαλή. Από χρονολογικής άποψης, τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα το καλοκαίρι του 2010, με τον τελικό του Μουντιάλ να είναι το δεσπόζων γεγονός της περιόδου (των φόνων εξαιρουμένων), και το μόνιμο μποτιλιάρισμα στους αθηναϊκούς δρόμους να είναι από τα βασικότερα εμπόδια που έχει να υπερπηδήσει ο δραστήριος αστυνόμος.
Αποτέλεσμα: Ένα αφήγημα που διαβάζεται μονορούφι, χωρίς τίποτε να ταράσσει την εξέλιξη της πλοκής προς τη λύση της υπόθεσης, ενώ ο Χαρίτος αποδεικνύεται και πάλι πιο διορατικός και, κυρίως, πιο μεθοδικός από τους συναδέλφους του. Η γραφή του Μάρκαρη, το γνωρίζουμε ήδη, δεν διεκδικεί δάφνες λογοτεχνικότητας, ούτε και σε παρασύρει σε κόσμους σκοτεινούς και απροσπέλαστους. Όλα τα προβλήματα, πλην των φόνων που έχει να διαλευκάνει, μοιάζουν μέσα του λυμένα. Μια πρόσκαιρη κατάθλιψη της Αδριανής, της θυμόσοφης συζύγου του, δεν θα την εμποδίσει από το να ασκήσει τα μαγειρικά και μητρικά της καθήκοντα. Όσο για το πολιτικό και ιδεολογικό στίγμα του βιβλίου, με δεδομένο ότι ο ιθύνων νους για τον αποκεφαλισμό τεσσάρων ανθρώπων εμφανίζεται ως ένας από τους πιο συμπαθείς χαρακτήρες του βιβλίου, σηκώνει πολύ συζήτηση. Αυτή είναι ίσως και η μόνη πηγή δυσαρέσκειας που μας γέννησε η ανάγνωση αυτού του, κατά τ’ άλλα, απολαυστικού και μαστορικά φτιαγμένου αναγνώσματος.



Η Εταιρεία Θεατρικής Ανάπτυξης Λεμεσού (ΕΘΑΛ) και οι Λέσχες Ανάγνωσης "Βιβλιοτρόπιο", "Διά-Λογος" και "Πυρείον" φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκατη στη Λεμεσό και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του βιβλίου του "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια" στον Τέχνοχώρο της ΕΘΑΛ την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου στις 7.00μμ

21/1/11

Ο Πέτρος Μάρκαρης στη Λεμεσό - Παρουσίαση του νέου αστυνομικού μυθιστορήματος "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια"

Η ΕΘΑΛ με τη συνεργασία των Λεσχών Ανάγνωσης "Πυρείον", "Βιβλιοτρόπιο" και Διά-Λογος" και τη στήριξη των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παδείας και Πολιτισμού καθώς και του βιβλιοπωλείου ΚΠ Κυράκου φιλοξενούν τον Πέτρο Μάρκαρη και σας προσκαλούν στην παρουσίαση του νέου του αστυνομικού μυθιστορήματος "Ληξιπρόθεσμα Δάνεια", την Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011 στις 7.00μμ στον Τεχνοχώρο της ΕΘΑΛ στη Λεμεσό

4/1/11

4 Ιανουαρίου: Η επέτειος θανάτου του Albert Camus


«Τίποτα πιο παράλογο από το θάνατο σε τροχαίο ατύχημα». Στις 4 Ιανουαρίου 1960 τα λόγια αυτά του Camus έμελλε να αποδειχτούνε προφητικά καθώς συναντάται με το θάνατο έπειτα από αυτοκινητικό δυστύχημα στο Βιλμπλεβέν της Υόν. Οδηγός ήταν ο εκδότης Gallimard.
Γεννημένος στην Αλγερία μένει ορφανός από πατέρα πολύ νωρίς, ενώ η μητέρα του ήταν αναλφάβητη. Αργότερα συνήθιζε να αφιερώνει τα βιβλία του σ’ αυτή που δεν θα μπορέσει να τα διαβάσει ποτέ. Σπουδάζει στο Αλγέρι φιλολογία κι αρχίζει να αρθρογραφεί σ’ εφημερίδες από μικρή ηλικία.
Υπήρξε μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος, δημοσιογράφος, δραματουργός, συνθέτης και ηθοποιός. Βασικό όμως έρεισμα όλων των δραστηριοτήτων του ήταν ο ανθρωπισμός που τον διέκρινε. Επί γερμανικής κατοχής στη Γαλλία παρουσιάζει δύο από τα πιο πολυδιαβασμένα κείμενά του. Το μυθιστόρημα «Ο ξένος» και το δοκίμιο «Ο μύθος του Σίσυφου», που μαζί με τα θεατρικά «Καλιγούλας» και «Η παρεξήγηση» απαρτίζουνε τον κύκλο του παραλόγου, όπως ο ίδιος τον βάπτισε. Ουσιαστικά πραγματεύεται φιλοσοφικά την ιδέα του παραλόγου που οδηγεί τον άνθρωπο στην επιλογή της μη επιλογής.
Ακολουθεί λίγα χρόνια αργότερα «Η πανούκλα», μια αλληγορική επίκριση του ναζιστικού και σταλινικού καθεστώτος και μαζί με τα κείμενα «Οι δίκαιοι» και «Ο επαναστατημένος άνθρωπος» συμπληρώνεται ο κύκλος της εξέγερσης. Το 1956 εκδίδεται «Η πτώση» κι ένα χρόνο αργότερα του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ.
Ο Camus δεν έπαψε ποτέ να αρθρογραφεί υπερασπίζοντας τις αρχές του ανθρωπισμού και αμφισβητώντας το δόγμα «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Εξαιρετικά ενδιαφέρον και επίκαιρο λοιπόν είναι το βιβλίο «Σκέψεις για την τρομοκρατία» (Καστανιώτης) που συγκεντρώνει άρθρα και αποσπάσματα από δοκίμια της περιόδου 1943-1958.
Στα ελληνικά έχει μεταφραστεί σχεδόν το σύνολο του έργου του μαζί με την βιογραφία «Μια ζωή» (Καστανιώτης) του δημοσιογράφου και συγγραφέα Olivier Todd, όπου παρουσιάζονται ανέκδοτα κείμενα και η αλληλογραφία του Camus, προσφέροντας μια ευκρινής εικόνα αυτής της πολυσχιδούς προσωπικότητας.